«Ο ρόλος και παρουσία του μοναχισμού στον σύγχρονο κόσμο»
Ομιλία του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε εκδήλωση του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους»
Τους παριστάμενους καλωσόρισε ο Πρόεδρος του Συλλόγου Γεώργιος Καρoτσιέρης ενώ για την προσωπικότητα και το έργο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου μίλησε ο Άρχων του Οικουμενικού Θρόνου, Καθ.Ιωάννης Κονιδάρης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ομιλίας του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου:
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για τον ομιλούντα η πρόσκληση την οποίαν του απηύθηνε το Διοικητικό Συμβούλιο των Φίλων του Αγίου Όρους να ομιλήσει στο παρόν υψηλό ακροατήριο, το οποίο χαρακτηρίζεται για την αγάπη και τον σεβασμό του προς τον πατροπαράδοτο μοναχισμό αλλα και για τις εν γένει ενέργειες και δραστηριότητές του, προκειμένου να προβάλλει εποικοδομητικά το γνήσιο πνεύμα του αγιορειτικού μοναχισμού σ’ έναν κόσμο, συνεχώς μεταβαλλόμενο. Αυτήν ακριβώς την ευαισθησία του εξέφρασε και με την επιλογή του αποψινού θέματος, σήμερα μάλιστα που η Ορθοδοξία γενικότερα περνάει μία ιστορική καμπή, εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει. Συγχρόνως όμως, παρουσιάζει και μία αξιόλογη άνθιση της πνευματικότητάς της και γι’ αυτό συνεχίζει να αποτελεί για τον σύγχρονο άνθρωπο τη μόνη και αληθινή ελπίδα του.
Στη θετική πλευρά της παρουσίας και προσφοράς της Ορθοδοξίας, εκτός όλων των άλλων, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε και την αναβίωση του μοναχικού πνεύματος στο χώρο της σημερινής Ορθοδοξίας. Την άνθιση ενός μοναχισμού, ο οποίος αν και είχε παρεξηγηθεί, ακόμη και πολεμηθεί στα νεότερα χρόνια, εντούτοις έχει ξανακερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό, κυρίως με την παρουσία και δράση της Αγιορειτικής Κοινότητος, η οποία αποτελεί σημείον έλξης πολλών νέων και πνευματικών ανθρώπων από όλο τον κόσμο και η οποία αποτελεί μία ζωντανή και ελπιδοφόρο παρουσία για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Έτσι λοιπόν η τιμή για τον ομιλούντα είναι διπλή αλλά και ουσιαστική, επειδή :
1. Ο κόσμος και κυρίως ο άνθρωπος του 21ου αιώνα βρίσκεται αντιμέτωπος με αμέτρητες σύγχρονες προκλήσεις, για τις οποίες αναζητεί και ανάλογες λύσεις μέσα από μία διαδικασία υιοθέτησης ιστορικών μορφωμάτων, πολλές φορές δυτικής προέλευσης, τα οποία όμως είτε τον απογοητεύουν, είτε τον οδηγούν σε αδιέξοδο.
Όμως η υιοθέτηση και η εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμιστικών μεθόδων επειδή είναι ξένες προς την παράδοση της Ορθοδοξίας αναδεικνύονται ως αναποτελεσματικές, ακριβώς εξαιτίας της έλλειψης σαφών κριτηρίων και αρχών, οι οποίες δεν είναι συμβατές ούτε προς την εκκλησιαστική παράδοση και πατερική διδασκαλία, ούτε και προς αυτό το οποίο χαρακτηρίζουμε ασκητικό ήθος της Ορθοδοξίας.
Σ’ αυτήν λοιπόν την νέα κατάσταση καλούμεθα όλοι εμείς, οι οποίοι έχουμε «μέρος και κλήρο» σ’ αυτήν την κοινωνία, εάν θέλουμε να μην μετατραπούμε σε μία πρόσκαιρη «σέκτα» αλλά να διαλαλήσουμε και να συνομιλήσουμε με όλα αυτά τα προβλήματα και να επιβεβαιώσουμε την διαχρονικότητα του Ευαγγελίου, ως του άλλου τρόπου αντιμετώπισης των ανθρωπίνων προβλημάτων, των προβλημάτων του ανθρώπου με τον κόσμο, τον συνάνθρωπο, την κτίση, είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε ένα άλλο μοντέλο ζωής, τελείως διαφορετικό από αυτό το οποίο μας υποδεικνύει η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία και ο παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός της οικονομίας.
