Εν τω κόσμω τούτω η Θεία Λειτουργία εκφράζει πλήρως εκείνο, όπερ ορίζομεν ως υποστατικήν προσευχήν, τουτέστι προσευχήν ομοίαν εκείνης του Ιδίου του Χριστού εν Γεθσημανή. Θα παρέλθη ουχί μικρός αριθμός χρόνων, πριν ή αποκτήσωμεν την ικανότητα να εμβαθύνωμεν πνεύματι εις τας αυθεντικάς διαστάσεις της Λειτουργίας. Ακολουθούντες μετά προσοχής όλην την σειράν και το περιεχόμενον της προς τον Θεόν λατρείας ταύτης, εισαγόμεθα εις την θεωρίαν του Θείου Είναι και του κοσμικού είναι. Ποιούμεν ανάμνησιν πολλών σπουδαίων γεγονότων απ’ «Αρχής»: Ότε ο Θεός έκτισε τον Ουρανόν και την Γην· εν τη Βουλή της Αγίας Τριάδος ελήφθη η απόφασις: «Ποιήσωμεν Άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (Γέν. α’ 26)· είτα της φοβεράς πτώσεως της «εικόνος» ταύτης, του Προπάτορος ημών Αδάμ· εν συνεχεία, των τραγικών πεπρωμένων πάντων των υιών του Αδάμ· της εν ελέει ελεύσεως εν τη σαρκί ημών του Δημιουργού και Θεού ενδυθέντος την υπ’ Αυτού του Ιδίου κτισθείσαν εικόνα. Εν τη Θεία Λειτουργία απορροφώμεν την διδαχήν Αυτού, ευλαβώς τιμώμεν τα παθήματα Αυτού χάριν της απολυτρώσεως ημών· δεδοικότες, ακολουθούμεν Αυτόν εις Γεθσημανή και Γολγοθάν εισέτι· είμεθα μετ’ Αυτού εις την δίκην ενώπιον του Καϊάφα και του Πιλάτου. Μετά φρίκης ακούομεν τας αγρίας φωνάς: «Σταύρωσον Αυτόν»· μένομεν έκθαμβοι και ενισχυόμεθα, όταν Ούτος λέγη προς τον συσταυρωθέντα ληστήν: «Σήμερον μετ’ Εμού έση εν τω παραδείσω», και εν συνεχεία: «Ινατί Με εγκατέλιπες;» … «Τετέλεσται! Και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα». Και περαιτέρω αναμιμνησκόμεθα ωσαύτως της ταφής, της αναστάσεως, των εμφανίσεων εις τους Αποστόλους και εις πολλούς άλλους· της αναλήψεως· της αποστολής του Πνεύματος του Αγίου … Εκάστη δε λεπτομέρεια των γεγονότων τούτων είναι πλήρης ανεφίκτου δι’ ημάς νοήματος. Ούτω διδασκόμεθα να ζώμεν επί επιπέδων δύο πραγματικοτήτων: της Θείας και της κτιστής. Μένομεν εν αναμονή της Δευτέρας Αυτού Παρουσίας. Εν εκάστη λειτουργική στιγμή είμεθα και εν τω χρόνω και εν τη αιωνιότητι· εν ημίν ρέει εισέτι ζωή διεφθαρμένη εκ της πτώσεως και θανατηφόρος, και εν ταυτώ μεθ’ ημών μένει ο λόγος Αυτού, το Φως και η ζωή Αυτού. Όσον και εάν επαναλαμβάνωμεν την διακονίαν ταύτην την δοθείσαν εις ημάς κατά την αγαθήν περί ημών πρόνοιαν Αυτού, όσον και εάν πληρούμεθα συνεχώς νέας πείρας εκ της διεισδύσεως εις την λειτουργικήν πραγματικότητα, ουδέποτε φθάνομεν το «τέλος» αυτής. Εν τούτοις είμεθα εν χαρά και φόβω κοινωνούμεν της Θείας Ζωής και δεν δυνάμεθα πλέον να αποσπασθώμεν εκ του αποκαλυπτομένου εις ημάς ασυλλήπτως μεγάλου σχεδίου του Δημιουργού και Πατρός ημών. Αληθώς ο Θεός υπερηγάπησε και εκάλεσεν ημάς, ίνα είμεθα μετ’ Αυτού εις τους αιώνας των αιώνων.
Νυν γνωρίζομεν δι’ όλων των δυνάμεων του είναι ημών ότι Ούτος «εκ των άνω εστίν … ουκ εκ του κόσμου τούτου» (πρβλ. Ιωάν. η’ 23). Το Πυρ εκείνο όπερ κατεβίβασεν Ούτος επί την γην των καρδιών ημών (πρβλ. Λουκ. ιβ’ 49), ανήφθη εν τω αίματι ημών δια της κοινωνίας του Αίματος Αυτού. Και, κατά φυσικόν λόγον, είμεθα πεπληρωμένοι ευγνωμοσύνης δια τας αμέτρους προς ημάς δωρεάς Αυτού. Αύτη δε η Λειτουργία ημών ονομάζεται «Ευχαριστία» … Αλλά …
Η λειτουργική προσευχή είναι η πλέον επίπονος. Τελούμεν αυτήν όντες εν φοβερά διασπάσει όλης της υπάρξεως ημών. Ευλογήσαντες εν αρχή την Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν συνεχεία κατερχόμεθα βαθμηδόν μέχρι των προσκαίρων βιοτικών αναγκών, ίνα εκ νέου αναχθώμεν δια της δοξολογίας (Δοξολογία ενταύθα καλείται η πρώτη εκφώνησις μετά την μεγάλην εκτενή: Ότι πρέπει Σοι πάσα δόξα …) μέχρι του Θρόνου του Θεού. Η ακατάπαυστος κίνησις –άλλοτε προς τον Θεόν, άλλοτε δε προς τον κόσμον– χαρακτηρίζει την ιερουργίαν ημών. Και δια των εντολών του Ευαγγελίου και δια του υποδείγματος του Χριστού (βλ. Ιωάν. ιγ’ 15) μανθάνομεν να περιπτυσσώμεθα το πλήρωμα του παγκοσμίου είναι: από της δημιουργίας παντός υπαρκτού μέχρι της συντελείας της επιγείου ιστορίας και πέραν τούτου. Εν τούτοις, παραλλήλως προς την εμπνέουσαν ανάβασιν εις την σφαίραν του ουρανίου Φωτός, παρατηρούμεν ότι βαθύνεται ο εν τη καρδία ημών πόνος. Βλέπομεν ότι η οικουμένη εν τη ολότητι αυτής, ως και πρότερον, περιβάλλεται υπό του σκότους της αντιπαθείας. Το Πνεύμα του Θεού δεν ευρίσκει απήχησιν εις τας αποξενωθείσας από του Θεού καρδίας, και η προσευχή απερριμένη τρόπον τινα υπό των ανθρώπων επιστρέφει εις τον προσευχόμενον, επιφέρουσα εις αυτόν πλήγμα. Η κατά το φαινόμενον άκαρπος έκβασις της προσευχής ταύτης είς τινας στιγμάς αποβαίνει κατάλληλον έδαφος δια πικρούς λογισμούς: Η ανθρωπότης νοσεί ανιάτως· ματαία πάσα ελπίς όπως ίδωμεν την θεραπείαν αυτής· το κακόν δεν παύει να εντείνηται, να εισχωρή συνεχώς βαθύτερον εις τας καρδίας των ανθρώπων· πρέπει να εγκαταλείψωμεν την προσευχήν υπέρ της ανθρωπότητος, διότι είναι οδύνη άνευ αποτελέσματος, θύμα της οποίας πρώτοι θα αποβώμεν ημείς οι ίδιοι. Άμυνα εναντίον αυτών των αποθαρρυντικών σκέψεων είναι να έχωμεν εν τη μνήμη ημών τον Χριστόν, Όστις μόνος επάλαισεν εναντίον όλου του κόσμου. Η νίκη θα έλθη αναποφεύκτως, αλλ’ ουχί εις το ορατόν επίπεδον της ιστορίας της Γης. Η νίκη είναι ήδη ανυπέρβλητον Γεγονός: «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον», είπεν ο Κύριος (Ιωάν. ιστ’ 33).
