Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ένας μεγάλος ησυχαστής Πατέρας (Β’)
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
(συνέχεια από τό προηγούμενο)
2. Η αναζήτηση τών συγγραμμάτων τών ησυχαστών Πατέρων καί η μετάφρασή τους
Ο όσιος Παΐσιος, μέ τήν φώτιση τού Θεού, κατάλαβε τήν μεγάλη αξία τής Αγίας Γραφής καί τών νηπτικών καί ησυχαστικών συγγραμμάτων τών αγίων Πατέρων τά οποία μελετούσε από μικρό παιδί καί διαβάζοντας αυτά τά κείμενα αυξανόταν ο ζήλος του γιά νά αποκτήση τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Ήδη ως δόκιμος μοναχός στήν Μονή τού Λιούμπετς κάποιος μοναχός τού έδωσε νά διαβάση τό βιβλίο Κλίμαξ τού Ιωάννου τού Σιναΐτου, πράγμα πού τόν γέμισε μεγάλη χαρά. Γιά νά μπορέση νά τό έχη πάντα μαζί του τό αντέγραφε όλη τήν νύκτα, χρησιμοποιώντας έναν δαυλό, πού γέμιζε τό κελλί του μέ καπνό.
Ο ίδιος ο όσιος Παΐσιος διηγείται ότι απέκτησε αυτήν τήν αγάπη στά Πατερικά βιβλία, γιατί λόγω ελλείψεως κατάλληλου πνευματικού οδηγού ήθελε καί γιά τόν εαυτό του, αλλά καί γιά τούς μοναχούς πού μέ τήν πάροδο τού χρόνου ανελάμβανε, νά μήν αποκλίνη «από τό ορθό φρόνημα τής Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Έτσι, άρχισε νά αποκτά διάφορα Πατερικά βιβλία στήν «σλαβική» γλώσσα, «τά οποία διδάσκουν περί υπακοής καί προσοχής, νήψεως καί προσευχής», περιορίζοντας τήν τροφή καί υπομένοντας τήν φτώχια. Διαβάζοντας τά ήδη μεταφρασμένα βιβλία στήν σλαβονική γλώσσα διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη καί γι’ αυτό δέν μπορούσε νά βγάλη καθαρό νόημα. Στήν αρχή προσπάθησε νά τά διορθώση, χρησιμοποιώντας άλλα σλαβικά μεταφρασμένα βιβλία, αλλά καί αυτό τό έργο τό βρήκε πολύ δύσκολο καί ακατόρθωτο.
Όταν, όμως, ύστερα από τήν «πολυετή παραμονή» του στόν Άγιον Όρος «έμαθε σέ κάποιο βαθμό τήν ελληνική γλώσσα», αναζητούσε νά βρή τά νηπτικά βιβλία γραμμένα στό πρωτότυπο, ώστε από αυτά νά διορθώση τά σλαβονικά βιβλία. Διαπίστωσε ότι καί αυτό τό έργο ήταν δύσκολο καί αδύνατο. Επισκεπτόταν τίς Σκήτες τού Αγίου Όρους, όπως τής Αγίας Άννης, τού Αγίου Δημητρίου τής Μονής Βατοπεδίου, τίς Σκήτες καί τά Μοναστήρια τού Αγίου Όρους, αλλά καί τούς πεπειραμένους Γέροντες γιά νά βρή βιβλία πού αναφέρονται στήν ησυχαστική καί νηπτική ζωή, όπως τού αγίου Φιλοθέου τού Σιναΐτου, τού Ησυχίου τού Πρεσβυτέρου, αλλά κανείς δέν γνώριζε τήν ύπαρξή τους. Αυτό τόν στενοχωρούσε υπερβολικά.