Σ’ αυτήν την αναζήτηση υιοθέτησης προτύπου το ασκητικό ιδεώδες και ο τρόπος ζωής της «ερήμου», για μας τους μύστες της εκκλησιαστικής παράδοσης και λειτουργικότητας, είναι η μοναδική πυξίδα και ο αποκλειστικός οδοδείκτης, ώστε χωρίς να απαρνηθούμε το σύγχρονο και επίκαιρο, να αποφύγουμε να μεταβληθούμε σε ένα εκκοσμικευμένο κοινωνικό σύστημα η σε ένα μοντέρνο και αλλοτριωμένο κοινωνικό μόρφωμα.
Για να γίνω περισσότερο σαφής και πιο ακριβής θα πρέπει να αναφερθώ επιγραμματικά σε ορισμένα μόνο από τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, από τα οποία δοκιμάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος και ο κόσμος και για τα οποία ακόμη και η Ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία καλείται να δώσει απαντήσεις, όχι με βάση κάποιο ιδεολογικό σύστημα η κάποιο κοινωνικό πρόγραμμα, αλλά αντλώντας απαντήσεις μέσα από την σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας και την εμπειρία της λειτουργικής και ασκητικής παράδοσης της Ορθοδοξίας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται όμως σήμερα αντιμέτωπος και με προβλήματα τα οποία κυριαρχούν μεν στο σύγχρονο πολιτισμό αλλά ήταν άγνωστα στην εποχή των Πατέρων, όπως είναι π.χ. η οικολογική κρίση, οι προκλήσεις της ραγδαίας αναπτυσσόμενης παγκοσμιοποίησης και μάλιστα μέσα από την τεχνολογική ανάπτυξη και την ψηφιακή εξέλιξη, την οικονομική και κοινωνική ενοποίηση, την αλλοίωση των ηθικών προσταγμάτων της Εκκλησίας, είτε ακόμη με την ιδιωτικοποίηση του θρησκευτικού φαινομένου, είτε με την απο-ιεροποίηση των δεσμών της οικογένειας, είτε τέλος με την αλλοίωση της έννοιας του προσώπου, ως στοιχείου της ανθρώπινης προσωπικότητος, μέσα από την οποία καταξιώνεται η ανθρώπινη ελευθερία και δεν μαζικοποιείται η ανθρώπινη κοινωνία, και όλα αυτά ως γεγονότα της ίδιας της ζωής της ανθρωπότητας, και όχι απλά ως ηθικές η ιδεολογικές προκλήσεις, αλλά ως ζητήματα ζωής η θανάτου, αποτελούν και τις σύγχρονες προκλήσεις για την ίδια την Ορθοδοξία και την παράδοσή της.
Αν και προηγουμένως ανέφερα ότι πολλά από τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία δεν έχουν καμμία ιστορική αναφορά στο παρελθόν, ούτε στην εποχή των Πατέρων, ούτε και στην εκκλησιαστική παράδοση εντούτοις, ο τρόπος και τα κριτήρια τα οποία προέβαλλαν τόσο οι Πατέρες της Εκκλησίας, όσο και η λειτουργική και ασκητική εμπειρία της εκκλησιαστικής παραδόσεως είναι δυνατόν να αποτελέσουν τους τρόπους για να κατανοήσουμε το τι συμβαίνει γύρω μας και για να μπορέσουμε να τα αντιμετωπίσουμε, χωρίς να καταδικάζουμε σε θάνατο ολόκληρη αυτή την κληρονομιά της λειτουργικής, ασκητικής και πατερικής παράδοσης και διδασκαλίας αλλά αντίθετα με την υιοθέτησή της μέσα από την ερμηνεία αυτής της παράδοσης να μπορέσουμε να δώσουμε απαντήσεις στα υπαρξιακά αυτά προβλήματα του ανθρώπου της εποχής μας και των διαφόρων πολιτιστικών μορφών της ανθρώπινης κοινωνίας. Συγχρόνως όμως, μέσα από αυτήν την επικαιροποιημένη ερμηνευτική προσέγγιση της παράδοσης της Ορθοδοξίας πρέπει να επιβεβαιώνουμε και την διαχρονικότητα του περιεχομένου της διδασκαλίας της και του ασκητικού τρόπου ζωής και παρουσίας.