Εις τα ελεύθερα κτίσματα παραχωρείται η δυνατότης, όπως πορευθούν μέχρι των ακραίων εκδηλώσεων του κακού. Εν όσω όμως προσφέρεται η αναίμακτος Θυσία, εν όσω η λειτουργική προσευχή εναγκαλίζεται πάντας τους ανθρώπους, ζώντας, τεθνεώτας και μέλλοντας εισέτι να γεννηθούν, εν όσω υπάρχουν ψυχαί προσευχόμεναι υπέρ των εχθρών, κατ’ έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος, η Γη θα διαφυλάττηται από του αποκαλυπτικού πυρός, όπερ μέλλει να κατακαύση τα πάντα (βλ. Β’ Πέτρ. γ’ 10). Ούτως επίστευεν ο μακάριος Γέρων Σιλουανός. Εν αυτή, τη Χριστομιμήτω προσευχή, έβλεπεν ούτος την «κατέχουσαν» δύναμιν, περί ής ομιλεί ο Απόστολος Παύλος εν τη Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή αυτού (β’ 7).
Η αγαθή πρόνοια του Θεού επέτρεψεν εις εμέ επί δεκάδας ετών να τελώ την Θείαν Λειτουργίαν, και εκάστην φοράν, εν αυτώ ή εκείνω τω μέτρω, ησθανόμην την συγκατάβασιν του Θεού επί την λατρείαν ταύτην. Δια της λειτουργικής προσευχής η ψυχή βυθίζεται εν τω ωκεανώ των ανθρωπίνων παθημάτων. Κατά τους χρόνους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – λίαν καταστρεπτικού δια την Ρωσίαν – ύστερον δε κατά την διάρκειαν των πρώτων ετών της Ρωσικής Επαναστάσεως – μετά του απεριγράπτου χάους του εμφυλίου πολέμου –, απετυπώθησαν εν τη ψυχή μου εσαεί τα απαράκλητα μαρτύρια πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων. Εγώ ο ίδιος ευρισκόμην υπό συνθήκας ενδεχομένου ολέθρου εν τη ανενδότω και ανεξελέγκτω εκείνη θυέλλη. Ο Κύριος όμως δια θαυμαστού τρόπου διεφύλαξεν εμέ από πάσης συμμετοχής εις τον πόλεμον τούτον. Ουδέποτε εφόνευσά τινα. Ότε δε ήγγισεν η ώρα να λάβω την ευλογίαν της ιερωσύνης, τότε δεν εύρισκον λόγους ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν μου δια το τοσούτον εξαίρετον έλεος Αυτού προς εμέ. Ουχί μόνον δεν έβαλον κατά τινος, αλλά ελπίζω ότι και εις ουδένα επέφερον εκουσίως ορατήν βλάπην – εκτός εάν είναι δυνατόν θα θλίψωμεν τινα εκ των περίξ ημών ζώντων και μόνον εκ του απλού γεγονότος της παρουσίας ημών. Ένεκα τούτου δεν υπήρξεν εν ταις πράξεσι της ζωής μου κανονικόν κώλυμα δια την αποδοχήν της ιερωσύνης. Εν τούτοις, εν πνεύματι ησθανόμην εαυτόν άξιον μόνον της καταδίκης εις το σκότος το εξώτερον. Ο Θεός όμως εποίησε μετ’ εμού το εναντίον. Όσον μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην. «Συ γαρ εί ο προσφέρων, και προσφερόμενος, και προσδεχόμενος, και διαδιδόμενος» (εκ της ιερατικής ευχής του Χερουβικού ύμνου).
Σωζόμεθα κατ’ εξοχήν δια της κοινωνίας εις τα παθήματα του Χριστού υπέρ ημών. Συμμετέχοντες εις την επίγειον ζωήν του Κυρίου αποκτώμεν την Θείαν αιωνιότητα, την πεπληρωμένην αγάπης. Εν ταις συνθήκαις των ιστορικών ημών δεδομένων η αγάπη αύτη είναι αναποφεύκτως πάσχουσα, συμ-πάσχουσα, και τούτο «εις τέλος», μέχρι πλήρους κενώσεως. Κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος καταπέμπεται εις ημάς παράδοξος ευλογία: η δια πείρας γνώσις των καταστάσεων του Ιησού Χριστού κατά το μέτρον της ευδοκίας του Πατρός περί ημών. Είμεθα μετά του Χριστού και εν τω Μυστικώ Δείπνω και εν Γεθσημανή και εν τοις κριτηρίοις Καϊάφα και Πιλάτου· μετέχομεν της άρσεως του σταυρού Αυτού, μετά την εξάντλησιν εκ των βασανισμών και του μαρτυρίου, της Θεοεγκαταλείψεως και της εις άδου καθόδου. Και εν τη συμμετοχή ταύτη εις την πορείαν του Χριστού έγκειται ο σταυρός ημών, αόρατος, αλλά πραγματικός και γνωστός εις τον Θεόν.
