ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ |
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε περί τά ἔτη 925-930 στήν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου. Οἱ ἐξαιρετικές του ἐπιδόσεις τοῦ Ἀβραμίου –ὅπως λεγόταν κατά κόσμον ὁ Ἀθανάσιος- στά γράμματα, κίνησαν τό ἐνδιαφέρον τοῦ βυζαντινοῦ στρατηγοῦ τοῦ Αἰγαίου Ζεφινεζέρ, ὁ ὁποῖος τόν πῆρε μαζί του στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ἀργότερα –σέ μία καθοριστική γιά τό μέλλον του συνάντηση- γνώρισε τόν συγγενή τοῦ ἀνωτέρω στρατηγοῦ, ὅσιο Μιχαήλ τόν Μαλεΐνο (+ 12 Ἰουλίου 961), ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου, στό ὄρος τοῦ Κυμινᾶ, ὁ Ἀβράμιος τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του νά ἀσπασθεῖ τόν μοναχικό βίο. Στή συνάντηση αὐτή παραβρέθηκε καί ὁ ἀνηψιός τοῦ ἁγίου Μιχαήλ Νικηφόρος Φωκᾶς, στρατηγός τότε τοῦ θέματος τῶν Ἀνατολικῶν, ὁ ὁποῖος ἐντυπωσιάστηκε πολύ ἀπό τόν Ἀβράμιο.
Δέν πέρασε καιρός καί ὁ Ἀβράμιος ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός ὑπό τό ὄνομα Ἀθανάσιος στή μονή πού εἶχε ἱδρύσει τό 922 ὁ ὅσιος Μιχαήλ ὁ Μαλεΐνος στόν Κυμινᾶ, στήν περιοχή Ξηρολίμνη, δίπλα ἀπό τόν ποταμό Γάλλο, στά ὅρια Βιθυνίας-Παφλαγονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στό κοινόβιο αὐτό ἀσκήθηκε γιά τέσσερα χρόνια, ἐνῶ ἔζησε ὡς ἀναχωρητής τοὐλάχιστον τρία χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Κυκλήση, πού ἀπεῖχε ἕνα μίλι ἀπό τό κοινόβιο τοῦ Κυμινᾶ.
Κατά τήν παραμονή τοῦ Ἀθανασίου στόν Κυμινᾶ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, σέ ἐπίσκεψή του στή μονή, ἐκμυστηρεύθηκε στόν Ἀθανάσιο τήν πρόθεσή του νά καρεῖ μοναχός καί νά καταστεῖ ὑποτακτικός του, μόλις οἱ συνθῆκες θά τό ἐπέτρεπαν.
Ἀργότερα, γιά νά ἀποφύγῃ τόσο τήν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας τῆς μονῆς ὅσο καί τούς ἐπαίνους τῶν συμμοναστῶν του, ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω, μόνο μέ τά ἐνδύματα πού ἔφερε ἀφ’ ἑαυτοῦ, δύο χειρόγραφα βιβλία τά ὁποῖα ὁ ἴδιος καλλιγράφησε (Εὐαγγέλιο καί Πράξεις τῶν Ἀποστόλων) καί τό κουκούλιον τοῦ Γέροντά του-σύμβολο πνευματικοῦ συνδέσμου μέ τόν Κυμινᾶ, μέ τό ὁποῖο καί θά ταφεῖ. Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι τόν Ἀθανάσιο μεταφύτευσε στόν Ἄθω ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μεταδώσει ἀκέραια στό νέο αὐτό μοναστικό κέντρο, τήν σκυτάλη τῆς πολύτιμης πνευματικῆς πείρας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς ἐπερχόμενης λαίλαπας τῶν ἀσιατικῶν ὀρδῶν.
