Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΑΣ Κάλλιστος Γουέαρ, Ἐπίσκοπος Διοκλείας

22

Κάλλιστος Γουέαρ, Ἐπίσκοπος Διοκλείας
Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι. (Προσευχὴ τοῦ ἁγ. Ἰωαννικίου)
Ἄναρχε ἄκτιστε Τριάς, ἀμέριστε Μονάς, ἡ τρία οὖσα καὶ ἕν Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, εἷς ὁ Θεός, προσδέχου τὸν ὕμνον, ἐκ τῶν πηλίνων γλωσσῶν, ὡς ἐκ στομάτων φλογερῶν. (Ἀπὸ τὸ Τριώδιο)
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΓΑΠΗ
 «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν»: ἔτσι βεβαιώνουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ «Πιστεύω». Ἀλλ’ ἀμέσως μετὰ συνεχίζουμε γιὰ νὰ ποῦμε πολὺ περισσότερ’ ἀπ’ αὐτό. Πιστεύω, συνεχίζουμε, σ’ ἕνα Θεὸ ποὺ εἶναι ταυτόχρονα τρεῖς, Πατέρας, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχει μέσα στὸν Θεὸ πραγματικὴ διαφοροποίηση ἀλλὰ καὶ ἀληθινὴ ἑνότητα. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶναι μόνο μία μονάδα ἀλλὰ μία ἕνωση, ὄχι μόνο ἑνότητα ἀλλὰ καὶ κοινότητα.
Ὑπάρχει μέσα στὸν Θεὸ κάτι ἀνάλογο πρὸς τὴν «κοινωνία». Δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο μόνο του, ποὺ ἀγαπάει μόνο τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι μία μονάδα ποὺ αὐτοπεριέχεται ἢ «Ὁ Ἕνας». Εἶναι ἑνότητα τριῶν: τρία ἴσα πρόσωπα, ποὺ τὸ καθένα κατοικεῖ μέσα στ’ ἄλλα δύο μὲ τὴ δύναμη μίας ἀέναης κίνησης ἀμοιβαίας ἀγάπης. Amo ergo sum, «Ἀγαπῶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχω»: ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος τῆς Kathleen Raine μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν ἕνα ὑπόδειγμα γιὰ τὸν Θεὸ -τὴν Ἁγία Τριάδα. Κάτι ποὺ ὁ Shakespeare λέει σχετικὰ μὲ τὴν ἀγάπη δύο ἀνθρώπων θὰ μποροῦσε ν’ ἀποδοθεῖ ἐπίσης καὶ στὴ θεϊκὴ ἀγάπη τῶν αἰωνίων Τριῶν:
Ἔτσι ἀγαποῦσαν, σὰν ἡ ἀγάπη μέσα στὸ ζευγάρι νὰ μὴν εἶχε παρὰ στὸ ἕνα τὴν οὐσία˙ οἱ δυό τους διαφορετικοί, ἀδιαίρετοι ὡστόσο ὁ ἀριθμὸς ἦταν νεκρὸς ἐκεῖ, μέσ’ στὴν ἀγάπη!
Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς πνευματικῆς Ὁδοῦ εἶναι: ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουμε μέρος αὐτῆς τῆς Τριαδικῆς περιχώρησης, συνεπαρμένοι τελείως μέσα στὸν κύκλο τῆς ἀγάπης ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν Θεό. Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα του, τὴ νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλα.» (Ἰωάν. 17,21).
Γιατί νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τρία; Δὲν εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πιστεύουμε ἁπλὰ στὴ θεϊκὴ ἑνότητα, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μωαμεθανοί; Φυσικὰ εἶναι εὐκολότερο. Τὸ τριαδικὸ δόγμα βρίσκεται μπροστὰ μας σὰν μία πρόκληση, σὰν ἕνα «πρόβλημα» στὴν κυριολεξία: εἶναι, μὲ τὰ λόγια του Vladimir Lossky, «ἕνας σταυρὸς γιὰ τοὺς τρόπους τῆς ἀνθρώπινης σκέψης», καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς μία ριζικὴ πράξη μετάνοιας -ὄχι μόνο μία χειρονομία τυπικῆς συγκατάθεσης, ἀλλὰ μία ἀληθινὴ ἀλλαγὴ νοῦ καὶ καρδιᾶς.
Γιατί, λοιπόν, νὰ πιστεύουμε στὸν Θεὸ ὡς Τριάδα; Οἱ δύο τρόποι ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν πιὸ πολὺ γιὰ νὰ μποῦμε στὸ Θεῖο μυστήριο εἶναι, νὰ βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι προσωπικὸς καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τώρα καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς γνώσεις προϋποθέτουν συμμετοχὴ καὶ ἀμοιβαιότητα. Πρῶτον, ἕνα «πρόσωπο» δὲν εἶναι καθόλου τὸ ἴδιο πράγμα μ’ ἕνα «ἄτομο». Ἀπομονωμένοι, ἀνεξάρτητοι, -κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν εἶναι ἕν’ αὐθεντικὸ πρόσωπο ἀλλ’ ἁπλῶς ἕνα ἄτομο, μία ἁπλὴ μονάδα ὅπως καταγράφεται στὴν ἀπογραφή. Ὁ ἐγωκεντρισμὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἀληθινῆς προσωπικότητας. Ὁ καθένας γίνεται ἀληθινὸ πρόσωπο μόνο ὅταν σχετίζεται μὲ ἄλλα πρόσωπα, ὅταν ζεῖ γι’ αὐτὰ καὶ μέσα σ’ αὐτά. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος, ὅπως πολὺ σωστὰ ἔχουν πεῖ, μέχρι νὰ ἐπικοινωνήσουν τουλάχιστον δύο ἄνθρωποι. Τὸ ἴδιο ἀληθεύει, κατὰ δεύτερο λόγο, καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὴν ἀπομόνωση ἀλλὰ πρϋποθέτει τὸν ἄλλο. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης. Ὅπως ὁ Charles Williams δείχνει μὲ τόσον ἀποστομωτικὸ τρόπο στὸ μυθιστόρημά του «Κατέβασμα στὴν Κόλαση», ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι κόλαση γιατί, σ’ ἔσχατη ἀνάλυση, ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας δείχνει τὸ τέλος κάθε χαρᾶς καὶ κάθε νοήματος. Κόλαση δὲν εἶναι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι κόλαση εἶναι ὁ ἐαυτός μου, ὅταν εἶναι ἀποκομένος ἀπ’ τοὺς ἄλλους μὲ τὸν ἐγωκεντρισμό.
Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ καλύτερος ἀπ’ τὸ καλύτερο ποὺ ξέρουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂν τὸ πιὸ πολύτιμο στοιχεῖο στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μας εἶναι ἡ σχέση τοῦ «Ἐγὼ καὶ Σύ», τότε δὲν μποροῦμε παρὰ ν’ ἀποδώσουμε αὐτὴ τὴν ἴδια σχέση, ὡς ἕνα σημεῖο, στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ποὺ ἐννοεῖ τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὸ ἐσώτατό της θεϊκῆς ζωῆς, προαιώνια ὁ Θεὸς ξέρει τὸν ἑαυτό του ὡς «Ἐγὼ καὶ Σύ», μὲ τριπλὸ τρόπο καὶ χαίρεται διαρκῶς μ’ αὐτὴ τὴ γνώση.
Ὅλα λοιπόν, ὅσα ἐννοοῦνται ἀπὸ τὴν περιορισμένη δυνατότητα κατανόησης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης, αὐτὰ τὰ βεβαιώνουμε ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν Θεὸ-Τριάδα, προσθέτοντας ὅτι σχετικὰ μ’ αὐτὸν αὐτὰ τὰ πράγματα σημαίνουν ἄπειρα περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ποτέ.
Προσωπικότητα καὶ ἀγάπη σημαίνουν ζωή, κίνηση, ἀνακάλυψη. Ἑπομένως τὸ Τριαδικὸ δόγμα ἐννοεῖ ὅτι θάπρεπε νὰ σκεφτόμαστε τὸν Θεὸ μὲ δυναμικοὺς παρὰ μὲ στατικοὺς ὅρους. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκινησία, γαλήνη, ἀναλλοίωτη τελειότητα. Γιὰ τὶς εἰκόνες ποὺ θὰ μᾶς ἔδειχναν τὸν Τριαδικὸ Θεό, θα ’πρεπε νὰ παρατηροῦμε πιὸ πολὺ τὸν ἄνεμο, τὸ νερὸ ποὺ τρέχει, τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς ποὺ δὲν ἡσυχάζουν ποτέ. Μία προσφιλὴς ἀναλογία γιὰ τὴν Τριάδα ὑπῆρξε πάντα ἐκείνη μὲ τοὺς τρεῖς δαυλοὺς ποὺ καῖνε μὲ μία μόνο φλόγα.