Όταν δε κατέρχηται εφ’ ημάς το Άκτιστον Φως, τότε μεταδίδεται εις ημάς η χαρά της αναστάσεως, και ο νους ημών θεωρεί τον Κύριον «αναβαίνοντα, όπου ήν το πρότερον» (Ιωάν. στ’ 62). Αγαπητοί είναι εις ημάς οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου: «Ει ούν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος» (Κολ. γ’ 1).
Αι πραγματικαί διαστάσεις της Λειτουργίας είναι αληθώς θείαι και ουδέποτε ημείς εξαντλούμεν το περιεχόμενον αυτής, ιδιαιτέρως εν όσω έτι ζώμεν εν τη σαρκί Κτισθέντες εκ του «μηδενός» βαθμηδόν αυξάνομεν, αναπτυσσόμεθα, τελειούμεθα. Όσον εντονωτέρα είναι η προς τον Θεόν δίψα ημών, τοσούτον αφθονώτερα τα κύματα νέων διεισδύσεων της καρδίας ημών εις το περιεχόμενον αυτής. Μετέχοντες του Ποτηρίου του Χριστού δια της μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος Αυτού, δεχόμεθα ωσαύτως και την Θεότητα Αυτού, καθώς αύτη εφανερώθη υπ’ Αυτού επί της Γης εν σαρκί και καθώς αύτη αιωνίως παραμένει εν τοις ουρανοίς. Τοιαύτη είναι η οδός: Δια της εν αγάπη ενώσεως μετά της Θείας Υποστάσεως του Μονογενούς Υιού καθιστάμεθα όμοιοι προς Αυτόν και, ως υποστάσεις εν τη πληρότητι της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού τελειώσεως ημών, υιοθετούμεθα υπό του Ουρανίου Πατρός εις ατελευτήτους αιώνας.
Επί του σταυρού κατά την τελευταίαν στιγμήν ο Χριστός ανεφώνησε: «Τετέλεσται». Είναι άγνωστα εις ημάς τα βάθη της σκέψεως του Κυρίου, αλλά γνωρίζομεν ότι τότε επήλθε μεγάλη αλλαγή εις όλον το κοσμικόν είναι. Το «τετέλεσται» τούτο αναφέρεται εις την εν τοις κόλποις της Αγίας Τριάδος προαιώνιον Βουλήν. Περί αυτού του «τετέλεσται» γίνεται εν μέρει λόγος και εν τη δοθείση εις ημάς Αποκαλύψει. Δι’ ημάς δεν ετελέσθη εισέτι πλήρως εκείνο, όπερ ημείς αναμένομεν επ’ ελπίδι παρά του Θεού. Συνεχίζομεν εν αγωνία να βλέπωμεν «τους νυν ουρανούς και την Γην τω Αυτού λόγω τεθησαυρισμένους (όντας) … πυρί τηρουμένους εις ημέραν (φοβεράν) κρίσεως και απωλείας των ασεβών ανθρώπων … Ήξει δε (εκείνη) η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν ή ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και η Γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται» (Β’ Πέτρ. γ’ 7 και 10). Πάντες ημείς ιστάμεθα πνεύματι επί του Εσχάτου τούτου Κριτηρίου κατά τρόπον απιστεύτως εγγύς, ως περιγράφεται τούτο εισέτι και δια των όρων του Αποστόλου Πέτρου.
Παραλλήλως προς τα λεχθέντα υπό του Αποστόλου Πέτρου φέρομεν τους λόγους του ιδίου του Χριστού: «…ειπέ ημίν … και τί το σημείον … της συντελείας του αιώνος; 24.4 Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. 24.5 Πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί Μου λέγοντες, εγώ ειμι ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι. 24.6 Μελλήσετε δε ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων· οράτε μη θροείσθε· δει γαρ πάντα γενέσθαι, αλλ᾿ ούπω εστί το τέλος. 24.7 Εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους· 24.8 πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. 24.9 Τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών δια το όνομά Μου …» (Ματθ. κδ’ 3-44). Θα αποψυχούν οι άνθρωποι «από φόβου και προσδοκίας των επερχομένων (συμφορών) τη οικουμένη … Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών … γινώσκετε ότι ήδη εγγύς εστιν η βασιλεία Του Θεού … αιφνίδιος … η ημέρα εκείνη … επελεύσεται επί πάντας τους καθημένους επί πρόσωπον πάσης της γης» (Λουκ. κα’ 26, 28, 31, 34, 35). «Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού και πάντες οι άγιοι Άγγελοι μετ’ Αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης Αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν Αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών Αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων» (Ματθ. κε’ 31-33).
Πάντα ταύτα εισέρχονται εις την σύστασιν της Θείας Πράξεως της Λειτουργίας: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας: Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα» (Αναφορά Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
«Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω» (Ψαλμ. ριη’ 126), «Ευλόγησον Δέσποτα». Δια τοιούτων λόγων απευθύνεται ο διάκονος προς τον ιερέα προ της ενάρξεως της Θείας Λειτουργίας. Οι λόγοι ούτοι σημαίνουν ότι «είναι καιρός, όπως ο Ίδιος ο Κύριος ενεργήση». Επομένως η Λειτουργία είναι πρωτίστως Θεία Πράξις. Πάντα τα εν αυτή τελούμενα λαμβάνουν άλλην διάστασιν και άλλο νόημα. Η λέξις «καιρός», επί παραδείγματι, τι δηλοί; Η Θυσία του Αμνού προαπεφασίσθη εν τη προαιωνίω Βουλή του Τριαδικού Θεού: «… ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου, φανερωθέντος δε επ’ εσχάτων των χρόνων δι’ υμάς, τους δι’ Αυτού πιστεύοντας εις Θεόν τον εγείροντα Αυτόν εκ νεκρών …» (Α’ Πέτρ. α’ 18-21). Εδόθησαν εις ημάς δύο υπαρκτικά επίπεδα: το έν είναι εκείνο, όπερ υπάρχει «προ καταβολής κόσμου», το έτερον, το ημέτερον, είναι ο ιστορικός ημών καιρός. Τελείται η Θεία Λειτουργία εφ’ όλου του προσώπου της Γης ημέραν εξ ημέρας, απ’ αιώνος εις αιώνα. Κατά συνέπειαν ο «καιρός» της Λειτουργίας είναι: «Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Ο Χριστός, «μίαν υπέρ αμαρτιών προσενέγκας θυσίαν εις το διηνεκές εκάθισεν εν δεξιά του Θεού … μιά γαρ προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους» (Εβρ. ι’ 12 και 14).