Ὁ Ἀθανάσιος θά κρατήσει μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τόν πνευματικό του σύνδεσμο μέ τήν Μικρά Ἀσία καί τόν Κυμινᾶ. Ἀργότερα, ἕνας ἀπό τούς συνασκητές του στόν Κυμινᾶ, θά τόν διαδεχθεῖ στήν ἡγουμενία τῆς Λαύρας ἐνῶ ὁ μοναχός Μεθόδιος, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ἀπό τήν Κρήτη γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν οἰκοδομήσεως τῆς Λαύρας, εἶναι ὁ μέλλων ἡγούμενος τοῦ Κυμινᾶ. Θά πρέπει ἐδῶ νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι γιά τήν περαιτέρω δράση τοῦ Ἀθανασίου στόν Ἄθω, ἡ μύηση καί μετοχή του στό μοναστικό βίο τῶν ἐν Βιθυνίᾳ μοναζόντων καί ἡ ἐμπειρία του σέ ἕνα μοναστικό ἵδρυμα ὅπως ὁ Κυμινᾶς πού συνδύαζε τήν κοινοβιακή ζωή μέ τόν ἀναχωρητισμό, θά πρέπει νά ἔπαιξε σημαντικό ρόλο.
Σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ὁ Ὅσιος μόλις φθάνει στόν Ἄθω (περί τά ἔτη 957-958), περιηγεῖται τό Ὄρος καί ἐπισκέπτεται τούς ἐκεῖ ἀσκητές «οὐ πολλούς ὄντας τότε» καί θαυμάζει «τούτων τήν τραχυτάτην ἀγωγήν» καί «τόν ἐρημικόν καί ἀπράγμονα βίον». Τέλος, κατέφυγε στό βόρειο τμῆμα τῆς ἱερᾶς χερσονήσου, στό Ζυγό, ὅπου καί ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν ἁπλούστατο γέροντα, ὑποδυόμενος τόν ἀγράμματο ναυαγήσαντα ναυτικό.
Στό μεταξύ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε προαχθεῖ σέ Δομέστικο τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς (δηλαδή Στρατηγό), ἀναζητοῦσε ἐπίμονα παντοῦ νά βρεῖ τόν φίλο του Ἀθανάσιο. Τόν Ἀθανάσιο ἀνακάλυψε τελικά ὁ ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου, Λέων Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος ἔφθασε λίγο πρίν τό 961 στόν Ἄθω γιά προσκυνηματικούς λόγους, ἔπειτα ἀπό μίαν νικηφόρα ἐκστρατεία ἐνάντια στούς Σκύθες. Οἱ λοιποί ἀθωνῖτες μοναχοί, διαπιστώνοντας τίς ὑψηλές γνωριμίες τοῦ Ἀθανασίου, τόν παρεκάλεσαν νά μεσολαβήσει ὥστε νά ἀνακαινιστεῖ καί νά διευρυνθεῖ ὁ ναός τοῦ Πρωτάτου.
Τό αἴτημα τοῦ Ἀθανασίου ἔγινε ἀμέσως δεκτό ἀπό τόν Λέοντα, καί προκειμένου νά ἀποφύγει τήν φήμη καί τόν ἔπαινο, ὁ Ἀθανάσιος ἀποσύρθηκε στήν ἐρημική περιοχή τῶν Μελανῶν, στό νοτιοανατολικό ἄκρο τῆς χερσονήσου.
Ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 960 ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθηνε τήν ἐκστρατεία τῶν βυζαντινῶν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Ἄραβες. Ὁ Νικηφόρος, πρίν ἀπό τήν ἅλωση τοῦ Χάνδακος, ἔστειλε παντοῦ ἀγγελιοφόρους σέ ὅλα τά μοναστικά κέντρα, ζητῶντας τήν πνευματική συμπαράσταση ὁσίων μοναχῶν πού θά μποροῦσαν νά στηρίξουν τό στράτευμα στό ἀπελευθερωτικό του ἔργο, μέ τίς προσευχές τους. Ἰδιαίτερη ὅμως στάθηκε ἡ ἐπιθυμία τοῦ στρατηγοῦ ὅπως ἔχει σύμμαχό του τήν φυσική παρουσία τοῦ φίλου του Ἀθανασίου.
