ενδυμασία του να μη είχε επαφή με ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σαν από καραβοπάνι αλλά πολύ ξεθωριασμένο και κατατρυπημένο. Τις σε τρύπες τις είχε πιασμένες με ξύλινα σουβλιά, όπως πιάνουν οι γεωργοί τα τρύπια σακιά, όταν δεν έχουν σακοράφα και σπάγγο. Είχε επίσης ένα τουρβά δερμάτινο, ξεθωριασμένο και τις τρύπες πιασμένες πάλι με τον ίδιο τρόπο. Στο δε λαιμό του είχε μια χονδρή αλυσίδα, που κρατούσε ένα κουτί μπροστά στο στήθος του. Φαίνεται είχε κάτι το ιερό! Πριν λοιπόν τον ρωτήσω εγώ, μου είπε εκείνος: -Παιδί μου δεν πάει για την Αγία Άννα αυτός ο δρόμος, και μου έδειξε το μονοπάτι. Απ’όλο το παρουσιαστικό του φαινόταν Άγιος! Ρώτησα μετά τον Ερημίτη: -Που μένεις γέροντας; Κι εκείνος μου απάντησε -Κάπου εδώ και μου έδειχνε την κορυφή του Άθωνα. Επειδή είχα περιπλανηθεί δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας να βρώ Γέροντα να με πληροφορεί εσωτερικά, είχε ξεχάσει και τι ημέρα είναι και πόσο έχει ο μήνας. Ρώτησα λοιπόν τον Ερημίτη και μου είπε οτι ήταν Παρασκευή. Μετά έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι δερμάτινο, το οποίο είχε μέσα κάτι ξυλάκια με χαρακιές και από τις χαρακιές που είδε μου είπε πόσο είχε ο μήνας. Πήρα μετά την ευχή του, προχώρησα από το μονοπάτι που μου έδειξε και βγήκα στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Ο νους μου όμως συνέχεια γύριζε στο φωτεινό πρόσωπο του Αναχωρητού, που ακτινοβολούσε. Αργότερα όταν είχα ακούσει οτι υπάρχουν στην κορυφή του Άθωνα δώδεκα Αναχωρηταί – άλλοι έλεγαν επτά – είχα μπει σε λογισμούς και το είχα διηγηθεί σε έμπειρους Γεροντάδες αυτό που είδα, οι οποίοι μου είπαν: -Θα ήταν και αυτός ένας από τους Οσίους Αναχωρητάς που ζουν στην αφάνεια στην κορυφή του Άθωνα!
(Αγιορείτες Πατέρες & Αγιορείτικα – Γέροντος Παϊσίου )