Σύγχρονος πνευματικός λόγος από τον γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό (Μέρος 2)

 

Γέρων Ιωσήφ στην Αγνούντα
– Δεν σας φοβίζουν δηλαδή αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες, φορτηγά, μηχανές κ.λπ.;
– Τούτα, κοιτάξτε, είναι τα μέσα τα οποία υπάρχουν πάντοτε στη ζωή του άνθρωπου. Ο άνθρωπος μετά την πτώση του ζούσε με πρωτόγονα μέσα· μεταχειρίστηκε την εξυπηρέτηση των ζώων. Και τότε με τα ζώα και τα πρόχειρα μέσα της χειρωνακτικής εργασίας κατόρθωσε να επιβιώσει. Όταν όμως ο άνθρωπος άρχισε να αυξάνει τις δραστηριότητες του και εισήλθε στη γνωσιολογία, άρχισε να επιζητεί βελτιωμένη την κοινωνική του ζωή, άρχισε να επινοεί και τρόπους, εργαλεία και εξαρτήματα για να τον συντηρούν. Ε, μέχρι σ΄ ένα σημείο αυτάρκειας καλά είναι. Εάν όμως και σ΄ αυτά γίνεται παράχρηση, τότε αυτά γίνονται βλαβερά. Τώρα βέβαια εδώ στον Άθωνα, προσπαθούμε να μην επιζητούμε κάτι παραπάνω από τους όρους της χρείας. Γίνεται όμως στην σύγχρονη εποχή να επανέλθουμε να εξυπηρετούμεθα με τα ζώα; Πρώτα πρώτα η σύγχρονη γενεά δεν μπορεί να το κάνει. Τα νέα παιδιά που έρχονται τώρα δεν έχουν τέτοια δύναμη αυταπαρνήσεως και φιλοπονίας, την οποία συναντήσαμε εμείς στους προγόνους μας. Τότε κατ΄ ανάγκην δεν θα υστερήσουμε από τον σημερινό μοναχό την προκοπή, επειδή δεν μπορεί τρόπον τινά να υπερκουράζεται, αλλά θα βρούμε τρόπους που να του ελαφρώσουμε την κοπιαστική ζωή του, την τριβή, ούτως ώστε να μην φύγει αυτός από το αγωνιστικό στάδιο της μετανοίας χάριν της υπερκοπώσεως και έτσι να επιστρέψει, να ολιγοψυχήσει, να προδώσει. Όποτε μεταχειριστήκαμε την τεχνολογία, η οποία διευκολύνει την εξυπηρέτηση του άνθρωπου. Εάν λοιπόν η τεχνολογία δεν οδηγεί σε παράχρηση, αλλά είναι μέσα στους όρους της χρείας, και αυτή τότε αποτελεί ένα χρήσιμο μέσο που διευκολύνει τον πνευματικό μας αγώνα. Δεν της αποδίδουμε ούτε λατρεία, ούτε είμεθα υποχρεωμένοι, ούτε δεμένοι σ΄ αυτήν, ούτε μας αιχμαλωτίζει. Απλώς κάνουμε τη χρήση για να βελτιώσουμε τη ζωή μας στις σημερινές συνθήκες. Όταν σήμερα ένα παιδί έρχεται εδώ να γίνει μοναχός που μόλις τελείωσε το Λύκειο και ζούσε με πολλές ανέσεις, τώρα πώς θα περιμένεις από αυτόν κατευθείαν την περιεκτική φιλοπονία; Ε!, λοιπόν, για να μην του στερήσουμε την οδό του μοναχισμού, κατ΄ ανάγκην θα μεταχειριστούμε την τεχνολογία, μετατρέποντας ευκολότερη τη διαμονή του, ώστε να βοηθηθεί να δώσει την καλή ομολογία προς τον Θεό.