Τοιούτος αιώνιος-πρόσκαιρος και πρόσκαιρος-αιώνιος είναι ο χαρακτήρ του Μυστηρίου τούτου. Εν αυτώ δια της ιερουργίας συναντώμεθα μετά τινων υπερβάσεων της χρονικής ακολουθίας· εν αυτώ αι παρερχόμεναι ημών ανάγκαι συνυφαίνονται μετά των αιωνίων Θείων καταστάσεων. Η Λειτουργία δεν είναι ψυχολογική «ανάμνησις» (βλ. Λουκ. κβ’ 19, Α’ Κόρ. ια’ 24) γεγονότος πάλαι ποτέ τελεσθέντος, αλλά δύναμις απαύστως διαμένουσα εν τη ιστορία. Παρέρχονται χιλιετίαι, αλλά το επίκαιρον της Λειτουργίας δεν αλλοιούται: «… μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία» (Β’ Πέτρ. γ’ 8). Δι’ ημάς ο ιστορικός χρόνος είναι, τρόπον τινα, ο «τόπος» της πρώτης συναντήσεως ημών μετά του Θεού και της αιωνιότητος Αυτού. Η τελευταία αύτη περιβάλλει όλους τους κτιστούς αιώνας άνευ διαρκείας, αλλά καθ’ ολοκληρίαν. Εν τη Λειτουργία ζώμεν συγχρόνως ως έν συνόλω, και το φθαρτόν της γηΐνης ημών υπάρξεως και την πρόγευσιν της Βασιλείας, της «εληλυθυίας εν δυνάμει» (πρβλ. Μαρκ. θ’ 1). Εν τη Λειτουργία προγευόμεθα του εν τη Βασιλειά του Ουρανίου Πατρός «Γαμηλίου Δείπνου» (βλ. Ματθ. κβ’ 2). Νυν κατέχομεν ήδη «εκ μέρους» την δωρεάν ταύτην, αναμένομεν δε εν υπομονή την έλευσιν «του τελείου», οπότε «το εκ μέρους καταργηθήσεται» (πρβλ. Α’ Κορ. ιγ’ 10).
Η Λειτουργία έχει τοιαύτην δομήν, ώστε να εγχαράττη εν τη συνειδήσει ημών, κατά το δυνατόν πληρέστερον, το «έργον» του Χριστού επί της Γης (Ιωάν. ιζ’ 4). Δια της συνεχούς επαναλήψεως της Πράξεως ταύτης, το καθολικόν νόημα αυτής καθίσταται επί μάλλον και μάλλον προσωπική ημών θεωρία, κοσμοθεωρία ημών. Η θεωρία αύτη είναι άκρως πλουσία· κατ’ ουσίαν ουδέποτε εξαντλείται, αλλά παραμένει αιωνίως νέα και ζώσα. Εν τη χρονικώς βραχεία ιερουργία της Λειτουργίας περιέχεται η «ανάμνησις» (Λουκ. κβ’ 19) γεγονότων, άτινα διήρκεσαν επί σειράν χιλιετιών και περιέλαβον αναρίθμητον πλήθος ανθρώπων, υιών και θυγατέρων του Αδάμ. Πάντα τα γεγονότα – από της δημιουργίας του κόσμου και της εμφανίσεως του Ανθρώπου, από της στιγμής της πτώσεως του Αδάμ, ήτις συνεκλόνισε το κοσμικόν είναι, μέχρι της επί Γης ελεύσεως του Θεού-Σωτήρος και της εκφωνήσεως «τετέλεσται», στιγμής κατά την οποίαν εγεύθη Ούτος θανάτου εν τη προσληφθείση υπ’ Αυτού ανθρωπίνη φύσει και κατά την οποίαν ήρξατο η αποκατάστασις του κτισθέντος υπό του Θεού όντος – ενούται εις μίαν θεωρίαν και προσευχήν. Ολίγον προ της τελέσεως της πρώτης και τελευταίας Αυτού Λειτουργίας εν τω Μυστικώ Δείπνω, και κατά την ώραν της εν Γεθσημανή αγωνίας Αυτού, ο Κύριος συνωμίλει περί πάντων τούτων μετά των μαθητών Αυτού (βλ. Ματθ. κστ’ 38), φέρων τα πάντα εν Εαυτώ ως «ασθενείας ημών» (βλ. Ησ. νγ’ 3-4). Και εις ημάς δίδει Ούτος να ψηλαφήσωμεν τους «μώλωπας» Αυτού (βλ. Ησ. νγ’ 5, Ιωάν. κ’ 25), όταν εισερχώμεθα ενεργώς και εν επιγνώσει εις τα τελούμενα κατά την ώραν της Θείας Λειτουργίας.
Η Λειτουργία είναι Ενέργεια του Ιδίου του Θεού ανήκει ολοτελώς εις τον χώρον της αιωνιότητος. Εν αυτή φανερούται η αγάπη του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εν τη ευσπλαχνία αυτής προς τους απολλυμένους αμαρτωλούς. Η Θεία αγάπη είναι αγάπη θυσίας. Δια της θυσίας ταύτης συγκρατείται η ανθρωπότης από του αφανισμού (βλ. Γέν. β’ 17). Δια της ζωοποιού δυνάμεως αυτής διαφυλάττεται η ζωή του κόσμου. Η Θεία αγάπη παραδίδει την ζωήν αυτής εις τους ηγαπημένους υιούς των ανθρώπων: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ’ 16, βλ. Α’ Ιωάν. δ’ 9-10).