Αφηγείται τήν μεγάλη χαρά πού δοκίμασε, όταν σέ μιά οδοιπορία του από τήν Μονή τής Μεγίστης Λαύρας πρός τήν Σκήτη τής Αγίας Άννης, πέρασε από τήν Σκήτη τού Αγίου Βασιλείου καί συνάντησε έναν μοναχό πού αντέγραφε τά βιβλία τού οσίου Πέτρου τού Δαμασκηνού, τού Αντωνίου τού Μεγάλου, τού αγίου Γρηγορίου τού Σιναΐτου, τού αγίου Φιλοθέου, τού αγίου Ησυχίου, τού αγίου Διαδόχου, τού αγίου Θαλασσίου, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού αγίου Νικηφόρου τού Μοναχού, τό βιβλίο τού αγίου Ησαΐα κλπ. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις καί έξοδα απέκτησε πολλά τέτοια νηπτικά κείμενα, καί επανήλθε στήν Μολδαβία γιά νά οικονομήση τήν μεγάλη Αδελφότητα, πού εν τώ μεταξύ είχε δημιουργηθή, οπότε καί επιδόθηκε στήν μετάφραση τών νηπτικών αυτών κειμένων.
Στήν αρχή προσπάθησε νά διορθώση τά ήδη μεταφρασμένα κείμενα στήν σλαβονική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τά πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Επειδή καί τό έργο αυτό ήταν δύσκολο, διότι δέν είχαν μεταφρασθή καλά, άρχισε νά τά μεταφράζη από τήν αρχή. Ο όσιος Παΐσιος μετέφραζε τά κείμενα από τήν ελληνική στήν Ρωσοσλαβονική γλώσσα, αυτή πού είχε επικρατήσει τόν 17ο αιώνα στά βιβλία πού είχαν εκδοθή στήν Ρωσία.
Ο ίδιος ομολογεί: «Τό έργο αυτό ήταν υπεράνω τών δυνάμεών μου». Ο βιογράφος καί μαθητής του Μητροφάνης λέγει ότι ο όσιος Παΐσιος μετέφρασε από τήν «ελληνογραικική» γλώσσα στήν δική μας τήν «σλαβονική» καί από αυτήν οι «βλαχόφωνοι αδελφοί μετέφραζαν στή γλώσσα τους». Όλη τήν ημέρα ησχολείτο μέ τά ζητήματα πού απασχολούσαν τήν Μονή καί τήν νύκτα μετέφραζε «υπερβάλλοντας σέ εργασία τά όρια τής φύσης», ακόμη καί ενώ πονούσε όλο τό σώμα του, καί «ήταν ανάπηρος, υποφέροντας πολύ από πληγές».
Ο βιογράφος του μάς δίνει καί τήν πληροφορία πώς έγραφε τήν νύχτα ο όσιος Παΐσιος: «Στό κρεβάτι πού αναπαυόταν ήταν περιτριγυρισμένος από βιβλία: πόσα λεξικά, Βίβλος ελληνική, βίβλος σλαβονική, Γραμματική ελληνική καί σλαβονική, τό βιβλίο πού μετέφραζε, στή μέση δέ ένα αναμμένο κερί. Καθισμένος σάν ένα μικρό παιδί καί σκύβοντας, είτε ξαπλωμένος, έγραφε όλη τή νύχτα, ξεχνώντας καί αρρώστια καί κόπο, μή μπορώντας νά δώσει απάντηση ούτε καί νά ακούσει άν τού μιλούσαν ή συνέβαινε κάτι έξω από τό κελλί του».
Έκανε τίς μεταφράσεις τών νηπτικών αυτών βιβλίων, αυτών πού είναι εντεταγμένα μέσα στό βιβλίο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών μέ πολύ ζήλο, γιατί αφ’ ενός μέν σέ αυτά βρήκε τήν σοφία τών Πατέρων καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο κανείς μπορεί νά φθάση στήν ένωση καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, αφ’ ετέρου δέ γιά νά τά δώση στούς υποτακτικούς του προκειμένου νά γίνουν τροφή σέ αυτούς πού θέλουν νά μυηθούν στήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων.
