Πόλεμος καί αἰσχρολογία
Μά ὁ πονηρός διάβολος, πού γεμίζει τά στόματα τῶν ἀνθρώπων με αἰσχρολογίες, βάλθηκε νά πολεμήσει καί τό Νήφωνα μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ἐκεῖνος ἀγωνιζόταν μέ τήν προσευχή ν’ ἀποδιώξει τό φοβερό κακό. Καί μιά φορά, μόλις ἀποκοιμήθηκε, βλέπει στ’ ὄνειρό του τόν ἅγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.
-Χαῖρε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ Νήφων! τοῦ λέει. Καλή εἶναι ἡ ζωή σου, μόνο πού τή μολύνεις μέ βρισιές καί λόγια αἰσχρά. Σοῦ ὑπόσχομαι ὅμως, παιδί μου, πώς, ἄν πολεμήσεις μέ ἀνδρεία τό δαιμόνιο τῆς αἰσχρολογίας, ἐγώ θά εἶμαι στό πλευρό σου, βοηθός σου καί συναγωνιστής σου.
Ὁ Νήφων ξύπνησε καί μουρμούρισε ἀναστενάζοντας:
-Ἀλίμονό σου, ἄκαρπη κι ἀκάθαρτη ψυχή! Ἀκόμα καί οἱ ἅγιοι νοιάζονται γιά τό ἄθλιο κατάντημά σου, ἐνῶ ἐσύ ζεῖς μέ φοβερή ἀμέλεια.
Σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε μαζί του μιά λαμπάδα καί κίνησε γιά τό ναό τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Ἄναψε τή λαμπάδα μπροστά στήν εἰκόνα του καί προσευχήθηκε ὥρα πολλή μέ δάκρυα, ζητώντας τή βοήθειά του.
Φεύγοντας, πῆρε ἀπό τό δρόμο μιά μικρή πέτρα καί τήν ἔβαλε στό στόμα του, λέγοντας στόν ἑαυτό του:
-Τρῶγε πέτρες, αἰσχρέ, γιά νά μή βρίζεις τούς ἀνθρώπους! Ἐκείνη τήν πέτρα τήν κράτησε πολλές μέρες μέσα στό στόμα του, ἐμποδίζοντάς τον νά αἰσχρολογεῖ.
Ἄν ποτέ ξεχνιόταν καί ξεστόμιζε καμιά βρισιά, πήγαινε παράμερα καί χτυποῦσε τό στόμα του μ’ ὅλη του τή δύναμη, λέγοντας:
-Ἀκάθαρτε, κανείς μέχρι τώρα δέν σέ τιμώρησε ἔτσι, γι’ αὐτό ἀποθρασύνθηκες. Τώρα θά σέ σωφρονίσω ἐγώ!
Κι ἄν τύχαινε νά ὀργιστεῖ μέ κάποιον ἄνθρωπο καί νά τόν βρίσει, πήγαινε πάλι σέ τόπο μοναχικό καί γρονθοκοποῦσε τό σῶμα του, λέγοντας:
-Ἀθυρόστομε! Δέν φτάνει πού ὁ λογισμός σου κινεῖται ἀνεξέλεκτος πρός τήν ὀργή, βρίζεις κιόλας τόν ἀδελφό σου, κι ἀνοίγεις χάσμα μίσους ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνον καί σ’ ἐσένα; Ἔννοια σου, καί θά σοῦ μάθω ἐγώ πραότητα καί σιωπή! Ὄχι νά γίνεσαι θηρίο ἀπό τό θυμό καί νά βρίζεις..
Ἐπιπλέον ἔβαλε κανόνα νά δίνει κάθε μέρα σαράντα ραπίσματα στό πρόσωπό του.
Ἔλιωνε ἀπ’ τό κακό του ὁ διάβολος, βλέποντας τό Νήφωνα νά πολεμάει τόσο σκληρά, καί τοῦ ἔλεγε μέ πονηρία:
-Ἄθλιε, δέν λυπᾶσαι τό ἴδιο σου τό πρόσωπο, πού εἶναι φτιαγμένο «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»; Πῶς τό χτυπᾶς ἔτσι ἀνελέητα; …..
-Βρωμιάρη, ἤρθες κι ἐδῶ, γιά νά μοῦ πεῖς τί θά κάνω στόν ἑαυτό μου; Ἄχ! Ἄς εἶχες κι ἐσύ σάρκα, κι ἄς ἔπεφτες στά χέρια μου…. Καί τότε θά σοῦ ἔδειχνα πῶς περιποιεῖται ὁ Νήφων…. Οἱ ἄρχοντες δέν ἔχουν ἀξουσία νά τιμωροῦν τούς κακούς δούλους τους; Γιατί κι ἐγώ νά μήν τιμωρήσω τό δικό μου δοῦλο; Δοῦλος μου εἶναι τό σῶμα μου. Παρανομεῖ καί τό τιμωρῶ!