2. Το θέμα λοιπόν της αποψινής ομιλίας είναι η αναζήτηση κριτηρίων και αρχών, ώστε, επαναλαμβάνοντας αυτό που έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, να προσπαθούμε στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παραδόσεως να μεταφέρουμε και να ερμηνεύουμε υπαρξιακά το Ευαγγέλιο στο πολιτισμό της εποχής μας, προσπαθώντας διαρκώς, με βάση τους ίδιους τους Πατέρες να απαντήσουμε στα υπαρξιακά ερωτήματα και προβλήματα όχι μέσα από μία διαδικασία επαναληπτικής εκφοράς των λόγων τους, αλλά αναζητώντας να προσδιορίσουμε τις απαντήσεις τις οποίες θα έδιναν σήμερα αν βρισκόντουσαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα του συγχρόνου δυτικού ανθρώπου και του κόσμου. Πρακτικά αυτή η πατερική μεθοδολογία και προσέγγιση, χωρίς την εμπειρία της ασκητικής της Ορθοδοξίας είναι μία επικίνδυνη σχοινοβασία, ενταγμένη όμως σε πρότυπα ζωής, όπως αυτά διαφυλάχθηκαν μέσα στην ίδια την εκκλησιαστική εμπειρία, τότε λειτουργεί ανανεωτικά και αναγεννητικά για κάθε ανθρώπινη κοινωνία και σε κάθε εποχή. Γι’ αυτό τελικά ο Ορθόδοξος μοναχισμός γίνεται μία ζωντανή παρουσία των Πατέρων της Εκκλησίας και της Θεολογίας τους στον σύγχρονο κόσμο και μπορεί να λειτουργήσει μεταμορφωτικά. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε γιατί τελικά και ο μοναχισμός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορούμε να ζήσουμε και να βιώσουμε την εμπειρία του εκκλησιαστικώς ζην και δεν είναι αποκλειστικά ο τόπος της απομόνωσης και της αποξένωσης. Αυτό άλλωστε είναι και το κατεξοχήν στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει τον ορθόδοξο μοναχισμό, ο ασκητισμός. Ασκητισμός και μοναχισμός αποτελούν δύο έννοιες οι οποίες αλληλοπεριχωρούνται και αλληλοπροσδιορίζονται και εκφράζουν το ίδιο και ταυτό περιεχόμενο.
Ο μοναχισμός σημαίνει πρώτα απ’ όλα «απάρνηση» ολοκληρωτική του κόσμου. Οι μοναχοί άφηναν την κοινωνία αυτού του κόσμου για να ενωθούν με μία άλλη κοινωνία η μάλλον για να πραγματοποιήσουν πλήρως τη συναδέλφωσή τους σε μία άλλη κοινωνία, την εκκλησιαστική. Αυτή η “έξοδος” από τον κόσμο σήμαινε αποξένωση και απομάκρυνση από την εκκοσμίκευση χωρίς όμως να συνεπάγεται και απόρριψη του κόσμου, αντίθετα προσέβλεπε σε μία μεταμόρφωση αυτού, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από ένα συγκεκριμένο τρόπο, τον ασκητικό τρόπο.
Έτσι η κοινοβιακή μορφή του μοναχισμού, δηλαδή η κοινή ζωή των μοναχών, γίνεται ο τόπος έκφρασης του ασκητικού τρόπου ζωής και ύπαρξης και το εργαστήρι μεταμόρφωσης της κοσμικής ζωής σε Εκκλησία, γι’ αυτό και τα μοναστήρια ήταν ταυτόχρονα λατρευτικές κοινότητες και ομάδες εργασίας, ως έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης και βάση διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και της ελεημοσύνης.
Ο ασκητισμός, από την άλλη μεριά, αποτελεί τον κατεξοχήν τρόπο κάθαρσης από κάθε τι το οποίο εμποδίζει τον άνθρωπο να καταστεί όργανο και μέσο κοινωνίας με τον άλλον, το φυσικό περιβάλλον, τον ίδιο το Θεό, γι’ αυτό και λειτουργεί συμπληρωματικά και νοηματοδοτεί τροπικά το περιεχόμενο του μοναστικού κοινοβίου και της κοινής ζωής των μοναχών.
