Κληρικός, παιδαγωγός, μεταφραστής του Βολταίρου, σύμβουλος της Μεγάλης Αικατερίνης και διαπρεπής στοχαστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Ευγένιος Βούλγαρης επανέρχεται στο προσκήνιο με την επανέκδοση, για πρώτη φορά από τη συγγραφή του, του κορυφαίου του έργου Λογική από το Εργαστήριο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας του τομέα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Οι φιλελεύθερες ιδέες του Βούλγαρη προετοίμασαν το έδαφος για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, ο ίδιος ωστόσο γεύτηκε την εχθρότητα των συντηρητικών κύκλων της εποχής του. Η εκπαιδευτική του σταδιοδρομία, στη Μαρουτσαία Σχολή Ιωαννίνων, στην οποία δίδαξε τη φυσική και τα μαθηματικά του Νιούτον και του Λάιμπνιτς, τον εμπειρισμό του Λοκ, τα φιλοσοφήματα των Χομπς και Βολφ, και στη συνέχεια στην Αθωνιάδα και την Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, χαρακτηριζόταν από διαρκείς ρήξεις με τους εκπροσώπους των παραδοσιακών αντιλήψεων. Ωστόσο το έργο του έμελλε να σηματοδοτήσει τη μετάβαση από την κορυδαλική παράδοση στον νεότερο φιλοσοφικό στοχασμό και την πειραματική φιλοσοφία, που κυριάρχησε τις επόμενες δεκαετίες στην ελληνόφωνη παιδεία. Ο ίδιος άλλωστε δωροφόρησε την ελληνική γλώσσα με νέους φιλοσοφικούς και επιστημονικούς όρους όπως ο όρος ανεξιθρησκεία.
Η μνημειώδης Λογική του Ευγένιου Βούλγαρη εκδόθηκε το 1766 στη Λειψία, στην οποία βρέθηκε ο στοχαστής μετά το τέλος της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας, θέτοντας σε εκκίνηση το εκδοτικό πρόγραμμα του έργου του. Έκτοτε η Λογική, το κορυφαίο κατά πολλούς μελετητές έργο του, παρέμεινε στο περιθώριο της έρευνας λόγω ποικίλων δυσχερειών. Για τη Λογική, αλλά και εν γένει τη θέση του Ευγένιου Βούλγαρη στο εκπαιδευτικό και φιλοσοφικό πλαίσιο της εποχής του, καθώς και τον αντίκτυπο του έργου του στην κατανόηση και μελέτη της νεοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης μάς μιλά ο Κώστας Θ. Πέτσιος, αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και επιμελητής της σημερινής έκδοσης της Λογικής.
*Δεν είναι περίεργο, το έργο ενός από τους πρωτεργάτες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού να επανεκδίδεται τώρα για πρώτη φορά στην Ελλάδα; Πού οφείλεται η έως τώρα αποσιώπησή του;
Το ερώτημά σας είναι εύλογο και άπτεται σειράς προβλημάτων τα οποία αναμένουν την αντιμετώπισή τους από την επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με τις πτυχώσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Σε μεγάλο βαθμό τα κείμενα των Νεοελλήνων φιλοσόφων παραμένουν άγνωστα είτε επειδή διαθέτουμε ελάχιστα αντίτυπα των πρώτων εκδόσεων είτε επειδή -το κυριότερο- παραμένουν σε χειρόγραφη μορφή. Αναφορικά με τη Λογική του Βούλγαρη, θα ήθελα να επισημάνω ότι παρά την πυκνότητα των εννοιολογικών της σημάνσεων και την εμβρίθεια της φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας που αποτυπώνεται στις σελίδες της, το έργο, με εξαίρεση ελάχιστες, αλλά σοβαρές προσεγγίσεις, παρέμεινε στο περιθώριο της έρευνας, ίσως ένεκα της αρχαΐζουσας γλώσσας του.
* Ποιους αφορά η Λογική του Βούλγαρη στις μέρες μας;
Αφορά πρωτίστως την έρευνα με την ευρεία έννοια του όρου, αλλά και όλους όσοι ενδιαφέρονται για την πνευματική κίνηση που συντελέσθηκε στον υπόδουλο Ελληνισμό κατά τον 18ο αιώνα. Παρά τις αναμφισβήτητες συμβολές στην ιχνογράφηση και την ανάδειξη πτυχών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, παραμένει το desideratum της ενδελεχούς μελέτης του φιλοσοφικού προβληματισμού που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στον ελληνικό χώρο και των μορφών που προσέλαβε ο διάλογος με την ευρωπαϊκή επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη.