Ο αιώνιως χαρακτήρ της Λειτουργίας εκφράζεται εισέτι και δια του ότι ο Κύριος, προ του θανάτου Αυτού επί του Σταυρού, κατά τον Μυστικόν Δείπνον, παρέδωκεν εκ των προτέρων εις τους Αποστόλους το Σώμα και το Αίμα Αυτού. Επί του ιστορικού επιπέδου ηγνοήθη η χρονική ακολουθία. Απεφασίσθη αύτη εν τη προαιωνίω Τριαδική Βουλή (βλ. Α’ Πέτρ. α’ 19-20, Αποκ. ιγ’ 8), όπου το παν ενούται εις μιαν Πράξιν άνευ διαρκείας, αλλά τα πάντα περιπτυσσομένην. Εξ αρχής το παν ετελέσθη εν τω Θείω Σχεδίω περί της δημιουργίας του κόσμου. Τότε ο Χριστός ωρίσθη ήδη ως Άμωμος Θυσία. Πολλάκις ωμίλησεν Ούτος εις τους Αποστόλους ότι επίκειται δι’ Αυτόν κρίσις και θάνατος, και εν συνεχεία ανάστασις.
Είθε το Πνεύμα το Άγιον να δώση εις πάντας ημάς να θεωρήσωμεν τον Χριστόν αποθνήσκοντα μόνον, κατακριθέντα υπό πάντων, και υπ’ ουδενός γενόμενον αντιληπτόν. Απέθνησκε μόνος, δι’ επονειδίστου – κατ’ άνθρωπον – θανάτου, αλλά δια της οδού ταύτης έσεισεν όλον τον κόσμον, μετέβαλε ριζηδόν τον ρουν της ιστορίας, έσωσε δια την αγαθήν αιωνιότητα δισεκατομμύρια ανθρώπων, ευηργέτησεν όλην την κτίσιν.
Πάντα ταύτα, κατά το δυνατόν, οφείλει να φέρη εν τη συνειδήσει αυτού ο ιερεύς, ετοιμαζόμενος να τελέση την Θείαν Λειτουργίαν, διότι «τούτο φρονείσθω εν ημίν ό και εν Χριστώ Ιησού» (πρβλ. Φιλ. β’ 5). Όσον εγγύτερον πλησιάση προς τα ίχνη του Χριστού ο χριστιανός, τοσούτον ολιγωτέρους συνοδοιπόρους θα ανακαλύψη πέριξ αυτού. Έχοντες εν εαυτοίς την σκέψιν περί της πλήρους μονώσεως του Χριστού, δεν πρέπει άρα γε και ημείς να είμεθα ωσαύτως έτοιμοι να αποθάνωμεν εν μονώσει; Εάν συνέβαινεν εις ημάς, κατά την αγάπην Αυτού να αποθάνωμεν άνευ μαρτύρων εις χείρας βασανιστών, όπισθεν των τοίχων θαλάμου βασανιστηρίων, τότε Ούτος δεν θα εγκατέλειπεν ημάς μόνους, αλλά θα εμοιράζετο μεθ’ ημών τον μέγαν άθλον, όστις έλαχεν εις ημάς· «εν ώ γαρ πέπονθεν Αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (Εβρ. β’ 18).
Η λειτουργική πράξις, όταν φερώμεθα μετά προσοχής και προς την θεμελιώδη αυτής αρχήν και προς τα επί μέρους αυτής στοιχεία, εκδιδάσκει ημάς να παραμένωμεν εν τη ατμοσφαίρα του Χριστού. Ο Κύριος ελκύει ημάς, ίνα εν πνεύματι περιβάλωμεν όλον τον κόσμον, ένθα εκατομμύρια ανθρώπων καθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν συντρίβονται υπό των πληγμάτων της σκληρής πραγματικότητος ή κείνται προ των θυρών του θανάτου και μετά βαθέων στεναγμών επικαλούνται την Άνωθεν βοήθειαν. Εν τω μέτρω της προσωπικής ημών πείρας παντός είδους παθημάτων, δυνάμεθα να βυθισθώμεν εν τη αχανεί θαλάσση των παθημάτων των ανθρώπων, και δια της προσευχής να μοιρασθώμεν μετ’ αυτών τους φόβους, ενίοτε δε και την χαράν αυτών. Είναι δυνατόν, εις τινα στιγμήν, να περιληφθώμεν τοσούτον εις τα ατελεύτητα μαρτύρια πάσης της ανθρωπότητος, ώστε ούτε το σώμα, ούτε ο ψυχισμός, ούτε η σκέψις να είναι εις θέσιν να ακολουθήσουν το αιχμαλωτισθέν υπό της προσευχής πνεύμα, το παριστάμενον ενώπιον του Θεού «στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η’ 26-27). Τοιαύτη προσευχή είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος και ουχί ανθρωπίνων προσπαθειών. Αύτη οδηγεί μέχρι των ορίων του θανάτου και εν ταυτώ ζωοποιεί· οδηγεί ημάς εις την Γεθσημανή και εις τον Γολγοθάν εισέτι, και συγχρόνως δίδει να προγευθώμεν της αναστάσεως. Εν αυτή τη προσευχή γνωρίζομεν τον Χριστόν κατερχόμενον εις τον άδην της απείρου Αυτού αγάπης, της νικητρίας του θανάτου.
Η σωτηρία παρέχεται εις τον κόσμον δια της λειτουργικής ιερουργίας, ιδιαιτέρως εις όσους διψούν να δεχθούν την ευλογίαν του Ουρανίου Πατρός. Ουδέν ισάξιον ή παρόμοιον υπάρχει προς το Έργον του Χριστού δια την απολύτρωσιν του ανθρωπίνου γένους. Εκείνοι δε, εις τους οποίους είναι εμπεπιστευμένη η διακονία της συσταθείσης υπό του Κυρίου Λειτουργίας, βοηθούν τους αδελφούς εν τη πορεία αυτών προς την αθανασίαν. Εν τη διακονία ταύτη η Εκκλησία εύχεται ήδη επί δύο χιλιετίας μεριμνώσα, ως ο Απόστολος Παύλος, όπως δοθή εις τους ανθρώπους η αληθής επίγνωσις των αποκεκαλυμμένων υπό του Θεού πραγμάτων· ίνα δυνηθούν ούτοι «καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» του υπέρ ημών προαιωνίου Σχεδίου του Δημιουργού, του ορισθέντος προ καταβολής κόσμου δια την υιοθεσίαν ημών εν τω ηγαπημένω Αυτού Υιώ (βλ. Εφεσ. γ’ 14-21, α’ 5).
Παρέρχονται οι αιώνες ο είς μετά τον άλλον, αλλ’ εν Πνεύματι Αγίω ουδέν παλαιούται, και το αυτό Πνεύμα, όπερ έθεσεν εις το στόμα του Παύλου τοιαύτας προσευχάς, κινεί μέχρι σήμερον τας καρδίας των ιερέων και των πιστών εν γένει εις προσευχήν, εν τη οποία γνωρίζεται υπό της βαθείας υπάρξεως ημών ότι ο Θεός είναι Πατήρ ημών, και ότι επί γης εφάνη το Φως του ανάρχου Είναι.
