Θέλω και πάλιν να εκφράσω την συγκίνηση και την ευχαριστία μου, όπου πάλι ευρέθηκα εις το μέσον σας με την ίδαιτέραν πρόνοια του π. Γεωργίου, ο όποιος είναι τόσο αγαπητός και σε μας και σε σας. Στην εδώ σύναξη σας, μας δίδεται η ευκαιρία να ανακαινίσωμε μέσα μας, ύπό μορφήν επαναλήψεως, τους στόχους και τους σκοπούς αυτούς ακριβώς πού μας απασχολούν και προς τους οποίους επειγόμεθα οι πάντες. Ένας είναι ο σκοπός, ένας είναι ο στόχος. Η επαναφορά μας, η επιστροφή μας εκεί, όπου ο Ιησούς μας με την κένωση και την παρουσία Του μας παρεχώρησε κληρονομικά. Το θέμα φυσικά της πίστεως μας και της έμμονης μας εις την αλήθεια την οποία κατέχομε είναι ήδη γνωστό και δεν χρειάζεται να το σχολιάσωμε. Χάριτι Χριστού ευρίσκομαι σ’ ένα πλήρωμα πιστών πού προσπαθούν και αγωνίζονται σωστά, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας. Εκείνο το όποιον ήθελα ιδιαιτέρως να σας υπενθυμίσω, είναι κάτι πού και σε μας τους μοναχούς, και σε σας τους λαϊκούς είναι απαραίτητο- σε μας δε είναι περισσότερο γνωστό και αυτό είναι το θέμα της μετανοίας. Κανείς από εμάς πού ευρίσκεται είς την ζωήν αυτή και αγωνίζεται, κατά το προφητικό λόγιο «καν μία ήμερα εστίν η ζωή αυτού», δεν μπορεί ποτέ να είναι αναμάρτητος, δηλαδή να πλήρωση το θέλημα του Θεού. Απ’ εδώ αποδεικνύεται ότι ύποκείμεθα όλοι είς τον όρο της μετανοίας. Παρ’ όλο πού μας κάλεσε ο Θεός με την Χάρι Του, έν τούτοις, δεν κατορθώνομε να σταθούμε είς τα περιθώρια των υποσχέσεων μας και των καθηκόντων μας, τα όποια μας αρμόζουν. Άρα, η μετάνοια είναι πλέον επιβεβλημένο καθήκον και όχι ελευθέρα επιλογή. Σε ‘κείνον μόνο δεν χρειάζεται η μετάνοια, πού κατόρθωσε να φυλάξη τις υποσχέσεις του βαπτίσματος απαραχάρακτες. Τέτοιος άνθρωπος είναι δυνατόν να ύπαρξη; Επομένως, σαν τρόφιμοι της μετανοίας, οι πάντες ημείς, όφείλομε περισσότερο να καλλιεργήσωμε την γνώση της μετανοίας και τους πρακτικούς της τρόπους. Να έντείνωμε επίσης τις προσπάθειες μας, ούτως ώστε, μέσω αυτής, όπου η παναγαθότης του Κυρίου μας έχάρισε, γνωρίζοντας το τρεπτόν της φύσεως μας, να επιτύχωμε τις επαγγελίες. Τώρα τί σημαίνει μετάνοια; Φυσικά ούτε και τούτο χρειάζεται να αναλύσωμε. Άλλά μίαν μικρή υπόμνηση πάλι κάνομε. Μετάνοια, στην κυριολεξία, σημαίνει ανάκληση του νού στην βάση του, απ’ όπου παρετράπη. Ο νους όπως ξέρετε, είναι το μέσον με το όποιον κοινωνούμε σαν λογικά όντα με τον έξω από μας κόσμο καί, πέραν τούτου, μέχρι αυτής της θεογνωσίας και της επιτυχίας των επαγγελιών. Όλα αυτά ξεκινούν από την σύλληψη των νοημάτων. Διά νοημάτων γίνεται όλη αυτή η εργασία. Εάν λοιπόν ο νους στέκεται καλά στη βάση του και κάνη σωστή χρήση των νοημάτων, τότε κατ’ ανάγκη, γίνεται και σωστή χρήση των πραγμάτων. Εάν