Ο ΑΠΛΟΥΣΤΑΤΟΣ ΓΕΡΟ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
O “KOMΠΟΣΧΟΙΝΑΣ”
Γνωρίσαμε τον γεροΧαράλαμπο τον «Κομποσχοινά» όπως τον έλεγαν όλοι στο Όρος, τη δεκαετία του ’90. Ψηλός και λίγο καμπουριαστός γέροντας -λεβεντόγερος!- και πάντα χαμογελαστός…
Όποτε και να τον έβλεπες κομποσχοίνι έπλεκε! Είτε μέρα είτε νύχτα! Είχε τόσο εξασκηθεί που δεν χρειαζόταν να κοιτά για να τραβήξει τα κορδονάκια κατά το πλέξιμο του κομποσχοινιού· όσοι ξέρουν να πλέκουν καταλαβαίνουν τι δύσκολο που είναι…
Λίγες οι κουβέντες του, συνήθως αμίλητος. Μετρημένος και προσεκτικός, ποτέ δεν νομίζω να μάλωσε η να προσέβαλε κανέναν. Εκείνο που τον χαρακτήριζε πάντως ήταν η υπερβολική απλότητα! Μά τόσο απλός που έλεγες μήπως σε…κοροϊδεύει!
Μια μέρα πήγαμε στο κελλί του να τον επισκεφθούμε με έναν άλλον αδελφό. Κατεβήκαμε ένα δρομάκι στριφτό και ξάφνου ακούσαμε τη χαρακτηριστική φωνή του: «Σιγά μη μου χαλάσετε τον κήπο!» Κοίταξα δεξιά –αριστερά….που είναι ο κήπος; Και κατάλαβα! Μέσα στο μονοπάτι είχε ρίξει ο ευλογημένος κουκιά τα οποία-παραδόξως-φύτρωσαν και είχαν βγεί κάτι…χαμένα κουκάκια, που ούτε τάβλεπες. Ο…κήπος! Τα έτρωγε δε πάντα ωμά.
Μια μέρα πήγαμε στο κελλί του να τον επισκεφθούμε με έναν άλλον αδελφό. Κατεβήκαμε ένα δρομάκι στριφτό και ξάφνου ακούσαμε τη χαρακτηριστική φωνή του: «Σιγά μη μου χαλάσετε τον κήπο!» Κοίταξα δεξιά –αριστερά….που είναι ο κήπος; Και κατάλαβα! Μέσα στο μονοπάτι είχε ρίξει ο ευλογημένος κουκιά τα οποία-παραδόξως-φύτρωσαν και είχαν βγεί κάτι…χαμένα κουκάκια, που ούτε τάβλεπες. Ο…κήπος! Τα έτρωγε δε πάντα ωμά.
Όταν φτάσαμε στο κελλί του ψάξαμε να τον βρούμε, καλά, από που ήρθε η φωνή του; Τελικά τον ανακαλύψαμε μέσα σε μια τρύπα στη γη (!) που είχε σκάψει και ξάπλωνε με τα πόδια λίγο ψηλότερα γιατί είχε φλεβίτη, πλέκοντας βέβαια πάντα κομποσχοίνι.
-Τι κάνεις εδώ γέροντα;
-Ε, να κάθομαι εδώ που έχει δροσιά….Καλώς ήλθατε! Να σάς κεράσω….
-Ε, να κάθομαι εδώ που έχει δροσιά….Καλώς ήλθατε! Να σάς κεράσω….
Σηκώθηκε με δυσκολία και μπήκε στο καλύβι του. Μετά από λίγο γύρισε κρατώντας ένα (άθλιο) πλαστικό μπώλ με κάτι λουκούμια , που, όπως συμπέρανα σε λίγο που προσπάθησα να δαγκώσω ένα, πρέπει να τα είχε αρκετές…δεκαετίες.
-Ωραία! Τώρα νεράκι…
-Ωραία! Τώρα νεράκι…
Μπήκε πάλι μέσα και γύρισε κρατώντας κάτι κονσερβοκούτια από καλαμάρια που παλαιά μας έδιναν «τράνζιτα» (αφορολόγητα) και τα λέγαμε «Πορτόλες» γιατί η μάρκα λεγόταν «Πορτόλα». Στο πλάι του καλυβιού του υπήρχε ένα λάστιχο, το ξεβίδωσε στην ένωση και έτρεξε νερό. Ξέπλυνε τα κονσερβοκουτάκια και έβαλε φρέσκο νεράκι να μας κεράσει.
-Ορίστε! Καλώς ήλθατε πατέρες μου!
Κοίταξα μια το κουτάκι και μια τον αδελφό που πήγαμε μαζί…Μέσα στο κουτάκι υπήρχε ένα στρώμα ακαθορίστου χρώματος στον πάτο και τα τοιχώματα μέχρι ένα ύψος… Ο αδελφός χαμογέλασε και το ήπιε λέγοντας «το κέρασμα της ερήμου ευλογημένε!». Εγώ δεν τα κατάφερα, το ομολογώ! Το έχυσα δίπλα με τρόπο…
Πως ζούσε εκεί ο ευλογημένος, γέρος άνθρωπος… Μέσα το καλυβάκι του δεν είχε σκεπή παρά μόνο στην μία πλευρά, η άλλη πλευρά ήταν εκτεθειμένη στη βροχή.