Έτσι, ο όσιος Παΐσιος συνετέλεσε όσον ολίγοι στήν ανανέωση τού ησυχαστικού μοναχισμού στήν Ουκρανία, τήν Μολδαβία, τήν Βλαχία (Ρουμανία), τήν Ρωσία καί σέ άλλες χώρες.
3. Πνευματικός καθοδηγός εκατοντάδων καί χιλιάδων μοναχών
Επειδή ο όσιος Παΐσιος αισθάνθηκε στήν καρδιά του τήν γλυκύτητα τής νοεράς ησυχίας καί τής προσευχής, γι’ αυτό καί χωρίς νά τό επιδιώξη προσήλκυσε κοντά του πολλούς ανθρώπους καί μοναχούς πού αναζητούσαν αυτόν τόν τρόπο τής πνευματικής ζωής.
Στό Άγιον Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια (1746-1763). Στήν αρχή παρέμενε σ’ ένα μικρό καλύβι πλησίον τής Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. «Φλεγόμενος από θείο ζήλο γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια». Σιγά-σιγά άρχιζαν νά έρχωνται κοντά του διάφοροι μοναχοί, οπότε αναγκάσθηκαν νά αγοράσουν καί άλλη καλύβη πιό ψηλά από τήν δική τους καί στήν συνέχεια αγόρασαν τό κελλί τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η συνοδεία αποτελείτο από ρουμανόφωνους καί σλαβόφωνους αδελφούς. Τόν καιρό εκείνο πρός χάρη τής αδελφότητας πιέσθηκε καί από σεβάσμιους Πνευματικούς Πατέρες νά δεχθή τήν ιερωσύνη γιά νά εξυπηρετήση τήν αδελφότητα.
Όταν είχαν συναχθή εκεί, κάτω από τήν πνευματική του καθοδήγηση, «είκοσι αδελφοί», μετακόμισαν στήν Σκήτη τού Προφήτου Ηλία. Οι ακολουθίες γίνονταν σέ δύο γλώσσες, τήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική, ως εργόχειρο είχαν τό νά κατασκευάζουν κουτάλια, τά οποία πωλούσαν, ώστε καί αυτοί νά έχουν τά απαραίτητα, αλλά καί νά φιλοξενούν αδελφούς. Γράφει ο Μητροφάνης: «Εργαζόταν δέ ο πατέρας μας στό εργόχειρο, κάνοντας διπλά από τούς αδελφούς, τήν νύκτα δέ αντέγραφε βιβλία. Όλη του η ζωή περνούσε σέ νυκτερινή αγρυπνία, μή μπορώντας νά κοιμηθεί περισσότερο από τρείς ώρες». Η φήμη του είχε εξαπλωθή σέ όλο τό Άγιον Όρος καί πολλοί έρχονταν γιά νά εξομολογηθούν, ακόμη καί ο Πατριάρχης Σεραφείμ, πού τότε διέμενε στήν Μονή Παντοκράτορος.
Γιά ένα μικρό διάστημα μέ μερικούς μοναχούς μετέβη στήν Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, αλλά επειδή τό Μοναστήρι ήταν χρεωμένο γι’ αυτό δέν μπορούσε νά μείνη περισσότερο εκεί. Πάντως, μέ τόν τρόπο τής ζωής του «φώτισε ολόκληρο τό Άγιον Όρος» καί «όλοι οι Αγιορείτες εθαύμασαν τή λάμψη αυτού τού φωτός».
Όταν, όμως, «έγινε πολυάριθμη η αδελφότητα στόν προφήτη Ηλία καί δέν χωρούσε πιά, τότε ο Θεός τόν πήρε από εκεί καί τόν έφερε σ’ αυτή τήν ορθόδοξη χώρα, τή Μολδαβία». Τόν ακολούθησαν εξήντα έξι μοναχοί.
