Παταπιίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης
Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές μορφές μέ μεγάλη ἀπήχηση καί ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
Ὁ ὅσιος Μάξιμος γεννήθηκε περί τό 1270-75 στή Λάμψακο τῆς ἀσιατικῆς πλευρᾶς τοῦ Ἑλλησπόντου καί στό ἅγιο βάπτισμα τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Μανουήλ. Γιά σπουδές δέ γίνεται ἰδιαίτερος λόγος στό Βίο τοῦ Ὁσίου. Αὐτό ὅμως πού ἀπό πολύ νωρίς ἐκδηλώθηκε καί πού ἐπανερχόταν συνεχῶς στή ζωή του, ἦταν ἡ μεγάλη του εὐλάβεια καί μιά διάπυρη προσήλωση στό πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἔμελλε νά ἔχει συμπαραστάτη στούς μετέπειτα ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Προάγγελος τῶν τελευταίων ἦταν τό γεγονός ὅτι τόση ἦταν ἡ εὐσπλαγχνία πού ἔδειχνε πρός τούς φτωχούς, πού ὄχι μόνο μοίραζε κρυφά τό ψωμί του σ’ αὐτούς μά καί κι αὐτά τά ἴδια του τά ροῦχα, μέ συνέπεια νά μένει ἀρκετές φορές ἐκτεθειμένος στό χειμερινό ψῦχος. Κάτι ἄλλο πού ἐξίσου θά τόν χαρακτήριζε στά χρόνια πού ἀκολούθησαν καί πού φάνηκε κι αὐτό ἀπό τά παιδικά του χρόνια, ἦταν ἡ προσποιητή διά Χριστόν σαλότητα.
Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, ἀποφεύγοντας τό γάμο πού ἑτοίμαζαν γι’ αὐτόν οἱ γονεῖς του καί ποθῶντας τό βίο τῆς ἄσκησης, ἀναχώρησε ἀπό τό πατρικό του σπίτι γιά τό Ὄρος Γάνος τῆς Θράκης, ὅπου καί ἔγινε μοναχός ἀπό τό Γέροντα Μᾶρκο. Mετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ Μάξιμος ἀναχώρησε γιά ἕνα ἄλλο σπουδαῖο μοναστικό κέντρο πού βρισκόταν στά ὅρια Θράκης καί Μακεδονίας, τό Παπίκιον Ὄρος. Μέ τήν μετακίνησή του αὐτή ὁ ὅσιος Μάξιμος ἐγκαινίασε μία ὁλόκληρη σειρά ἀνάλογων μετακινήσεων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑπόμενη περίοδο. Στό Παπίκιο ὁ ὅσιος Μάξιμος συνάντησε μοναχούς πού ζοῦσαν ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς ἐκεῖ μονῆς «εὗρεν ἄνδρας ἐξ ὁλοκλήρου Θεῷ καθιερωμένους, ἀοίκους, ἀστέγους, ἀτρόφους, ἀΰλους», πού τά κουρέλια ἦταν τό μόνο τους ἔνδυμα, μή ἔχοντας τήν παραμικρή περιουσία. Αὐτοί οἱ ἀναχωρητές πρέπει ὁπωσδήποτε νά στάθηκαν ὁδοδεῖκτες στό δρόμο πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ τό μεγαλύτερο μέρος τῆς μοναχικῆς ζωῆς του -ἄν ἐξαιρέσουμε τήν περίοδο πού αὐτός διέμενε στή Μεγίστη Λαύρα– τό περνοῦσε ἔξω ἀπό τά μοναστηριακά τείχη, περιπλανώμενος στήν ἀθωνική ἔρημο.
Ἀπό τό Παπίκιο ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε πρός τήν Κωνσταντινούπολη γιά προσκύνημα καί ‘‘γιά νά μή μείνει ἄγευστος ἀπό τά καλά πού ὑπῆρχαν σ’ αὐτήν καί ἀρθροίζοντας ἔτσι ἀπ’ ὅλα αὐτά πού τοῦ ἦταν χρησιμότερα’’. Στή Βασιλεύουσα ἐπέλεξε σάν τόπο κατοικίας του μία σκηνή πού ἔστησε τό πιθανότερο δίπλα στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στήν ὁμώνυμη μονή. Ἦταν ἡ ἐποχή πού βασίλευε ὁ Ἀνδρόνικος Β΄ ὁ Παλαιολόγος (1282-1328) ὁ ὁποῖος γνώρισε τόν Ὅσιο καί ἀπό τότε τόν καλοῦσε συχνά στό παλάτι. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος φαινόταν σέ ὅλους θαυμαστός καί ἐντυπωσίαζε μέ τή σοφία του καί τήν ἄρτια γνώση τῶν Γραφῶν, ἄν καί ἦταν «ἄμοιρος παιδείας ἑλληνικῆς», κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Λογοθέτης, τό πιθανότερο ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, τόν εἰρωνευόταν.