όμως δεν γίνεται σωστή χρήση των νοημάτων, διότι ο νους δεν στέκεται καλά, κάνει παράχρηση των πραγμάτων, πού είναι η παρά φύσιν ζωή, Αρχίζει πλέον η ενοχή και η πτώση. Άρα μετανοεί σωστά εκείνος πού αντιλαμβάνεται ότι δεν πάει καλά και ανακαλεί το νου στην βάση του, ώστε να στέκεται σωστά, να συλλαμβάνει ορθώς τα νοήματα του, να τα κρίνη και να τα τοποθετή καλά. Ως προς μεν τον Θεό, να πιστεύη σωστά, ως προς τους ανθρώπους του δέ, να διάκειται με συμπάθεια και ΑΓΑΠΗ και ως προς τον εαυτό του, να φρονή πάντοτε ταπεινά. Τότε ακριβώς μπαίνει μέσα στην μετάνοια. Αυτός ο τρόπος είναι απαραίτητος για όλους μας, γιατί αφηρημένη έννοια μετανοίας δεν υπάρχει. Πιστεύομε φυσικά στο Θεό, αλλά ο τρόπος πού πιστεύομε είναι πολύπλοκος. Η πίστη δεν στέκεται μόνο στο να πιστέψωμε πώς υπάρχει ο Θεός και ότι είναι αυτός πού περιγράφεται στην Γραφή. Αυτό δεν λέει πολλά. Αυτό είναι μέν έτσι, αλλά και να καταργήσωμεν αυτού του είδους την πίστη, ο Θεός μένει πιστός, δεν καταργείται. Εκείνο πού μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι από την πίστη μας αυτή προς τον Θεό τί μπορούμε να πάρωμε. Από την αποκάλυψη μάθαμε την καταγωγή μας. Ότι έκτίσθημεν, έξ αρχής, «κατ’ εικόνα και όμοίωσιν» του Θεού. Μετά, η πτώση μας έφερε σ’ αυτή την αθλιότητα πού ευρισκόμεθα τώρα, έγλειστοι, εγκλωβισμένοι σ’ αυτή την φυλακή, στην κοιλάδα του κλαθμώνος· και τώρα μας παρεχώρησε ο Θεός δύναμη και τρόπους και χάριν επιστροφής εκεί απ’ όπου ξεπέσαμε. Τώρα ακριβώς η προσπάθεια μας είναι στο πώς να επιτύχωμε να ανακαλέσωμε τον εαυτό μας στην σωστή βάση και να πείσωμε πρώτα τον Θεό ότι μετανοούμε για το αμαρτωλό παρελθόν της άγνωσίας μας. Μαζί δε μ’ αυτή την απόφαση, να άρχίσωμε πρακτική εφαρμογή των αντιθέτων ακριβώς θέσεων, να κάνωμε πλέον απ’ εδώ και στο έξης αυτά πού μόνο ο Θεός θέλει και αγαπά. Η παρά φύσιν ζωή, στην οποία ευρίσκονται όσοι ακόμα δεν άρχισαν να μετανοούν, είναι ο νόμος της επιθυμίας. Μετά την πτώση, ο άνθρωπος απώλεσε το απλούν, έχασε την προσωπικότητα του και εκεί πού υπήρχε το απλούν, τώρα ήλθε η πονηρία και η διαστροφή. Τώρα χρειάζεται τιτανικός αγώνας ούτως ώστε να κρατούμε την θέση μας- όχι εκεί πού μας σπρώχνουν οι εσφαλμένες αισθήσεις και τα πάθη και ο νόμος της επιθυμίας, αλλά εκεί πού είναι μόνο ο νόμος της χρείας, περισσότερον εκεί πού αρέσκεται ο Θεός. Ο Προφήτης Δαυΐδ, μέσα στους ψαλμούς περιγράφει την αθλιότητα της παρά φύσιν ζωής, του πεπτωκότος ανθρώπου, πού άλλοτε τον αποκαλεί «παλαιόν άνθρωπο» και ο Παύλος συμπληρώνει, «σύν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Άλλοτε πάλι ο ίδιος Άπόστολος τον ονομάζει «σώμα της αμαρτίας». Αυτή η θέση είναι και λέγεται παρά φύσιν. Δεν έχει απαιτήσεις