«Πάτερ Άγιε, ο τη Ση εικόνι τιμήσας ημάς και δωρησάμενος ημίν την ευλογίαν του γνώναι την Αλήθειαν Σου δια του Σαρκωθέντος Υιού Σου και της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, του παρά Σου εκπορευομένου, μη αποστρέψης το Πρόσωπόν Σου αφ’ ημών των αναξίων δούλων Σου, αλλά πρόσδεξαι την δέησιν ημών και κατάπεμψον επί πάντας τους υιούς της Γης πνεύμα αληθούς ευσεβείας, ίνα πληρωθή η οικουμένη δια του ακηράτου Φωτός της Σης θεογνωσίας, δεόμεθά Σου Πάτερ Αγαθέ, επάκουσον ημών και ταχύ ελέησον».
Η Λειτουργία είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα· δι’ αυτής γνωρίζομεν το απ’ αιώνος απόκρυφον Μυστήριον της σταυρώσεως της Θείας αγάπης· εν αυτή ζώμεν όντως τον τύπον της αναστάσεως· δι’ αυτής αναβαίνομεν επί του όρους της θεωρίας της δόξης της Μεταμορφώσεως· αύτη σβεννύει την δίψαν του πνεύματος ημών δι’ άλλου ύδατος, «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ’ 14). Οι γευσάμενοι εν ερήμω του μάννα απέθανον, οι τρώγοντες δε τον άρτον, τον εκ του ουρανού καταβάντα, «ζήσονται εις τον αιώνα» (πρβλ. Ιωάν. στ’ 58). Οι λειτουργοί της Καινής Διαθήκης, της εσφραγισμένης δια του Αίματος του Χριστού, είναι ελεύθεροι εκ του παλαιού καλύμματος (βλ. Β’ Κορ. γ’ 12-18), και «ανακεκαλυμμένω προσώπω» προσφέρουν τας ικεσέας αυτών ενώπιον του Προσώπου του Πατρός. Ο ναός, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία, είναι ο προθάλαμος της εν ουρανοίς Αγίας Βασιλείας. Η λατρεία αύτη αποτελεί δι’ ημάς πηγήν αμώμου τρυφής. Ο ιερουργός του Μυστηρίου της Λειτουργίας ίσταται εν αμέσω εγγύτητι προς τον Υιόν του Θεού, Όστις είναι «το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών» (Λειτουργία Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου), και δια του Οποίου εγενόμεθα κάτοχοι «ρημάτων ζωής αιωνίου» (Ιωάν. στ’ 68, ιζ’ 8).
Η εγγυτάτη συνάντησις μετά του Μονογενούς Υιού του Πατρός δεν είναι ανώδυνος δια τους εφθαρμένους υπό της αμαρτίας· πλήττει ημάς, ως είναι φανερόν, μέχρις εσχάτης εξουθενώσεως, αλλ’ εν συνεχεία αναγεννά ημάς ελευθέρους ήδη από της αμαρτίας, καθιστά ημάς κοινωνούς της θεανδρικής παγκοσμιότητος του Χριστού οδηγούσα την εν ημίν εικόνα του Θεού μέχρι της τελειότητος.
Ο ιερεύς ο τελών την Λειτουργίαν, ως και οι παρευρισκόμενοι πιστοί, μανθάνουν να ζουν επί δύο επιπέδων, κατά το παράδειγμα του Ιδίου του Χριστού: να διαμένουν πνεύματι εν τη Θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως να συμμετέχουν εις τα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης. Κατά καιρούς η προσοχή του ιερέως στρέφεται κατ’ εξοχήν προς το μεγαλειώδες πανόραμα του κτισθέντος κόσμου, όπερ αποτελεί και το περιεχόμενον της λειτουργικής αυτού προσευχής· κατά καιρούς δε το πνεύμα αυτού παραχωρείται να ανέρχηται προς το ατελεύτητον, προς αφομοίωσιν του νοήματος της εκχυθείσης εφ’ ημάς χάριτος, προς το Φως το εκπορευόμενον εκ της Αγίας Τριάδος. Είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς η τοιαύτη εμβάθυνσις εις την Λειτουργίαν, ίνα η αιωνία αυτής πραγματικότης συνοδεύη ημάς εις την καθ’ ημέραν ζωήν, ίνα η ιερατική προσευχή αποβή φύσις ημών, ίνα αληθώς γενώμεθα «ιερείς και βασιλείς τω Θεώ», ανεξαρτήτως «φυλής και γλώσσης, λαού και έθνους» (Αποκ. ε’ 10 και 9).
Η Λειτουργία, εν τω συνόλω αυτής, περιπτύσσεται ουχί μόνον τα βιβλικά γεγονότα τα αναφερόμενα εις την οικονομίαν της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλ’ εν γένει την ζωήν του κόσμου και εισέτι εκείνο, όπερ ήτο προ καταβολής κόσμου και όπερ αναμένομεν, «ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α’ Κορ. ιε’ 28)· ότε «χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. ι’ 6). Δι’ αυτήν την διάβασιν εκ της προσκαίρου πραγματικότητος εις την αιώνιαν προετοιμάζει ημάς η Θεία Λειτουργία. Το πλήρωμα αυτής αιχμαλωτίζει ημάς ολοτελώς τοσούτον, ώστε ότε ήμην εν τη ερήμω και ετέλουν μόνος την Λειτουργίαν, έχων μετ’ εμού μόνον ένα μοναχόν – όστις ήρχετο, ίνα απαντά εις τας δεήσεις των εκτενών, αναγινώσκη τον Απόστολον και παρέχη την λοιπήν αναγκαίαν συμμετοχήν, εις τόπον λαού – τότε ούτε εγώ ούτε ο μοναχός εκείνος ησθάνθημεν ποτε έλλειψιν τινα: Άπας ο κόσμος ήτο εκεί μεθ’ ημών· ο κόσμος και ο Κύριος· ο Κύριος και η αιωνιότης. Η πείρα αύτη της ερήμου εδίδαξεν εμέ να προσεύχωμαι δια της ιερατικής προσευχής και μετά του λαού και άνευ της ορατής αυτού παρουσίας.
