Νὰ μὴν ἀντιλέγουμε ἐριστικὰ

407467_353009458052462_1569202146_n

Νὰ μὴν ἀντιλέγουμε ἐριστικὰ οὔτε καὶ ὅταν πιστεύουμε πὼς ἔχουμε δίκιο, ἀλλά, γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλα νὰ ὑποχωροῦμε ἀπέναντι στὸν πλησίον.

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου

Μὴν προσπαθεῖς νὰ λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα ἢ (νὰ ξεδιαλύνεις) ἕνα ζήτημα τῆς Γραφῆς μὲ φιλονικία, ἀλλὰ μὲ τὰ μέσα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ πνευματικὸς νόμος, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀταλάντευτη πρὸς τὸ Θεὸ ἐλπίδα.

Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα

Ἂν κατοικεῖς μαζὶ μὲ ἄλλον ἀδελφὸ καὶ θέλεις νὰ γίνει κάτι, ὁ ἀδελφὸς ὅμως αὐτὸς δὲν θέλει, τότε, γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ τὸν λυπήσεις, νὰ ὑποτάξεις σ᾿ ἐκεῖνον τὸ θέλημά σου. Νὰ εἶσαι ἀπέναντι στὸν ἀδελφό σου σὰν φιλοξενούμενός του.
Νὰ μὴν τὸν προστάξεις γιὰ κανένα πρᾶγμα καὶ νὰ μὴ θελήσεις νὰ τὸν ἐξουσιάζεις.
Ἂν σοῦ ἐπιβάλλει κάτι ποὺ δὲν θέλεις, πολέμησε τὸ θέλημά σου ὥσπου νὰ ἐκτελέσεις τὴν προσταγή, γιὰ νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσεις, νὰ μὴ χάσεις τὴ συστολή σου ἀπέναντί του καὶ νὰ μὴ διαταράξεις τὴν εἰρηνική σας συμβίωση.
Ἄν, λ.χ., σοῦ πεῖ, «Ψῆσε μου τίποτα», ἐσὺ πές του: «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;»
Καὶ ἂν σ᾿ ἀφήσει στὴ διάθεσή σου, λέγοντας «(Κάνε) ὅ,τι θέλεις», τότε ἑτοίμασέ του ὅ,τι σᾶς βρίσκεται μὲ φόβο Θεοῦ.
Ἂν θελήσετε νὰ πᾶτε σὲ καμιὰ μικρὴ ἐργασία, νὰ μὴν περιφρονήσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ βγεῖ μόνος, ἀφήνοντας στὸ κελλὶ τὸν ἀδελφό του νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ τὴ συνείδησή του, ἀλλὰ ἂς τοῦ πεῖ μὲ ἀγάπη: «Θέλεις νὰ πᾶμε (μαζί);»
Καὶ ἂν δεῖ ὅτι ὁ ἀδελφός του δὲν ἔχει διάθεση τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ εἶναι σωματικὰ ἄρρωστος, ἂς μὴ λογομαχήσει, (λέγοντας λ.χ.) ὅτι «Τώρα πρέπει νὰ φύγουμε», ἀλλὰ ἂς ἀναβάλει (τὴν ἐργασία) γιὰ λίγο καὶ ἂς γυρίσει στὸ κελλί του μὲ φιλευσπλαγχνία.
Πρόσεχε, νὰ μὴν ἔρθεις σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀδελφὸ γιὰ ὁτιδήποτε, γιὰ νὰ μὴν τὸν λυπήσεις.
Ἂν μένεις (μόνιμα) μὲ κάποιον ἢ φιλοξενεῖσαι (κοντά του) καὶ πάρεις ἀπὸ αὐτὸν μίαν ἐντολή, πρόσεξε, γιὰ τὸ Θεό, νὰ μὴν τὴν καταφρονήσεις καὶ τὴν ἀθετήσεις, εἴτε κρυφὰ εἴτε φανερά.
Ὅπως ὑποτάσσεται τὸ ζῷο στὸν ἄνθρωπο, ἔτσι πρέπει καὶ κάθε ἄνθρωπος νὰ ὑποτάσσεται στὸν πλησίον του γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅπως τὸ ζῷο δὲν ἔχει δικό του θέλημα οὔτε γνώση, ἔτσι πρέπει νὰ κάνω κι ἐγὼ ὄχι μόνο μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συμφωνεῖ ἀλλὰ καὶ μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διαφωνεῖ μαζί μου, καὶ νὰ ὑποτάξω τὴ γνώση μου στὸν ἀνίδεο καὶ τὸ θέλημά μου στὸν ἀσύνετο.
Καὶ τότε εἶναι ποὺ θὰ γνωρίσω πραγματικὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ θὰ καταλάβω τί μὲ βλάπτει.
Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πεποίθηση στὴν ἀρετή του καὶ ἐπιμένει στὸ θέλημά του, δὲ μπορεῖ ν᾿ ἀποφύγει τὴν ἔχθρα οὔτε ν᾿ ἀναπαυθεῖ (ψυχικά) οὔτε νὰ δεῖ σὲ ποιὰ σημεῖα ὑστερεῖ. Καὶ ὅταν (ἡ ψυχή του) βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ ἔλεος (ἀπὸ τὸ Θεό).
Ὁ Θεός, περισσότερο ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτο:
Νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὸν πλησίον σὲ ὅλα.
Ἐκεῖνα πάλι ποὺ γεννοῦν τὴ φιλονικία εἶναι τὰ ἑξῆς: ἡ πολυλογία, ἡ μεταφορὰ στὸν καθένα λόγων ποὺ τοῦ ἀρέσουν, ἡ παρρησία, ἡ δολιότητα καὶ τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ ἐπικρατεῖ ὁ λόγος του. Αὐτὰ (κυρίως) εἶναι ποὺ ὁδηγοῦν στὴ φιλονικία, καὶ ἡ ψυχὴ ἐκείνου ποὺ τὰ ἔχει εἶναι κατοικητήριο ὅλων τῶν παθῶν.

