Καταδικασμένοι από το Πατριαρχείο και κυνηγημένοι από τους συνασκητές τους, όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην Ιερά Παράδοση της Ορθοδοξίας, έφυγαν από το Όρος και βρήκαν καταφύγιο στα νησιά του Αιγαίου.
ΟΙ ΨΕΥΔΑΔΕΛΦΟΙ «ΑΓΙΟΙ» ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ !
Μόλις οι διώκτες των Κολλυβάδων πήραν στα χέρια τους την διακήρυξη του Πατριαρχείου ότι “ουκ υπόκεινται κρίματι” έγιναν αχαλίνωτοι. Λησμόνησαν όχι μόνον το σχήμα του μοναχού που έφεραν αλλά και το χριστιανικό τους βάπτισμα, και ακολούθησαν την οδό του Κάϊν. Στην αρχή επιχείρησαν δυο φορές να δολοφονήσουν τον ασκητικό και ενάρετο Καππαδόκη μοναχό Σίλβεστρο. Την πρώτη φορά του έριξαν πέτρα καθώς περνούσε έξω από την Αγία ¶ννα. Την δεύτερη φορά, όταν μπήκε σε πλοίο για να φύγει από το Όρος, έπεισαν τον πλοίαρχο να τον σκοτώσει καθ’ οδόν. Όμως ο πλοίαρχος μετάνοιωσε και έτσι ο γέρο Σίλβεστρος γλίτωσε και έφθασε στο νησί της Πάρου. Για να γίνουν αποτελεσματικοί οι αββάδες της Αγίας ¶ννας και της Νέας Σκήτης, προσκάλεσαν τον αρχιληστή καπετάν – Μάρκο, του έδωσαν 700 αργυρά νομίσματα και τα ονόματα ένδεκα μοναχών Κολλυβάδων, που παρέμεναν ακόμη στα όρια των δύο Σκήτεων. “Οι μοναχοί αυτοί, του είπαν, είναι μάγοι και μασόνοι και κάνουν μεγάλο κακό στο Όρος. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσει ο τόπος παρά μόνον αν φονευθούν”. Τα παλικάρια του καπετάν – Μάρκου έφθασαν στο Κυριακό της Aγίας Aννης Σάββατο βράδυ, παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων του έτους 1773, ενώ είχε αρχίσει η αγρυπνία. Μπήκαν στο ναό και ζήτησαν οδηγό να τους δείξει τις καλύβες των μελλοθάνατων. Οι αββάδες υπέδειξαν κάποιον Τιμόθεον αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τον έπεισαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνει υπακοή. Όταν έφυγαν οι ληστές με τον Τιμόθεο αυτοί συνέχισαν τον Προοιμιακό. Ο Τιμόθεος έδειξε στους ληστές την πόρτα του Παϊσίου και έφυγε. Ο ιερομόναχος Παϊσιος κατοικούσε στην καλύβη του προφήτη Ηλιού, πάνω από το Κυριακό της Αγίας Aννης και ήταν καλλιγράφος. Οι αντικολλυβάδες τον μισούσαν πολύ, γιατί τους αποστόμωνε σε κάθε συζήτηση. Οι ληστές εισέβαλαν στην καλύβη του παπα – Παϊσίου, άρπαξαν ό,τι βρήκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, γιατί δεν πίστευαν ότι δεν είχε κρυμμένα χρήματα. Τέλος ζήτησαν φαγητό και, αφού έφαγαν, φόρτωσαν στον παπά – Παϊσιο και τον γέροντά του Θεοφάνη τα κλοπιμαία και τους ζήτησαν να τους οδηγήσουν στον παπα – Αγάπιο, που ήταν τρίτος στη λίστα. Οι Πατέρες όμως δε μαρτύρησαν τις καλύβες των άλλων, παρά τους δαρμούς και τις ύβρεις. Η θλιβερή συνοδεία, έφθασε στο Κυριακό την ώρα που έψαλλαν την εβδόμη ωδή. Οι εξαντλημένοι από τους δαρμούς και τα βάρη πατέρες ακούμπησαν πίσω από το άγιο βήμα, και οι ληστές μπήκαν στην εκκλησία και φώναξαν έξω τους συνασκητές των μελλοθανάτων, για να τους δείξουν “το καλό κυνήγι”. Αυτοί έβγαιναν λίγοι – λίγοι και, όπως γράφει ο Αθανάσιος Πάριος “στοχαζόμενοι συνομίλουν. «Και ην να εκπλαγή τινας διά την τόσην απανθρωπίαν εκείνων των ασκητών… Καθ’ ότι ενώ έβλεπον τους αδελφούς αυτών εις τοσαύτην αθλίαν κατάστασιν, ουδείς ευρέθη ίνα είπη, τι τούτο εις αυτούς;… ουδείς ηκούσθη ίνα εκβάλη λόγον συμπαθείας εκ του στόματος.. τινάς δεν δείχνει έλεος εις εκείνους όπου κάθηνται δεδεμένοι οπίσω εις το βήμα, εκδεχόμενοι τον