Ο όσιος Παΐσιος μέ τούς μοναχούς του εγκαταστάθηκε στήν Μονή Ντραγκομίρνα καί υποβλήθηκαν σέ πολλούς κόπους γιά νά τήν ανασυγκροτήσουν καί στήν οποία έβαλε τήν αγιορείτικη τάξη. Είχε ρυθμίσει τό τυπικό τού Κοινοβίου βάσει τών τυπικών καί τών συγγραφών τού Μ. Βασιλείου. «Στά κοινά διακονήματα έπρεπε νά τηρείται η σιωπή καί η ευχή στό στόμα». «Στά κελλιά έπρεπε νά γίνεται ανάγνωση τών έργων τών θεοφόρων Πατέρων μας, καί η νοερά προσευχή διά τού νοός στήν καρδιά νά τελείται εντέχνως καί ακριβώς, όπως καί η αναπνοή νά κρατιέται μέ φόβο Θεού, διότι αυτό είναι πηγή αγάπης πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, όπως καί πηγή όλων τών αρετών». Κάθε βράδυ γινόταν εξομολόγηση λογισμών, γιατί «αυτό αποτελεί τό θεμέλιο τής σωτηρίας, τής ειρήνης, τής ησυχίας καί τής αγάπης». Στήν Μονή αυτή ησκούντο πάνω από διακόσιοι μοναχοί.
Τούς παιδαγωγούσε ως πατέρας καί ως διδάσκαλος τής νοεράς προσευχής. Τούς δίδασκε ανελλιπώς, κατά τίς νηστείες, αλλά καί άλλες ημέρες. «Καθημερινώς, εκτός Κυριακής καί εορτών, συνάγονταν οι αδελφοί τό βράδυ στήν τράπεζα, άναβαν τά κεριά, καί ερχόταν ο μακαριστός πατέρας μας, καθόταν στή συνηθισμένη θέση του, άνοιγε ένα πατερικό βιβλίο, είτε τού αγίου Βασιλείου τού Μεγάλου τό Νηστευτικόν, είτε τού Ιωάννου τής Κλίμακος, είτε τού αγίου Δωροθέου, ή τού αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου». Στήν συνέχεια ερμήνευε τά χωρία πού διάβαζε μέσα από τήν δική του πνευματική πείρα.
Στήν Ιερά Μονή Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), όπου καί λόγω τού επισυμβάντος Ρωσοτουρκικού πολέμου, εξυπηρέτησαν καί διακόνησαν μεγάλο πλήθος ανθρώπων πού συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι. Στό τυπικό τής Μονής πού εκπόνησε ο όσιος Παΐσιος τό 1763 «προέβλεπε ότι ο ηγούμενος τής μονής έπρεπε νά γνωρίζει τρείς γλώσσες, τήν ελληνική, τή σλαβική καί τή ρουμανική».
Όμως, όταν εγκαταστάθηκαν στό Μοναστήρι οι Γερμανοί (οι Αυστριακοί) καί ο όσιος κατάλαβε ότι δέν μπορούσε «νά ζήσει κάτω από τούς παπικούς» μετακινήθηκαν μέ μεγάλη θλίψη καί πόνο σέ άλλη Μονή σταδιακά, δηλαδή στήν Μονή τού Σέκου.