– Το Αγιορείτες μοναχοί, εκτός Αγίου Όρους, μιλούν σε αίθουσες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, συγγράφουν βιβλία, εκδίδουν λευκώματα, χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οδηγούν τζιπ. Ποιά η παρουσία σας ανάμεσα στον κόσμο; Μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονα διακονήματα και σύγχρονους τρόπους ασκήσεως;
– Όχι, αυτό δεν είναι για όλους. Εάν υπάρχουν μερικοί που το κάνουν αυτό και ειδικά νεώτεροι δεν είναι αξιέπαινο. Δεν ξέρουμε που θα καταλήξουν, διότι χωρίς να είναι ολοκληρωμένοι κατά Θεόν, μπήκαν μέσα στα αίτια. Ποιός πιστεύει ότι θα διατηρηθεί ακέραιος από τα αίτια; Όμως δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι. Οι πνευματικοί άνθρωποι, φερειπείν ο δικός μας ο ηγούμενος -ο όποιος ουδέποτε βγαίνει έξω γιατί το θέλει αυτός- το επιτάσσει όμως μία υπηρεσία της Μονής, η μπορεί να έχει προσκληθεί για να κάνει μία ομιλία. Βγαίνοντας έξω λοιπόν, δεν παύει να εξασκεί και το πνευματικό έργο του. Πεπειραμένος της πνευματικής ζωής, έχοντας την ιερωσύνη και την πνευματική ιδιότητα ως λειτουργός, κάνει αυτήν την υπηρεσία, οπότε μπορώ να πώ ότι αυτό είναι ωφέλιμο. Ουδέποτε εξ ιδίας θελήσεως, αλλά μόνο εάν παρουσιαστεί ανάγκη. Το θέμα τώρα της συγγραφής, ξεκινήσαμε και εμείς οι ευτελείς, παρόλη την ατέλεια μας, αλλά ουδέποτε κινηθήκαμε βάσει δικής μας επιλογής η νοοτροπίας. Επειδή ζήσαμε κοντά σε ανθρώπους θεοφόρους, πνευματικούς, άγιους και είδαμε και ψηλαφήσαμε με τα χέρια μας και τα μάτια μας το δρόμο του αγιασμού, την πράξη και τη θεωρία, από την είσοδο ως το τέλος. Όταν κατ΄ επανάληψη μας ρωτουσαν και μας ρωτούν να το περιγράψουμε, τους λέγαμε τα κατάλληλα. Μετά επιμένανε. «Μα, θα τα ξεχάσουμε πάτερ. Δεν τα γράφετε σε κάποιο βιβλίο;». Αυτή η επιθυμία τους μας ανάγκασε να καθίσουμε και να γράψουμε αυτά που παραλάβαμε από τους άγιους γεροντάδες μας, χωρίς να προσθέσουμε τίποτα δικό μας. Ε!, αυτό επιβάλλεται.
– Ποιά η προσφορά του ελληνικού πνεύματος και της ορθοδοξίας στο σύγχρονο γίγνεσθαι;
– Κοιτάξτε, το θέμα της ορθοδοξίας είναι δογματικό καθήκον, δεν είναι θέμα επιλογής. Και όποιος θέλει να βρει τον εαυτό του, μόνον αυτός είναι ο δρόμος. «Εγώ ειμί η άνάστασις και η ζωή» (Ιωαν. 11,25). Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όποιος, λοιπόν, θέλει να βρει την ανάσταση και τη ζωή έχει αποκαλυφθεί και αυτό βρίσκεται στην ορθοδοξία. Τι είναι η ορθοδοξία; Είναι το χάρισμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής. Η Ορθοδοξία ως δόγμα δεν δέχεται καμμία προσθήκη η αφαίρεση. Όποιος «κρατεί» λοιπόν την Όρθοδοξία, στέκεται, όποιος τη βρει ανίσταται, όποιος την έχασε θα χαθεί. Δεν είναι θέματα σκέψεων και αποφάσεων και ανθρώπινες επιλογές. Αυτή είναι η πραγματικότητα. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν» (Μάρ. 8,34). Κατάλαβες; «Ο έχων τας έντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με… Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ΄ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωαν. 14,21-23). Βλέπεις πως φαίνεται καθαρά; Και δεν μιλάμε με μισαλλοδοξία, αλλά φιλαληθώς. Είναι γεγονός ότι τη φυλή μας την ευλόγησε ο Κύριος μας από την παρουσία του, ενταύθα. Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό. Όταν οι Έλληνες ζήτησαν από τους Αποστόλους να δουν τον Ιησού, τότε ο Κύριος μας είπε το αξιοθαύμαστο: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υϊός του ανθρώπου» (βλ. Ιωαν. 12,20-23). Ενώ στους Εβραίους είπε: «Αρθήσεται αφ΄ υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ. 21,43). Το έθνος αυτό είναι το ελληνικό. Απόδειξη ότι τούτο είναι αλήθεια, είναι ότι οι διάδοχοι των δώδεκα Αποστόλων ήταν Έλληνες και οι Έλληνες μετέφεραν την αλήθεια του Ευαγγελίου στον «παγκόσμιο στίβο». Και μόνον οι Έλληνες το κρατούν μέχρι σήμερα απαραχάρακτα. Δεν μιλάμε φυλετικά. Όποιος θέλει ας ερευνήσει την ιστορία. Τώρα, λοιπόν, ο υγιής ελληνισμός για να είναι υγιής πρέπει να είναι και ορθόδοξος. Εάν κρατά αυτά τα δύο μαζί ο Έλληνας όπου και να πάει πάντοτε είναι επωφελής, και γίνεται υπόδειγμα ανιδιοτελείας και χριστιανικής βιοτής.