Εάν το μοναχικό ιδεώδες δεν λειτουργεί ανανεωτικά με αυτό τον ασκητικό τρόπο, τότε αποτελεί έκφραση “προδοσίας” προς την παράδοση των πατέρων της ερήμου, και μετατρέπεται σε ένα μουσειακό χώρο, όπου φυλάσσονται οι αρχαιολογικοί θησαυροί. Αλλά και όταν το μοναχικό ιδεώδες δεν εκφράζει τον ορθόδοξο και παραδοσιακό τρόπο της ασκητικής ζωής, όπως αυτό διασώζεται στη λειτουργική και ασκητική εμπειρία του Ορθοδόξου μοναχισμού, τότε μεταπίπτει σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο ακτιβιστικού τύπου κοινωνικών παροχών και δράσεων.
Αντίθετα στην ανθρώπινη κατανόηση και στην καθημερινή πρακτική, η έννοια του ασκητισμού, με βάση τη θεολογική διδασκαλία αλλά και την ασκητική εμπειρία της ζωής στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν συνδέεται κυρίως με την απομόνωση αλλά με την δυνατότητα επιλογής, μέσα από την λειτουργία της ελεύθερης έκφρασης και αποδοχής, και την αναζήτηση τρόπων υπέρβασης των ορίων της ενδοκοσμικής πραγματικότητας αλλά και την αποφυγή ταύτισης μ’ αυτήν. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα, σε όσους υιοθετούν την ασκητική αυτή πρακτική, για μία επανερμηνεία των σχέσεών τους ως προσώπων με τους συνανθρώπους τους και με ολόκληρη τη δημιουργία.
Η ασκητική αυτή πρακτική όμως δίνει την δυνατότητα να συμβάλλει με θετικό τρόπο στη μεταμόρφωση των ανθρωπίνων χαρακτήρων αλλά και στη μεταμόρφωση των σχέσεων του ανθρώπου : α) Με τους συνανθρώπους του και, β) Με τον κόσμο της κτιστής δημιουργίας. Εάν μάλιστα θελήσουμε να μεταβούμε από το θεωρητικό πλαίσιο της εννοίας της ασκητικής πρακτικής στην ιστορική αποτύπωσή της, το παράδειγμα της Εκκλησίας και της θεολογικής διδασκαλίας της συνιστά κορυφαία περίπτωση συνδυασμού θεωρητικής ανάπτυξης και πρακτικής εφαρμογής του ασκητικού τρόπου προσέγγισης της ζωής στον ιστορικό χρόνο και χώρο. Αυτό συμβαίνει, γιατί η Εκκλησία σέβεται και τιμά διαχρονικά την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ζωής και έκφρασης, γι’ αυτό και υιοθετεί την πρακτική αυτή του ασκητισμού αγωνιζόμενη συστηματικά και διαχρονικά : α) Για την επαναπροσέγγιση των δομών του κόσμου και της δημιουργίας. β) Για την επανεξέταση των δομών της ανθρώπινης κοινωνίας και, γ) Για την επανερμηνεία όλων των εκφράσεων του ανθρώπινου προσώπου. Η μαρτυρία λοιπόν της Εκκλησίας λαμβάνει ποικίλες μορφές, οι οποίες εντάσσονται δημιουργικά και στον κοινοβιακό τρόπο της συνεχούς άσκησης και της διηνεκούς προσευχής των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, τα οποία έχουν έντονη την συνείδηση του «πάροικου» και παρεπιδημούντος ανθρώπου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τελικά ότι ο μοναχισμός είναι ο τρόπος και άσκηση, ο αγώνας και η δοκιμασία της ελευθερίας μας και όχι απλά μία κομφορμιστικού τύπου έκφραση η επίδειξη θρησκευτικής ασκητικότητας.