φυσιολογικές, αυτές πού χρειάζονται στους φυσικούς νόμους της ζωής μας, αλλά απαιτεί εκπληρώσεις παθών παραλόγων, πού δεν είναι όροι φυσιολογικοί, αλλά όροι της επιθυμίας. Όπως το ζώο δεν έχει λογική νά. κρίνη αυτό πού του χρειάζεται, αλλά έχει όρμή, έτσι καταλήγει και ο παλαιός, ο έφθαρμένος άνθρωπος· βαδίζει με τους λόγους της ορμής. Αρχίζει λοιπόν ο άνθρωπος να μετανοή. Σταματάει να άμαρτάνη, να επαναλαμβάνη τα κακά αυτά από τα όποια οιστρηλατείτο ευρισκόμενος στους όρους της επιθυμίας και στα πάθη πού κατεργάζετο μέχρι σήμερα ζώντας μακράν του Θεού· τα παύει αυτά και δεν τα επαναλαμβάνει. Αύτο είναι το πρώτο στάδιο μετανοίας. Έίς εκείνον πού μετανοεί, επιβάλλεται απολύτως η κατάπαυση της παρά φύσιν ζωής, άνευ όρων. Δεν μπορεί να λέη κανείς ότι μετανοεί και να επαναλαμβάνη πάλι τους νόμους της παρά φύσιν ζωής. Γιατί αν αυτό κάνει, τότε δεν θα σύμπραξη μαζί του η θεία Χάρις, χωρίς την οποία δεν μπορούμε τίποτε να κάνωμε. Γιατί «έν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ούκ είσελεύσεται, εάν γάρ είσελεύσεται, λέει ο Προφήτης, και ταχέως έξελεύσε-ται». Επομένως, το πρώτο στοιχείο για κάθε μετανοούντα είναι να παύση να άμαρτάνη. Αυτό είναι επιβεβλημένο καθήκον. Διότι, εάν από εδώ δεν ξεκι-νήση, είναι μάταιη η μετάνοια του. Διότι η κατ’ ένέργειαν αμαρτία, είναι η πρακτική άρνηση. Πώς ένας λέει ότι πιστεύει στον Θεό, τον όποιο παραδέχεται σαν Κύριο του και αρχηγό, ένώ αυτή την ώρα άμαρτάνει; Πού τούτο είναι πρακτική άρνηση. Άλλά άρνηση στον Θεό είναι και αυτή πού προκάλεσε την πτώση. Πρέπει να προσεχθή ότι στην πτώση και οι δύο λογικές φύσεις, αγγελική και ανθρώπινη, δεν αρνήθηκαν τον Θεό, αρνήθηκαν την εντολή, παρέβησαν αυτό πού ήθελε ο Θεός και έγινε η πτώση. Εάν λοιπόν ένας άνθρωπος συνεχίζη να κάνη αυτό, να ζή την παρά φύσιν ζωή, νομίζοντας ότι μετανοεί, πλανάται. Αφού παύση να αμαρτάνη πρακτικά ο άνθρωπος, τότε αρχίζει το δεύτερο στάδιον. Αρχίζει να λυπάται για το άθλιο παρελθόν του. Μέσω αυτού του τρόπου κατεργάζεται δύο πράγματα. Πρώτον, πείθει τον εαυτό του να ανακάλυψη τρόπους με τους οποίους θα αποδείξη την πραγματική του επιστροφή προς τον Θεό καί, δεύτερον, με την στάση του αυτή εξευμενίζει τον Θεόν, ούτως ώστε να τον λυπηθή, να απόσβεση την ένοχη και να τον συγχώρεση για το άθλιόν του παρελθόν. Αρχίζει να πενθή και να θλίβεται διότι έλύπησε τον Θεόν, και έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, εφαρμόζεται η διπλή ενέργεια της μετανοίας. Ο άνθρωπος αποτελούμενος από σώμα και ψυχή, σε ο,τι αποφασίζει, συνεργούν και τα δύο μέρη. Συλλαμβάνει διά της διανοίας την απόφαση, την κατεργάζεται και διά των μελών και των αισθήσεων την εφαρμόζει πρακτικά. Έτσι και στο θέμα της μετανοίας. Διά της λύπης και της μεταμέλειας και της συγνώμης μπαίνει μέσα στη μετάνοια διά του ψυχικού του κόσμου. Διά της πρακτικής ενεργείας του πένθους και του πόνου συμμετέχει και το υπόλοιπο σώμα, αμφότερα τα μέρη, σώμα και ψυχή, όπως αμάρτησαν, πάλι μετανοούν. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος άρχίση κατ’ αυτόν τον τρόπο να παύη να άμαρτάνη και κλαίη για τις προηγούμενες του αμαρτίες, άρχισε να μπαίνει λογικά και νόμιμα στην πραγματική μετάνοια. Εάν αυτό το συνέχιση κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, μετέχοντας σε όλα τα μυστήρια τα όποια η Εκκλησία μας παρέχει, τότε τον πλησιάζει η θεία Χάρις, ως συνεπή και πραγματικά μετανοούντα, και αμέσως τον ενισχύει. Να πώς του μειώνει την λνοσα και την δύναμη των παθών, ως και της κακής συνήθειας την οποίαν απέκτησε άμαρτάνοντας. Αρχίζει έτσι να γίνεται κύριος των αισθήσεων, ούτως ώστε οι αποφάσεις του να είναι πλέον εύκολα εφαρμόσιμες. Διά του πένθους και της συνεχούς έξομολογήσεως προς τον Θεόν, ολοκληρώνεται η μετάνοια του, οπότε η θεία Χάρις η οποία έφυγε διά της αμαρτίας, επανέρχεται. Αρχίζει τότε μαζί με την θείαν Χάριν και την καλή προαίρεση, να ανακτά την προσωπικότητα του την οποία κατέστρεψε η αμαρτία. Εάν συνέχιση κατ’ αυτόν τον τρόπο, σιγά – σιγά ο νους, διά της Χάριτος, φωτίζεται περισσότερο- αποκτά ευχέρεια στο να γινώσκη, να κρίνη και να μην πλανάται, οι δε αισθήσεις αρχίζουν να υποτάσσονται στον νού. Εκεί πού άλλοτε του επεβάλλοντο με την λύσσα και την όρμή της έλξεως και του πάθους και ανάγκαζαν τον νού να ύποχωρή στις παράλογες απαιτήσεις, τώρα ο νους γίνεται κύριος των αισθήσεων, τις δαμάζει και τις πείθει να κινούνται στους νόμους της χρείας και όχι της επιθυμίας. Άλλοτε τα πάθη, οι προσβολές, τα αίτια, οι αφορμές, τα μέρη τα όποια τον αιχμαλώτιζαν και τον ανάγκαζαν να προδώση την προς τον Χριστό πίστη του, τώρα με μεγαλύτερη ευχέρεια τα ελέγχει και γίνεται κύριος τους. Εάν έτσι συνέχιση μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας αυτόν τον τρόπο της πραγματικής μετανοίας, τότε αναβαίνει από την παρά φύσιν πλέον κατάσταση των ορμών και των επιθυμιών στα φυσιο-λογικά επίπεδα. Αυτό είναι εκείνο πού απαιτεί ο Θεός από .τόν άνθρωπο. Εάν αγωνιζόμενος φθάση σ’ αυτό το σημείο, ήδη αισίως επέρασε το πρώτο στάδιο, το λεγόμενο κατά την γλώσσα των Πατέρων καθαρτικό. Έκαθάρισε τον εαυτό του από την αιχμαλωσία της παρά φύσιν ζωής και έπαυσε να λειτουργή ο παλαιός άνθρωπος «σύν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις», το δε σώμα του θανάτου ενεκρώθη και υποτάσσεται πλέον στις σωστές κρίσεις του νού. Από εδώ αρχίζει το δεύτερο στάδιο της μετανοίας. Έρχεται η θεία Χάρις η οποία τον βοηθούσε κατά