Οἱ ἀθωνῖτες ἀσκητές κατάφεραν νά πείσουν τόν ὅσιο Ἀθανάσιο νά ὑπερβεῖ τούς δισταγμούς πού προέβαλλε γιά νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῶν Μελανῶν. Τότε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, λαμβάνοντας ὡς συνοδεία του ἕνα γέροντα μοναχό «ἐπί τήν Κρήτην ἐξέπλευσεν. Ὁ γοῦν εὐσεβέστατος Νικηφόρος, καταλαβόντων αὐτῶν, ἰδών τόν Ἀθανάσιον, ἠσπάσατο μέν καί ὡς πατέρα ἐτίμησεν αὐτοῦ πνευματικόν».
Ὁ Νικηφόρος, θεώρησε ἰδιαίτερη εὐλογία τό γεγονός, ὅτι μέ τήν ἄφιξη τοῦ Ἀθανασίου στήν Κρήτη, κυρίευσε τόν Χάνδακα, μετά τόν δεινό χειμῶνα τοῦ ἔτους 961/962.
Ταυτόχρονα, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, μέ τήν βοήθεια τοῦ Νικηφόρου, φρόντισε γιά τήν ἀνεύρεση, ἀπελευθέρωση καί τήν ἐπαναφορά στόν Ἄθω τῶν αἰχμαλώτων μοναχῶν.
Μεγίστη Λαύρα: Φιάλη Αγιασμού |
Τότε ὁ Νικηφόρος, ἐπανεβεβαίωσε στόν Ὅσιο τήν ἐπιθυμίαν του νά γίνει μοναχός καί τόν προέτρεψε νά κτίσει στόν Ἄθω μεγάλη μονή, στήν ὁποία ἀργότερα θά ἀποσυρόταν καί ὁ ἴδιος. Καί συγχρόνως μέ τήν πρότασή του αὐτή, ὁ Νικηφόρος προσέφερε στόν ὅσιο Ἀθανάσιο καί τά χρήματα γιά τά ἔξοδα τῆς οἰκοδομήσεως τῆς Λαύρας.
Ἀρχικά, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀρνήθηκε τήν προσφορά τοῦ Νικηφόρου, καί «ἐπί τόν Ἄθω ἀνέκαμψεν», τήν ἄνοιξη τοῦ 961. Κατόπιν ὅμως ἐπείσθη -ἀφοῦ δέχθηκε καί τίς πειστικές παραινέσεις τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Νικηφόρου, μοναχοῦ Μεθοδίου- θεωρῶντας ὡς θεῖο θέλημα τήν ἀνέγερση τῆς Λαύρας καί ἀποφάσισε νά ἀναλάβει τήν φροντίδα τῆς οἰκοδομῆς. Ἄν καί ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοποθετεῖ τήν ἔναρξη τῶν πρώτων ἐργασιῶν τῆς μονῆς τό 961, συνδέοντας τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου Μιχαήλ Μαλεΐνου μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας μονῆς καί τήν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας της ἀπό τόν Ἀθανάσιο, τόν ὁποῖο θεωρεῖ πνευματικό διάδοχο τοῦ πρώτου, ἐν τούτοις, αὐτή πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στό φθινόπωρο τοῦ 962. Στήν ἀρχή, καί μέ τήν γενναία οἰκονομική συνδρομή τοῦ Φωκᾶ, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἔκτισε πολύ γρήγορα ἕνα παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στόν Τίμιο Πρόδρομο μέ δύο κελλιά, τά ὁποῖα σώζονται μέχρι σήμερα.
Τό ἔτος 963, τό ὁποῖο θεωρεῖται καί ὡς ἔτος ἱδρύσεως τῆς μονῆς, μιά πού ἔχουν γίνει ἤδη τά πρῶτα κτίσματα καί τά θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ καί ὑπάρχει ἤδη ἡ ὀργανωμένη κοινότητα, συνέβη ἕνα γεγονός τό ὁποῖο ἔμελλε νά λυπήσει σφόδρα τόν ὅσιο Ἀθανάσιο. Πρόκειται περί τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ Βυζαντίου (ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας στήν Καισάρεια στίς 3 Ἰουλίου καί στέφθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 16 Αὐγούστου τοῦ 963)· γεγονός τό ὁποῖο ὁ Ὅσιος θεώρησε ὡς προδοσία, ἐφόσον χάρη τοῦ Νικηφόρου «τῇ οἰκοδομῇ τῆς μονῆς ἐπεχείρησεν, ὡς ἐκείνου ὑποσχομένου αὐτῷ τοῖς κοσμικοῖς ἀποτάξασθαι πράγμασι καί μετ’ αὐτοῦ ἡσυχάζειν».