Ο Μητροφάνης γράφει γιά τήν μετακίνηση τής αδελφότητος από τήν Μονή τής Ντραγκομίρνα: «Διωχθήκαμε από τούς Γερμανούς καί μόνοι μας απομακρυνθήκαμε από τό μοναστήρι τής Ντραγκομίρνα, γιά νά μήν πάθουμε τίποτε στήν ορθόδοξη πίστη μας από τούς αρχιαιρετικούς καί τίς κοσμικές τους αρχές, όπως πραγματικά υπέφεραν από τούς αιρετικούς τά μοναστήρια καί οι κοσμικές καί οι πνευματικές αρχές πού έμειναν εκεί». Καί αναλογιζόμενος τήν ζωή πού έζησαν σέ αυτό τό Μοναστήρι γράφει: «Ώ Ντραγκομίρνα, Ντραγκομίρνα, γλυκύτητα καί παρηγοριά τών ψυχών μας, θυμάμαι τή ζωή μας σέ σένα. Καλύτερα, όμως νά σιωπήσω γιά νά μήν γεμίσουν πίκρα οι καρδιές μας πού σέ έχασαν… Εσύ ήσουν γιά εμάς σάν παράδεισος ηδύτητας, εσύ ήσουν γιά εμάς σάν κήπος πού γρήγορα ριζώνει κοντά σέ νερά καί τά άνθη του αναδίδουν διάφορες ευωδίες καί καρπούς».
Έτσι, από τήν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν τό 1775 στήν Μονή τού Σέκου, όπου κουράσθηκαν υπερβολικά γιά νά κατασκευάσουν κελλιά ώστε νά εγκατασταθή όλη η αδελφότητα. Τό μέρος ήταν ήσυχο καί ερημικό. Η κατάσταση τής αδελφότητας, μετά από πολλούς αγώνες τριών ετών, έφθασε στό επίπεδο τής προηγούμενης Μονής καί αυτό χαροποιούσε τόν όσιο Παΐσιο καί δόξαζε τόν Θεό. Αλλά ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μουρούζης προέτρεψε καί πίεσε τόν όσιο Παΐσιο νά εγκατασταθή στήν Μονή Νεάμτς. Ο όσιος δέν επιθυμούσε μιά τέτοια μετακίνηση ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τελικά υπέκυψε από υπακοή στήν επιθυμία τού Πρίγκιπα.
Τό έτος 1779 ένα τμήμα τής αδελφότητος μετακινήθηκε στήν Ιερά Μονή Νεάμτς. Νέοι αγώνες τόν περίμεναν εκεί γιά τήν ανασυγκρότηση τής Ιεράς Μονής, πράγμα πού δυσκόλευσε καί στενοχώρησε τόν όσιο Παΐσιο.
Στήν Μονή αυτή ο όσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομείο καί Ξενώνα γιά τούς γέροντες, τούς χωλούς καί τυφλούς πού έρχονταν καί τόν παρακαλούσαν νά τούς δεχθή καί νά τούς ελεήση. Εδώ ο αριθμός τών μοναχών, μαζί μέ αυτούς πού ήταν στίς Σκήτες, έφθασε στούς τριακόσιους. Πάντως, πρός τό τέλος τής ζωής τού οσίου Παϊσίου στήν Μονή Νεάμτς είχαν συγκεντρωθή κοντά του περίπου 700 μοναχοί. Στήν βιογραφία τού οσίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, όπως θά δούμε πιό κάτω, γράφεται ότι οι μοναχοί πού ήταν κάτω από τήν πνευματική καθοδήγηση τού οσίου Παϊσίου υπερέβαιναν τόν αριθμό τών χιλίων. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στήν Μονή Νεάμτς «ζούσαν μοναχοί δέκα συνολικώς εθνοτήτων, δηλαδή Μολδαβοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ούγγροι, Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Ρώσοι καί Ουκρανοί». Στήν Μονή αυτή κοιμήθηκε ο Όσιος τό 1794.
Ο όσιος Παΐσιος βρήκε τόν δρόμο τού ησυχασμού καί τής νοεράς προσευχής, οπότε η καρδιά του γέμισε από τήν Χάρη τού Θεού, καί στήν συνέχεια ξεχύλισε αυτή η ζωή στήν διδασκαλία πρός τούς μοναχούς πού έτρεχαν από παντού γιά νά ακούσουν τήν θεία σοφία πού έβγαινε από τό στόμα του, κυρίως, όμως από τήν καρδιά του.