*Τι αποκαλύπτει για τον φιλοσοφικό στοχασμό του συγγραφέα της η Λογική; Είναι το κορυφαίο έργο του;
Έχω την αίσθηση ότι η Λογική συνιστά τον κορυφαίο σταθμό στην πνευματική δημιουργία του Βούλγαρη, αφού το κείμενο ολοκληρώνεται στην περίοδο της ωριμότητάς του. Πρόκειται για κείμενο που δεν εξαντλείται στην έκθεση του περιεχομένου της τυπικής Λογικής, αλλά συνδυάζει την Ιστορία της Φιλοσοφίας με τη συστηματική ανάπτυξη των οντολογικών, γνωσιολογικών και ανθρωπολογικών προβλημάτων που αποτελούσαν το επίκεντρο της φιλοσοφικής συζήτησης κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα. Υπάρχουν ζητήματα, όπως επί παραδείγματι η αποσαφήνιση των αιτίων της πλάνης ή οι προϋποθέσεις της φιλοσοφικής ερμηνευτικής, που για πρώτη φορά τίθενται με συστηματικό τρόπο σε νεοελληνικό φιλοσοφικό έργο. Στη Λογική του Βούλγαρη δεν συναντούμε μόνον την καταφατική στάση απέναντι στις γνωσιοθεωρητικές συμβολές του Bacon, του Descartes, του Locke, του Leibniz και του Wolff, αλλά και εκτενείς αναφορές στα επιτεύγματα της σύγχρονής του φυσικομαθηματικής επιστήμης, αναφορές οι οποίες είχαν διαφύγει της προσοχής των μελετητών.
* Έχοντας μελετήσει το έργο του Βούλγαρη, πώς θα σκιαγραφούσατε τον ρόλο του στη διαμόρφωση της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας;
Ανεξάρτητα από την οπτική μέσα από την οποία επιχειρούμε τη στάθμιση της πνευματικής παρουσίας του Βούλγαρη στη νεοελληνική γραμματεία και ιδιαίτερα τη θέση του στην Ιστορία της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, δεν είναι δυνατόν να μην υπογραμμίσουμε την καίρια συμβολή του στην αναδιάταξη των όρων με τους οποίους μορφοποιήθηκε ο διάλογος των Ελλήνων με την αρχαιοελληνική και βυζαντινή παρακαταθήκη, καθώς και με τη συγκαιρινή τους ευρωπαϊκή σκέψη. Με το φιλοσοφικό έργο του Βούλγαρη συντελείται ουσιαστικά, δηλαδή στο επίπεδο των θεωρητικών προκειμένων, η αποδέσμευση της νεοελληνικής διανόησης από τον αριστοτελισμό και η οικείωση με τις φιλοσοφικές και επιστημονικές διαστάσεις του νεωτερικού στοχασμού τόσο στο πεδίο της γνωσιοθεωρίας όσο και στο πεδίο της φυσικής φιλοσοφίας, γεγονός που προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση των ρηξικέλευθων διδασκαλιών των μεταγενεστέρων, όπως επί παραδείγματι του Ιώσηπου Μοισιόδακα ή του Αθανάσιου Ψαλίδα.
* Παρ’ ότι ήταν μια φωτισμένη περίπτωση στοχαστή, ο οποίος άνοιξε νέους δρόμους στη Νεοελληνική Φιλοσοφία, στο θέμα αιχμής της εποχής του, δηλαδή την αποδοχή ή μη του ηλιοκεντρικού συστήματος, έκανε πίσω. Δεν μπόρεσε να υπερβεί τις θεολογικές παραδοχές του ή το προσωπικό φιλοσοφικό του σύστημα;
Ενώ ο προσανατολισμός της σκέψης του, όπως διαπιστώνουμε από τα κείμενα φυσικής φιλοσοφίας που συνέθεσε και μετέφρασε, είναι νευτώνειος, όσον αφορά το ζήτημα του ηλιοκεντρισμού καταφάσκει τη συμβιβαστική κοσμολογική θεώρηση του Τυχώνειου συστήματος. Τόσο για λόγους που σχετίζονται με τις θεολογικές του παραδοχές, μην ξεχνάμε ότι ανήλθε στη θέση του αρχιεπισκόπου Σλαβονίου και Χερσώνος, όσο και για λόγους επιστημονικούς. Ας μην ξεχνάμε ότι και το Κοπερνίκειο σύστημα στον ευρωπαϊκό χώρο καθιερώθηκε μετά από 170 χρόνια από τη διατύπωσή του. Αν διαπίστωνε την επιστημονική ορθότητα του Κοπερνίκειου συστήματος, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να εναντιωθεί σε μια δεδομένη ερμηνεία χωρίων της Αγίας Γραφής. Ωστόσο η επιστημονική ηθική του του υπαγορεύει να παρουσιάσει με νηφαλιότητα την επιχειρηματολογία των οπαδών του Κοπέρνικου στον ελλαδικό χώρο.