Κατόπιν αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ὁ Ὅσιος δέν μποροῦσε νά παραμείνει στή Λαύρα καί ἀναχώρησε κι ἀπ’ αὐτό τό Ὄρος. «Ἐμβάς οὖν εἰς ἔν τῶν ὑπ’ αὐτόν πλοίων καί τά ἐν μέσῳ παραμείψας πελάγη διαπεραιοῦται τήν Ἄβυδον». Πρόκειται –νά σημειώσουμε ἐδῶ- γιά τό πρῶτο μεγάλο ταξίδι ἁγιορειτικοῦ πλοίου πού γνωρίζουμε. Φθάνοντας στήν Ἄβυδο, στό στενώτατο μέρος τῆς μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου, ἔστειλε πίσω στόν Ἄθω τό πλοῖο τῆς Λαύρας καί στήν Βασιλεύουσα ἕναν μοναχό πού μετέφερε τήν ἐπιστολή παραιτήσεώς του στόν Φωκᾶ. Τέλος, κατέληξε μαζί μέ δύο μαθητές του στήν Μονή τῶν Ἱερέων, στήν Κύπρον, ὅπου ἀφοῦ ὑποκρίθηκαν τούς προσκυνητές, ζήτησαν νά ἐγκαταβιώσουν ἐκεῖ.
Ὅταν τόν ἐντόπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Ὅσιος καί ἕνας μαθητής του ἀναχώρησαν μέ πλοῖο καί ἔφθασαν στήν Ἀττάλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εἶδε σέ ὅραμα τήν παρακμή στήν ὁποία εἶχε περιπέσει ἡ Λαύρα του ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς του καί ἔλαβε τήν διαβεβαίωση ὅτι μέ ἐκεῖνον πάλι ἐπικεφαλῆς, τό μέλλον τῆς μονῆς θά ἦταν λαμπρό. Μετά ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος ἀποφάσισε τήν ἐπιστροφή του στόν Ἄθω. Καθ’ ὁδόν ἐπισκέφθηκε τούς πατέρες τῆς μονῆς Διουγγίου πού βρισκόταν στή Λάμπη τῆς Φρυγίας, θεραπεύοντας τόν ἀδελφό τοῦ ἡγουμένου μέ μόνη τήν προσέγγιση τῆς χειρός του. Τέλος, στίς ἀρχές τοῦ 964 ἐπέστρεψε στή Λαύρα, ὅπου ἔγινε δεκτός μέ ἐνθουσιασμό, καί ἡ μονή ἤρχισε νά ἀναβιώνει.
Τέλος, ἔκρινε σκόπιμο νά ταξιδεύσει στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συναντηθεῖ μέ τόν νέο αὐτοκράτορα καί ἀθετήσαντα τίς ὑποσχέσεις του πνευματικό του τέκνο, τήν Ἄνοιξη τοῦ 964. Ὁλοκληρώνοντας τήν πολύ συγκινητική αὐτή ἐπίσκεψη, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω, συναποκομίζοντας τρία χρυσόβουλλα διά τῶν ὁποίων ρυθμίζονταν διοικητικά ζητήματα καί παραχωρούνταν στή βασιλική πλέον μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας σημαντικές δωρεές. (…)
(…) Ἡ φωτισμένη προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου σημάδευσε ὄχι μόνο τήν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἱστορία ὅλης τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τό δέ ἐπιτελεσθέν βαρυσήμαντο ἔργο του εἶναι καθολικό σέ ἀξία καί ἁμιλλᾶται τήν αἰωνιότητα.