– Μας είπατε ότι αγαπάτε την ελληνική οικογένεια και πονάτε για τις ελληνικές οικογένειες. Γνωρίζετε την αγωνία που έχει έξω ο κόσμος σήμερα;
– Αυτό, παιδί μου, το κατάλαβα και εγώ και αφιέρωσα χρόνο για να το ερευνήσω καλά και να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα. Ξεκίνησα σαν μοναχός από 16 ετών… Είμασταν επτά αδέλφια, πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Τα τέσσερα αγόρια ήταν στην Αμερική. Και μάλιστα βρίσκονταν σε πολύ πλούσιο τόπο και ευκατάστατοι πάρα πολύ, στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Και τότε στην ηλικία αυτή που ήμουν με προσκάλεσαν να πάω για να σπουδάσω και εγώ ετοιμαζόμουν. Όμως με έπιασε η αγγλική νομοθεσία, διότι έπρεπε να φεύγουν κάθε χρόνο ένα συγκεκριμένο ποσοστό. Επειδή το ποσοστό είχε συμπληρωθεί, δεν μπορούσα να πάω, θα αργούσε πολύ η σειρά μου. Τότε πλήρωσαν οι δικοί μου πολλά χρήματα για να αγοράσουμε τή θέση. Την αγοράσαμε τη θέση αυτή και είχα έτοιμα στην τσέπη τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα χαρτιά για να φύγω. Τότε, κατά την «κρείττονα πρόνοια του Θεού», επισκέφθηκα ένα μοναστήρι, αρκετά πνευματικό, στην πατρίδα μου. Αν και στο σπίτι μας είχαμε ηθικότατη ζωή, για το υψηλότερο θέμα του αγιασμού δεν ξέραμε. Όταν λοιπόν πλησίασα τους μοναχούς και τους ρώτησα για να μου ερμηνεύσουν τον τρόπο της ζωής τους, τόσο με συγκλόνισαν τα λόγια τους και η καθόλη παρουσία τους. Μετά μου έδειξαν τις εικόνες. «Παιδί μου, μου είπε κάποιος από αυτους, αυτές τις εικόνες που προσκύνησες, αυτους που λες άγιους και είναι άγιοι και εμείς τους προσκυνούμε και τους κάνουμε εορτές, αυτοί από τούτο το δρόμο πέρασαν, αυτός ο δρόμος είναι που τους ανέβασε εκεί, στον αγιασμό». Λέω: «Κύριε ελέησον! Και σήμερα μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα;» «Κάθε εποχή παιδί μου· και τώρα γίνεται!». Αυτό με συγκλόνισε. Τότε έβγαλα από την τσέπη μου τα διαπιστευτήρια, τα έσκισα, τα πέταξα στον φούρνο και είπα: «Εδώ θα μείνω». «Μα είσαι μικρός!». «Δεν πειράζει, δοκιμάστε με να δείτε πώς θα σας κάνω υπακοή». Κάθισα δέκα χρόνια εκεί Χάριτι Χρίστου, χωρίς να υποχωρήσω και ωφελήθηκα πάρα πολύ, έπιασα όλο το νόημα της μοναστικής παραδόσεως. Αλλά δεν αναπαυόμουν, γιατί υπήρχε ο κόσμος και ήθελα να ‘ρθω στον Άθωνα για ανώτερη πνευματική ζωή. Αλλά τότε δεν επέτρεπαν ο πόλεμος του ΄40 και ό,τι επακολούθησε. Έτσι, το 1936 πήγα στο Μοναστήρι Σταυροβουνίου στην Κύπρο και το 1947 ήρθα στον Άθωνα. Από τότε μένω εδώ στο Άγιον Όρος. Μέχρι τα 45 μου δεν