Μᾶς λένε τὰ Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐρήμου πὼς ἕνας ἀδελφὸς ἦρθε κάποτε νὰ μιλήσει μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰωσὴφ τοῦ Πανεφῶ. «Ἀββᾶ» εἶπε ὁ ἐπισκέπτης, «ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή μου τηρῶ ἕνα ταπεινὸ κανόνα προσευχῆς καὶ νηστείας, μελέτης καὶ σιωπῆς, καὶ ὅσο μπορῶ κρατῶ τὸν ἑαυτό μου ἁγνὸ ὡς πρὸς τὶς σκέψεις. Τί περισσότερο μπορῶ νὰ κάνω;» Σὲ ἀπάντηση, ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ σηκώθηκε καὶ ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ δάχτυλά του ἔγιναν σὰν δέκα δάδες ἀναμμένες. Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε στὸν ἀδελφό: «Ἂν ἐπιθυμεῖς, μπορεῖς νὰ γίνεις ὁλόκληρος σὰν μία φλόγα». Ἂν αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς ζωντανῆς φλόγας μᾶς βοηθάει νὰ καταλάβουμε τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ὕψιστό της σημεῖο, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ γιὰ τὸν Θεό; Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος εἶναι «ἀπόλυτα σὰν μία φλόγα».Ἀλλὰ τελικὰ ἡ λιγότερο παραπλανητικὴ εἰκόνα θὰ βρεθεῖ ὄχι στὸ φυσικὸ κόσμο, ἔξω ἀπό μᾶς, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Ἡ καλύτερη ἀναλογία εἶναι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία ἀρχίσαμε: ἡ ἐμπειρία ποὺ ἔχουμε ὅταν ἐνδιαφερόμαστε ἔντονα γιὰ ἕνα ἄλλο πρόσωπο, καὶ ἡ γνώση ὅτι ἡ ἀγάπη μᾶς βρίσκει ἀνταπόκριση.
ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΕ ΜΙΑ ΟΥΣΙΑ.
«Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐσμέν», εἶπε ὁ Χριστὸς (Ἰωάν. 10,30). Τί ἐννοοῦσε; Γιὰ μίαν ἀπάντηση κοιτάζουμε ἀρχικὰ στὶς δύο πρῶτες ἀπὸ τὶς ἑφτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους: στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας (325 μ.Χ.), στὴν πρώτη Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ.), καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ διαμόρφωσαν. Ἡ κεντρικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ κατάφαση στὸ «Πιστεύω» εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», «ὁμοούσιος» μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα: εἶναι Θεὸς μὲ τὴν ἴδια ἔννοια ποὺ ὁ Πατέρας εἶναι Θεός, κι ὅμως δὲν εἶναι δύο Θεοὶ ἀλλὰ ἕνας.
Ἀναπτύσσοντας αὐτὴ τὴ διδασκαλία, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰώνα εἶπαν τὰ ἴδια γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: εἶναι ἐπίσης ἀληθινὰ Θεός, «ἕνας στὴν οὐσία» μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ἀλλὰ ἂν καὶ ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἕνας μόνο Θεός, ὅμως ὁ καθένας τους προαιώνια εἶναι ἕνα Πρόσωπο, ἕνα σαφὲς κέντρο συνειδητῆς ἀτομικότητας. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἑπομένως πρέπει νὰ περιγραφεῖ ὡς «τρία πρόσωπα σὲ μία οὐσία». Ὑπάρχει αἰώνια στὸν Θεὸ ἀληθινὴ ἑνότητα συνδυασμένη μὲ αὐθεντικὰ προσωπικὴ διαφοροποίηση: ὁ ὅρος οὐσία δείχνει τὴν ἑνότητα καὶ ὁ ὅρος πρόσωπον δείχνει τὴ διαφοροποίηση. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τί ὑποδηλώνεται μ’ αὐτὴ τὴν κάπως δυσνόητη γλώσσα, γιατί τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ζωτικὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἕνα στὴν οὐσία ὄχι μόνο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ οἱ τρεῖς εἶναι πρότυπά τῆς ἴδιας ὁμάδας ἢ γενικῆς κατηγορίας, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι σχηματίζουν μία, μοναδική, ἰδιαίτερη πραγματικότητα. Σ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὑπάρχει μία σημαντικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἔννοια, κατὰ τὴν ὁποία τὰ τρία Θεϊκὰ πρόσωπα εἶναι ἕνα, καὶ στὴν ἔννοια κατὰ τὴν ὁποία τρία πρόσωπα ἀνθρώπινα θὰ μποροῦσαν νὰ ὁριστοῦν ὡς ἕνα.
