
Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμαστε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. Στο Αγιον Ορος , το πνευμα που έμαθα ήταν Ορθόδοξο, Βαθύ , άγιο, σιωπηλό, δίχως έριδες, δίχως καυγάδες και χωρίς κατακρίσεις. Να μην πιστευουμε τους Ιεροκατηγορους. Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται απο κάποιον Ιερωμένο, να μην το πιστευουμε, ούτε να το σκεπτόμαστε, ούτε να το μεταφέρουμε. Το ίδιο ισχύει και για τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι έιμαστε Εκκλησία. Οσοι κατηγορούν την Εκκλησία , για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για τη διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε, βέβαια, τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με προσευχή αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνουμε ότι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε , κάνουμε το παν, όπως Εκείνος, ο οποίος, “λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει”.Από καιρό είχα βγάλει στην πλάτη μου ένα σπυράκι, το οποίο με πονούσε πάρα πολύ. Ήταν πολύ μικρό, σαν μια κεφαλή καρφίτσας. Ο πόνος απλωνόταν σε μεγάλη περιφέρεια της αριστερής πλευράς της πλάτης. Ήταν αφόρητος. Στο κελί μου στο Μήλεσι είχαμε κάνει ευχέλαιο. Έτσι όπως πονούσα, μου σταυρώσανε το σπυράκι με ευχέλαιο κι αμέσως έσβησε ο πόνος. Και τόσο πολύ είχα ευχαριστηθεί με την επίσκεψη αυτή του Θεού, ώστε, όποιος ερχότανε, του έλεγα:
–Πάρε απ΄ αυτό το ευχέλαιο. Ό,τι πόνο έχεις, απ΄ αυτό να βάζεις.
Συγγνώμη που το λέγω, αλλά είναι προς δόξαν Θεού.
Την Πεντηκοστή ξεχύθηκε η χάρις του Θεού όχι μόνο στους αποστόλους αλλά και σ’ όλο τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους. Επηρέασε πιστούς και απίστους. Πώς το λένε οι Πράξεις; “Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν.”
Ενώ ο Απόστολος Πέτρος μιλούσε τη δική του γλώσσα, η γλώσσα του μετεποιείτο εκείνη την ώρα στο νου των ακροατών. Με τρόπο μυστικό το Άγιον Πνεύμα τους έκανε να καταλαβαίνουν τα λόγια του στη γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς να φαίνεται. Αυτά τα θαύματα γίνονται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Παραδείγματος χάριν, η λέξη «σπίτι» σ’ αυτόν που ήξερε γαλλικά θ’ ακουγόταν «la maison». Ήταν ένα είδος διοράσεως· άκουγαν την ίδια τους τη γλώσσα. Ο ήχος χτυπούσε στο αυτί, αλλά εσωτερικά, με τη φώτιση του Θεού, τα λόγια ακούγονταν στη γλώσσα τους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτή την ερμηνεία της Πεντηκοστής δεν την αποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβούνται τη διαστρέβλωση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Οι αμύητοι δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του μυστηρίου του Θεού.
Παρακάτω λέγει, “Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος…”, δηλαδή κατέλαβε φόβος την κάθε ψυχή. Αυτός ο “φόβος” δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι ακατανόητο, κάτι, κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε. Ήταν το δέος, ήταν το γέμισμα, ήταν η χάρις. Ήταν το γέμισμα υπό της θείας χάριτος. Στην Πεντηκοστή, οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε μια τέτοια κατάσταση θεώσεως, που τα χάσανε. Έτσι, όταν η θεία χάρις τους επεσκίαζε, τους τρέλαινε όλους -με την καλή έννοια- τους ενθουσίαζε. Αυτό μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση. Ήταν αυτό που λέγω εγώ καμιά φορά “κατάστασις”. Ενθουσιασμός ήταν. Κατάσταση τρέλας πνευματικής
“Κλῶντές τε, κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ’ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ”.
Η «κλάσις του άρτου» ήταν η Θεία Κοινωνία. Και συνεχώς αυξάνονταν οι σωζόμενοι, εφόσον έβλεπαν όλους τους χριστιανούς να είναι «εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας αινούντες τον Θεόν». Το “εν αγαλλιάσει και αφελότητι” είναι όμοιο μ’ εκείνο το “Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος”. Αυτό είναι ενθουσιασμός κι αυτό πάλι τρέλα. Εγώ όταν το ζω αυτό, το αισθάνομαι και κλαίω. Πηγαίνω στο γεγονός, ζω το γεγονός, το αισθάνομαι κι ενθουσιάζομαι και κλαίω. Αυτό είναι θεία χάρις. Αυτό είναι και η αγάπη προς τον Χριστό.
“Βίος και Λόγοι”
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου
