Τίποτε άλλο δεν μπορεί τόσο να βοηθήσει και κατευνάσει το θυμό και όλα τα πάθη, όσο η αγάπη προς τον Θεό και κάθε συνάνθρωπο. Με την αγάπη εύκολα νικάς, παρά με τους άλλους αγώνες.
Αλλά και αγωνιζόμενος δεν αισθάνεσαι πόνο, οπόταν κυριεύει το νου η αγάπη. Γι’ αυτό η αγάπη δεν πίπτει, εφ’ όσον της ψυχής το πηδάλιο κατευθύνεις πάντοτε προς αυτήν. Και ό,τι συμβεί, φωνάζεις το σύνθημα· «Διά την αγάπην σου, Ιησού μου, γλυκεία αγάπη, βαστάζω τας ύβρεις, ονείδη, αδικίας, κόπους, και πάσας τας θλίψεις, ό,τι ήθελε μου συμβή.» Και αμέσως, αυτά σκεπτόμενος, το φορτίο του πόνου γίνεται ελαφρό και η πικρία του δαίμονος σταματά.
Μία φορά, ένεκα των αλλεπαλλήλων μου φρικτών πειρασμών, είχα κυριευθεί από λύπη και αθυμία και έλεγα στο Θεό ως αδικούμενος– ότι με παραδίδει σε τόσους πολλούς πειρασμούς χωρίς να τους αναχαιτίζει λίγο, να παίρνω έστω λίγη ανάσα. Και σ’ αυτή την πικρία άκουσα μία φωνή μέσα μου πολύ γλυκειά και πολύ καθαρή με πολλή μεγάλη συμπάθεια. «Δεν τα υπομένεις όλα για τη δική μου αγάπη;» Και με τη φωνή ξέσπασα σε δάκρυα τόσο πολλά, και μετανοούσα για την αθυμία που με είχε κυριεύσει. Δεν λησμονώ ποτέ μου αυτή τη φωνήν, την τόσο γλυκειά, που αμέσως εξαφανίσθηκε ο πειρασμός και όλη η αθυμία.
Γι’ αυτό μην αθυμείς μη στενοχωριέσαι στις θλίψεις και πειρασμούς, άλλα με την αγάπη του Ιησού μας να ελαφρύνεις τον θυμό και την αθυμία. Και δίδε θάρρος στον εαυτό σου λέγοντας: « Ψυχή μου, μη αθυμείς! Γιάτι μικρή θλίψη σε καθαρίζει από πολυχρόνια ασθένεια. Αλλά και σε λίγο θα φύγει».
Όσο λίγη είναι η υπομονή, τόσο μεγάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσο συνηθίζει ο άνθρωπος να τους υπομένει, τόσο μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπο, και γίνεται στερεός σαν βράχος.
Λοιπόν υπομονή! Και αυτό που τώρα σου φαίνεται δύσκολο να το κατορθώσεις, αφού περάσουν χρόνια πολλά θα έλθει στο χέρι σου να το κατέχεις σαν δικό σου, χωρίς να καταλάβεις πως έγινε.
Γι’ αυτό εργάσου τώρα στην νεότητα χωρίς να λες το «γιατί» και να αθυμείς. Και όταν γεράσεις θα θερίσεις τους καρπούς της απάθειας και θα απορείς από πού γενήθηκαν τέτοιοι ωραίοι καρποί, αφού εσύ δεν καλλιέργησες τίποτε, και έγινες πλούσιος αν και δεν άξιζες τίποτα, και όλοι οι γογγυσμοί, αι παρακοές και αθυμίες σου, βλάστησαν τέτοιους καρπούς και άνθη ευώδιαστά!
Γι’ αυτό να εξασκείς βία. Και αν μυριάκις πέσει ο δίκαιος, δεν χάνει την παρρησία του, αλλά πάλι σηκὠνεται και μαζεύει δυνάμεις και του επιγράφει νίκες ο Κύριος. Και τις μεν νίκες δεν του τις δείχνει, για να μην υπερηφανεύεται· τα δε πεσίματα τα φέρνει μπροστά του , να τα βλέπει, να πάσχει, να ταπεινώνεται.
Αφού δε ξεπεράσει τις ενέδρες των εχθρών και κερδίσει νίκες παντού αφανείς, τότε αρχίζει να του δείχνει λίγο-λίγο ότι νικά, ότι βραβεύεται· ότι έχει στα χέρια του κάτι που προηγουμένως ζητούσε και δεν του δινόταν. Και έτσι γυμνάζεται, δοκιμάζεται, γίνεται τέλειος, όσο χωράει η φύση, ο νους, η διάνοια, και το σκεύος της ψυχής μας.
Γι’ αυτό «ανδρίζου και ίσχυε εν Κυρίω» και μην ελαττώσεις την προθυμία σου. Αλλά να ζητάς, να φωνάζεις διαρκώς, είτε λαμβάνεις είτε όχι.
(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος, σ. 71-74. -σε νεοελληνική απόδοση.)