Η άσκηση της προσευχής του Ιησού

Η άσκηση της προσευχής του Ιησού

Στο κεφάλαιο αυτό θα αποπειραθώ να εκθέσω όσο γίνεται συντομότερα τις πιο ουσιώδεις απόψεις για την προσευχή του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, καθώς και την πλέον υγιαίνουσα διδασκαλία για την άσκηση αυτή την οποία συνάντησα στο Άγιο Όρος.
Για πολλά χρόνια οι μοναχοί προφέρουν την προσευχή αυτή με το στόμα, χωρίς να αναζητούν τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου με τη καρδιά. Η προσοχή τους συγκεντρώνεται στη συμμόρφωση της καθημερινής ζωής τους στις εντολές του Χριστού. Η αιωνόβια πείρα της ασκήσεως αυτής έδειξε ότι ο νους ενώνεται με την καρδιά δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός περάσει την σταθερή πείρα της υπακοής και της εγκράτειας, όταν ο νους του, η καρδιά και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς από την εξουσία της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρό οι Πατέρες μερικές φορές επιτρέπουν να προσφεύγουμε στην τεχνητή μέθοδο εισαγωγής του νου στην καρδιά. Για το λόγο αυτό ο μοναχός, δίνοντας κατάλληλη θέση στο σώμα και κλίνοντας την κεφαλή προς το στήθος, νοερά προφέρει την προσευχή εισπνέοντας ήσυχα τον αέρα με τις λέξεις: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέοντας τελειώνει την προσευχή: «ελέησον με (τον αμαρτωλό)». Κατά τον χρόνο της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνηση του εισπνεόμενου αέρα και συγκεντρώνεται στο άνω μέρος της καρδιάς. Κατά την εργασία αυτήν για κάποιο χρονικό διάστημα η προσοχή μπορεί να διαφυλαχτεί αδιάχυτη και ο νους να παραμείνει κοντά στην καρδιά, ακόμη δε και να εισέλθει μέσα της. Η πείρα θα δείξει ότι ο τρόπος αυτός θα δώσει στο νου τη δυνατότητα να δει όχι αυτή τη φυσική καρδιά, αλλά εκείνο που γίνεται μέσα της: Τί είδους αισθήματα μπαίνουν σε αυτή· τί είδους νοερές εικόνες την πλησιάζουν απ’ έξω. Αυτή η άσκηση θα οδηγήσει τον μοναχό να αισθάνεται την καρδιά του και να διαμένει σε αυτή με την προσοχή του νου χωρίς να χρησιμοποιεί πλέον οποιαδήποτε «ψυχοσωματική τεχνική».
Η τεχνητή μέθοδος μπορεί να βοηθήσει τον αρχάριο να βρει τον τόπο, που οφείλει να σταθεί η προσοχή του νου κατά την προσευχή και γενικά σε κάθε στιγμή. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό. Αυτή δεν έρχεται διαφορετικά, παρά μόνο με την πίστη και τη μετάνοια, οι οποίες είναι η μόνη βάση γι’ αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, όπως έδειξε η μακρά πείρα, έγκειται στο ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν υπερβολικά μεγάλη σημασία σ’ αυτήν καθ’ εαυτή την μέθοδο. Προς αποφυγή της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων στους αρχάριους ασκητές άλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλά ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμότερος δηλαδή: να συγκεντρώνεται η προσοχή στο Όνομα του Ιησού Χριστού και στα λόγια της ευχής. Όταν η συντριβή για τις αμαρτίες φθάσει σε ορισμένο βαθμό, τότε ο νους με τρόπο φυσικό ενώνεται με την καρδιά.
Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Στους αρχάριους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Στο πρώτο μέρος της προσευχής ομολογούμε τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Στο δεύτερο μέρος με μετάνοια αναγνωρίζουμε την πτώση μας, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσή μας. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας με την μετάνοια απεργάζεται την προσευχή πληρέστερη κατά το θετικό της περιεχόμενο. Είναι δυνατόν να καθορίσουμε μερικά στάδια στην ανάπτυξη της προσευχής αυτής:
Πρώτον, είναι η προφορική. Λέμε την προσευχή με τα χείλη, ενώ προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο Όνομα και τις λέξεις.
Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμε πλέον τα χείλη, αλλά προφέρουμε το όνομα του Ιησού Χριστού και το υπόλοιπο περιεχόμενο της προσευχής νοερά.
Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδιά ενώνονται κατά την ενέργεια τους· η προσοχή περικλείεται μέσα στην καρδιά και εκεί προφέρεται η ευχή.
Τέταρτον, αντενεργούμενη. Η προσευχή ριζώνει στη καρδιά, και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια της θελήσεως προφέρεται από μόνη της μέσα στη καρδιά, τραβώντας προς τα εκεί την προσοχή του νου.
Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως τρυφερή φλόγα μέσα μας, ως έμπνευση Άνωθεν, που γλυκαίνει την καρδιά με την αίσθηση της αγάπης του Θεού και αρπάζει το νου σε πνευματικές θεωρίες. Μερικές φορές συνοδεύεται με την όραση του Φωτός.
Η βαθμιαία ανάβαση στη προσευχή είναι η πλέον αξιόπιστη. Στον εισερχόμενο στο στάδιο του αγώνα για την προσευχή επιμόνως προτείνεται να αρχίζει με την προφορική προσευχή, έως ότου αυτή αφομοιωθεί από το σώμα, τη γλώσσα, την καρδιά και τη διάνοιά του. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι διαφορετική σε κάθε άνθρωπο. Όσο βαθύτερη είναι η μετάνοια, τόσο συντομότερη η οδός.
Η άσκηση της νοεράς προσευχής μπορεί πρόσκαιρα να συνδέεται με τη ψυχοσωματική μέθοδο, δηλαδή να έχει χαρακτήρα ρυθμικής ή άρρυθμης προφοράς της ευχής με το νοερό μέσο της εισπνοής κατά το πρώτο μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερο, όπως περιγράψαμε πιό πάνω. Η εργασία αυτή μπορεί να είναι ωφέλιμη, αν έχουμε πάντοτε κατά νουν ότι κάθε επίκληση του ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέεται αδιάκοπα με Αυτό, το πρόσωπο του Χριστού-Θεού. Διαφορετικά η προσευχή μετατρέπεται σε τεχνητό γύμνασμα και καταλήγει σε αμαρτία σύμφωνα με την εντολή: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»(Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).
Όταν η προσοχή του νου στερεώνεται στη καρδιά, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος όσων τελούνται μέσα της, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται με σύνεση. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς να προσεγγίζουν εκ των έξω και μπορεί να τους διώξει με τη δύναμη του Ονόματος του Χριστού. Με την άσκηση αυτή η καρδιά λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάσταση του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται η μετάβαση από τη νοερά προσευχή στη νοερά-καρδιακή, μετά την οποία δίνεται η αυτενεργούμενη προσευχή.
Αγωνιζόμαστε να σταθούμε ενώπιον του Θεού με την ενότητα και ολότητα της υπάρξεώς μας. Η επίκληση του ονόματος του Σωτήρος με φόβο Θεού συνδεόμενη με την ακατάπαυστη προσπάθεια τηρήσεως των εντολών, οδηγεί βαθμηδόν στην μακαρία ενότητα όλων των δυνάμεων μας, που προηγουμένως ήταν εξασθενημένες λόγω της πτώσεως. Κατά τον θαυμαστό, αλλά δύσκολο και οδυνηρό αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζόμαστε. Είναι σημαντικό να αποβάλουμε το λογισμό, ο οποίος μας εισηγείται την επιτυχία του μεγίστου στον μικρότερο δυνατό χρόνο. Ο Θεός δεν βιάζει τη θέλησή μας, αλλ’ ούτε σ’ Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλουμε δια της βίας να κάνει οτιδήποτε. Όσα επιτυγχάνονται δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται για πολύ, και το κυριότερο, δεν οδηγούν στην ένωση του πνεύματος μας με το Πνεύμα του Ζώντος Θεού.
Στις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπεράνθρωπη ανδρεία, διότι σ’ αυτήν ανθίσταται το σύνολο των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή σε απερίσπαστη προσευχή σημαίνει νίκη σε όλα τα επίπεδα της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αυτή είναι μακρά και ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίνα του Θείου Φωτός διαπερνά το πυκνό σκοτάδι και δημιουργεί ενώπιον μας ρωγμή, δια μέσου της οποίας βλέπουμε την Πηγή αυτού του Φωτός. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικές και υπερκόσμιες διαστάσεις.