Κοίταξα μια το κουτάκι και μια τον αδελφό που πήγαμε μαζί…Μέσα στο κουτάκι υπήρχε ένα στρώμα ακαθορίστου χρώματος στον πάτο και τα τοιχώματα μέχρι ένα ύψος… Ο αδελφός χαμογέλασε και το ήπιε λέγοντας «το κέρασμα της ερήμου ευλογημένε!». Εγώ δεν τα κατάφερα, το ομολογώ! Το έχυσα δίπλα με τρόπο…
Πως ζούσε εκεί ο ευλογημένος, γέρος άνθρωπος… Μέσα το καλυβάκι του δεν είχε σκεπή παρά μόνο στην μία πλευρά, η άλλη πλευρά ήταν εκτεθειμένη στη βροχή.
-Καλά, τι κάνεις γέροντα όταν βρέχει;
-Ευλογημένε, το έχω το κρεβάτι μου από την άλλη μεριά, δεν βλέπεις;
-Ευλογημένε, το έχω το κρεβάτι μου από την άλλη μεριά, δεν βλέπεις;
Το καλούμενο «κρεβάτι», ένα ξύλινο κατασκεύασμα στο…ταβάνι σχεδόν κολλητό, για να το πιάνει η ζέστη, όπως έλεγε ο καλοκάγαθος γέρων. Όσο για ζέστη… μια σόμπα μικρού μεγέθους που γέμιζε από πάνω. Για να βάλει τα μεγάλα ξύλα μέσα τα σκέπαζε με έναν…γκαζοντενεκέ για να μεγαλώσει ο χώρος της σόμπας! Έλεγες βέβαια καλύτερα που δεν έχει σκεπή το καλύβι γιατί σίγουρα θα είχε σκάσει από τους καπνούς ο γεροΧαράλαμπος…
Το γούστο είναι που ήταν και … εφευρετικός αλλά και πρωτοπορειακός! Ήταν ο πρώτος που αγόρασε αλυσοπρίονο στο Όρος. Και επειδή του είπαν να προσέχει μήπως βρει η αλυσίδα και τιναχθεί και τον κόψει τι μηχανεύθηκε; έπιασε και φόρεσε στα χέρια και πόδια του…μπουριά από σόμπες και δυο φύλλα λαμαρίνας στο στήθος και την πλάτη. Σαν τον …..Ρόμποκοπ ήταν!
Μια φορά ένας προσκυνητής του χάρισε μια χύτρα ταχύτητος. Την πήρε λοιπόν ο μακάριος γέροντας να μαγειρέψει, αλλά την έβαλε πάνω στην φωτιά με τα ξύλα, με αποτέλεσμα να καεί αμέσως το λάστιχο γύρω-γύρω και να λειτουργεί σαν…κανονική κατσαρόλα.
Όταν έμενε στην Σκήτη Κουτλουμουσίου πήγαινε στο Κυριακό για την λειτουργία της Κυριακής. Παλιά δεν άναβαν σόμπες στους Ναούς στο Άγιον Όρος. Αυτός ο καϋμένος κρύωνε και επειδή δεν άντεχε τόσες ώρες, τυλιγόταν πάνω από το ράσο με μια…κουβέρτα, χωρίς να ενδιαφέρεται που τον έβλεπαν οι άλλοι μοναχοί και προσκυνητές, με αποτέλεσμα να του βγάλουν το παρατσούκλι «Αββάς Σινδόνιος».
Η πιο αξιομνημόνευτη όμως ιστορία του ήταν όταν του ζήτησε ένας μοναχός το κελλί που είχε και έμενε δίπλα στο Πρωτάτο, στις Καρυές. Αμέσως δέχθηκε να του το δώσει ενώ ήταν ήδη γέρος και όδευε στα ογδόντα. Του το παρέδωσε και πήγε να μείνει σε ένα απομακρυσμένο Σταυρονικητιανό κελλί στην έρημο της Καψάλας. Ένα πρωϊνό στην πλατεία των Καρυών ακούστηκε ένας παρατεταμένος θόρυβος σαν να κυλούσαν ντετζερέδες…Βγαίνουν έξω από τα καταστήματα πατέρες, μαγαζάτορες και προσκυνητές και τι να δούν! Ο γεροΧαράλαμπος, απαθέστατος έπλεκε κομποσχοίνι, έχοντας δέσει στην μέση του ένα σχοινί που τραβούσε πίσω του όλη του την πραμάτεια! Μια κατσαρόλα, πιο πίσω ένα μπρίκι, μετά το κουτί με τις χάντρες για τα κομποσχοίνια, ένα σκαλιστήρι και πάει λέγοντας….
Όσα χρήματα έβγαζε από τα κομποσχοίνια συνήθως τα μοίραζε, είτε σε μοναχούς που δυσκολεύονταν είτε στα παιδάκια της Αθωνιάδος Σχολής…
Από την πολλή του απλότητα παρεσύρθη κάποτε και ακολούθησε τους ζηλωτές αλλά κατάλαβε το λάθος του και επέστρεψε στην Εκκλησία.
Στο τέλος της ζωής του γηροκομήθηκε από τους καλούς πατέρες της Μονής Σταυρονικήτα, από όπου και ανεχώρησε για τον ουρανό το 1998.
Στο τέλος της ζωής του γηροκομήθηκε από τους καλούς πατέρες της Μονής Σταυρονικήτα, από όπου και ανεχώρησε για τον ουρανό το 1998.
Χάσαμε έναν παλαιό Αγιορείτη, γνήσιο εκφραστή της Αγιοπατερικής παραδόσεως του «λάθε βιώσας». Άγνωστος μεταξύ πάντων, με χαρά και χαμόγελο βίωνε την απλότητα της άλλης βιοτής…. Νάχουμε την ευχή του….