Τρία ἀνθρώπινα πρόσωπα, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνήκουν στὴν ἴδια γενικὴ κατηγορία «ἄνθρωπος». Ὅμως ὅσο στενὰ κι ἂν συνεργάζονται, ὁ καθένας διατηρεῖ τὴ δική του θέληση καὶ τὴ δική του ἐνέργεια, δρώντας σύμφωνα μὲ τὴ δική του χωριστὴ δύναμη πρωτοβουλίας. Μὲ δύο λέξεις εἶναι τρεῖς ἄνδρες καὶ ὄχι ἕνας. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τῶν τριῶν προσώπων τῆς Τριάδος, δὲν συμβαίνει αὐτό. Ὑπάρχει διάκριση, ἀλλὰ ποτὲ χωρισμός. ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἔτσι βεβαιώνουν οἱ ἅγιοι, ἀκολουθώντας τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς -ἔχουν μόνο μία θέληση καὶ ὄχι τρεῖς, μόνο μία ἐνέργεια καὶ ὄχι τρεῖς. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δὲν ἐνεργεῖ ποτὲ χωριστά, δίχως τοὺς ἄλλους δύο. Δὲν εἶναι τρεῖς Θεοί, ἀλλὰ ἕνας Θεός.
Ὅμως, ἂν καὶ τὰ τρία πρόσωπα ποτὲ δὲν ἐνεργοῦν χωριστὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὑπάρχει στὸν Θεὸ πραγματικὴ διαφοροποίηση ὅπως καὶ ἰδιαίτερη ἑνότητα. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεὸ στὸ ἔργο τῆς ζωῆς μας, ἐνῶ βρίσκουμε ὅτι οἱ τρεῖς ἐνεργοῦν πάντα μαζί, ὅμως ξέρουμε ὅτι ὁ καθένας ἐνεργεῖ μέσα μας μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αἰσθανόμαστε τὸν Θεὸ σὰν τρεῖς μέσα σ’ ἕνα καὶ πιστεύουμε ὅτι αὐτὴ ἡ τριπλῆ διαφοροποίηση στὴν ἐξωτερικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀντανακλᾶ μία τριπλῆ διαφοροποίηση στὴν ἐσωτερική του ζωή. Ἡ διάκριση μεταξὺ τῶν τριῶν προσώπων πρέπει νὰ θεωρηθεῖ σὰν μία αἰώνια διάκριση ποὺ ὑφίσταται μέσα στὴ φύση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ˙ δὲν ἔχει σχέση μόνο μὲ τὴν ἐξωτερική του δραστηριότητα μέσα στὸν κόσμο. Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι μόνο «τρόποι» ἢ «διαθέσεις» τῆς θεότητας, δὲν εἶναι μόνο μάσκες ποὺ ὁ Θεὸς προσλαμβάνει γιὰ ἕνα διάστημα γιὰ τὶς συναλλαγές του μὲ τὴ δημιουργία καὶ μετὰ τὶς ἐγκαταλείπει. Ἀντίθετα εἶναι τρία, ἰσότιμα καὶ συναΐδια, πρόσωπα. Ἕνας ἀνθρώπινος πατέρας εἶναι μεγαλύτερος ἀπ’ τὸ παιδί του, ἀλλὰ ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ ὡς «Πατέρα» καὶ «Υἱὸ» δὲν πρέπει νὰ κατανοοῦμε τοὺς ὅρους στὴν κυριολεξία. Βεβαιώνουμε γιὰ τὸν Υἱό, «Δὲν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑφίστατο». Καὶ τὸ ἴδιο λέγεται γιὰ τὸ Πνεῦμα.
Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς εἶναι πλήρης καὶ τέλειος Θεός. Κανεὶς δὲν εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ καθένας κατέχει ὄχι τὸ ἕνα τρίτο της θεότητας, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ θεότητα στὴν ὁλότητά της ὅμως, ὁ καθένας ζεῖ καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ θεότητα, μὲ τὸ δικό του διακριτικὸ καὶ προσωπικὸ τρόπο.
Τονίζοντας αὐτὴ τὴν τριαδικὴ ἑνότητα μέσα στὴ διαφοροποίηση, ὁ ἄγ. Γρηγόριος Νύσσης γράφει:
Ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Πατέρας, τὰ βλέπουμε ἀποκαλυμένα στὸν Υἱὸ˙ ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ Υἱοῦ, εἶναι ἐπίσης καὶ τοῦ Πατέρα˙ γιατί ὅλος ὁ Υἱὸς κατοικεῖ μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ἔχει ὁλόκληρο τὸν Πατέρα ποὺ κατοικεῖ μέσα του… Ὁ Υἱὸς ποὺ ὑπάρχει πάντα μέσα στὸν Πατέρα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτόν, οὔτε μπορεῖ τὸ Πνεῦμα ποτὲ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Υἱό, ποὺ ἐνεργεῖ τὸ κάθε τί μέσω τοῦ Πνεύματος. Αὐτὸς ποὺ δέχεται τὸν Πατέρα, δέχεται ταυτόχρονα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα. Εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀντιμετωπίσουμε ὁποιοδήποτε εἶδος διαίρεσης ἢ διάζευξης ἀνάμεσά τους: δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Υἱὸ χωριστὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, οὔτε νὰ χωρίσουμε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς μία μετοχὴ καὶ μία διαφοροποίηση ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ λόγια καὶ κατανόηση. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα δὲν βλάπτει τὴ μοναδικότητα τῆς φύσης, οὔτε ἡ μετεχόμενη ἑνότητα τῆς οὐσίας ὁδηγεῖ σὲ μία σύγχυση ἀνάμεσα στὰ διακριτικά, χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων. Μὴν ἐκπλήττεσαι ποὺ θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ θεότητα σὰν νὰ ἦταν ταυτόχρονα καὶ ἑνοποιημένη καὶ διαφοροποιημένη. Χρησιμοποιώντας γρίφους ἀντιμετωπίζουμε μία παράξενη καὶ παράδοξη διαφορὰ μέσα στὴν ἑνότητα καὶ ἑνότητα μέσα στὴ διαφοροποίηση.
 «Χρησιμοποιώντας γρίφους…»: Ὁ ἅγ. Γρηγόριος προσπαθεῖ νὰ τονίσει μὲ ἔμφαση, ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα εἶναι «παράδοξο» καὶ βρίσκεται «πέρα ἀπὸ λόγια καὶ κατανόηση». Εἶναι κάτι ποὺ μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι κάτι ποὺ ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὴ δική μας λογική. Μποροῦμε νὰ τὸ ὑπαινιχθοῦμε μὲ ἀνθρώπινη γλώσσα, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε μὲ πληρότητα. Οἱ λογικές μας δυνάμεις εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ τὶς χρησιμοποιήσουμε ὅλες ἀλλὰ θα ’πρεπε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὰ ὅριά τους. Ἡ Τριὰς δὲν εἶναι μία φιλοσοφικὴ θεωρία ἀλλὰ ὁ ζωντανὸς Θεὸς ποὺ λατρεύουμε καὶ ἔτσι φτάνουμε σ’ ἕνα σημεῖο καθὼς πλησιάζουμε πρὸς τὴν Τριάδα ὅπου ἡ ἐπιχειρηματολογία καὶ ἡ ἀνάλυση πρέπει νὰ δώσουν τὴ θέση τους στὴ σιωπηλὴ προσευχή. Σιγησάτω πάσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου» (Χερουβικό τοῦ Μ.Σαββάτου)
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Τὸ πρῶτο πρόσωπο τῆς Τριάδος, ὁ Θεὸς Πατέρας, εἶναι ἡ κρήνη τῆς Θεότητας, ἡ πηγή, αἰτία ἢ ἀρχὴ τῆς προέλευσης γιὰ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα. Εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς ἑνότητας ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς: Ὑπάρχει ἕνας Θεὸς ἐπειδὴ ὑπάρχει ἕνας Πατέρας. «Ἡ ἕνωση εἶναι ὁ Πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο ἡ τάξη τῶν προσώπων διανύει τὴν πορεία της» (ἅγ. Γρηρόριος ὁ Θεολόγος). Ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τὸ καθένα ὁρίζεται μὲ ὅρους, ἀνάλογα μὲ τὴ σχέση τους πρὸς τὸν Πατέρα: ὁ Υἱὸς «γεννᾶται» ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸ Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» ἀπὸ τὸν Πατέρα. Στὴ Λατινικὴ Δύση, συνήθως πιστεύεται ὅτι τὸ Πνεῦμα προέρχεται «ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱὸ» καὶ ἡ λέξη filioque («καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ») ἔχει προστεθεῖ στὸ Λατινικὸ κείμενο τοῦ «Πιστεύω». Ἡ Ὀρθοδοξία θεωρεῖ τὸ filioque ὄχι μόνο μίαν ἀνεύθυνη προσθήκη -γιατί εἰσχώρησε στὸ «Πιστεύω» δίχως τὴ συναίνεση τῆς Χριστιανικῆς Ἀνατολῆς- ἀλλὰ ἐπίσης φρονεῖ ὅτι τὸ δόγμα τῆς «διπλῆς ἐκπόρευσης» ὅπως κοινὰ λέγεται, εἶναι θεολογικὰ ἀνακριβὲς καὶ πνευματικὰ βλαβερό. Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τοῦ 4ου αἰ., πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ ὡς σήμερα, ὁ Πατέρας εἶναι ἡ μόνη πηγὴ καὶ τὸ πεδίο τῆς ἑνότητας μέσα στὴ Θεότητα. Μὲ τὸ νὰ θεωρήσουμε τὸν Υἱὸ πηγὴ ὅπως τὸν Πατέρα, ἢ σὲ συνδυασμὸ μ’ αὐτόν, ριψοκινδυνεύουμε μία σύγχυση στὰ διακριτικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων (ἰδιώματα)Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Τριάδος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ «Λόγος» του. Μιλώντας μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Υἱὸ καὶ Πατέρα, πρέπει ἀμέσως νὰ ὑπονοήσουμε μία κίνηση ἀμοιβαίας ἀγάπης, σὰν αὐτὴ ποὺ σημειώσαμε προηγουμένως. Συνεπάγεται ὅτι προαιώνια ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὡς Υἱός, σὲ υἱϊκὴ ὑπακοὴ καὶ ἀγάπη ἀποδίδει στὸν Θεὸ Πατέρα τὴν ὕπαρξη ποὺ ὁ Πατέρας ἀπὸ πατρικὴ αὐτοδιάθεση αἰώνια τὸν γεννᾶ.
Εἶναι μέσα καὶ μέσω τοῦ Υἱοῦ ποὺ ὁ Πατέρας μᾶς ἀποκαλύπτεται: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. 14, 6). Αὐτὸς εἶναι ποὺ γεννήθηκε στὴ γῆ σὰν ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, στὴν πόλη τῆς Βηθλεέμ. Ἀλλὰ ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται ἐπίσης καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐνσάρκωση. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς τάξης καὶ τοῦ σκοποῦ ποὺ διαπερνᾶ ὅλα τὰ πράγματα ἕλκοντας τὰ σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας ἔτσι τὸ σύμπαν ἕναν «κόσμο», ἀρμονικό καὶ ὁλοκληρωμένο σύνολο. Ὁ Δημιουργὸς-Λόγος ἔχει προσδώσει σὲ κάθε δημιούργημα τὸν δικό του ἐνυπάρχοντα λόγο ἢ ἐσωτερικὴ ἀρχὴ ποὺ τὸ διαφοροποιεῖ ἀπόλυτα, καὶ ποὺ ταυτόχρονα τὸ ἑλκύει καὶ τὸ κατευθύνει πρὸς τὸν Θεό. Τὸ ἀνθρώπινο ἔργο μας ὡς τεχνιτῶν ἢ κατασκευαστῶν εἶναι νὰ διακρίνουμε αὐτὸν τὸ λόγο ποὺ κατοικεῖ στὸ κάθε πράγμα καὶ νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ ἐκδηλωθεῖ δὲν προσπαθοῦμε νὰ κυριαρχοῦμε ἀλλὰ νὰ συνεργαζόμαστε.Τ
ὸ τρίτο πρόσωπο εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ «ἄνεμος» ἢ ἡ «ἀναπνοὴ» τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀνισότητα τῶν τυπικῶν κατατάξεων, θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς μέσα μας, ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ Θεὸς μαζί μας, καὶ ὁ Πατέρας, ὁ Θεὸς πάνω ἢ περ’ ἀπό μᾶς. Ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς μᾶς δείχνει τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα μᾶς δείχνει τὸν Υἱό, παρουσιάζοντάς τον σέ μᾶς. Ὅμως ἡ σχέση εἶναι ἀμοιβαία. Τὸ Πνεῦμα μᾶς παρουσιάζει τὸν Υἱό, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ μᾶς στέλνει τὸ Πνεῦμα. (Σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχει μία διάκριση ἀνάμεσα στὴν «αἰώνια ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος καὶ στὴν «ἐγκόσμια ἀποστολή» του. Τὸ Πνεῦμα στέλνεται στὸν κόσμο, ἐν χρόνῳ, ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλά, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προέλευσή του μέσα στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς Τριάδος, τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο).