τρόπον αντιληπτικό, παρηγορητικό και παραμένει τώρα μαζί του ως ενδημούσα κατάσταση, ανασύροντας τον από την φυσιολογική κατάσταση στο υπέρ φύσιν. Από εκεί και πάνω αρχίζει η ενέργεια της Χάριτος να δημιουργή μέσα του μορφές της εικόνος του «κατ’ εικόνα και όμοίωσιν». Αρχίζει να αποκτά Χριστο-νού, Χριστο-θέληση, Χριστο-ενέργεια. Αρχίζει να αφομοιώνεται με το πρωτότυπο. Εάν συνέχιση, όπως είπα, με προσοχή και φυσικά με καθοδήγηση πεπειραμένων πνευματικών, μιέσω πάντοτε της Εκκλησίας και των μυστηρίων, χωρίς των οποίων ουδέποτε επιτυγχάνεται κανένας παράγων πνευματικός, τότε αρχίζει μέσα του η έν Θεώ αίσθηση. Εκεί πού πηγάζουν οι όροι της επιθυμίας, αρχίζει μέσα του να λειτουργή η μόνη προς τον Θεόν στροφή· αρχίζει να ανακτά την πρώτη θέση, την οποία είχε όταν τον έδημιούργησε ο Θεός και εντρυφούσε συνεχώς στην θεία θεωρία. Τότε, από την μια πλευρά ο νους στέκεται με ακρίβεια στον έλεγχο των αισθήσεων, μήπως πλανηθούν, και από την άλλη μεριά στέκεται στην προσοχή των προλήψεων των προσβολών πού έρχονται απ’ έξω, διά να μην τον παρασύρη ο σατανάς σε κάποια πλάνη και αρχίζει να αποδίδη στον Θεό την πραγματική λατρεία «έν πνεύματι και άληθεία». Εάν συνέχιση κατ’ αυτόν τον τρόπο απρόσκοπτα, τότε, στο στάδιο αυτό της μετανοίας, αρχίζει ο νους να δέχεται φωτισμό και στο τέρμα να δέχεται έλλάμψεις. Αυτή η κατάσταση, το δεύτερο δηλαδή στάδιο, λέγεται φωτιστική. Χρειάζεται πολλή προσοχή εδώ, διότι δύο τινά κρούουν ακριβώς αυτόν τον κίνδυνο. Μόλις αρχίσει ο άνθρωπος να βαδίζη έτσι, τότε δύο άσπονδοι εχθροί, με πολλή ύπουλότητα παρακολουθούν τον ήδη φωτιζόμενο νού. Το ενα χειρότερο του άλλου. Το ένα είναι η οίηση και η κενοδοξία, και το άλλο η ακηδία, η αμέλεια. Τρομερό-τερον όμως είναι η αμέλεια. Διότι, εάν τότε άρχίση, γνωρίζοντας τον τρόπο και έχοντας εμπειρία να κατα-πίπτη, να αιχμαλωτίζεται από την αμέλεια, τότε φυσικά ο κίνδυνος είναι τρομερός. Εάν «οι γευσάμενοι καλώς Θεού ρήμα και δυνάμεις του μέλλοντος αιώνος» γυρίσουν και ανασταυρώσουν τον Υιόν του Θεού με την απροσεξία και την αμαρτωλότητα, τότε φυσικά αφίσταται η Χάρις, και η πτώση είναι πολύ μεγάλη και δεινή. «Εάν η ήμερα, λέγει, επιστρέψει ο αμαρτωλός έκ πλάνης όδού αύτού, ού μη μνησθώ των αμαρτιών αυτού, έν η ήμερα πλανηθή ο δίκαιος ού μη μνησθώ της δικαιοσύνης αύτού, αλλά θύσω πρόσκομμα έμπροσθεν αύτού». Εδώ αρχίζει ο κίνδυνος· όχι για να φοβηθούμε, αλλά για να γίνωμε προσεκτικοί. Εάν συνέχιση έτσι με προσοχή, μεταφέρεται στο στάδιο το άγιαστικό, οπόταν πλέον αρχίζουν να φαίνωνται πάνω του οι θείες επαγγελίες. Αυτό ας ευχηθούμε να μας άξιώση η Χάρις του Θεού. Αλλά ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας, όπως είπα, είναι περισσότερο