θάνατον». Αφού οι ληστές λεηλάτησαν και το κελλί του παπα – Γαβριήλ χωρίς να βρούν τον ίδιο, φόρτωσαν τα νέα κλοπιμαία σε κάτι λαϊκούς κτίστες που βρέθηκαν εκεί, και πήγαν στη Νέα Σκήτη την ώρα που οι εκεί πατέρες, έβγαιναν από τη λειτουργία. Ούτε αυτοί δεν έδειξαν την ελάχιστη χριστιανική συμπάθεια προς τους δύο καταδίκους, μόνον παρατηρούσαν το μαρτύριο από μακριά. Οι ληστές κατέβασαν τον παπα – Παϊσιο και τον γέροντα Θεοφάνη στο γιαλό, όπου είχαν το πλοίο τους, έδεσαν πέτρες στο λαιμό τους, ανοίχθηκαν λίγο και, λέγοντάς τους: “Σκυλιά, γιατί δεν θέλετε να κάνετε κόλλυβα τις Κυριακές, όπως λέγουν οι Πατριάρχες και οι πνευματικοί του Όρους;” τους έριξαν από το πλοίο στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια όλου του πλήθους των μοναχών της Νέας Σκήτης, προσθέτοντας στους Αγίους Πάντες, που γιόρταζαν εκείνη την ημέρα, άλλους δύο οσιομάρτυρες.
Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1776 ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Το ισχυρότερο πλήγμα κατά των Κολλυβάδων το έδωσε το Πατριαρχείο Κων/λεως το έτος 1776, πατριαρχεύοντος του Κων/λεως Σωφρονίου Β΄. Μεγάλη κληρικολαϊκή Σύνοδος, αποτελούμενη απ’ όλους τους ενδημούντας στην Πόλη αρχιερείς και από πολλούς άρχοντες, καταδίκασε και αφόρισε όλους τους Κολλυβάδες και όλους όσους μαζί μ’ εκείνους και μετά από εκείνους φρονούν ότι μνημόσυνα νεκρών δεν επιτρέπει η Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού να γίνονται ημέρα Κυριακή. Διακήρυξε η Σύνοδος αυτή ότι ανέκαθεν η ιερά της Εκκλησίας τάξη και κανονική διατύπωση ήταν να γίνονται τα μνημόσυνα και Σάββατο και Κυριακή και οποιαδήποτε άλλη μέρα της εβδομάδος αδιακρίτως και ότι αυτό είναι Αποστολική Παράδοσις, και όσοι δεν την δέχονται και δεν τελούν Κυριακή μνημόσυνα είναι αντάρτες, καινοτόμοι και κακόδοξοι. Ως αντιπροσώπους όλων των Κολλυβάδων, προταίτιους και αρχηγούς η Σύνοδος καθήρεσε και αφόρισε τέσσαρες ιερομονάχους αναφέροντάς τους ονομαστικά. Το “θέσπισμα” αυτό της Συνόδου του 1776 το οποίο έκτοτε ακυρώθηκε, γράφει κατά λέξη, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Σωφρόνιος ελέω Θεού… επειδή ταραχή και σύγχυσις κατέλαβε την Εκκλησίαν… δια τινων δοκησισόφων και δοκοφρόνων.. ασέβειαν και ανταρσίαν νοσούντων… της ούν καινοτομίας ταύτης και κακοδοξίας καταδήλου γενομένης… διορίζοντες δια τούτο και αποφαινόμενοι κατά την ανέκαθεν ιεράν της Εκκλησίας τάξιν και κανονικήν διατύπωσιν απαρατηρήτως τελείσθαι και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα κατά την Παράδοσιν των Αποστολικών Διατάξεων… Όσοι μεν ουν συνωδά τη Εκκλησία και τω παρόντι Συνοδικώ θεσπίσματι και φρονούσι και πράττουσι, τελούντες απαρατηρήτως και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα, οι τοιούτοι είησαν συγκεχωρημένοι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος”. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι «όσοι μέχρι σήμερα, δεν φρονούσι και πράττουσι συνωδά τω παρόντι θεσπίσματι είησαν ως και οι πρωταίτιοι και αρχηγοί και συνίστορες της τοιαύτης δόξης… καθηρημένοι.. και γεγυμνωμένοι πάσης Θείας Χάριτος και ιεροπραξίας… και πάντη ανίεροι εν βάρει αργίας και αλύτου αφορισμού… Εξ αποφάσεως… 9ης Ιουνίου 1776» (Το πλήρες κείμενο βλέπε Ph. Meyer: “Die Haupturkunden fur die geschichte der Athos Kloster”, Leipjig 1894 σ. 236-241 όπου και τα προαναφερθέντα κείμενα).