Επιτρέπω εις εμαυτόν να είπω ότι εν τη συνειδήσει μου κυριαρχεί ουχί η παλαιά, αλλ’ η σύγχρονος πείρα. Η τελευταία αύτη ήρξατο τότε, ότε εισέτι ουδόλως εγνώριζον τα έργα των Αγίων Πατέρων. Εμπνευσθείσα ως πιστεύω υπό του αυτού Πνεύματος του εκπορευομένου από του Θεού η πείρα αύτη εν πολλοίς συνέπιπτε μετά των συγγραμμάτων των ασκητών Πατέρων· συγχρόνως όμως και διεκρίνετο απ’ αυτών δυνάμει της καταπληκτικής αλλαγής των συνθηκών ζωής του κόσμου. Τα εσχατολογικά σημεία είναι έντονα εις τον αιώνα ημών εν μείζονι βαθμώ ή ποτε άλλοτε κατά το παρελθόν: «Η γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται» (Β’ Πετρ. γ’ 10). Το πυρ είναι ήδη έτοιμον, και εδόθη εις χείρας αφρόνων. Η ειρήνη εξέλιπεν από προσώπου της οικουμένης. Η θετική πλευρά των φοβερών τούτων γεγονότων έγκειται εις το ότι ουχί μόνον οι χριστιανοί, αλλ’ εισέτι και οι μη πιστεύοντες επιμόνως καλούνται να διευρυνθούν νοερώς και να υπερπηδήσουν τα στενά πλαίσια των εθνικιστικών τάσεων ή πολιτιστικών παραδόσεων και να στοχάζωνται επί πανανθρωπίνων διαστάσεων. Συμβαίνει να παρατηρώμεν, και μάλιστα συχνάκις, το εναντίον προς το λεχθέν: την τάσιν προς ανεξαρτησίαν εισέτι και ολιγαρίθμων και εντελώς υπαναπτύκτων φυλών. Αλλ’ αι αντιθετικαί αύται τάσεις, εκ διαμέτρου αντίθετοι προς την πραγματικήν ανάγκην, πάντοτε συνώδευον την παράδοξον ιστορίαν της πεπτωκυίας ανθρωπότητος.
Καθίσταται νυν αδύνατον δια τον ιερέα, τον προσφέροντα την αναίμακτον θυσίαν, να παραμείνη εν τοις ορίοις των κατά τόπους μόνον αναγκών, επιλανθανόμενος πάσης της λοιπής ανθρωπότητος, της βασανιζομένης απεγνωσμένως εν τοις δεσμοίς του άδου, του αμοιβαίου μίσους και παντός είδους εκβιασμών. Όσον και αν η εποχή ημών εγκυμονή αποκαλυπτικάς καταστροφάς δια το μέλλον, η προσευχή του χριστιανού δεν πρέπει να εξασθενήση εκ της φαινομενικώς απελπιστικής καταστάσεως, αλλά να αυξηθή η έντασις αυτής: Είμεθα ερριμένοι εις τας πρώτας σειράς της μεγάλης πνευματικής μάχης.
Η επιστήμη του Ευαγγελικού Πνεύματος είναι υψηλή: Είναι ανέφικτος εις τας φυσικάς ημών δυνάμεις εν τη καταστάσει της πτώσεως. Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας ημών εν τη ασκήσει της μετανοίας έδειξεν ότι ο άνθρωπος δύναται να λάβη Άνωθεν πνευματικήν δύναμιν, και τότε γίνεται ικανός να βαστάση την υπερφυσικήν ευσπλαχνίαν. Το παρόν σώμα ημών μετά της ψυχοσυνθέσεως αυτού είναι ασυγκρίτως ασθενέστερον του πνεύματος ημών: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σάρξ ασθενής» (Ματθ. κστ’ 41). Η «σύστασις» του σώματος ημών ακολουθεί την κίνησιν του πνεύματος ημών προς τον Θεόν μόνον μέχρις ωρισμένου βαθμού, πέραν του οποίου επέρχεται η εξάντλησις αυτού. Το συμπάσχειν φονεύει ημάς. Το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως κλείει τους οφθαλμούς ημών, όπως μη βλέπωμεν τας αναριθμήτους συμφοράς, αίτινες επιπίπτουν επί την μοίραν των ομοίων προς ημάς. Αλλ’ ο γευθείς Πνεύματος Χριστού δεν δύναται να αποφύγη την συνάντησιν μετά του ωκεανού των δυστυχιών. Ούτος συμμετέχει εις την προσευχήν του Κυρίου, Όστις έδωκεν εις ημάς το «υπόδειγμα» (Ιωάν. ιγ’ 15). Καθώς Ούτος προσηύχετο υπέρ όλου του κόσμου, ούτω και ημείς οφείλομεν και να ζώμεν και να αισθανώμεθα (βλ. Φιλ. β’ 5). Τούτο είναι ιδιαιτέρως αναγκαίον δια τον ιερέα, τον τελούντα την Θείαν Λειτουργίαν, εάν ούτος αγωνίζηται να εισέλθη πληρέστερον εις την καθολικήν αυτής θεωρίαν.
Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει άλλο Λειτουργικόν Ποτήριον, ει μη εκείνο μόνον όπερ Αυτός ο Κύριος προσέφερε προ της εξόδου Αυτού δια την θυσίαν της απολυτρώσεως. Μόνον Ούτος είναι αληθώς Αρχιερεύς. Δια της ευλογίας Αυτού η Θεία Λειτουργία, ούσα ανεπανάληπτος, επαναλαμβάνεται εις τους αιώνας. Εν τη επαναλήψει αυτή του αιωνίου κατά την ουσίαν αυτού Μυστηρίου, φανερούται το επίκαιρον αυτού η αναλλοίωτος παρουσία αυτού εν τοις ορίοις της ιστορίας. Η Λειτουργία, αδιαίρετος ούσα μερίζεται και ακαταπαύστως επεκτείνεται εις πάντα τα πέρατα της οικουμένης. Το Υπερώον της Σιών δια θαυμαστού τρόπου πλατύνεται, ώστε να καταστή εφικτόν συνεχώς και εις νέας γενεάς «πιστευόντων εις Αυτόν» (πρβλ. Ιωάν. ιζ’ 20). Δια της αγίας κοινωνίας ο Χριστός συνάγει τους αφωσιωμένους εις Αυτόν εις εκείνην την ενότητα, ήτις εδόθη εις ημάς υπό του Δημιουργού ημών. Κτισθέντες «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» εκλήθημεν και εις ενότητα κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος:
«Πάτερ Άγιε, τήρησον αυτούς εν τω Ονόματί Σου ώ δέδωκας Μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς» (Ιωάν. ιζ’ 11).