4. Η βίωση τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Η ανάγνωση καί η μετάφραση τών νηπτικών ησυχαστικών βιβλίων ανταποκρινόταν στήν αναζήτηση τού οσίου Παϊσίου από τήν μικρή του ηλικία, αλλά συγχρόνως, άναβε ακόμη περισσότερο τόν πόθο του γιά τήν ησυχαστική- νηπτική ζωή.
Ο βιογράφος καί μαθητής του Ιερομόναχος Μητροφάνης στό κείμενό του παρουσιάζει τήν πνευματικότητα τού οσίου Παϊσίου. Θά παραθέσω μερικές ενδεικτικές φράσεις του πού δείχνουν αυτήν τήν πραγματικότητα.
Από τήν νεότητά του ο όσιος Παΐσιος «υπήρξε σκεύος εκλογής τού Θεού καί τέλειος τηρητής τών εντολών του. Γι’ αυτό καί ο λόγος του υπήρξε δυνατός καί τέλειος, πλήρης Χάριτος, διεισδυτικός μέσα στήν ψυχή, τέτοιος πού νά ξεχωρίζει τό κακό από τό αγαθό, τό οποίο ξεριζώνει τά πάθη καί καλλιεργεί τίς αρετές στίς ψυχές αυτών πού μέ πίστη ακούουν». «Η χάρη τού παναγίου Πνεύματος κατοίκησε μέσα του από τήν κοιλιά ακόμη τής μητέρας του» καί αυτή η Χάρη αυξήθηκε αργότερα μέ τήν τήρηση τών εντολών τού Θεού.
Από μικρό παιδί ήταν σοφός. «Μολονότι δέ ήταν μικρό παιδί στήν ηλικία, ήταν γέρος στόν νού καί τή σοφία. Υποτάσσοντας τήν οργή καί τήν επιθυμία στή λογική, αποξένωσε τίς αισθήσεις του από όλα τά ωραία καί ηδονικά τού κόσμου τούτου καί τά θεωρούσε όλα σάν σήψη». «Κλείστηκε στό σπίτι του καί ζούσε στήν ησυχία, ωσάν νά ήταν στήν έρημο τού Σινά». Τόν έφλεξε από τήν μικρή του ηλικία «ζήλος ανείπωτος» νά αγαπήση τόν Κύριο καί νά εγκαταλείψη όλα τά τού κόσμου «ακόμη καί τή μητέρα του».
Ο όσιος Παΐσιος αγάπησε τήν νοερά ησυχία καί τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας καί επιδόθηκε μέ ζήλο στήν απόκτηση αυτής τής μεθόδου, διά τής οποίας ο άνθρωπος αποκτά τήν ενότητά του μέ τόν Θεό.
Τά φυσικά χαρίσματα πού είχε, αλλά καί οι καρποί τής ησυχίας καί τής προσευχής ήταν ευδιάκριτα. «Τήν οξύνοια καί τή μνήμη του, πού τή στερέωσε η Χάρη, κανείς δέν μπορεί νά τήν περιγράψει. Ήταν ταχύς στήν κατανόηση τών υψηλοτέρων δογματικών θεμάτων καί, άν τά διάβαζε μία φορά, τά αποθησαύριζε στή μνήμη του γιά πάντα». «Πράγματι ο θαυμαστός αυτός άνδρας, ο μακαριστός πατέρας μας, εξομοιώθηκε σέ όλα μέ τούς αρχαίους άγιους Πατέρες».