Στήν Πόλη ὁ Ὅσιος δέν παρέλειψε νά συναναστρέφεται τόν τότε Πατριάρχη ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311) τόν ὁποῖο καί ὀνόμαζε ‘‘νέο Χρυσόστομο’’. Ἁγιορείτης ὁ ἴδιος καθώς ἦταν καί φιλομόναχος, πρότεινε ἐπανειλημμένα στό Ὅσιο νά ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού ἐκεῖνος εἶχε ἱδρύσει στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ὅσιος ὅμως προτίμησε νά ‘‘ταλαιπωρεῖται διά Χριστόν’’ καί νά ζεῖ ὡς διά Χριστόν σαλός, ἀγρυπνῶντας σέ μιά στοά τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ζοῦσε ὁ ὅσιος Μάξιμος τήν περίοδο πρίν ἀναχωρήσει γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὥστε νά μή γνωρίσει ὁ κόσμος τίς κατά Θεόν ἀρετές του καί «διὰ νὰ μὴν ἀποτινάξῃ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνεμος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας».
Ἀπό τή Βασιλεύουσα ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ταξίδευσε μέσω Θεσσαλονίκης ὅπου προσκύνησε τόν ἅγιο Δημήτριο καί τήν ὁσία Θεοδώρα, ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος, πού ἔμελλε νά εἶναι τό ἐνδιαίτημά του γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Ἀρχικά, ὁ Ὅσιος κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα, ὅπου διακόνησε καί ὡς ψάλτης μιά πού κατεῖχε τή ψαλτική τέχνη, καταφέρνοντας νά ψάλλει μέν μέ τό στόμα του, μέ τήν καρδιά του δέ νά προσεύχεται νοερῶς.
Ἀφοῦ πέρασε ἕνα ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα στή Λαύρα, ὁ Ὅσιος ἀναχώρησε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη ‘‘ἔρημο’’, πού ἐκτείνεται στούς νότιους πρόποδες τοῦ Ἄθω. Ἐρέθισμα γιά τήν μετακίνησή του αὐτή στάθηκε ἕνα ὄνειρο πού εἶδε τρεῖς φορές, μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἡ Θεομήτωρ βρεφοκρατοῦσα τοῦ εἶπε: «Δεῦρο, πιστότατε Μάξιμε, ἀκολούθει μοι». Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος βεβαιώθηκε ὅτι δέν πρόκειται γιά ἀπάτη τοῦ διαβόλου παρά γιά θεϊκή ὁπτασία, ὁ Ὅσιος ξεκίνησε γιά τήν κορυφή τοῦ Ἄθω. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος παρέμεινε μόνος γιά τρία ἡμερόνυκτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα, γιά μία ἀκόμα φορά, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Δέξαι κατὰ δαιμόνων ἰσχύν, ὁ σεπτὸς ἀθλοφόρος καὶ κατοίκει ἀτρόμως ἐπὶ τὰ τοῦ Ἄθωνος πρόσποδα. Τοῦτο γάρ σοι ὁ ἐξ ἐμοῦ τεχθεὶς ἀσπόρως χαρίζεται, ἵνα ὁδηγήσῃς πολλοὺς πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν αὐτοῦ θείων προστάξεων».
