AΝΕΚΔΟTO ΜΑΡΤΥΡIO TOY ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
AΘANAΣIOY TOY ΛΗΜΝIOY († 1846)
Ὁ νεομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ὄψιμους νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ μαρτύριό του ἐπισυνέβη δυόμισυ δεκαετίες μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κατέστη γνωστὸς ἀπὸ μία σύντομη νεομαρτυρολογικὴ διήγηση ποὺ περιλαμβάνεται στὸν ἁγιορειτικὸ κώδικα ἁγ. Παντελεήμονος 608[1]. Πρόσφατα, ὡστόσο, ἐντοπίσαμε ἕνα μετρίας ἐκτάσεως Μαρτύριό του, στὸ ὁποῖο παρέχονται ἐπιπλέον στοιχεῖα τόσο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀθανασίου κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία, τὴν ἐξωμοσία του, τὴ μεταστροφή του στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴ γνωστοποίηση τοῦ μαρτυρίου του καὶ τὴ συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ νεομαρτυρολογικοῦ κειμένου. Τὸ Μαρτύριο αὐτὸ καταλαμβάνει τὶς σελίδες 169-173 τοῦ κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 716 (Λάμπρος 6223), τοῦ 19ου αἰώνα[2], καὶ κατακλείεται μὲ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Νεομάρτυρος, πιθανότατα σύνθεση κάποιου ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἁγιορεῖτες ὑμνογράφους αὐτῆς τῆς περιόδου.
Σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκδοτο Μαρτύριό του, ὁ Ἀθανάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λῆμνο. Ἔλαβε τὴ στοιχειώδη παιδεία τῆς ἐποχῆς του στὴ γενέτειρά του καὶ ἐν συνεχεία, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸν παραγωγικὸ χῶρο τοῦ ὁποίου ἀνῆκε ἡ Λῆμνος ἤδη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή[3], καὶ εἰσῆλθε στὴ Mεγίστη Λαύρα, τεθεὶς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου γέροντος. Kατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀδυνηρῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος περιόδου τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821[4], ὁ Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἁγιορεῖτες, αἰχμαλωτίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλα ἑβδομήντα «παιδία», ἀρχικὰ στὴ Θεσσαλονίκη[5] καὶ ἐν συνεχεία στὴν Aἴγυπτο, ὅπου καὶ ἐξισλαμίσθηκε. Ὁ συντάκτης τοῦ Μαρτυρίου προσθέτει ὅτι μόνο ἕνας λαϊκός, ποὺ ὀνομαζόταν Ζαφείρης, δὲν ὑπέκυψε στὶς πιέσεις νὰ ἐξωμόσει καὶ τελικὰ μαρτύρησε[6].
Στὴν Αἴγυπτο, πιθανότατα στὸ Κάϊρο, ποὺ μνημονεύεται στὸ ὅραμα τοῦ Μαρτυρίου ὡς «μέγα Κάερον»[7], ὁ Ἀθανάσιος ἔζησε ἀρχικὰ ὡς δοῦλος, ἐνῶ λίγο ἀργότερα νυμφεύθηκε μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἐπίσης ἐξωμόσει καὶ ἀπέκτησε ἀρκετὰ μεγάλη περιουσία. Ἡ τριττή, ὅμως, θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ παρέμβαση τοῦ Mεγάλου Ἀθανασίου, ἡ ὁποία συνοδεύτηκε καὶ ἀπὸ μία ὅραση[8], ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ χρησμολογικῆς γραμματείας τῆς Τουρκοκρατίας[9], τὸν ὁδήγησε τελικὰ σὲ μετάνοια καὶ στὴν ἀπόφαση, μὲ τὴν καταλυτικὴ παρέμβαση καὶ τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρώα πίστη του[10], νὰ ἐγκαταλείψει τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ πλούτη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου διέμεινε στὸ Kελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, «καλούμενον Σεράγιον πλησίον τῶν Kαρυῶν». Πρόκειται γιὰ τὴ σημερινὴ Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ὅπως μετονομάσθηκε μετὰ τὴν ἀγορά του καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ νεότερου ἐπιβλητικοῦ καθολικοῦ του ἀπὸ τοὺς Ρώσους τὸ 1849, τὸ Βατοπεδινὸ Κελλὶ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνασυστήσει ὁ ἐξόριστος πατριάρχης Σεραφεὶμ Β΄[11]. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον πνευματικό, ποὺ εἶναι πιθανὸ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἱερομόναχο Σάβα τὸν πνευματικό, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀγοραστὴς τοῦ ἐν λόγω Kελλίου[12], κατηχήθηκε, νήστευσε καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο χρίσμα, ἀνακτώντας πλέον τὴ χριστιανική του ἰδιότητα. Ὑποδηλώνεται, μάλιστα, ἐδῶ, μὲ τὴ φράση «τοῦ ἀνέγνωσε τὰς ἐξιλαστικὰς εὐχάς», τὸ καθιερωμένο καὶ ἀποδιδόμενο ἀπὸ τὶς πηγὲς στὸν πατριάρχη Μεθόδιο τυπικὸ τῆς ἐπανεισδοχῆς στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρνησιχρίστων[13], μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο τὸ ὁποῖο δὲν ἀπαιτοῦσε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους ἐνώπιον τῶν Τούρκων. Ἡ περίπτωση δηλαδὴ τοῦ Ἀθανασίου δὲν ἐντάσσεται στὴν εὐρύτατα διαδεδομένη κατὰ τοὺς προγενέστερους αἰῶνες ἐνθουσιαστικὴ παράδοση, ποὺ καλλιεργήθηκε ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες κατὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, τῆς προετοιμασίας πρώην ἀρνησιχρίστων γιὰ τὸ μαρτύριο[14], ἀλλὰ στὴν παράλληλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα τῆς ἴδιας περιόδου, ὅπως ὁ πατριάρχης Καλλίνικος Γ´ ἀπὸ τὴ Ζαγορά[15].