Η Λειτουργία εν τη αιωνίω αυτής πραγματικότητι, φέρει πάντοτε εις ημάς την παρουσίαν του Πάσχα του Κυρίου. Προ της ελεύσεως του Χριστού, το Εβραϊκόν Πάσχα συνίστατο εις την ανάμνησιν ιστορικού γεγονότος, τουτέστι της δια της Ερυθράς Θαλάσσης διαβάσεως του Ισραηλιτικού λαού, του λυτρωθέντος εκ της δουλείας της Αιγύπτου – προτύπου πασών των λοιπών δουλειών. Το χριστιανικόν όμως Πάσχα είναι λύτρωσις εκ της δουλείας της αμαρτίας και του θανάτου: η διάβασις εκ των επί μέρους και περιωρισμένων καταστάσεων εις τας παγκοσμίους και Θείας· η ανάβασις εκ των γηΐνων μορφών υπάρξεως εις τας αιωνίους, εις την αθανασίαν. Και εδόθη εις ημάς η εντολή να τελώμεν την Λειτουργίαν εις ανάμνησιν Αυτού (βλ. Λουκ. κβ’ 19), εν τω Ονόματι Αυτού. Ο Χριστός – το αληθινόν κέντρον πάσης της κτίσεως – αποτελεί το κέντρον της προσοχής ημών: «Πάντα δι’ Αυτού εγένετο, και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν» (Ιωάν. α’ 3). Εις τούτο έγκειται η ριζική αλλαγή του χαρακτήρος της Πασχαλίου ημών πανηγύρεως. Πάσα η Λειτουργία εν τω ουσιώδει αυτής περιεχομένω δεν είναι άλλο τι ει μη ανάμνησις Αυτού και ουχί οιουδήποτε ιστορικού γεγονότος. Η «ανάμνησις» νοείται ως ζώσα είσοδος εις την σφαίραν του Πνεύματος του Χριστού, κατά την Θείαν και γηΐνην Αυτού διάστασιν. Ούτος είναι το νόημα και το φως του Χριστιανικού Πάσχα.
Η αιώνιος επικαιρότης της Λειτουργίας υπογραμμίζεται ωσαύτως δια του περιεχομένου της προσευχής, την οποίαν πάντες οι πιστοί προφέρουν προ της μεταλήψεως των αγίων μυστηρίων του Σώματος και του Αίματος του Χριστού: «Του Δείπνου Σου του Μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε». Εν τούτω το «σήμερον» -νυν- δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον, αλλά μόνον το παρόν. Και δια της προσευχής ταύτης παρακαλούμεν όπως γίνωμεν δεκτοί εις τους κόλπους της προαιωνίου Θεότητος, της Αγίας Τριάδος.
Η ψυχή του ιερέως αναποφεύκτως θα φθάσει πολλάκις εις εξάντλησιν εκ της θεωρίας παντός είδους παθημάτων αφ’ ενός, και αδικιών και εκβιασμών αφ’ ετέρου. Ακριβώς αι ανάρμοστοι αύται πράξεις των ανθρώπων αποτελούν ένδειξιν της πτώσεως του κόσμου ημών. Δι’ επιπόνου ασκήσεως οφείλομεν να κρατήσωμεν αμείωτον την έμπνευσιν ημών δια την λειτουργικήν προσευχήν υπέρ όλης της ανθρωπότητος. Παν πάθος και πάσα κακοήθεια της αμαρτίας, είτε εντός ημών των ιδίων, είτε εντός των άλλων εκτός ημών, αποτελούν το περιεχόμενον της καθολικής ταύτης προσευχής. Καθήκον του ιερέως είναι η αναλλοίωτος εν χρόνω επανάληψις της Θείας πράξεως της απολυτρώσεως του κόσμου, προς εκπλήρωσιν της εντολής του Χριστού: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ’ 19). Είναι ζώσα «ανάμνησις», ως ορατή παρουσία της εν Γεθσημανή προσευχής και του εν Γολγοθά σταυρικού θανάτου του Κυρίου εν τη ιστορία της οικουμένης.
Η Λειτουργία εν τη αιωνίω αυτής πνευματική πραγματικότητι, είναι θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητος. Ιδού δια τι, συναντώμενοι μετά της συνθλιπτικής μάζης της αμαρτίας, είτε εντός, είτε εκτός ημών, δεν παύομεν να παραμένωμεν εντός της λειτουργικής πράξεως. Όταν έχωμεν τοιαύτην συνείδησιν περί ιερωσύνης, άπασα η ζωή ημών αποτελεί διακονίαν προς σωτηρίαν του κόσμου. Εις τούτο συνίσταται η ουσία του εις ημάς Θείου δώρου: Του «βασιλείου ιερατεύματος».
Είναι δυνατόν να είναι τις φορεύς της χάριτος του «βασιλείου ιερατεύματος» και όταν δεν φέρη ιερατικόν αξίωμα (βλ. Α’ Πέτρ. β’ 5 και 9). Η εσωτερική ουσία της ιερωσύνης ταύτης έγκειται εις την προσευχήν υπέρ όλου του κόσμου κατά το «υπόδειγμα» του Ιδίου του Κυρίου. Δι’ ημάς τους ανθρώπους το ύστατον εφικτόν μέτρον είναι να προσευχώμεθα υπέρ όλου του Αδάμ, ως και υπέρ ημών των ιδίων. Τοιαύτη προσευχή αποτελεί σημείον ότι αποκαθίσταται εν ημίν εκείνη η «εικών», ήτις παρεσχέθη εξ αρχής εις τον άνθρωπον (βλ. Γέν. α’ 26). Τα παθήματα του Χριστού και η ανάστασις Αυτού εκόμισαν εις την ανθρωπότητα την χάριν ταύτην (βλ. Λουκ. κδ’ 46 και 49). Πάντες και έκαστος εκ των πιστευόντων εις τον Υιόν του Θεού εκλήθησαν να δεχθούν την δωρεάν ταύτην εκ του Δωρεοδότου: να γίνουν «βασίλειον ιεράτευμα». Δεν υπάρχει τίμημα δια την ευλογίαν ταύτην ήτις αποκτάται δια μακράς και εμπόνου ασκήσεως.