Ἀντιόχου τοῦ Πανδέκτη

Ὁ ἐριστικὸς ἄνθρωπος ὄχι μόνο με τοὺς συγγενεῖς του δὲν εἰρηνεύει ποτέ, μὰ οὔτε καὶ μὲ τοὺς ξένους.
Γιατὶ, θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὸν ἐριστικό του λογισμό, πάντα καταφεύγει σὲ ρᾳδιουργίες καὶ συνεχῶς ὀργίζεται, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ταράζει, καὶ φτάνει ἔτσι νὰ γίνεται ἀντιπαθητικός σε ὅλους.
Εἶναι γραμμένο σχετικὰ στὴ Γένεση, ὅτι ὁ Ἠσαῦ πῆρε γυναῖκες ἀλλόφυλες, ποὺ μάλωναν μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴ Ρεβέκκα (26:35).
Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ἡ Ρεββέκα στὸν Ἰσάακ: «Προσώχθικα τῇ ζωῇ μου διὰ τὰς θυγατέρας τῶν υἱῶν Χέτ» (27:46).
Αὐτὸ τὸ χωρίο φανερώνει, ὅτι τὰ μαλώματα ταιριάζουν στοὺς ἄθεους καὶ ὄχι στοὺς πιστοὺς καὶ εὐσεβεῖς.
Γιατὶ οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοὶ καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μιμοῦνται τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλό τους, γιὰ τὸν ὁποῖο ἦταν γραμμένο, ὅτι δὲν θὰ φιλονικήσει οὔτε θὰ φωνάξει οὔτε θ᾿ ἀκούσει κανεὶς τὴ φωνή του στὶς πλατεῖες (Ματθ. 12:19. Πρβλ. Ἡσ. 42:2).
Καὶ αὐτοὶ δὲν προσπαθοῦν νὰ λύσουν ὁποιοδήποτε ζήτημα μὲ μαλώματα καὶ λογομαχίες, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ μονολόγιστη ἐλπίδα (δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ ἀποβλέπει μόνο στὸν Κύριο, χωρὶς νὰ ταλαντεύεται).
Δὲν θέλουν ποτὲ νὰ ἐπιβάλλουν τὸ λόγο τους οὔτε νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ θέλημά τους, ὅπως ἄλλωστε εἶπε καὶ ὁ Κύριος:
«Ἦλθον οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» (πρβλ. Ἰω. 6:38-39).