ΚΥΝΗΓΗΜΈΝΟΙ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΣΚΗΤΈΣ ΤΟΥΣ ΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ ΈΦΥΓΑΝ ΑΠΌ ΤΟ ΌΡΟΣ ΚΑΙ ΒΡΉΚΑΝ ΚΑΤΑΦΎΓΙΟ ΣΤΑ ΝΗΣΙA ΤΟΥ ΑΙΓΑΊΟΥ Εκεί, αγκαλιασμένοι από ένα λαό που διψούσε για αλήθεια και παράδειγμα, οι Κολλυβάδες έσπειραν τον λόγο του Χριστού, και η σπορά εκαρποφόρησε “εις εκατόν”. Αυτή η καρποφορία ονομάσθηκε από την Ιστορία: “η πνευματική αναγέννηση του 18ου αιώνος”. Σ’ αυτήν οφείλουμε την “Φιλοκαλία”, τον “Ευεργετινό”, τα “Ευρισκόμενα του Συμεών του Νέου Θεολόγου”, τα δύο βιβλία “περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως”, τον “Αντίπαπα”, το “Πηδάλιο”, τον “Συναξαριστή”, το “Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον”, και πλήθος άλλα. Οι Κολλυβάδες ίδρυσαν στα νησιά ονομαστά μοναστήρια, πηγές αγιασμού, που πότιζαν τον λαό του Θεού θεία νάματα έναν ολόκληρο αιώνα, στην Πάτμο, στην Ικαρία, στην Πάρο, στη Σκιάθο, στη Χίο. Οι “αφορισμένοι” Κολλυβάδες αποδείχθηκαν άγιοι και πολλών από αυτούς τα οστά ευωδίασαν και θαυματούργησαν: ο Νήφων ο κοινοβιάρχης της Σκιάθου, ο Παρθένιος ο ζωγράφος ο Σκούρτος, ο Μακάριος Κορίνθου ο Νοταράς, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Αρσένιος ο Νέος ο εν Πάρω ο θαυματουργός. Στους Κολλυβάδες χρωστούμε πνευματικά αναστήματα σαν τον Νεομάρτυρα Πολύδωρο, τον Όσιο Παρθένιο της Χίου, τον Γέροντα Διονύσιο ιδρυτή της Ι. Μονής Παναγίας της Κονιστρίας της Σκιάθου και συνεργάτη του αναγεννητού της Πελοποννήσου Παπουλάκου, τον Μωραϊτίδη και τον Παπαδιαμάντη. Μ’ ένα λόγο σ’ αυτούς χρωστούμε το ότι υπάρχει ακόμη Ορθοδοξία στην Ελλάδα παρά την θύελλα του Φαρμακίδη και των Βαυαρών. Αλλά όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Ρουμανία δέχθηκε γρήγορα την επίδραση Κολλυβάδων που εξωρίσθηκαν σ’ αυτήν. Η Ρωσία, τσακισμένη από το νεοειδωλολατρικό, δυτικόπληκτο και αντιμοναστικό πνεύμα του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης της Β΄, κείτονταν, παρά το πολιτικό μεγαλείο και την δύναμη της, σε πνευματικά ερείπια. Από αυτά την σήκωσε ο Μολδαβός στάρετς Όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκι φέρνοντάς της, από το Aγιον Όρος, τον κολλυβαδικό ησυχασμό και την “Φιλοκαλία”. Οι Αρχιερείς καταδίκασαν και αφόρισαν αυτούς που αγάπησαν την αλήθεια και αγωνίστηκαν γι’ αυτήν. Ο Θεός όμως τους ευλόγησε και τους δόξασε στον αιώνα.