είχα μιλήσει ποτέ με γυναίκα. Δεν είχα βγει έξω για να κάνω επαφές. Και στον τόπο μου εκεί στην Κύπρο που ήμουν και στον Άθωνα που ήρθα. Έζησα πρώτα με τον οσιώτατο γέροντα μου, Ιωσήφ τον Ησυχαστή (†1959), δώδεκα χρόνια και μετά σε ηλικία 45 ετών όταν αναγκάσθηκα να βρεθώ σε μετόχια μοναστηριών για πρώτη φορά ήρθα σ΄ επαφή με την οικογένεια. Όταν είδα την οικογένεια σε τέτοια χάλια εγκαταλείψεως ολοκληρωτικής, πόνεσα. Και ειπα: «Βρε παιδιά, μήπως άραγε πρέπει και εμείς να συμβάλλουμε σε κάτι, διότι εάν ξεριζωθεί η οικογένεια πως θα συνεχιστεί η κοινωνία;». Η σκέψη μου ήταν καλή, αλλά πάλι λέω πώς θα πλησιάσω την οικογένεια, εφόσον το ένα μέρος είναι η γυναίκα και εγώ τί σημαίνει γυναίκα δεν ξέρω; Τότε λοιπόν άρχισα την έρευνα από την Άγια Γραφή, την άρχή της δημιουργίας με πάσαν λεπτομέρεια μέχρι την πατερική γραμματεία και το πλήρωμα της θεολογίας της Εκκλησίας. Μετά όταν μιλούσα με πρεσβυτέρες συζύγους και μητέρες με διαβεβαίωναν για τα συμπεράσματα μου. Έτσι κατάλαβα πώς λειτουργεί η γυναικεία νοοτροπία. Από τότε άρχισα να πλησιάζω την οικογένεια, και να δίδω την έννοια της επιστροφής και της σωτηρίας. Το θέμα της διασπάσεως του ομαλού οικογενειακού βίου σήμερα, ειδικά σήμερα, το προκαλεί ο άνδρας. Επιμένω. Από την έρευνα που έκανα, σαν είδος διατριβής μπορεί να πει κανείς, ανακάλυψα ότι σε ποσοστό 85% οι άνδρες είναι οι υπεύθυνοι. Η γυναίκα από τη φύση της, παιδί μου, είναι γέννημα και προϊόν αγάπης και επομένως δεν ζει χωρίς αγάπη. Αληθινή αγάπη. Δεν γελιούνται, είναι έξυπνες. Εάν η αγάπη δεν είναι ειλικρινής, δεν πιστεύουν. Όταν λοιπόν βρει ειλικρινή αγάπη από τον άνδρα της, τότε είναι σε θέση αυτοθυσίας και ηρωισμού. Τότε έρχεται αρμονία στον οικογενειακό βίο. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο μεγαλύτερο απ΄ αυτό. Η αγάπη εν ονόματι της Χάριτος κάνει τα δύο ένα μετά το γάμο, «ουκέτι εισί δύο, αλλά σαρξ μία» (Ματθ. 19,6). Έτσι επιδρά η αγάπη ευεργετικά στα παιδιά σε τέτοιο βαθμό ώστε να γεννηθούν με καλό χαρακτήρα.
Λοιπόν, σήμερα αναγκάζομαι να πώ και τουτο, κάπως τολμηρό μα με φέρνει η ανάγκη να το πω, όταν κάθε μέρα ακούω «η γυναίκα μου είναι έτσι, η γυναίκα μου είναι τέτοια, οι γυναίκες είναι σατανάδες…». Λέω: «Συγγνώμη, αγαπητέ μου, αυτή τη γυναίκα που λες δεν την παντρεύτηκες εσύ;». «Ναι». «Καλά, όταν την παντρεύτηκες δεν βρήκες σ΄ αυτήν όλη την αγάπη, την τρυφερότητα, την ευτυχία;» «Ναι». «Τώρα γιατί άλλαξες; Η ίδια είναι. Και τότε που παντρεύτηκες και τώρα η ίδια είναι. Βλέπεις, ότι έσύ φταις;».