* Η σχέση του με τους υπόλοιπους Έλληνες διαφωτιστές ποια ήταν; Αν λάβουμε υπόψη την αττικίζουσα γλώσσα του, τι μπορούμε να πούμε για τη σχέση του με τον Κοραή;
Ο Βούλγαρης παρέμεινε στον ελληνικό χώρο μία εικοσαετία (1742-1762), περίοδο κατά την οποία μορφοποιήθηκε ένα ανανεωτικό πλαίσιο φιλοσοφικής διδαχής, γόνιμης επικοινωνίας με τις νέες συμβολές στο πεδίο της γνωσιοθεωρίας, της ανθρωπολογίας και της φυσικής φιλοσοφίας και αποδοχής της “πειραματικής φιλοσοφίας”. Το έργο σημαντικών στοχαστών που διεδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική συζήτηση του 18ου αιώνα, όπως του Νικολάου Ζερζούλη, του Ιώσηπου Μοισιόδακα και του Αθανασίου Ψαλίδα, προϋποθέτει, ρητά ή ανεπίγνωστα, τη διδασκαλία του Βούλγαρη, ανεξάρτητα από την κριτική την οποία άσκησαν οι δύο τελευταίοι στη “αττικίζουσα” γλώσσα του. Είναι γνωστό βεβαίως ότι ο Κοραής υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της γλώσσας, όπως όμως επισημαίνει στο Memoire (1803) η Λογική του Ζακύνθιου στοχαστή υπήρξε κείμενο που “εξήγειρεν άμιλλαν” στην ψυχή του.
* Η θέση του απέναντι στην επανάσταση για την απελευθέρωση ποια ήταν;
Τη στάση του Βούλγαρη έναντι του “πολιτικού” προβλήματος του δούλου Γένους μπορούμε να την ιχνηλατήσουμε στις μεταφράσεις ορισμένων έργων που εκπόνησε, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και κείμενα του Βολταίρου σχετικά με την Αικατερίνη Β΄, καθώς και στο δοκίμιό του Στοχασμοί εις τους παρόντας κρισίμους καιρούς του κράτους του Οθωμανικού (1772), έργο στο οποίο αναδεικνύεται με ενάργεια η αναλυτική ικανότητα του Βούλγαρη αναφορικά με το ζήτημα των διεθνών σχέσεων. Μέχρι το τέλος της ζωής του ενεφορείτο από την προσδοκία της ρωσικής παρέμβασης για την απελευθέρωση του Γένους, δύο χρόνια όμως πριν τον θάνατό του αφιερώνει τη μετάφραση του έργου Αι καθ’ Όμηρον Αρχαιότητες και αι Κερκυραϊκαί Αρχαιολογίαι (1804) στην αρτισύστατη (1800) εν Επτανήσω “Πολιτοκρατία”, που συμπύκνωνε την ανανέωση της ελπίδας των Ελλήνων για την απελευθέρωση.
* Η Λογική είναι, εξ’ αιτίας της γλώσσας του Βούλγαρη, έργο δυσπρόσιτο στο ευρύ κοινό. Αντιμετωπίζετε το ενδεχόμενο απόδοσής του στην καθομιλουμένη;
Στην αναστατική έκδοση της Λογικής προτάσσονται εκτενή “Προλεγόμενα” με τίτλο “Ο Ευγένιος Βούλγαρις και ο φιλοσοφικός ορίζοντας της Λογικής”, με την επιδίωξη όχι μόνον να αποσαφηνίσουμε τις πηγές της σκέψης του, αλλά και να ανασυγκροτήσουμε τα καίρια σημεία της φιλοσοφικής ανάπτυξης που αποτυπώνεται σε αυτό το μνημειώδες έργο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί από τους μελετητές και τους ενδιαφερόμενους η προσπέλασή του. Στην ίδια στόχευση εγγράφονται η εξειδικευμένη βιβλιογραφία που παρατίθεται, καθώς και τα “Ευρετήρια” που επιτάσσονται. Θα ήταν χρήσιμο, ιδιαίτερα για το ευρύ κοινό, ένα Γλωσσάριο όρων όχι μόνον της Λογικής, αλλά και των άλλων κειμένων, διότι για τον σημερινό αναγνώστη η γλώσσα του Βούλγαρη, τόσο οι όροι όσο και η σύνταξη, δημιουργεί όντως δυσκολίες, θεωρώ όμως ότι δεν ενδείκνυται η απόδοση του κειμένου στην καθομιλουμένη. Ωστόσο θα ήταν χρήσιμη σε ένα ανθολόγιο κειμένων του Βούλγαρη η ύπαρξη, παράλληλα με το πρωτότυπο, και της νεοελληνικής απόδοσής του.