Ομοίαζε μέ τούς αρχαίους ερημίτες. «Άν τόν συγκρίνουμε μέ τούς αγίους ερημίτες, οι οποίοι ασκούνταν στήν κατ’ ιδίαν ησυχία, τότε δέν θά εκπλαγούμε γιά τό πόσο ευφραινόταν μέ τήν προσευχή καί τήν ένωση μέ τόν Θεό». «Ο νούς του ήταν πάντοτε γαλήνιος» καί «φλεγόμενος από τήν αγάπη καί τήν ένωση μέ τόν Θεό», δέν άκουγε τίποτε ό,τι κι άν συνέβαινε έξω από τό κελλί του. Αγρυπνούσε στό κελλί του μέ νοερά προσευχή καί νήψη. «Όπως οι άγιοι ερημίτες όλη τή νύχτα παρέμεναν άγρυπνοι νήφοντας, έτσι καί αυτός σ’ όλη του τή ζωή τή νύχτα αγρυπνούσε νήφοντας, μή υπολειπόμενος κατά τίποτε στήν άθληση από τούς θεοφόρους Πατέρες».
Ακόμη ομοίαζε μέ «τούς αρχαίους αγίους κοινοβιάτες Πατέρες» σέ πολλά σημεία. Μέσα του κατοικούσε τό Άγιον Πνεύμα καί από τά χείλη του «έρρεε η μελίρρυτη πηγή τών θείων διδαγμάτων, πού απάλυνε καί θεράπευε τίς ψυχές καί εξάλειφε τά πάθη. Υπήρχε σ’ αυτόν θείος νούς, μέ τόν οποίο κατανοούσε σωστά τούς κανόνες τών αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί τίς παραδόσεις τής Εκκλησίας…».
Ήταν «ακλόνητος στήν πίστη καί τήν ελπίδα στήν πρόνοια τού Θεού», είχε «φόβο Θεού μέ τόν οποίο τηρούσε τίς εντολές τού Θεού ως κόρη οφθαλμού», «μέσα του υπήρχε φλογερή αγάπη» πρός τόν Χριστό καί «γεμάτος φλόγα, ξεχύθηκε αδιακρίτως πρός τούς πάντες, αγαπώντας, εμψυχώνοντας, διδάσκοντας τούς πάντες, συμπάσχοντας μέ όλους, ασπαζόμενος μέ τήν ψυχή του τά πνευματικά του τέκνα, αλλά καί κάθε άνθρωπο πού ερχόταν πρός αυτόν». «Είχε ειρήνη πάντοτε μέ όλους, ποτέ δέν εχθρεύθηκε καί δέν πίκρανε κανέναν», ήταν σέ μεγάλο βαθμό ταπεινός, εγκρατής. «Ενώ η ακακία καί η απλότητα μέσα του ήταν παιδική, ο νούς του ήταν θείος καί όχι παιδικός». Τό πρόσωπό του ήταν «αγγελόμορφο».
Ο Μητροφάνης, πού έζησε τόν όσιο Παΐσιο από κοντά, περιγράφει καί τήν όλη παρουσία του, αφού καί αυτό τό σώμα του είχε μεταμορφωθή από τήν Χάρη τού Θεού πού κατοικούσε μέσα του.
«Τό πρόσωπό του ήταν φωτεινό όπως ενός αγγέλου τού Θεού, τό βλέμμα του ήρεμο, ο λόγος του ταπεινός καί ξένος πρός τήν προπέτεια, χαιρετούσε όλους μέ αγάπη, απαντούσε μέ προσήνεια• ήταν γεμάτος καλοσύνη, ήταν πρόθυμος στήν ελεημοσύνη, έφερνε όλους κοντά του σάν τόν μαγνήτη πού από τή φύση του τραβάει τό σίδερο. Είχε βάθος ταπεινοφροσύνης καί πραότητας, μακροθυμία σέ όλα. Ο μέγας αυτός άνθρωπος ήταν ολόκληρος ένθεος καί έμπλεως χάριτος. Ο νούς του ήταν πάντοτε ενωμένος μέ τόν Θεό καί μάρτυρας αυτού ήταν τά δάκρυα. Όταν μιλούσε περί Θεολογίας, τότε η καρδιά του παλλόταν από αγάπη, τό πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, τά μάτια του δάκρυζαν, επιβεβαιώνοντας τήν αλήθεια. Όταν στεκόμασταν μπροστά του, τά μάτια μας δέν κουράζονταν νά τόν θεωρούν αλλά ήθελαν αχόρταγα νά τόν βλέπουν, η ακοή μας από τήν ομιλία του ούτε κουραζόταν, ούτε καί ένιωθε ανία, διότι από τή χαρά στήν καρδιά μας, όπως τό είπα, ξεχνιόμασταν εντελώς».