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ

Ἂν κατοικεῖς μαζὶ μὲ (ἄλλους) ἀδελφούς, μὴ θέλεις νὰ τοὺς διατάζεις, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ εἶσαι παράδειγμα γι᾿ αὐτοὺς στὰ καλὰ ἔργα (πρβλ. Τίτ. 2:7), κάνοντάς τους ὑπακοὴ σ᾿ αὐτὰ ποὺ σοῦ λένε. Ἂν ὅμως παρουσιαστεῖ ἀνάγκη νὰ μιλήσεις, πὲς (τὴν ἄποψή σου) σὰν νὰ δίνεις μία ταπεινὴ συμβουλή. Ἂν πάλι ἕνας ἄλλος ἀδελφὸς φέρει ἀντίρρηση σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἐσὺ λές, νὰ μὴν ταραχθεῖς, ἀλλὰ νὰ ἐγκαταλείψεις τὸ θέλημά σου γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης καὶ ν᾿ ἀπαντήσεις μὲ πραότητα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ἔφερε ἀντίρρηση:
«Ἐγώ, εὐλογημένε, μίλησα σὰν ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἔτσι σκέφτηκα, καὶ συγχώρεσέ με, γιατὶ μίλησα ἐνῷ εἶχα ἄγνοια (τοῦ ζητήματος), γι᾿ αὐτὸ ἂς γίνει ὅπως εἶπες ἐσύ».
Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ φύγει ἄπρακτος καὶ ντροπιασμένος ὁ διάβολος, ποὺ ὑποκινεῖ τὶς ταραχές. Γιατὶ τὸ νὰ φιλονικεῖ κανεὶς καὶ νὰ ὑποστηρίζει τὸ δικό του θέλημα ξεσηκώνει ταραχὲς καὶ θυμὸ δυσκολογιάτρευτο. Καὶ ὁ θυμός, λέει (ἡ Γραφή), «ἐν κόλπῳ ἀφρόνων ἀναπαύσεται» (Ἐκκλ. 7:9). Καὶ (ἀλλοῦ) πάλι: «Ἡ ροπὴ τοῦ θυμοῦ αὐτοῦ πτῶσις αὐτῷ» (Σοφ. Σειρ. 1:22).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει: «Δοῦλον Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι» (Β´ Τιμ. 2:24).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τεῖχος χάλκινο ἀνάμεσα σ᾿αὐτὸν καὶ τὸ Θεό, καὶ πέτρα ποὺ (γυρίζει) καὶ χτυπάει τὸν ἴδιο (τὸν ἄνθρωπο). Ἂν λοιπὸν τὸ ἐγκαταλείψει, θὰ λέει κι αὐτὸς (ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ):
«Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. 17:30).
Ἂν πάλι τὸ δικαίωμα συνεργαστεῖ μὲ τὸ θέλημα, τότε ὁ ἄνθρωπος νικιέται.

***

Ἕνας γέροντας εἶπε:
– Ἡ φιλονικία παραδίνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀργή, ἡ ὀργὴ τὸν παραδίνει στὴν τύφλωση, καὶ ἡ τύφλωση τὸν ὁδηγεῖ στὴ διάπραξη κάθε κακοῦ.

***

Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ρωτήθηκε, ποιὰ εἶναι ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς (Ματθ. 7:14).
Καὶ ἀποκρίθηκε:
– Ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς εἶναι τὸ νὰ ὑποτάσσει κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει, γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὰ θελήματά του. Αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε, καὶ τὸ «ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).

***

Ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος εἶπε:
– Ἂν δὲν γκρέμιζα συθέμελα ὁλόκληρο (τὸ οἰκοδόμημα τοῦ θελήματός μου), δὲν θὰ μποροῦσα νὰ οἰκοδομήσω (πνευματικά) τὸν ἑαυτό μου. Ἂν δηλαδὴ δὲν ἐγκατέλειπα κάθε τί, πού, ἀπὸ τὸ δικό μου θέλημα, μοῦ φαινόταν καλό, δὲν θὰ μποροῦσα ν᾿ἀποκτήσω τὶς ἀρετές.