«Εσύ να γυμνάζεσαι στην ευσέβεια. Γιατί η εκγύμναση του σώματος λίγο ωφελεί· η ευσέβεια όμως είναι ωφέλημη για όλα, επειδή υπόσχεται τη ζωή και την τωρινή και την μελλοντική. Αυτό που λέω είναι αλήθεια και αξίζει να γίνει πέρα για πέρα αποδεκτό· και εμείς γι’ αυτό υπομένουμε κόπους και ονειδισμούς γιατί στηρίξαμε την ελπίδα μας στον αληθινό Θεό που είναι σωτήρας όλων των ανθρώπων… Αυτά να παραγγέλλεις και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρηση της διδαχής αυτής του Αποστόλου αποτελεί το βεβαιότερο δρόμο προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθούμε ότι με τεχνητά μέσα αποκτάται η θέωση. Πιστεύουμε ότι ο Θεός ήλθε στη γη, αποκάλυψε το μυστήριο της αμαρτίας και μας έδωσε τη χάρη της μετανοίας, εμείς δε προσευχόμαστε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», με την ελπίδα της συγχωρήσεως και της καταλλαγής στο Όνομά του. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπουμε σ’ όλη μας τη ζωή. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας δεν είναι δυνατή διαφορετικά, παρά μόνο με την ενοίκηση του ιδίου του Θεού. Αυτό αποτελεί τη θέωσή μας, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελειότητας είναι ακατόρθωτο στα όρια της γης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Κανείς ποτέ δεν είδε τον Θεόν· μόνο ο Μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε μας διαβεβαιώνει ότι στον μέλλοντα αιώνα θα συντελεσθεί η θέωσή μας, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «όποιος λοιπόν με εμπιστοσύνη στο Χριστό έχει αυτή την ελπίδα καθαρίζει τον εαυτόν του από την αμαρτία έχοντας ως πρότυπο την καθαρότητα εκείνου… όποιος είναι ενωμένος με αυτόν παύει να αμαρτάνει. Όποιος αμαρτάνει αυτός ούτε είδε ούτε γνώρισε ποτέ το Χριστό» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμο να διαποτιστούμε από το περιεχόμενο αυτής της Επιστολής, ώστε η επίκληση του ονόματος του Ιησού να γίνει ενεργός, σωτήριος, για να «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβουμε «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).
Ένα από τα πιο θαυμάσια βιβλία των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Διαβάζεται από τους αρχάριους μοναχούς, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικό κριτήριο για τους τέλειους. (Είναι ίσως περιττό να πούμε ότι η τελειότητα στη γη ποτέ δεν είναι πλήρης). Κάτι παρόμοιο μπορούμε να διαπιστώσουμε και σε ό,τι αφορά στην προσευχή του Ιησού. Μ’ αυτή προσεύχονται κατά τη διάρκεια κάθε εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι· μ’ αυτήν αντικαθίστανται οι εκκλησιαστικές ακολουθίες· αυτήν «νοερώς»προφέρουν οι μοναχοί, ευρισκόμενοι στο ναό κατά τον χρόνο των ακολουθιών· αυτή επίσης αποτελεί το κατ’ εξοχήν έργο των μοναχών στα κελλιά και των ερημιτών-ησυχαστών.
Η εργασία της προσευχής αυτής συνδέεται στενότατα με τη θεολογία του θείου ονόματος. Έχει βαθιές δογματικές ρίζες, όπως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβαδίζει αρμονικά με την δογματική συνείδηση. Η προσευχή σε μερικές μορφές της γίνεται αληθινά φωτιά που καίει τα πάθη. Σ’ αυτήν περικλείεται θεία δύναμη, η οποία ανασταίνει αυτούς που νεκρώθηκαν από την αμαρτία. Είναι φως, που λαμπρύνει το νου και μεταδίδει σ’ αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων οι οποίες ενεργούν «εν τω κόσμω»· παρέχει επίσης τη δυνατότητα της θεωρίας των τελουμένων μέσα στο νου και την καρδιά μας: «εισχωρεί βαθειά ως εκεί που χωρίζει τη ψυχή απ’ το πνεύμα, το κόκκαλο απ’ το μεδούλι, και κρίνει τους διαλογισμούς και τις προθέσεις της καρδιάς» (πρβλ. Εβρ. 4,12).
Η ευλαβική άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί τον άνθρωπο σε συνάντηση με πολλές αντίθετες ενέργειες κρυμμένες στην ατμόσφαιρα. Προσφερόμενη στην κατάσταση βαθειάς μετάνοιας διεισδύει στο χώρο, που βρίσκεται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Στις πλέον εντατικές εκδηλώσεις της, χρειάζεται ή μεγάλη πείρα ή καθοδηγητής. Είναι απαραίτητη σε όλους ανεξαιρέτως που την ασκούν, η νηπτική περίσκεψη, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή σε κάθε επερχόμενο σ’ αυτούς. Τότε αυτή γίνεται δύναμη, η οποία ενώνει το πνεύμα μας με το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθηση της ζώσας παρουσίας της αιωνιότητας μέσα μας, έχοντάς μας ήδη οδηγήσει δια μέσου αβύσσων σκότους κρυμμένων μέσα μας.
Η προσευχή αυτή είναι μεγάλο δώρο του ουρανού προς τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα.
Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (για να μην πω η άσκηση) στη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτό να παραβάλω αυτήν προς την φυσική ζωή του κόσμου μας και να φέρω παραδείγματα από γνωστών σε μας γεγονότων της σύγχρονης επικαιρότητας. Οι αθλητές, προετοιμαζόμενοι για τους αγώνες, επαναλαμβάνουν για πολύ καιρό τις ίδιες ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά τη στιγμή της διεξαγωγής τους, με ταχύτητα και με βεβαιότητα, και τρόπον τινά μηχανικά, όλες τις κινήσεις, τις οποίες ήδη αφομοίωσαν. Από τον αριθμό των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότητα της αποδόσεως. Θα διηγηθώ ακόμα ένα γεγονός, που συνέβη σε κύκλο, γνωστών σε μένα προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω εκείνα, που άκουσα από ένα πλησιέστερο άνθρωπο προς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται.
Σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη δύο αδελφοί νυμφεύθηκαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέες. Η μία ήταν γιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρα. Η άλλη ήταν ωραιότερη, δραστήρια, ευγενής αλλ’ όχι ιδιαίτερα ευφυής. Όταν πλησίαζε ο καιρός του τοκετού και για τις δύο, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρία ακολουθώντας την νεοεμφανισθείσα μέθοδο του «ανώδυνου τοκετού». Η πρώτη, η γιατρός, αμέσως κατανόησε όλο τον μηχανισμό της μεθόδου αυτής και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθορισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τις ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατανόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφάρμοζε τις γνώσεις της. Η άλλη δεν γνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε ήθελε να ασχοληθεί με τη θεωρητική πλευρά της μεθόδου αυτής, αλλά παραδόθηκε απλά με ζήλο στην επανάληψη των καθορισμένων κινήσεων του σώματος. Αφού δε τις αφομοίωσε, όταν έφθασε η στιγμή, πήγε για τον τοκετό. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμή του τοκετού από τις πρώτες ήδη ώδινες δεν θυμήθηκε τη θεωρία και γέννησε με μεγάλη δυσκολία, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη γέννησε χωρίς πόνους και σχεδόν χωρίς δυσκολία.
Έτσι θα συμβεί και σε μας. Ο σύγχρονος και μορφωμένος άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει το «μηχανισμό» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθεί δύο ή τρεις εβδομάδες με κάποιο ζήλο, να διαβάσει λίγα βιβλία, και να, ο ίδιος μπορεί στα ήδη γραμμένα βιβλία να προσθέσει και το δικό του. Κατά την ώρα όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασή μας υποβάλλεται σε βιαία διάσπαση, όταν ο νους θολώνεται και η καρδία αισθάνεται ισχυρούς πόνους ή εξασθένηση, τότε όλες οι θεωρητικές μας γνώσεις εξαφανίζονται και η προσευχή μπορεί να χαθεί.
Είναι αναγκαίο να προσευχόμαστε για χρόνια. Να διαβάζουμε λίγο, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά στη προσευχή και συνεργεί, κατά το περιεχόμενό του, στην ενίσχυση της έλξεως προς προσευχή μετανοίας με την εσωτερική διαφύλαξη του νου. Από τη μακροχρόνια επανάληψη η προσευχή γίνεται φύση της υπάρξεώς μας, φυσική αντίδραση σε κάθε φαινόμενο στην πνευματική σφαίρα, είτε αυτό είναι φως, είτε σκοτάδι, είτε εμφάνιση αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – με ένα λόγο, σε κάθε καιρό και περίσταση.
Με τέτοιο είδος προσευχής η γέννησή μας για την ουράνια ζωή μπορεί πραγματικά να γίνει ανώδυνη.
Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, που αποκαλύπτει σε μας τα έσχατα βάθη του άναρχου Όντος, είναι σύντομη, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξη σε πλάτος. Η τελειότητα που φανερώθηκε δια του Χριστού είναι ανέφικτη στα όρια της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους περνά αυτός που ασκεί την προσευχή αυτή, είναι απερίγραπτη. Η άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί κατά παράδοξο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου σε συνάντηση με δυνάμεις κρυμμένες εν τω «Κόσμω». Η προσευχή με το όνομα του Ιησού προκαλεί εναντίον της επίθεση από τις κοσμικές δυνάμεις, ή καλλίτερα, την πάλη με τους κοσμοκράτορες «του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αυτή, ανυψώνοντας τον άνθρωπο σε σφαίρες πέραν των ορίων της γήινης σοφίας, στις ύψιστες μορφές αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».
Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσία της είναι πάνω από κάθε εξωτερικό σχήμα, στη πράξη όμως οι πιστοί λόγω της ανικανότητας τους να σταθούν σε αυτή με καθαρό νου για πολύ καιρό, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνι για λόγους πειθαρχίας. Στο Άγιο Όρος του Άθω το πλέον διαδεδομένο κομβοσχοίνι έχει εκατό κόμβους διαιρεμένους σε τέσσερα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών την ημέρα και τη νύκτα, ορίζεται ανάλογα με τη δύναμη του καθενός και των πραγματικών συνθηκών της ζωής του.
Share Button