* Η Λογική, αλλά και η χειρόγραφη παράδοση της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, την οποία μελετάτε και σταδιακά εκδίδετε στο Εργαστήριο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, ανατρέπει την έως τώρα θεώρηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού; Αποκαλύπτει άλλες πτυχές ή ενδεχόμενες παρερμηνείες;
Είναι σαφές από την έως σήμερα έρευνα που επιχειρείται τόσο στο Εργαστήριο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας όσο και στον Τομέα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ότι η χειρόγραφη παράδοση των φιλοσοφικών κειμένων μάς αποκαλύπτει ένα πεδίο φιλοσοφικής ερωτηματοθεσίας, το οποίο μας επιτρέπει είτε να τροποποιήσουμε ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις είτε να αναθεωρήσουμε αυτάρεσκες σχηματοποιημένες εκδοχές, αναφορικά με την ιστορικότητα των προβληματισμών που αναπτύχθηκαν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και τα ρεύματα ιδεών με τα οποία διαλέχθηκε η νεοελληνική σκέψη.
* Σε πρόσφατη έκδοσή σας, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου, μιλάτε για αυξανόμενο ενδιαφέρον από το εξωτερικό για τη νεοελληνική φιλοσοφία. Πού το αποδίδετε;
Νομίζω ότι σχετίζεται με το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια η μελέτη της νεοελληνικής φιλοσοφίας έχει να παρουσιάσει έναν πλούσιο αμητό αρχειακών τεκμηρίων, που φανερώνουν έναν γόνιμο διάλογο με την ευρωπαϊκή σκέψη, και η έκδοση κειμένων, όχι μόνον από το Εργαστήριό μας, αλλά και από άλλα ερευνητικά κέντρα, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για περαιτέρω έρευνα.
* Σε μια περίοδο που τα ελληνικά Πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, πώς καταφέρνετε στα Γιάννενα να λειτουργείτε το Εργαστήριο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας;
Αναμφίβολα υπάρχουν πολλές δυσκολίες, αλλά η έρευνα δεν πρέπει να ανασταλεί. Με την προσωπική μας μετοχή και την ανιδιοτελή προσφορά μεταπτυχιακών φοιτητών, συνεχίζουμε το έργο του εμπλουτισμού και της ψηφιακής προβολής των τεκμηρίων που απόκεινται στο Εργαστήριο, εγχείρημα το οποίο έχει αναγνωρισθεί από την επιστημονική κοινότητα. Εκτός από τα δύο βραβεία Αριστείας για την ψηφιακή βάση δεδομένων και μεταδεδομένων και την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Εργαστηρίου, ο αριθμός των επισκεπτών υπερβαίνει σήμερα τις 260.000 και η επικοινωνία με ερευνητές της ημεδαπής και της αλλοδαπής συνιστά πρόσθετο επιστημονικό κίνητρο για να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας.
* Πού αποδίδετε την κακοδαιμονία του ελληνικού πανεπιστημίου;
Με το ερώτημά σας θέτετε ένα καίριο ζήτημα, που είναι δύσκολο να απαντηθεί ευσύνοπτα, θα μπορούσαμε όμως να μιλήσουμε σχηματικά για εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες. Σίγουρα η “κακοδαιμονία” δεν συναρτάται μονοσήμαντα με την επί δεκαετίες υποχρηματοδότηση της έρευνας, εγγενές στοιχείο της πολιτικής που ασκήθηκε από την κεντρική εξουσία, και την παρούσα δραστική περικοπή της χρηματοδότησης, αλλά και με φαινόμενα παθογένειας που αναπτύχθηκαν εντός των Πανεπιστημίων. Όταν το Πανεπιστήμιο εκλαμβάνεται ως χώρος προβολής ιδιοτελών στοχεύσεων (συχνά με την επένδυση μιας ψευδεπίγραφης ρητορικής περί του αντιθέτου) και επιβολής εξουσιαστικών σχέσεων και όχι ως δυναμικό πεδίο ανάδυσης της κριτικής σκέψης, ανάπτυξης της επιστήμης και κοινωνικής προσφοράς, η απόληξη δεν μπορεί παρά να είναι η παθογένεια. Θεωρώ όμως ότι στο ελληνικό Πανεπιστήμιο εξακολουθούν να υπάρχουν οι δυνατότητες να αναγνωρίσουμε το ποιοτικό διακύβευμα που συμπυκνώνουν οι όροι «ακαδημαϊκή κριτική», «ακαδημαϊκή έρευνα», «ακαδημαϊκή διδασκαλία» και «ακαδημαϊκό ήθος».