Γέρων Ισίδωρος Οσιοπετρίτης (+2000)

1456128_338073806334235_1341670579_n

Οι αγιότερες μορφές της εποχής μας, μιας εποχής ψεύτικων φώτων και εντυπωσιασμού, είναι αυτές που δεν γνώρισαν την δόξα του κόσμου τούτου. Μία από αυτές υπήρξε ο ζηλωτής Γέρων Ισίδωρος, ο οποίος ζούσε στο απόμερο κελί “Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης” κοντά στο δάσος των Κρύων Νερών (ανάμεσα από την έρημο του Αγίου Νείλου και την Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου).
Τον γνώρισα τέλη της δεκαετίας του ’90. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μορφή του, μορφή του πιο ευτυχισμένου ανθρώπου που έχω δει ποτέ, όταν τον πρωταντίκρισα, να βγαίνει μέσα από τα χαλάσματα που ζούσε, κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι (αν θυμάμαι καλά ήταν Πλάτωνας).
Ο πατέρας μου ψιθύρισε: “Μοιάζει με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων!”, ενώ οι υπόλοιποι της συντροφιάς μας, αναρωτιώντουσαν πως μπορεί να ζει άνθρωπος μέσα στα ερείπια. Μετά από λίγο σύρθηκε μέσα από το γκρεμισμένο κελί και ο αγιότατος υποτακτικός του, πλέον κεκοιμημένος και αυτός, ο μακάριος Πέτρος, που μας έφερε το κέρασμα, τσίπουρο και λουκούμια. Μόνο το εκκλησάκι έστεκε ακόμη όρθιο. Το υπόλοιπο κτίσμα ήταν όπως προείπα ερείπια. Μέσα σε αυτά τα χαλάσματα ζούσαν σαν τα σκουλήκια, οι γίγαντες αυτοί της αρετής που πάτησαν σαν σκουλήκια τον κόσμο, την σάρκα και τον διάβολο. Να έχουμε την ευχή τους και να πρεσβεύουν υπέρ ημών των αμαρτωλών.
Εις μνημόσυνο αιώνιο του φιλοσόφου Γέροντος Ισιδώρου παραθέτω ένα ανέκδοτο ποίημά του με τίτλο “Άσμα κατ’ αλφάβητον”, που μου παραχωρήθηκε ευγενώς από τον αγαπητό εν Χριστώ αδελφό Αριστείδη.
ἄσμα κατ’ ἀλφάβητον
Ἀγάπα πρώτα τὸν Θεόν, ὕστερον τοὺς γονεῖς σου
Βασίλευε τὰ πάθη σου, ἐφ’ ὅλης τῆς ζωῆς σου.
Γῆ καὶ πηλὸς καὶ σκώληκας, εἶσαι καὶ μὴ καυχᾶσαι,
Δίδε παντοῦ καὶ πάντοτε, τὸ χρῆμα μὴ λυπᾶσαι.
Εἰκόνα εἶσαι τοῦ Θεοῦ, μιμήσου τὸν Χριστόν σου.
Ζηλεύου καὶ μὴ ζήλευε κανένα στὸν καιρόν σου.
Ἤμαρτες, μετανόησον, κλαῦσε πικρά καὶ θρήνει,
Θρέψε πτωχόν, ντῦσε γυμνόν, συγχώρησις νὰ γίνῃ.
Ἴδες τὸ σφάλμα τ’ ἀδελφοῦ, κρύψε το, σκέπασέ το,
Καλόν ἴδες φανέρωστο, εὶς δόξαν Θεοῦ πέστο.
Λάλει ὀλίγα, καὶ ἄκουε πολλά, νὰ μανθάνῃς.

Μὴ ἐπαρθῇς, μὴ ὑψωθῇς, καὶ τὴν ψυχήν σου χάνῃς.

Νὰ νικᾷς πάντα τὸ κακόν, ἐσὺ μὲ τὸ καλό σου,

Ξένον, πτωχόν νὰ δέχεσαι αὐτόν ὡς τὸν Χριστόν σου.

Ὅλος νὰ γίνῃς τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανὸς δικός σου.
Πτωχεία, νόσοι, πειρασμοί, μεγάλο ὄφελός σου.
῾Ράντιζε καὶ μὲ δάκρυα, κάποτε, τὴν στρωμνήν σου,
Σπούδασε ὅσο δύνασαι, νὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου.
Τὸ Πάτερ ἡμῶν, τέκνον μου, λέγε το καὶ συχνάκις.
Ὑβρίστηκες, ὑπόμηνον, ὡς ὁ Χριστός, πολλάκις.
Φεύγε τὴν καταλαλιὰν καὶ τὴν αἰσχρολογίαν.
Χαῖρε, καὶ τοὺς Χαιρετισμούς λέγε τῆς Παναγίας.
Ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ Γραφὰς διάβαζε κατὰ μόνας,
Ὡς ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεόν, εἰς πάντας τοὺς αιώνας.
Γέρων Ἰσίδωρος Ὁσιοπετρίτης,
       ἐν Ἁγίω Ὄρει, 2000
Share Button