Περί αποφυγής της αποθαρρύνσεως

Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Ένα ρήμα των Πατέρων το όποιο συναντήσαμε προχθές στην ανάγνωση της τράπεζας, το όποιο αναφέρει ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής, μού έκανε μεγάλη εντύπωση. «Ως οδοιπόρος άσματι κλεπτών τον κόπον της; όδοιπορίας». Όπως παλαιότερα θυμάμαι, τότε πού χρησιμοποιούσαν ως μεταφορικά μέσα τα υποζύγια, πολλές φορές παρακολουθούσα τους πατέρες και τους παππούδες πού εργάζονταν σκληρά μέσα στον καύσωνα με τα ζώα τους και σιγοτραγουδούσαν λίγο για να ξεχνούν έτσι τον κόπο της όδοιπορίας. Αυτό οι Πατέρες το μεταφέρουν και στην δική μας ζωή. Είναι γνωστό ότι «τό μέν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». Ας έχουμε λοιπόν σαν όρο στην ζωή μας, «τό πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες». Στην πραγ­ματικότητα όμως ο άνθρωπος κουράζεται με τις διάφορες περιστάσεις και περιπέτειες. Όλα αυτά είναι εκείνα τα όποια αλλοιώνουν την ζωή, δεν την αφήνουν να είναι ευθεία. Και μείς οι ίδιοι, όπως ξέρουμε, δεν έχομε πάντα τήν ίδια προαίρεση. Γενικά η προαίρεση μας είναι αμετακίνητη στο να ακολουθούμε τον Χριστό. Όλες αυτές οι αλλοιώσεις όμως, πού είναι τα αίτια και τα αιτιατά, σπρώχνουν, έλκουν, τραβούν, βαραίνουν καί κάνουν την ζωή του ανθρώπου πολλές φορές δύσκολη. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους μας προσοχή, ώστε έχοντας ύπ’ όψιν όλα αυτά, να μην φεύγουμε από τον σκοπό μας.

Είναι γεγονός ότι οι μέν συνθήκες υπεγράφησαν στην άρχή πού μας κάλεσε η θεία Χάρις και τα πράγματα τα τοποθετήσαμε σωστά, χάριτι Χριστού και δεν πρόκειται τώρα να στραφούμεν είς τα οπίσω. Όμως, η πρακτική μορφή της ζωής έχει πολύ μεγάλη διαφορά από την θεωρητική. Επειδή λοιπόν συμβαίνουν στην ζωή μας όλες αυτές οι ανακοπές, ένεκα της πολύμορφης αμαρτίας και από τον πόλεμο πού μας κάνει ο σατανάς, γι’ αυτό χρειάζεται να είμαστε πάντοτε έτοιμοι. Στις δυσκολίες αυτές να μην λυγίζωμε καί, στις περιπτώσεις εκείνες πού μας βαρύνει η απόγνωση και η απογοήτευ­ση, να ενθαρρύνουμε τον εαυτό μας έχοντας ύπ’ όψιν ότι: Όύκ άξια τα παθήματα του νύν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι είς ημάς», ένθυμού-μενοι ότι ο Κύριος για την δική μας αγάπη «έκένωσεν εαυτόν». Αυτή η έννοια να μη φεύγει ποτέ από μέσα σας. Η φράση «έκένωσεν εαυτόν» είναι ασύλληπτη, απερίγραπτη, αφάνταστη και ανερμήνευτη στα κτιστά όντα, όσο και αν είναι τέλεια. Και αυτό το έκανε για την δική Του αγάπη προς εμάς τους ευτελείς. Πολλές φορές σκέπτομαι και λέω: Σε τί χρειαζόταν στον Θεό η κένωση; Μπορούσε και προστακτικά – όπως έβαλε την κτίση σε ύπαρξη, έκ του μηδενός, διά της θεοπρεπούς Του μεγαλωσύνης – να μας επαναφέρει στην ισορροπία. Μέσα όμως στα βαθύτερα μυστήρια της άκατάλυπτής Του πανσοφίας, περιείχετο το σχέδιο τούτο- να μας επαναφέρη στην Ισορροπία πρακτικά, με το να γίνη και Αυτός όπως είμαστε μείς. Για να ένδυθή ύλη, σαν Θεός πού είναι, και να βρεθή σε τόπο και χώρο και χρόνο ο ύπεράγαθος, έπρεπε να μετάσχη της δικής μας πτώχειας και έκανε αυτό για να δείξη το απόλυτο της αγάπης Του.