Ὁ πονηρός δέν ἤξερε τί ν’ ἀποκριθεῖ κι ἔφευγε.
Ἐπειδή ὅμως γιά λίγο μόνο ὑποχωροῦσε κι ἔπειτα ξανάρχιζε σκληρότερα τόν πόλεμο, ὁ μακάριος Νήφων ἔγινε πιά ἀμείλικτος μέ τό σῶμα του: Γρονθοκοπιόταν μέ μανία, ἐνῶ τά ραπίσματα ἔφταναν στά ἑκατό καί στά διακόσια κάθε μέρα.
Ἦταν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μάρτυρας, πού ἀθλοῦσε καί βασανιζόταν φρικτά χωρίς τύραννο, χωρίς δήμιο!
Ἀπό τά πολλά πού ἔκανε στή σάρκα του, ἔρεψε κυριολεκτικά. Προπαντός τό πρόσωπό του παραμορφώθηκε ἀπό τά πολλά χτυπήματα καί τόν πονοῦσε ἀφόρητα. Ἔβλεπες ἕνα ζωντανό νεκρό, πού μέ δυσκολία ἔσερνε τά πόδια του καί συχνά σωριαζόταν λιπόθυμος στή γῆ. Ὅταν ὅμως συνερχόταν, ἔλεγε στόν ἑαυτό του:
-Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Ἄν αὐτό τόν μικρό πόνο δέν ὑποφέρεις, πῶς θ’ ἀντέξεις τήν αἰώνια φωτιά τῆς γέενας;….. Μή χάνεις ὅμως τό θάρρος σου! Γιατί «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καί ἡμέρᾳ»9.
Στό σημεῖο αὐτό θ’ ἀναφέρω κάτι θαυμαστό, πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος**. Εἴχαμε ,βλέπετε, στενό πνευματικό σύνδεσμο, γι’ αὐτό καί δέν μοῦ ἔκρυβε τίποτα.
Πήγαινα συχνά καί τόν ἔβλεπα. Κι ὅταν ἀλλάζαμε τόν ἀσπασμό τῆς ἀγάπης, μιά ἄρρητη εὐωδία, πού ἐρχόταν ἀπό τό πρόσωπό του, μέ τύλιγε καί μέ μεθοῦσε. Τί ἦταν αὐτή ἡ γλυκύτατη εὐωδία; Γιά πολύ καιρό δέν τολμοῦσα νά τόν ρωτήσω. Μιά μέρα ὅμως δέν ἄντεξα:
-Γιά τόν Κύριο, εἶπα δειλά, κάτι θά σέ ρωτήσω καί, σέ παρακαλῶ, μή μοῦ κρύψεις τήν ἀλήθεια.
-Ρώτησε ἐσύ, ἀποκρίθηκε, κι ἄν πρέπει νά σοῦ πῶ, θά τό μάθεις. Ἀλλιῶς ὄχι.
-Πές μου, γιατί ἀπό τό πρόσωπό του ἔρχεται τόση εὐωδία;
-Ἡ πίστη σου σέ κάνει νιώθεις αὐτή τήν εὐωδία. Ἐγώ ξέρω πώς εἶμαι ὁλόκληρος μιά δυσωδία.
Ἡ ὑπεκφυγή του μέ λύπησε. Καθώς ἐπέμενα λοιπόν νά μάθω τήν πραγματικότητα, μοῦ λέει:
-Δῶσε μου ὑπόσχεση πώς δέν θά τ’ ἀποκαλύψεις σέ κανένα, καί θά σοῦ πῶ.
-Σοῦ τό ὑπόσχομαι.
-Ἄκου, λοιπόν: Στίς ὧρες τοῦ πειρασμοῦ, ὅταν χτυπάω τόν ἑαυτό μου, ἔρχεται ἄγγελος, σταλμένος ἀπό τόν Κύριο, μ’ ἕνα θυμιατήρι. Μέ θυμιάζει συνέχεια. Τόσο πολύ μέ συνεπαίρνει τότε ἡ εὐωδία τοῦ οὐράνιου αὐτοῦ θυμιάματος, πού δέν νιώθω τόν πόνο. Ἀντίθετα μάλιστα, ἡ ψυχή μου, εὐφραίνεται καί χαίρεται ὑπερβολικά ἀπό τήν ἀγγελική ἐπίσκεψη καί τήν ἄρρητη εὐωδία. Αὐτή ἀκριβῶς σέ τυλίγει, ὅταν μέ πλησιάζεις.
Ἔμεινα ἔκπληκτος μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ ὁσίου καί δόξασα τόν φιλάνθρωπο Θεό γιά τό θαῦμα Του.