Χαρακτηρίζοντας τὸ καθένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, ὁ Συνέσιος Κυρηνείας γράφει: «Χαῖρε, Πατέρα, πηγὴ τοῦ Υἱοῦ, Υἱέ, εἰκόνα τοῦ Πατέρα Πατέρα, τὸ ἔδαφος ὅπου στέκεται ὁ Υἱός, Υἱέ, ἡ σφραγίδα τοῦ Πατέρα Πατέρα, ἡ δύναμη τοῦ Υἱοῦ, Υἱέ, ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Πατέρα Πάναγνο Πνεῦμα, σύνδεσμε ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.Στεῖλε, ὢ Χριστέ, τὸ Πνεῦμα, στεῖλε τὸν Πατέρα στὴν ψυχή μου πότισε τὴ στεγνή μου καρδιὰ μ’ αὐτὴ τὴ δροσιά, τὸ πιὸ καλὸ ἀπ’ ὅλα τὰ δῶρα σου».
Γιατί νὰ μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ὄχι ὡς Μητέρα καὶ Θυγατέρα; Ἡ ἴδια ἡ Θεότητα δὲν ἔχει οὔτε ἀνδρικότητα οὔτε θηλυκότητα. Ἂν καὶ τ’ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά τοῦ φύλου μας σὰν ἄνδρα καὶ γυναίκας ἀντανακλοῦν, στὸ ὑψηλότερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ σημεῖο τους, μίαν ἄποψη τῆς Θείας ζωῆς, ὅμως στὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει κανένα στοιχεῖο φύλου. Ὅταν, ἑπομένως, μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα, δὲν μιλᾶμε κατὰ κυριολεξία, ἀλλὰ συμβολικά. Ὅμως γιατί θὰ ’πρεπε νά ’ναι τὰ σύμβολα ἀρσενικὰ παρὰ θηλυκά; Γιατί νὰ καλοῦμε τὸν Θεὸ «αὐτὸς» καὶ ὄχι «αὐτή»; Πράγματι, οἱ Χριστιανοὶ μερικὲς φορὲς ἔχουν προσδώσει «μητρικὴ γλώσσα» στὸν Θεό. Ὁ Ἀφραάτ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους Σύρους Πατέρες, μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ πρὸς «τὸν Θεὸ Πατέρα του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Μητέρα του», ἐνῶ στὴ Μεσαιωνικὴ Δύση, βλέπουμε τὴν Lady Julian τοῦ Νοrwich νὰ βεβαιώνει: «Ὁ Θεὸς ἀγάλλεται ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας, καὶ ὁ Θεὸς ἀγάλλεται ποὺ εἶναι ἡ Μητέρα μας». Ἀλλ’ αὐτὲς εἶναι ἐξαιρέσεις. Σχεδὸν πάντα ὁ συμβολισμὸς ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ μέσα στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἀρσενικοῦ γένους.
