Ο Χριστός είπε: “Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπη έχετε εν αλλήλοις”. Πρέπει να υπογραμμίσω ότι είναι απολύτως αναγκαίο να προσευχόμαστε για το καθετί για το οποίο έχουμε εντολή από τον Σωτήρα μας. Ο πατέρας Σιλουανός γράφει για το θέμα αυτό με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο:
“Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Σε αυτό έγκειται η ελευθερία: στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατον να υπάρξει ισότητα – αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορείς όμως, όπου κι αν ανήκεις, να αγαπάς τον Θεό και να είσαι ευάρεστος σε Αυτόν, και αυτό είναι το σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό στη γη, θα έχουν μεγαλύτερη δόξα στη Βασιλεία και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξαστεί κατά το μέτρο της αγάπης του.
Η αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται με την κατάκριση, την αργολογία και την ακράτεια. Όποιος αγαπά τον Θεό, αυτός μπορεί να τον σκέπτεται ημέρα και νύχτα, γιατί καμιά εργασία δεν παρεμποδίζει την αγάπη προς τον Θεό. Οι Απόστολοι αγαπούσαν τον Κύριο και ο κόσμος δεν αποτελούσε εμπόδιο γι’ αυτήν την αγάπη τους, αν και τον σκέφτονταν τον κόσμο και προσεύχονταν γι’ αυτόν και κήρυτταν. Στον Μέγα Αρσένιο ειπώθηκε: “Φεύγε τους ανθρώπους”. Και όμως, το Πνεύμα του Θεού διδάσκει να προσευχόμαστε και στην έρημο για τους ανθρώπους και για όλον τον κόσμο.
Στον κόσμο αυτό ο καθένας έχει το λειτούργημά του: ο ένας είναι βασιλιάς, ο άλλος πατριάρχης ή μάγειρας ή σιδηρουργός ή δάσκαλος. Ο Κύριος όμως τους αγάπη όλους και θα δώσει το μεγαλύτερο βραβείο σε εκείνον που αγαπά περισσότερο τον Κύριο. Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπούμε τον Θεό με όλη την καρδιά, με όλο το νου και με όλη την ψυχή. Αλλά χωρίς προσευχή, πώς είναι δυνατόν να αγαπάς; Γι’ αυτό ο νους και η καρδιά του ανθρώπου πρέπει να είναι πάντα ελεύθερα για την προσευχή”.
Αν μετά την πτώση η φύση μας έχει τάσεις αντίθετες προς την αγάπη του Θεού Πατρός και του Χριστού, πρέπει να αρνηθούμε το φυσικό μας θέλημα στην πτωτική του κατάσταση.
Αν δεν αφομοιώσουμε αυτή τη διάθεση να διακονούμε τους άλλους, όλα θα είναι άχρηστα. Για να αναγεννήσουμε τη φύση μας, την ομοίωσή μας με τον Θεό, πρέπει να κυριαρχεί στη ζωή μας η αρχή της διακονίας. Η διακονία των άλλων έχει μια σωτηριώδη δύναμη, πιο μεγάλη από τη θεωρητική θεολογία. Είναι δυνατόν κάποιος να είναι μεγάλος σοφός, να έχει ακαδημαϊκά διπλώματα, και να αγνοεί, παρ’ όλα αυτά, τελείως την οδό της σωτηρίας.