3. Ο μοναχικός λοιπόν τρόπος ζωής δεν συνεπάγεται αναγκαστικά καταφρόνηση του κόσμου, αντίθετα μάλιστα η εντολή θα μπορούσε να ερμηνευθή και σαν πρόκληση για την αναμόρφωση και τη σωτηρία του κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος, ο πρώτος νομοθέτης του ανατολικού μοναχισμού, ασχολήθηκε πολύ με το πρόβλημα της κοινωνικής αναμορφώσεως, κατανοώντας βαθειά την πορεία της κοινωνικής αποσυνθέσεως, που ολοφάνερα αυξανόταν στην εποχή του. Η πρόσκλησή του για τη δημιουργία μοναστικών κοινοτήτων, ήταν στην πραγματικότητα προσπάθεια για να αναζωογονηθή το πνεύμα της αμοιβαιότητος στον κόσμο, που φαινόταν πως έχανε κάθε δύναμη συνοχής και κάθε έννοια κοινωνικής ευθύνης. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, ώφειλαν να προβάλλουν ένα νέο πρότυπο κοινωνίας, για ν’ αντισταθμίσουν τις διασπαστικές τάσεις της εποχής τους. Ο Μ. Βασίλειος είχε ισχυρά την πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος ήταν βασικά κοινωνική και όχι μονήρης ύπαρξη, ήταν ζώον κοινωνικόν, η κοινωνία όμως ήταν κτισμένη σε σαθρά θεμέλια. Συνεπώς ώφειλε ο κάθε άνθρωπος πρώτα απ’ όλα ν’ αποσυρθή η ν’ αποχωρισθή απ’ αυτή, ώφειλε δηλαδή να εξέλθή η ν’ απομακρυνθή απ’ όλους τους υπάρχοντες κοινωνικούς σχηματισμούς. Ώφειλε ν’ απαρνηθή όλα τα κοινωνικά κατεστημένα του κόσμου και να διαχωρισθή απ’ όλους τους κοινωνικούς δεσμούς και τις υποχρεώσεις. Έπρεπε να ξεκινήση απ’ την αρχή. Αυτοί οι οποίοι έκαναν αυτή την “έξοδο” ήταν οι μοναχοί, οι οποίοι άφηναν την κοινωνία αυτού του κόσμου για να ενωθούν με μια άλλη κοινωνία η μάλλον για να πραγματοποιήσουν πλήρως τη συναδέλφωσή τους σε μιαν άλλη κοινωνία, την Εκκλησία, τονίζοντας κυρίως την υπακοή και την υποταγή της θελήσεώς τους σ’ Αυτήν και όχι σε αλλότριους τρόπους ζωής η ατομικιστικές ιδεολογίες. Έτσι λοιπόν η μοναστική κοινότητα θεωρήθηκε ως μία άλλη “κοινωνία” απετέλεσε τον φυσικό και πλέον κατάλληλο τρόπο της ασκητικής ζωής. Κάθε μοναστήρι λοιπόν γίνεται ένας οργανισμός, ένα σώμα, μια μικρή Εκκλησία όπου το ατομικό θέλημα υποτάσσεται στο εκκλησιαστικό θέλημα και η ανθρώπινη συνείδηση εξουδετερώνεται από την εκκλησιαστική. Η υπακοή σε αυτόν τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής ήταν μία από τις ουσιαστικές υποσχέσεις των μοναχών. Αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας του μοναχισμού ξανατονίσθηκε πολύ από το Θεόδωρο το Στουδίτη το μεγάλο αναμορφωτή του Βυζαντινού μοναχισμού (759-826). Ο όσιος Θεόδωρος ισχυρίσθηκε πως δεν υπήρχε ευαγγελική εντολή για μονήρη ζωή. Ο ίδιος ο Κύριός μας έζησε σε κοινότητα με τους μαθητάς Του. Οι Χριστιανοί δεν είναι ανεξάρτητα άτομα, αλλά αδελφοί, μέλη του σώματος του Χριστού. Επί πλέον μόνο στην κοινωνία μπορούν ν’ αναπτυχθούν και να εξασκηθούν κατάλληλα οι χριστιανικές αρετές της κοινοκτημοσύνης, της υπακοής και της παρθενίας.