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀθανάσιος μετέβη ἀρχικὰ στὶς ἀπελευθερωμένες πλέον περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ τελικὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν τουρκοκρατούμενη ἀκόμη γενέτειρά του Λῆμνο, λαμβάνοντας θάρρος ἀπὸ κάποια συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε μεταξὺ τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καὶ διασφάλιζε τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ὀθωμανῶν ὑπηκόων, ἀναφορὰ ποὺ πιθανότατα ὑπονοεῖ τὴ σχετικὴ συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε μετὰ τὴ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου τὸ 1827 ἢ ἴσως μετὰ τὴν ἧττα καὶ συνθηκολόγηση τῶν Τούρκων στὴν Ἀδριανούπολη κατὰ τὸ Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1829[16]. Ἐκεῖ ὅμως οἱ Tοῦρκοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀναζητοῦσαν τρόπο γιὰ νὰ τὸν φονεύσουν[17]. Προφασιζόμενοι λοιπὸν κάποια ἐμπορικὴ συνεργασία, τὸν ἔπνιξαν, ρίχνοντάς τον ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴ θάλασσα τοῦ Ἑλλήσποντου.
Tὰ περιστατικὰ συγγραφῆς τοῦ Μαρτυρίου τοῦ νεομάρτυρος Ἀθανασίου καὶ ἡ διάσωση τῆς μνήμης του σὲ δύο κώδικες τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καθίστανται ἐν μέρει γνωστὰ ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή του, ὅπου σημειώνεται ὅτι συντάχθηκε «προτροπῇ καὶ εἰσηγήσει τοῦ πανοσιωτάτου Θωμᾶ ἱερομονάχου, διατελοῦντος ἐν τῇ Ἱερᾷ Mονῇ τοῦ ῾Ρωσσικοῦ». Πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸν ἱερομόναχο Θωμᾶ Γερμανό, ὁ ὁποῖος προσωνυμεῖται σὲ κάποια σημειώματα κωδίκων τῆς μονῆς ἁγίου Παντελεήμονος ὡς «ὁ ἀγράμματος»[18] καὶ ἐγκαταβίωνε, τουλάχιστον ὣς τὸ 1860, στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἡ ὁποία κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα διακρινόταν γιὰ τὴ συνοίκηση μοναχῶν ἑλληνικῆς καὶ σλαβικῆς καταγωγῆς, ἂν καὶ σὲ ἕνα κλίμα ἀνερχόμενου ἐθνικισμοῦ[19]. Φαίνεται πὼς ὁ συντάκτης τοῦ Μαρτυρίου ἢ ὁ ἱερομόναχος Θωμᾶς Γερμανὸς εἶχε γνωρίσει τὸ νεομάρτυρα Ἀθανάσιο κατὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ τὸν ἐπικαλεῖται ὡς πηγή του σὲ δύο σημεῖα[20].
Στὴ συγγραφὴ τοῦ Μαρτυρίου δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐμπλέκονται καὶ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διέμεναν στὴν ἐν λόγω Μονὴ κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ὅπως ὁ λόγιος ἱερομόναχος Προκόπιος Δενδρινὸς[21] καὶ ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ Συμιακός, συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας στὴν ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ “Ἄξιόν ἐστι” καὶ ἄλλων ὑμνογραφημάτων[22]. Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης ἂν στὴν ἴδια Μονὴ ἐγκαταβιοῦσε καὶ ὁ συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐν Τριπόλει, μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Λήμνιος[23], γεγονὸς ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε ἀφενὸς τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἕνα συμπατριώτη του νεομάρτυρα καὶ ἀφετέρου τὴ σύνθεση τοῦ ἀπολυτικίου τοῦ Ἀθανασίου ὡς κατακλείδα τοῦ Μαρτυρίου του.
[1] Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπ. Γλαβίνα, «Ὁ ἐκ Λήμνου νεομάρτυς Ἀθανάσιος», ΓΠ 62 (1979) 326-328. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀντλοῦν πληροφορίες οἱ π. Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, Ἀκολουθία πάντων τῶν ἐν τῇ νήσῳ Λήμνῳ Ἁγίων μετὰ Παρακλητικοῦ Κανόνος, Λῆμνος 2005, σ. 46-47· Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Λήμνου κατὰ τὸν τελευταῖο αἰώνα τῆς Τουρκοκρατίας (1800-1912), Ἀλεξανδρούπολη 2007, σ. 203· μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 625· Ν. M. Vaporis, Witnesses for Christ. Orthodox Christian Neomartyrs of the Ottoman Period 1437-1860, New York 2000, σ. 364-365. Ἐπανεκδόθηκε στὸ Συναξαριστὴς Nεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 753-754.
[2] Βλ. Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἑλληνικῶν Κωδίκων, Amsterdam 1966 (φωτ. ἀνατ.), τ. ΙΙ, σ. 419.