-’Ισως να έφυγε ακούγοντας τον θόρυβο που κάνατε,είπε ένας ηλικιωμένος μοναχός.Εαν θέλετε να τον δείτε θα πρέπει να πάτε στο βάθος του δάσους.
-Δεν θα μπορέσετε να τον βρείτε εύκολα,είπε ο ηγούμενος του μοναστηριού βλέποντας το γκρουπ των προσκυνητών να κατευθύνεται προς το δάσος.Απαντάει μόνο όταν τον φωνάζουν παιδιά.Αφήστε τα να πάνε μπροστά.
Το δάσος-διηγείται η Ακσάκοβα-γινόνταν όλο και πιο πυκνό.Ίσα-ίσα που φαινόνταν το φως κάτω από τον θόλο των τεράστιων ελάτων.Είχα ένα αίσθημα ανησυχίας σε αυτό το σκοτεινό δάσος.Ευτυχώς μία ακτίδα ηλίου έλαμψε μέσα από τα έλατα.Σε λίγο βρισκόνταν μπροστά μας ένα καταπράσινο ξέφωτο πλημμυρισμένο στον ήλιο.Εκεί στην ρίζα ενός δέντρου στεκόνταν κυρτωμένος ένας αδύναμος γεράκος και έκοβε με το τσεκουράκι του μερικές βέργες.Ακούγοντας θόρυβο έτρεξε προς το δάσος πίσω από κάτι θάμνους.
-Π.Σεραφείμ,π.Σεραφείμ,άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά-είμασταν κάπου 20.
Ακούγοντας τις παιδικές φωνές μας βγήκε από την κρυψώνα του.Κρατώντας το δάχτυλο στο στόμα σαν να μας παρακαλούσε να μην πούμε στους μεγάλους πως βρισκόνταν εκεί.Μας έκανε σήμα να πλησιάσουμε.Η μικρή Λίζα όρμησε πρώτη προς τα επάνω του και ανέβηκε στην αγκαλιά του ακουμπώντας το μαγουλάκι της στον ώμο του.
” Καμάρι μου,θησαυρέ μου”μουρμούριζε ο γεράκος σφίγγοντας τον καθένα μας στην αγκαλιά του.
Εμείς ευτυχισμένοι τον αγκαλιάζαμε.Μας είδε όμως ο νεαρός βοσκός ο Σιόμα και άρχισε να φωνάζει τρέχοντας προς το μοναστήρι:«Εδώ!Εδώ!Ο γέροντας είναι εδώ!»
Εμείς ντραπήκαμε.Οι φωνές μας και οι αγκαλιές μας μας φάνηκαν σαν μία προδοσία.
Επιστρέφοντας στο μοναστήρι η μικρή Λίζα πλησίασε την αδελφή της και πέρνωντάς την από το χέρι της είπε:«Ο π.Σεραφείμ προσποιείται πως είναι γέρος.Στην πραγματικότητα είναι ένα παιδί όπως εμείς,έτσι δεν είναι Νάντια»;!