Έτσι οι μοναχοί εγκατέλειπαν τον κόσμο για να οικοδομήσουν, μέσα στο καθαρό έδαφος της ερήμου, έναν νέον κόσμο, για να οργανώσουν εκεί, κατά το ευαγγελικό υπόδειγμα, την αληθινή χριστιανική κοινωνία. Ο πρώτος μοναχισμός ήταν ακριβώς μια αυθόρμητη κίνηση και πορεία. Και ήταν σαφώς μία “λαϊκή” κίνηση. Τα μοναστήρια ήταν ταυτόχρονα λατρευτικές κοινότητες και ομάδες εργασίας. Ο μοναχισμός εδημιούργησε μια ειδική «θεολογία εργασίας», κι’ ακόμη ειδικότερα χειρωνακτικής εργασίας, ως του μοναχικού εργόχειρου. Η εργασία δεν ήταν καθόλου δευτερεύον η επικουρικό στοιχείο της μοναχικής ζωής. Ανήκε στην ίδια την ουσία του. Η οκνηρία και η ακηδία αντίθετα αποτελούσε το βασικό και βαρύ ελάττωμα και πνευματικά καταστρεπτικό. Ο άνθρωπος πλάστηκε για την εργασία, που δεν θα έπρεπε να είναι συμφεροντολογική. Καθένας ώφειλε να εργάζεται για τον κοινό σκοπό και την ωφέλεια, ώστε να μπορεί να βοηθά το φτωχό. Ο Μ. Βασίλειος το δηλώνει, «στην εργασία ο σκοπός που βρίσκεται μπροστά από κάθε τι, είναι η βοήθεια του φτωχού, και όχι της ατομικής του καθενός ανάγκης». Η κοινωνική αυτή μορφή εργασίας επρόκειτο να γίνη, έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης καθώς και η βάση των κοινωνικών υπηρεσιών και της κοινοκτημοσύνης. Εξ άλλου, η εργαζόμενη αυτή κοινότητα δεν ήταν, κατ’ αρχάς, «άπληστη κοινωνία», πλήρους άρνησης κάθε κτήσης και όχι μόνο υπόσχεση πτωχείας. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος για οποιοδήποτε είδος «ιδιαίτερης περιουσίας» στη ζωή του κοινοβιακού μοναχού, αυτή ήταν άλλωστε και μια από τις κύριες μοναχικές υποσχέσεις. Και αυτός ο κανόνας επιβλήθηκε με αυστηρότητα. Το πνεύμα της ιδιοκτησίας αποκλείσθηκε έντονα σαν μία έκφραση της διαφθοράς στην ανθρώπινη ζωή. Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεώρησε την ατομική περιουσία σαν τη ρίζα όλων των κοινωνικών ανωμαλιών. Η ψυχρή διάκριση μεταξύ «δικού μου» και «δικού σου» ήταν, κατά τη γνώμη του, τρομερά ασυμβίβαστη με το υπόδειγμα της εν αγάπη αδελφότητος. Για τον Αγ. Ιωάννη, «η περιουσία» ήταν κακοήθης επινόηση του ανθρώπου έξω από τα σχέδια του Θεού. Ήταν έτοιμος μάλιστα να επιβάλλη σ’ όλο τον κόσμο την αυστηρή μοναχική πειθαρχία της «ακτημοσύνης» και της υπακοής, για την ανακούφιση των κοινωνικών προβλημάτων του κόσμου.
4. Πρακτικά όμως τι σημαίνει αυτή η διαλεκτική μοναχισμού και σύγχρονου πολιτισμού, ασκητισμού και κόσμου ;
Ποιά είναι η σχέση του μοναχισμού με τον σύγχρονο πολιτισμό και ποιά μπορεί να είναι η ιδιαίτερη σχέση του με τα προβλήματα της εποχής μας ;
«Ο μοναχισμός ήταν ενστικτώδης αντίδραση του χριστιανικού πνεύματος ενάντια σ’ εκείνη την εσφαλμένη συνδιαλλαγή με τον παρόντα αιώνα», Ήταν ζωντανή ανάμνηση, που θύμιζε στην Εκκλησία, πως έπρεπε να κρατήση τη θέση της έξω από τα εγκόσμια, ήταν μία διαρκής «αντιστασιακή κίνηση» μέσα στην χριστιανική κοινωνία.
Αυτός ο χαρακτήρας του δημιουργεί εσφαλμένα μεν την αρχική εντύπωση, ότι ήταν ένας τρόπος ζωής απόκοσμος-απόμακρος και ότι δεν σχετίζεται με τίποτε και ούτε τον αφορούν τα προβλήματα του κόσμου. Όπως όμως είδαμε από τη σύντομη ιστορική αναφορά, ο μοναχισμός ο ίδιος, νοηματοδοτεί και προτείνει πρότυπα ζωής και ύπαρξης για την επίλυση των προβλημάτων κάθε εποχής, έτσι και μόνο έτσι λειτουργούσε μεταμορφωτικά μέσα στον κόσμο, και κατάφερνε να βρίσκεται συνεχώς σε μία σχέση διαλεκτική, χωρίς να ταυτίζεται με τα του «κόσμου» πράγματα. Η στάση του ήταν πάντοτε θετική και συγχρόνως κριτική.
Ποιές γέφυρες όμως θα μπορούσαν να υπάρξουν σήμερα μεταξύ του ορθοδόξου μοναχισμού και του σύγχρονου κόσμου με τα αντίστοιχα προβλήματά του ;
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι ο μοναχισμός μέσα από το ασκητισμό του στάθηκε απέναντι σε κάθε πολιτιστική έκφραση θετικά και όχι απορριπτικά, αφού και ο ίδιος ο μοναχικός τρόπος ζωής δημιουργεί τον δικό του πολιτισμό, σεβόμενος τη λειτουργία της ελευθερίας και του αυτεξουσίου των ασκητών (μουσική, εκκλησιαστικές τέχνες, υμνολογία και τόσα άλλα). Η δεύτερη παρατήρηση είναι, ότι ο μοναχισμός στέκεται κριτικά σε εκείνες τις πολιτιστικές εκφράσεις και εκφάνσεις μέσα από τις οποίες επιβεβαιώνεται η “πολιτιστική έκπτωση”, δηλαδή εμφανίζεται η συντηρείται η πολιτιστική κρίση.
Η κρίση αυτή ως γνωστόν είναι πολύπλευρη και όπως ανέφερα και στην αρχή της ομιλίας μου είναι βαθειά και έχει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ατομοκρατία. Ο άνθρωπος θεωρείται ως μονάδα και αξία καθεαυτήν και απομονωμένη. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο φίλαυτος ευδαιμονισμός. Η ευτυχία του ατόμου είναι ο σκοπός του πολιτισμού. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η χρησιμοθηρία, με τελικό σκοπό μια παραγωγικότητα που ικανοποιεί αποκλειστικά και μόνο τον ατομισμό μας. Τέταρτο στοιχείο είναι η λογοκρατία. Η βίαιη είσοδος του ανθρωπίνου μυαλού στα μυστικά της ανθρώπινης φύσης και προσωπικότητας, η οποία συνεπάγεται όλα τα τρομερά προβλήματα της ανάπτυξης της βιοτεχνολογίας.
Σε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ο Ορθόδοξος μοναχισμός μπορεί να έχει τον δικό του λόγο, μέσα από τον δυναμικό τρόπο της ασκητικής του ;
α. Ο Μοναχισμός, ως η γρηγορούσα συνείδηση της Εκκλησίας υπενθυμίζει διαρκώς αυτήν την αλήθειαν. Καλεί όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας σε μία διαρκή εγρήγορση και αφύπνιση για μαρτυρία του νοήματος της ζωής του ανθρώπου, αλλά και του τρόπου της ζωής. Ο Μοναχισμός είναι μία διαμαρτυρία, για τον κίνδυνο που διατρέχει η σχέση του συγχρόνου ανθρώπου μετά του Θεού, για τον κίνδυνο αυτή η σχέση να μετατραπεί σε μία σχέση συμβατική, ατομοκεντρική, μία σχέση η οποία θα ζητά «τα εαυτής».
β) Ο Μοναχισμός, ως απάρνηση και φυγή εκ του κόσμου και του φρονήματός του, είναι θεσμός άσκησης, εκούσιας στέρησης, εγκράτειας, και κάθαρσης. Ως εκ τούτου, εκφράζει έναν άλλον τρόπο της διαχείρισης των προσφορών της καταναλωτικής κοινωνίας, χωρίς να απορρίπτη τον πολιτισμό και τα αγαθά του. Απορρίπτει την εμπαθή σχέση με τα υλικά αγαθά, χωρίς να τα θεωρεί καθ’ εαυτά αμαρτωλά. Τα δέχεται ως δώρα Θεού και μετέχει ευχαριστιακά σε αυτά, αλλά με διάκριση και υπακοή στις αρχές της κοινοβιακής ζωής και ασκήσεως, πράγμα που τον διασφαλίζει από την μη παρέκκλισή του από τις βιοτικές αρχές και τον ουσιαστικό του στόχο.