Αυτές όλες οι σκέψεις είναι μία τονωτική ένεση, για να το πούμε με την ιατρική γλώσσα. Συμβαίνει δηλαδή το Ίδιο, όπως σ’ έναν οργανισμό πού εξαντλείται και φθάνει σε κατάσταση κωματώδη και οι γιατροί με ένα τονωτικό φάρμακο τον ενισχύουν και έτσι ξυπνάει και ανακτά τις δυνάμεις του. Ενθυμούμενοι αυτά, γινόμεθα προθυμότεροι και ευλαβέστεροι για να αντέξωμε στις πιέσεις του σατανά. Η «πολύμορφη αμαρτία» μαζί με τον πατέρα της διάβολο, προσπαθεί να μας φράξη τον δρόμο. Έμείς υπογράψαμε συνθήκη με τον Κύριο μας πού δέχθηκε την επιστροφή και την μετάνοια μας. Από την στιγμή πού τον γνωρίσαμε, προσπαθούμε να μην άμαρτάνωμε, αλλά να εύσεβούμε και το ενδιαφέρον μας είναι να βρισκώμαστε στο θέλημα Του. Υπεγράφησαν τα συμβόλαια αυτά από το βάπτισμα κι Εκείνος έμεινε πιστός στις υποσχέσεις Του. Μας έδωσε την θείαν Χάριν και μείς φυσικά προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να την κρατήσουμε. Ο διάβολος όμως, προσπαθώντας να μας πολεμήση, δεν διστάζει να μεταχειρισθή τα πάντα, και τους φίλους, και τους συγγενείς, και τους οίκογενείς, και τις ύλες, και τα πρόσωπα, και τα πράγματα, και τον χώρο και τον χρόνο για να μας απατήση. Ξέροντας όλα αυτά, πρέπει και μείς να χρησιμοποιούμε σε όλες τις φάσεις της μάχης τα κατάλληλα αντίρροπα πνευματικά φάρμακα, τα όποια είναι γνωστά από τις πατερικές μας παραδόσεις. Όταν μας πνίγη η αποθάρρυνση, έμείς προβάλλομε το θάρρος, έχοντας ύπ’ όψιν μας την αγάπη του Ιησού μας και τις υποσχέσεις Του. Όταν μας πιέζει ο καύσωνας της οιήσεως και της κενοδοξίας, ενθυμού­μαστε την ευτέλεια μας, την ανικανότητα μας, πού δεν εΊμαστε άξιοι ούτε ένα λογισμό να κρατήσουμε και έτσι ταπεινώνομε τον εαυτό μας. Μοιάζουμε με τους γεωπό­νους, όπως λέει η Αμμά Σάρρα, πού όταν δουν ένα βλαστάρι πού μεγαλώνει πολύ, το κόβουν καί, αν δουν ένα πού είναι αδύνατο, του βάζουν κοπριά και το ποτίζουν και το σηκώνουν. Έτσι κι έμείς μεταχειριζό­μαστε αυτούς τους τρόπους να κρατήσουμε τον εαυτό μας τους οποίους βρίσκουμε και στην Γραφή. Βλέπετε ο Προφητάναξ Δαβίδ, ο πατέρας της προσευχής και της μετανοίας, όταν αισθανόταν απογοήτευση και αποθάρ­ρυνση, θεωρούσε τον εαυτό του και έλεγε: «Ίνα τί περίλυπος εί η ψυχή μου και ίνα τί συνταρράσσει με; Έλπισον επί τον Θεόν τον ίσχυρόν τον ζώντα». Όσες φορές πάλι έβλεπε ότι τον πείραζε η οίηση και η κενοδοξία, έλεγε: «Εγώ ειμί γή και σποδός, εγώ ειμί σκώληξ και ούκ άνθρωπος» και «άνθρωπος ώσεί χόρτος αί ήμέραι αύτού και ώσεί άνθος του άγρού ούτως έξανθήσει» και τα τόσα άλλα με τα όποια περιέγραφε πλήρως την ανθρώπινη ευτέλεια και προκαλούσε μιάν ισορροπία. Αυτό χρειάζεται και σε ‘μάς, γιατί η νεανική ηλικία είναι η δυσκολώτερη. Το διαπιστώνουμε εμείς πού γεράσαμε και περάσαμε αυτές τις γέφυρες. Στην νεανική ηλικία έρχεται ο λογισμός και λέει: «Πότε θα περάσουν τα χρόνια, πώς θα υπομένω εγώ αυτή την κακοπάθεια, πώς θα υπομένω αυτή την ζωή την μονότονη, πότε θα γεράσω να φύγω, να φθάσω τις επαγγελίες;». Έτσι λέει η νεανική ηλικία· έτσι λέγαμε και ‘μείς κάποτε. Τώρα πού γεράσαμε, γυρίζουμε και λέμε: «Μα πότε πέρασαν τα εξήντα χρόνια;» Πέρασαν και δεν το καταλάβαμε. Αλλοιώς τώρα σκεπτόμαστε σαν γέροντες και άλλοιώς όταν εΊμασταν νέοι. Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο όλα είναι τρεπτά. Τίποτε δεν μένει μόνιμο. Εκείνο πού μένει είναι το ΕΛΕΟΣ του Χριστού μας πού αληθινά παρηγορεί την ανθρώπινη ύπαρξη και προσωπικότητα. Είναι ακριβώς η παρουσία της ΑΓΑ­ΠΗΣ του Θεού πού είναι κάτι το αμετάκλητο, το άμετατόπιστο, το απαραχάρακτο, το βέβαιο, το θετικό. Όλα τα άλλα, οι ανθρώπινες σκέψεις, οι ανθρώπινες απειλές, οι ανθρώπινες υποσχέσεις, τα στοιχεία, οι κινήσεις, όλα αυτά είναι ψευδή, όλα είναι τρεπτά, όλα απατούν. Ένα δεν απατα, η υπόσχεση του Κυρίου μας πού μένει «είς τον αιώνα». Η υπόσχεση του Κυρίου μας πού δεν είναι αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένη. Είδαμε την ΑΓΑΠΗ του πρακτικά, την αισθανόμαστε, τη ζούμε και την βιώνομε.

Με βάση λοιπόν αύτη την αγάπη, πού διά της Χάριτος Του παραμένει μαζί μας ως ενδημούσα πλέον κατάσταση, δεν θα φοβηθούμε ούτε τις απειλές των δαιμόνων, ούτε τις απειλές των ανθρώπων, ούτε τις απειλές των στοιχείων και αυτής της φύσεως ακόμα· αλλά επικαλούμενοι συνεχώς την θείαν Χάριν, η οποία με αποδείξεις πλέον φαίνεται ότι είναι μαζί μας, θα συνεχίσωμε· διότι ο προχθές και χθες και σήμερον Θεός και αύριο και μεθαύριο είναι «ο αυτός». Έτσι, με αυτές τις ελπίδες, με αυτές τις προθέσεις, συνεχίζοντες την πορεία μας να είστε βέβαιοι ότι θα επιτύχωμε. Μην σας τρομάζει καμμιά κατάσταση, και καμμιά περίσταση να μην γίνεται εμπόδιο στον δρόμο σας, διότι «η αλήθεια του Κυρίου ημών μένει είς τον αιώνα». Αυτή είναι και η πραγματικότητα. Αμήν.

(ΑΘΩΝΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ – ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ)

(”Γέροντες της εποχής μας”)

Share Button