***

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
– Πῶς πρέπει νὰ εἶμαι στὸν τόπο ποὺ κατοικῶ;
– Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, ἀποκρίθηκε, νὰ ἔχεις τὴ συναίσθηση πὼς εἶσαι πάροικος (δηλαδὴ ξένος, χωρὶς δικαιώματα).
Ἔτσι δὲν θὰ ζητήσεις (ποτέ) νὰ εἶναι πρῶτος ὁ λόγος σου, καὶ θὰ εἶσαι ἀναπαυμένος (ψυχικά).

***

Εἶπε πάλι (ὁ ἀββᾶς Ποιμήν):
– Νὰ μὴν ἱκανοποιήσεις (ποτέ) τὸ θέλημά σου.
Ἀπεναντίας, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν ἀδελφό σου.

***

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολὴ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη:
– Εἶπαν (κάποτε) οἱ κέδροι στὰ καλάμια: «Πῶς ἐσεῖς, μολονότι εἶστε ἀσθενικὰ καὶ ἀδύνατα, δὲν σπᾶτε τὸ χειμῶνα, ἐνῷ ἐμεῖς, ἂν καὶ εἴμαστε τόσο μεγάλοι, συντριβόμαστε ἢ καὶ ξεριζωνόμαστε καμιὰ φορά;» Καὶ τὰ καλάμια ἀποκρίθηκαν: «Ἐμεῖς, ὅταν ἔρθει ὁ χειμῶνας καὶ φυσήξουν οἱ ἄνεμοι, γέρνουμε μὲ τοὺς ἀνέμους πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ, γι᾿αὐτὸ καὶ δὲν σπᾶμε. Ἐσεῖς ὅμως κινδυνεύετε, ἐπειδὴ ἀντιστέκεστε στοὺς ἀνέμους».
Καὶ (μετὰ ἀπ᾿αὐτὴ τὴν παραβολή) εἶπε (συμπερασματικά) ὁ γέροντας:
– Πρέπει (λοιπόν) νὰ ὑποχωροῦμε ὅταν μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ δίνουμε «τόπον τῇ ὀργῇ» (Ρωμ. 12:19).
Νὰ μὴν ἐρχόμαστε σὲ σύγκρουση οὔτε νὰ πέφτουμε σὲ κακοὺς λογισμοὺς οὔτε νὰ λογομαχοῦμε καὶ νὰ δημιουργοῦμε ζητήματα.

***

Δυὸ γέροντες ζοῦσαν μαζὶ πολλὰ χρόνια, καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν.
Εἶπε λοιπὸν (κάποτε) ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
– Ἂς μαλώσουμε κι ἐμεῖς μία φορά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
– Μὰ δὲν ξέρω πῶς γίνεται τὸ μάλωμα, ἀπάντησε ὁ ἄλλος.
– Νά, εἶπε ὁ πρῶτος, θὰ βάλω μία μικρὴ πλίθα στὴ μέση, καὶ θὰ λέω πὼς εἶναι δική μου. Ἐσὺ πάλι θὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ δική σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνει ἡ ἀρχή.
Ἔβαλε λοιπὸν στὴ μέση τὴν πλίθα καὶ εἶπε στὸν ἄλλον:
– Αὐτὴ εἶναι δική μου.
– Ὄχι, εἶπε αὐτός, δική μου (εἶναι).
– Ἔ, ἂν εἶναι δική σου, πάρε την καὶ πήγαινε, ἀποκρίθηκε ὁ πρῶτος.
Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ μαλώσουν.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ ἐν τῇ μάνδρᾳ