γ) Ο Μοναχισμός, σε ένα κόσμο μεταβολών, τον οποίο χαρακτηρίζει η εξωστρέφεια, η προσκόλληση στα επιτεύγματα της τεχνικής και η αποθέωση της νεωτερικότητας, είναι δυνατόν να λειτουργήσει ευεργετικά για τον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί μπορεί να είναι η ζωντανή υπόμνηση, ότι παράλληλα με τα ρέοντα, τα οποία βιώνει ο σημερινός άνθρωπος της προόδου και των τεχνικών κατακτήσεων, υπάρχουν και τα μένοντα, τα οποία αφορούν στο βαθύτερο είναι και στις προσδοκίες της υπάρξεως του ανθρώπου, είναι δηλαδή η ουσιαστική η απάντηση στο αιώνιο ερώτημα : Τι είναι ο άνθρωπος και ποιός ο προορισμός του.
δ. Ο Μοναχισμός αποτελεί το κατεξοχήν πρότυπο κοινωνίας όχι μόνο μεταξύ του ανθρώπου με τον Θεόν και τους συνανθρώπους του αλλά και με ολόκληρη τη κτιστή δημιουργία. Είναι ο τρόπος με τον οποίον, στα διάφορα ασκητικά κείμενα και τις διηγήσεις των μοναχών της ερήμου, περιγράφεται η συμφιλιωτική σχέση της φύσης, των ζώων και των ανθρώπων, όπου όταν δεν επιτυγχάνεται αυτή η μορφή σχσέσης το φταίξιμο αποδίδεται στον άνθρωπο ως αμάρτημα για το οποίο και καλείται σε μετάνοια. Ο σεβασμός δε αυτός της σχέσης συχνά φθάνει σε σημείο υπερβολής.
5. Ύστερα από όλα τα παραπάνω νομίζω ότι έγινε κατανοητό, ότι μέσα από τον μοναστικό ασκητισμό επιδιώκεται η απαρχή μιας νέας θεώρησης της ζωής και του κόσμου. Στο σημείο αυτό βρίσκεται, κατά την γνώμη μας, και η ουσιαστική διαφορά μεταξύ της κατανοήσεως του ασκητισμού σε ένα οποιοδήποτε θρησκευτικό περιβάλλον και της κατανοήσεώς του εντός των ορίων της εκκλησιαστικότητας. Στην πρώτη περίπτωση, η κατανόηση του ασκητισμού αυτοπεριορίζεται στην καταξίωση της δυνατότητας του ανθρώπου να ανακαλύπτει τρόπους για την υπέρβαση των ποικίλων αρνητικών ενδοκοσμικών στοιχείων. Η αυτοκαταξίωση όμως αυτήν τον οδηγεί και πάλι στον εγκλωβισμό του σε θεωρητικά σχήματα έστω και εάν στο περιεχόμενό τους προβάλλονται οι αρτιότερες ίσως προθέσεις και οι τελειότεροι των επιδιωκομένων σκοπών και στόχων. Στη δεύτερη περίπτωση η κατανόηση του ασκητισμού ως στοιχείου της Εκκλησίας, λόγω ακριβώς της γνώσης για την πηγή της νοηματοδοτήσεως της ασκητικής πρακτικής, ως τρόπου ζωής και ύπαρξης, τον καθοδηγεί στην ασκητική πρακτική όπου ο άνθρωπος δεν αυτοκαταξιώνεται αλλά ετεροπροσδιορίζεται, δεν αυτοπεριορίζεται αλλά προσφέρεται σε πλείστα επίπεδα, ακόμη και ως προσφορά προς τους «εν τω κόσμω» αδελφούς, δεν οδηγείται σε τυχόν ψευδαισθήσεις αλλά συμπορεύεται στους βηματισμούς μιας ιστορικής, αληθινής αλλά και ταυτόχρονα υπερβατικής πραγματικότητας, δηλαδή της Εκκλησίας, η οποία βρίσκεται «εν πορεία» προς την Βασιλεία του Θεού. Τελικά ο μόνος δρόμος σωτηρίας του συγχρόνου κόσμου είναι η υιοθέτηση της διαλεκτικής του με την μοναχική άσκηση μέσα από την υπέρβαση του ατομισμού του, και την αποδοχή της αγαπητικής σχέσης ως τρόπου εκκλησιαστικής δράσης και ζωής.
– See more at: http://www.amen.gr/article13492#.UhpRbBWjS8E.facebook