Συνάντησα ένα ανδρόγυνο μια φορά μεγάλης ηλικίας, σχεδόν 80 ετών, που είχαν μεταξύ τους πικρία και ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να σκοτώσει ο ένας τον άλλο. Τους λυπήθηκα, κάθησα κοντά τους και άρχισα να ερευνώ και είδα ότι από άγνοια το έπαθαν. Δεν γνώριζαν ούτε το χριστιανισμό ούτε περί ήθους, τίποτα. Όταν κάθισα και τους μίλησα είδα ότι δέχονταν και ό,τι τους έλεγα το άκουγαν. Ε!, αφού προσπάθησα συνοπτικά να τους δείξω ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον Θεό και έχει αιωνιότητα και ότι δεν θα μείνουμε για πάντα στον κόσμο αυτό και ότι η συζυγία δεν διαλύεται εδώ, αλλά θα συνεχιστεί στην αιωνιότητα, συγκινήθηκαν, και τα δέχτηκαν όλα αυτά. Έφυγα και αφού πέρασε λίγος καιρός μου στέλνουνε ένα γράμμα, στο οποίο μου γράφανε: «Γέροντα, είναι σαν να ξαναζούμε τον πρώτο μήνα του γάμου μας». Αυτοί που ήθελαν να σφαγούν, να σφάξει ο ένας τον άλλο. Βλέπεις τις αποδείξεις;
Θα σας πώ για ένα ακόμα χαρακτήρα πραγματικού συζύγου, που πάρα πολύ δύσκολα τον συναντουμε στις μέρες μας. Εμείς γνωρίσαμε όμως έναν. Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Άργησε να παντρευτεί, σχεδόν στα τριάντα του, όχι γιατί αποστρεφόταν, αλλά νόμιζε ότι έτσι έπρεπε. Και τότε έκανε την προσευχούλα του με πίστη και βρήκε μια κορούλα και παντρεύτηκε. Η κορούλα ήταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη απ΄ αυτόν. Μόλις την παντρεύτηκε άρχισε αυτή να κάνει αταξίες. Έκανε πώς δεν έβλεπε αυτός, νόμιζε πώς είναι κορούλα του και αυτός πατέρας της. Είχαν όμως επιχειρήσεις μεγάλες στο εξωτερικό και έπρεπε κατ΄ ανάγκην να πάνε εκεί, έστω και προσωρινα. Την παίρνει λοιπόν και έφυγαν. Όταν πήγαν εκεί αυτή πείσμωσε. Λέει: «Για να με χωρίσει από το περιβάλλον μου το ΄κανε. Εγώ θα τον αφήσω». Λοιπόν, τον παρατάει και έφυγε. Έρχεται στην Ελλάδα και πού πάει; Σ΄ ένα από αυτά τα «καζίνα» και ζούσε ως ελεύθερη γυναίκα επί αμοιβή. Αυτός, από την ήμερα που έφυγε δεν έπαυε κάθε μέρα να κάνει προσευχή με δάκρυα και να επιμένει, να εκβιάζει τον Θεό: «Πανάγαθε δεν υποχωρώ, δεν θα σ΄ αφήσω, εσύ μου έδωσες τη γυναίκα μου. «Παρά Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Θέλω τη σύζυγό μου. Εάν πλανήθηκε η κορούλα πρέπει να χαθεί; Γιατί ήρθες εσύ στη γή; Δεν ήρθες να ανεύρεις το απολωλός, να θεραπεύσεις τον άρρωστο, να αναστήσεις τον νεκρό; Δεν υποχωρώ, δεν θα σ΄ αφήσω ήσυχο. Θέλω τη γυναίκα μου, να μου τη φέρεις πίσω». Έκλαιε επί δύο χρόνια. Επέδρασε η προσευχή και τελικά ήρθε στον εαυτό της. «Πώ, πώ», ομολογούσε, «πρέπει να κάνει ο Θεός άλλη κόλαση, γιατί αυτή είναι για μένα μικρή!». Πιάνει και του γράφει ένα γραμματάκι και του λέει: «Δεν τολμώ να σε ονομάσω, δεν έχω θέση. Αν επιστρέψω, με δέχεσαι σαν υπηρέτρια;». Απαντάει αυτός: «Αγάπη μου, γιατί είπες αυτή τη λέξη και με πλήγωσες; Δεν σε έστειλα για διακοπές και περιμένω με λαχτάρα την αγάπη μου να ΄ρθει στην αγκαλιά μου;» Πήγε λοιπόν, την περίμενε στο αεροδρόμιο, όπως συννενοήθηκαν. Όταν βγήκε αυτή έξω και τον είδε έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται με κλάματα. Την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου, γιατί κάνεις έτσι και με πληγώνεις; Σε περίμενα με λαχτάρα. Πάμε στο σπίτι μας, δεν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ήμουν». Και απεδείχθη ύστερα ότι έγινε πιστή σύζυγος αυτή η κορούλα. Αυτή είναι η θέση του άνδρα, του συζύγου. Άμα οι σύζυγοι είναι τέτοιοι, δείξε μου ποιά γυναίκα είναι κακή;
– Να σάς ευχαριστήσουμε πολύ γέροντα, και να εύχεσθε για όλο τον κόσμο.
Πηγή: συνέντευξη Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού στον Διευθυντή σύνταξης της Πεμπτουσίας κ. Κωνσταντίνο Αγγελίδη
Περιοδικόν ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ Τεύχος 7, σελ. 127-134
Share Button