χρήσιμος, εύχρηστος και αναγκαίος για ‘μάς, τα όσα δηλαδή αναφέρονται στο πρώτο στάδιο της καθάρσεως. Επειδή μέσα στην κοινωνία πού ζούμε τα αίτια είναι τόσα πολλά, οι αντιθέσεις πολλαπλάσιες και οι αδυναμίες μας όχι ολίγες, χρειάζεται πολλή προσοχή και εντατική προσπάθεια ώστε να μην υποχωρούμε, αλλά πάντοτε να έχωμε την ελπίδα και πίστη μας στον Θεόν, ότι, έφ’ όσον μας έκάλεσε να μπούμε μέσα στην μετάνοια, πού αυτό σημαίνει ότι μας έκάλεσε μάλλον στην επίγνωση Του, είναι αδύνατο πλέον να μας εγκατάλειψη. Είναι άμετα-μέλητα τα χαρίσματα του Θεού. Καθώς μας πείθει η πατερική παράδοση, μέσα στον δαιδαλώδη πνευματικό αγώνα, πέραν των καλών μας αποφάσεων, συμβαίνουν μερικά μυστηριώδη πράγματα πού πρέπει να γνωρίζωμε. Παρ’ όλο πού από απόψεως προθέσεως μένομεν οι ίδιοι και δεν άλλάζομε την απόφαση και την πρόθεση μας, έν τούτοις, υπάρχουν άλλοι παράγοντες πού βρίσκονται μαζί μας σαν κακοί σύντροφοι και μας επηρεάζουν. Ένας απ’ αυτούς είναι η τροπή και η αλλοίωση, οι λεγόμενες κατά την γλώσσα των Πατέρων «αλλοιώσεις». Αυτά είναι επίκτητα κακά πού έγιναν μετά την πτώση. Ουδέποτε ο άνθρωπος μένει στην ίδια κατάσταση. Σήμερα έχω μέσα μου ευλάβεια και ζήλο και θέρμη και αποφασιστικότητα- την επομένη μέρα όλα αυτά χάνονται. Και όταν εξετάσω λεπτομερώς να βρώ την αιτία, δεν την βρίσκω, παρ’ όλο πού δεν παρέλειψα το καθήκον μου, ούτε μετέβαλα την πρόθεση μου- όμως, οι αλλοιώσεις αυτές δυστυχώς είναι φυσιολογικές. Σε αυτές τις δύσκολες αλλοιώσεις υποχωρεί πολλές φορές ο άνθρωπος, πλανώμενος από την πρόθεση δήθεν του καλού, χωρίς όμως να είναι καλό και έτσι άμαρτάνει. Τότε ακριβώς χρειάζεται οπωσδήποτε η άμεσος μετάνοια, για να πείσωμε τον Θεό αλλά και τον εαυτόν μας ότι πρόκειται ν’ άλλάξωμε κατεύθυνση. Χρειάζεται πολλή προσοχή να μην χάνετε το θάρρος σας. Και άλλοτε το τόνισα αυτό, το λέγω όμως πάλιν, επειδή διαπιστώνω κάθε μέρα, από τις τόσες συναντήσεις μου, ότι το πλείστον των μετανοούντων αδελφών χάνουν το θάρρος τους. Επειδή κατ’ επανάληψιν επεχείρησαν στό ίδιο δήθεν θέμα και δεν τα κατάφεραν, αρχίζουν να αποθαρρύνωνται, πράγμα πού δεν είναι ούτε λογικό, ούτε φυσικό. Χρειάζεται πολλή προσοχή. Είναι γεγονός ότι, πιεζόμενος ο άνθρωπος από τις αλλοιώσεις, πιεζόμενος; από τα αίτια και τις αφορμές, καθίσταται έτσι ο πόλεμος δυσχερής και βαρύς. Εν τούτοις όμως, έχοντες σαν άγκυρα ελπίδος την θείαν ευσπλαχνία, δεν υποχωρούμε. Το ότι έκλήθημεν στην ευσέβεια, είναι καθαρώς δωρεά ελεημοσύνης και ευσπλαχνίας του Θεού. Ακριβώς εδώ εφαρμόζεται το Παύλιο ρήμα, «ούς ο Θεός προώρισε, τούτους και έκάλεσε και ούς έκάλεσε τούτους και έδικαίωσε και ούς έδικαίωσε τούτους και έδόξασε- και προς ταύτα τις ικανός;» Και συνεχίζει, «εί ο Θεός μεΟ’ ημών, τις καθ’ ημών; εί ο Θεός ο δίκαιων, τις ο κατακρίνων;» Όλα αυτά για μας είναι ένας τερο:στιος παράγων ασφαλείας, γιατί η ανακάλυψη ενός σημείου διά τού οποίου φαίνεται καθαρά το θέλημα του Θεού, για μας αυτό είναι αποτέλεσμα πλέον διότι ο Θεός δεν μεταμελείται, δεν φοβάται, δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, δεν κινείται, και ο,τι κάνει είναι τέλειο και θεοπρεπές. Εφ’ όσον λοιπόν σήμερα ευρισκόμεθα κεκλημένοι, άρα είμεθα και προ-ορισμένοι. Εφ’ όσον είμεθα προορισμένοι και κεκλημένοι, είμεθα και δεδικαιωμένοι. Και εξηγώ τί σημαίνει δεδικαιωμένοι. Από την ήμερα πού έκλήθημεν στην επίγνωση του Θεού μέχρι σήμερα, δεν φυλάξαμε αυτό πού θέλει ο Θεός. Το ομολογούμε. Εν τούτοις όμως, παρ’ όλη την προδοσία την οποία συνεχίζομε, ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε. Εάν λοιπόν ο Θεός τώρα πρακτικά αποδεικνύεται ότι είναι μαζί μας, και «προορί-σας και καλέσας και δικαιώσας», τοτε δεν τίθεται θέμα καμμιάς αμφιβολίας. Το θέμα της επιτυχίας είναι απόλυτο και θετικό από μέρους της ευσπλαχνίας του Θεού. Τώρα μένει μόνο το εάν εμείς προδώσωμε και γυρίσωμε πίσω και φι3γωμε. Πράγμα πού δεν θα το κάνωμε ποτέ Χάριτι Χριστού. Αυτό είναι μια άγκυρα ελπίδος, την οποία κατέχομεν αποδεικτικά, δεν είναι θεωρία αφηρημένη. Ο Ιησούς μας παραμένει συγκεκριμένα μαζί μας· διότι «ουδείς έρχεται προς με, λέγει ο Ιησούς, εί μη ο Πατήρ μου ελκύσει αυτόν»· όχι «καλέσει», αλλά να έλκυση διά της βίας, να τον σύρη και να τον φέρη κοντά μου. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα και «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, εί μη έν πνεύματι Αγίω» και η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος είναι αυτή πού μας ενισχύει έως αυτή την ώρα να περιστρέφωμε μέσα μας το Πανάγιο Του όνομα, να έχωμε την πίστη και ελπίδα μας προς Αυτόν και να τον επικαλούμεθα συνεχώς. Όλα αυτά είναι πλέον αποδείξεις περίτρανες, ότι μαζί μας παραμένει ο Θεός. Ο σήμερον Θεός και χθες και πριν και αύριο είναι ο Ιδιος. Μήπως ο Θεός αγνοούσε όταν μας καλούσε και σήμερα εμείς είμεθα ψεύστες στην υπόσχεση μας; Το ότι είμεθα αδύνατοι και προδόται το ομολογούμε. Γι’ αυτό ευρισκόμεθα συνεχώς μέσα στους όρους της μετανοίας. Ο Θεός όμως δεν το ήξερε αυτό, ότι είμεθα αμαρτωλοί και αδύνατοι; Γιατί μας έκάλεσε; Είναι δυνατόν να κάνη λάθος; Ένας λόγος αποδείξεως σαφέστατης ότι έγνώριζε ο Θεός ποίοι είμεθα και όμως παραμένει μαζί μας. Επομένως τώρα, να θερμάνωμε τον ζήλο μας, να συνεχίζωμε να έχωμε ελπίδα στην ζωή της συνεχούς μετανοίας καί, οπωσδήποτε, θα επιτύχωμε τις επαγγελίες, διότι είναι άμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού. Αυτό ήθελα να σας ενθυμήσω στην συνάντηση μας αυτή.