Ο βιογράφος του περιγράφει καί μερικά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε βλέποντας τόν όσιο Παΐσιο.
Μιά φορά μπήκε μέσα στό κελλί του, τού μίλησε, αλλά εκείνος ήταν εξαπλωμένος καί ακίνητος, δέν άκουσε. Καί τότε, όπως διηγείται ο Μητροφάνης, «εγώ παραμένοντας όρθιος τόν κοίταξα καί είδα τό πρόσωπό του σάν νά ήταν πυρωμένο». Επειδή, όμως, αυτός από τήν φύση του «ήταν λευκός καί χλωμός στό πρόσωπο, κατάλαβα ότι η φλόγα τής καρδιάς του, από τήν αγάπη τής προσευχής, διαπέρασε καί τό πρόσωπό του».
Κάποια άλλη φορά είδε τό πρόσωπό του νά λάμπη. «Ο ίδιος δέ από τήν πνευματική χαρά μιλούσε χαμογελώντας μέ ανείπωτη αγάπη, βγάζοντας από μέσα του λόγους πνευματικούς, ήταν δέ σάν νά ενστάλαζε στίς ψυχές μας χαρά».
Ο όσιος Παΐσιος είχε «καί τό χάρισμα τής προοράσεως καί ό,τι προέβλεψε συνέβη», αλλά καί, ενώ βρισκόταν στό κελλί του, γνώριζε τίς διαθέσεις όλων τών αδελφών τής Μονής. Δέν τού έλειπαν δέ καί τά θαύματα. «Ο δέ μακαριστός πατέρας μας έκανε πολλά θαύματα, αλλά, επειδή γι’ αυτό τό θέμα ούτε νά ακούσει δέν ήθελε καί όλα τά απέδιδε στήν τιμιότατη Θεοτόκο, γι’ αυτό κι εγώ θά σταματήσω ώστε νά μήν τού εναντιωθώ, μολονότι γνωρίζω γιά πολλά θαύματα καί πρίν από τόν θάνατό του καί μετά από αυτόν».
Μιά τέτοια προσωπικότητα πού διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα, τήν ησυχία καί τήν νοερά προσευχή, αλλά καί διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλούς μοναχούς κοντά του καί μέ αυτόν τόν τρόπο ανακαίνισε τόν μοναχισμό τής εποχής του, μεταφέροντας σέ αυτόν τήν νηπτική παράδοση τών Πατέρων τής Εκκλησίας.
Οι περισσότεροι μοναχοί στήν εποχή του, εκτός από τίς φωτεινές εξαιρέσεις πού καί ο ίδιος γνώρισε στά σπήλαια τής Λαύρας τού Κιέβου καί αλλού, είχαν αλλοιωθή τόσο, ώστε διατηρούσαν μόνον τήν εξωτερική μορφή τού μοναχισμού. «Δέν γνώριζαν τί είναι μοναχισμός καί τί είναι τό μυστήριο τής υπακοής καί πόση ωφέλεια πρσφέρει στόν υποτακτικό πού προσέρχεται μέ επίγνωση, τί δέ είναι η εργασία, η θέα καί η νοερά προσευχή, αυτή πού τελείται στόν νού διά τής καρδιάς. Ο ίδιος αυτά τά διδάχθηκε από τόν Θεό καί από τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, μέσα από τή μελέτη καί τή μετάφραση τών έργων τους».
(συνεχίζεται στό επόμενο)
http://www.parembasis.gr/2012/frames_12_02.htm