Ὅταν ὁ (ὅσιος) Συμεὼν σοφίστηκε τὸν πρωτόγνωρο (γιὰ τὴν ἐποχή του) τρόπο ἀσκήσεως πάνω στὸ στῦλο καὶ διαδόθηκε ἔντονα ἡ φήμη του παντοῦ, οἱ ἐρημίτες πατέρες ξαφνιάστηκαν ἀπὸ τὸ ἀσυνήθιστο καὶ παράδοξο αὐτὸ ἐγχείρημα. Τοῦ στέλνουν λοιπὸν κάποιους μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν ἐπιπλήξουν γιὰ τὴν περίεργη ἐπινόησή του καὶ νὰ τοῦ συστήσουν ν᾿ ἀκολουθήσει χωρὶς περιφρόνηση τὸν συνηθισμένο καὶ δοκιμασμένο ἀπὸ τοὺς ἁγίους δρόμο, ὅπου βαδίζοντας τόσα πλήθη μακαρίων (ἀνδρῶν), ἀνέβηκαν ὡς τὰ ἐπουράνια καὶ κατοίκησαν σ᾿ ἐκεῖνα τὰ αἰώνια σκηνώματα. Ἔπειτα ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ σκέψη (τοῦ ὁσίου) ἦταν θεάρεστη καὶ ἐκεῖνοι ἀντιμετώπιζαν τὴν ὑπόθεση ἀνθρώπινα, ἔδωσαν στοὺς ἀπεσταλμένους κι αὐτὴ τὴν παραγγελία: Ἂν μὲν δοῦν τὸν ἄνδρα ν᾿ ἀρνεῖται τὸ θέλημά του καὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ κεῖ (ποὺ εἶχε ἀνέβει, ὑπακούοντας σ᾿ αὐτούς), νὰ τὸν συγκρατήσουν ἀμέσως καὶ νὰ τὸν προτρέψουν νὰ μείνει σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του, γιατὶ ἔτσι θὰ θεωροῦσαν ὅτι πρόκειται γιὰ θεία οἰκονομία, καὶ δὲν θὰ εἶχαν πιὰ γιὰ τὸ μέλλον τὸ φόβο, ὅτι μία τέτοια ἀρχὴ δὲν θὰ καταλήξει καὶ σὲ καλὸ τέλος. Ἂν πάλι (ὁ ὅσιος) δυσφοροῦσε καὶ δὲν ἀνεχόταν οὔτε λίγες συμβουλὲς (ν᾿ ἀκούσει), ἀλλὰ πεισματικὰ καὶ ἀσυλλόγιστα ἀκολουθοῦσε τὸ δικό του θέλημα, τότε θὰ γινόταν ὁπωσδήποτε φανερό, ἔλεγαν, ὅτι βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη – ὁπότε ποιὸς δὲν θὰ ἔλεγε ὅτι ὁ πονηρὸς τοῦ εἶχε βάλει αὐτοὺς τοὺς λογισμούς; Σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση πρόσταζαν (οἱ πατέρες τοὺς ἀπεσταλμένους τους) νὰ τὸν τραβήξουν κάτω καὶ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ στῦλο ἀκόμα καὶ μὲ τὴ βία.
Φτάνοντας λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ τέτοια ἐντολὴ στὸν πατέρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ὑπακοῆς Συμεών, κυριεύθηκαν ἀπὸ σεβασμὸ ἀπέναντί του μόλις κιόλας τὸν εἶδαν καὶ τὸν χαιρέτισαν. Δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ τὸν κοιτάξουν στὸ πρόσωπο. Ὅμως, γιὰ τὴν ἐντολὴ τῶν πατέρων ποὺ τοὺς ἔστειλαν καὶ γι᾿ αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ καλὸ τῆς ἐκπληρώσεώς της, τοῦ λένε χωρὶς περιστροφὲς ὅλα ὅσα τοὺς εἶχαν πεῖ ἐκεῖνοι. Κι ὁ ἀληθινὰ πρᾷος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ (Συμεών), δέχθηκε μὲ πραότητα τὴν ἐπιτίμησή τους. Δὲν ἀντιμίλησε, δὲν ἀγανάκτησε, δὲν τὴ συζήτησε, δὲν εἶπε τίποτα, οὔτε πολλὰ οὔτε λίγα. Ἀπεναντίας μάλιστα, ἀφοῦ δέχθηκε τὴν ἐπιτίμηση μὲ ἱλαρὸ βλέμμα καὶ χαμηλωμένα μάτια, ἔκανε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ στῦλο, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ καὶ εὐγνωμονώντας τοὺς πατέρες γιὰ τὴν φροντίδα τους. Ἀμέσως τότε οἱ ἀπεσταλμένοι τὸν σταματοῦν καὶ τοῦ φανερώνουν τὴν κρίση τῶν πατέρων. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχήθηκαν στὸ Συμεὼν νὰ μείνει μόνιμα καὶ σταθερὰ πάνω στὸ στῦλο, νὰ ἔχει καλὸ τέλος καὶ (ν᾿ἀξιωθεῖ) μὲ ἀσφάλεια τὴν ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς κόπους του, ἀναχώρησαν.

Share Button