Δὲν μποροῦμε ν’ ἀποδείξουμε μ’ ἐπιχειρήματα γιατί αὐτὸ θά ’πρεπε νά ’ναι ἔτσι˙ ὡστόσο, παραμένει ἕνα γεγονὸς στὴ Χριστιανική μας ἐμπειρία, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει βάλει τὴ σφραγίδα του πάνω σὲ ὁρισμένα σύμβολα καὶ ὄχι πάνω σὲ ἄλλα. Τὰ σύμβολα δὲν τὰ διαλέγουμε ἐμεῖς˙ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ καὶ δοθεῖ. Ἕνα σύμβολο μπορεῖ νὰ ἐπαληθευθεῖ, νὰ βιωθεῖ, νὰ γίνει ἀντικείμενο προσευχῆς -ἀλλὰ ὄχι ν’ ἀποδειχτεῖ λογικά. Αὐτὰ τὰ «δεδομένα» σύμβολα, ὅμως, ἐνῶ δὲν μποροῦν ν’ ἀποδειχτοῦν δὲν εἶναι καθόλου αὐθαίρετα. Ὅπως τὰ σύμβολα στὸ μύθο, στὴ φιλολογία καὶ τὴν τέχνη, τὰ θρησκευτικά μας σύμβολα φτάνουν βαθιὰ μέσα στὶς κρυμμένες ρίζες τῆς ὕπαρξής μας καὶ δὲν μποροῦν ν’ ἀλλάξουν δίχως βαρυσήμαντες συνέπειες. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἀρχίζαμε νὰ λέμε «Μῆτερ ἡμῶν ἡ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἀντὶ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», δὲν θ’ ἀλλοιώναμε μόνο ἕνα συμπτωματικὸ κομμάτι μιᾶς φαντασίας, ἀλλὰ θ’ ἀντικαθιστοῦσε τὸ Χριστιανισμὸ μ’ ἕνα νέο εἶδος θρησκείας. Μία Μητέρα Θεὰ δὲν εἶναι ὁ Κύριος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί θά ’πρεπε ὁ Θεὸς νά ’ναι μία κοινωνία τριῶν θεϊκῶν προσώπων, οὔτε περισσοτέρων οὔτε λιγοτέρων; Ἐδῶ πάλι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει λογικὴ ἀπόδειξη. Τὸ τριαδικό τοᾶ Θεοῦ εἶναι κάτι δεδομένο ἢ ἀποκαλυμένο σὲ μᾶς μέσα στὴ Γραφή, στὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, καὶ στὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ὅ,τι ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἐπαληθεύσουμε αὐτὸ τὸ δεδομένο γεγονὸς μεσ’ ἀπὸ τὴ δική μας ζωὴ προσευχῆς.
Ποιὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ καὶ στὴν «ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος; «Ὁ τρόπος τῆς γέννησης καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐκπόρευσης εἶναι ἀκατανόητος», λέει ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. «Μᾶς ἔχουν πεῖ ὅτι ὑπάρχει μία διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ γέννηση καὶ τὴν ἐκπόρευση, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε καθόλου ποιὰ εἶναι ἡ φύση αὐτὴ τῆς διαφορᾶς». Ἂν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὁμολογοῦσε τὴ σύγχυσή του, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς. Οἱ ὄροι «γέννηση» καὶ «ἐκπόρευση» εἶναι συμβατικὰ σημάδια γιὰ μία πραγματικότητα περ’ ἀπ’ τὴν ἀντίληψη τοῦ λογικοῦ μας μυαλοῦ. «Τὸ λογικό μας μυαλὸ εἶναι ἀδύνατο, καὶ ἡ γλώσσα μας ἀκόμη πιὸ ἀδύνατη», παρατηρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος. «Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ μετρήσεις ὁλόκληρη τὴ θάλασσα μ’ ἕνα μικροσκοπικὸ κουπάκι, ἀπὸ τὸ νὰ συλλάβεις τὴν ἄφατη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό». Ἀλλά, ἐνῶ δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευτοῦν πλήρως αὐτὰ τὰ σημάδια (ὅπως εἴπαμε), μποροῦν νὰ ἐπαληθευτοῦν. Στὴ συνάντησή μας μὲ τὸν Θεὸ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ξέρουμε ὅτι τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸν Υἱό, ἀκόμη κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε ἀκριβῶς μὲ λόγια ποιὰ εἶναι ἡ διαφορά.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο,

Ὁ Ὀρθόδοξος Δρόμο

Share Button