Ἔτσι ὁ ὅσιος Μάξιμος, ὑπακούοντας τή Θεοτόκο, ἄρχισε νά περιπλανᾶται σ’ ὅλη τή δύσβατη αὐτή περιοχή, στήν ὁποία οἱ συνθῆκες τό χειμῶνα εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολες. Τό πιό πιθανόν, στίς περιπλανήσεις του, νά ἔμεινε γιά ἕνα διάστημα κοντά στή θάλλασα, στή σημερινή τοποθεσία τῶν Καυσοκαλυβίων, παρ’ ὅλο πού κανείς ἀπό τούς τέσσερις βιογράφους του δέν τόν συσχετίζουν μ’ αὐτήν τήν περιοχή. Στό Βίο ὅμως τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Νέου τοῦ Καυσοκαλυβίτου (1630-1730) ἱδρυτῆ τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, πού γράφηκε στά μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἀπό τόν ἱερομόναχο Ἰωνᾶ τόν Καυσοκαλυβίτη († 1765) ἀναφέρεται (ἀπηχῶντας προφανῶς ἰσχυρή καί ζῶσα τότε σχετική προφορική παράδοση) ὅτι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατοίκησε στό Σπήλαιο ὅπου πρίν κατοικοῦσε ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Στό πέρασμα ἀκριβῶς τοῦ ὁσίου Μαξίμου ἀπό τόν τόπο, κατά τόν ἴδιο αὐτό βιογράφο ἀλλά καί στή ζῶσα καί σήμερα παράδοση τῆς σκήτης, ὀφείλεται ἡ ὀνομασία τοῦ τόπου ‘‘Καυσοκαλύβια’’. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι σ’ αὐτήν τήν περίοδο τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος ἄρχισε ἐκείνη τή δραστηριότητα ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως φαίνεται νά ἐντυπωσίασε τούς συγχρόνους του καί πού τοῦ ἔδωσε τή προσωνυμία του ‘‘Καυσοκαλύβης’’, καίγοντας τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος πρίν εἶχε κατασκευάσει καί μετακομίζοντας ἀλλοῦ, μόλις γινόταν γνωστή ἡ κατοικία του.
Ὁ Ὅσιος συνέχισε τόν ‘‘πλάνητα’’ αὐτόν ‘‘βίο’’ γιά δέκα περίπου χρόνια καί μετά, ἀκολουθῶντας τίς συμβουλές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ἔπαψε νά καίει τίς καλύβες του καί ἔμεινε σταθερά σ’ ἕναν τόπο. Στό κελλί ἐκεῖνο, πού βρισκόταν στήν εὐρύτερη λαυρεωτική περιοχή τήν λεγόμενη ‘‘τοῦ κύρ Ἠσαΐου’’, ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ εἶχε προείπει τό τέλος του σέ κάποιο μοναχό, καί ἐτάφη σέ πέτρινο μνῆμα πού ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάσει γιά τόν ἑαυτό του, σέ ἡλικία ἐνεννηνταπέντε ἐτῶν, στίς 13 Ἰανουαρίου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70.
Σ’ αὐτήν τήν τελευταία του κατοικία ἦταν πού ὁ ὅσιος Μάξιμος, ὑποδέχθηκε, περί τό 1350, τούς βυζαντινούς συμβασιλεῖς Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) καί Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό (1347-1352) καθώς καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Κάλλιστο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), περί τό ἔτος 1363 καί περί τῶν ὁποίων οἱ προρρήσεις του ἐπαληθεύτηκαν μέ ἀκρίβεια.
Στήν θαυμαστή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Μαξίμου δύο κυρίως εἶναι τά στοιχεῖα πού τόν χαρακτηρίζουν ἰδιαίτερα στή χορεία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων: ἡ ἡσυχαστική διάσταση τῆς ἀσκήσεώς του καί ἡ διά Χριστόν σαλότητά του.
Κατά τ’ ἄλλα, ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Μαξίμου εἶναι γεμᾶτος ἀπό θαυμαστές ἐνέργειές του, προοράσεις καί διοράσεις καί θεραπεῖες ἀσθενῶν, δαιμονισμένων κ. ἄ., μέ ἀποκορύφωμα τό ὄντως ἐντυπωσιακό καί ὑπερφυσικό πού ἀποκάλυψε ὁ δεύτερος βιογράφος του ὅσιος Θεοφάνης Περιθεωρίου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλούμενος τόν Θεό ὡς μάρτυρα διηγήθηκε ὅτι ‘‘ἰδίοις ὄμμασιν’’ εἶδε ‘‘ἱπτάμενον τόν ὅσιον καί ὑπόπτερον καί διαέριον’’ νά ἔρχεται πρός αὐτόν, ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
Ὁλοκληρώνοντας τέλος τό συνοπτικό αὐτό συναξάρι, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι σημαντική εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, τήν ὁποῖα ὡς «φωστὴρ φωστήρων καὶ ὁδηγὸς ἀπλανὴς πλανωμένων καὶ ἀστὴρ φαεινότατος καὶ παράκλησις τῶν μοναζόντων τοῦ Ἄθωνος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως φοιτώντων· οὐ μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ βασιλέων στήριγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς ὠφέλειαν» πρόσφερε πλουσιοπάροχα.
Ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου συνοψίζεται κυρίως στό διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν ἅλλο μεγάλο Ἀθωνίτη ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία καθώς ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπ’ αὐτά τῆς πλάνης. Ἕνας ἀπό τούς καρπούς τῆς προσευχῆς εἶναι καί ὁ θεῖος ἔρωτας πού γεννιέται στήν φλεγόμενη καρδιά τοῦ προσευχομένου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λόγῳ τῆς σπουδαιότητας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμπεριλήφθηκε ἀπό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φιλοκαλία.
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μακαρίου Κυδώνη, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας… Ἐνετίησιν 1772, σ. 58-59. Κ. Δουκάκη, Ἴασπις τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, ἤτοι Μεγάλη Συλλογή Βίων πάντων τῶν ἁγίων τῶν καθ’ ἅπαν τό ἔτος ἑορταζομένων. Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1889, σ. 200-217. Κουρίλα Εὐλ. μητρ. Κορυτσᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 88-132. E. Kourilas- F. Halkin, ‘‘Deux Vies de saint Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana 54 (1936), σ. 42- 109. Γριτσόπουλου Τ., ‘‘Μάξιμος ὁ ὅσιος ὁ Καυσοκαλυβίτης’’, ΘΗΕ τ. 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 624-625. Καλλιστράτου Λαυριώτου Προηγ., Ἱστορικόν Προσκυνητάριον Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἀθήνα 19762 , σ. 105, 114. Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ), τ. Α΄, Ἀθῆναι 19756, σ. 254-277. Κοτσώνη Ἰωαννικίου ἀρχιμ., Ὁ Καυσοκαλύβης (Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ ἅγιος τῆς νοερᾶς προσευχῆς), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1976. Le Synaxaire. Vies de saints de l’ Eglise Orthodoxe (Adaptations française par Macaire, moine de Simonos-Pétras) t. 2, Thessalonique 1988, σ. 386-390. (Wear) Kallistos of Diokleia, ‘‘St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-Century Athonite Hesychasm’’, στό: Chrysostomides Julian (Hrsg.), ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ. Essays Presented to Joan Hussey for her 80 th Birthday, Camberley, Surrey 1988, σ. 409-430. PLP 16810. Talbot A.-M., ‘‘Maximos Kausokalybites’’, στό: ODB II, New York-Oxford 1991, σ. 1322-1323. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Βίος, πολιτεία καί θαύματα ὑπό Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἱερά ἀσματική καί πανηγυρική Ἀκολουθία (Εἰσαγωγή, σχόλια, ἐπιμέλεια ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου), Ἅγιον Ὄρος 1994. ‘‘Izichasm i agiografija: razvitie obraza Sv. Maksima Kausokalyvita v žitijnoj literature XIV v.’’ στό: Vizantiiskij Vremennik 55 (1994) σ. 155-180. Ἀργυρίου Ἀ., Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, ἐκδ. Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 141-165. Α. Rigo, ‘‘Massimo il Kausokalyba e la rinascita eremetica sul Monte Athos nel XIV secolo’’, στό: Atanasio e il monachesimo al Monte Athos, Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa sezione bizantina, Bose, 12-14 settembre 2004, Edizioni Qiqajon, Comunita di Bose 2005, σ. 181-216. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, Μάξιμος Καυσοκαλύβης καί Γρηγόριος Σιναΐτης. Οἱ πνευματικές τους σχέσεις καί ἡ συμβολή τους στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό’’, Ἅγιος Νικήτας, τ. 200 (2007), σ. 229-232, τ. 201 (2007). Τοῦ ἰδίου, «Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Κόχιλα, Βίος ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 819 (2007), σ. 513-577. Τοῦ ἰδίου, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, σειρά ‘‘Ἐρημοπολῖτες’’ ἀρ. 9, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 41-52.
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη, ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010 (μεταπτυχιακή διπλωματική ἐργασία, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία).