Ο Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

ieronymos-tis-aiginas

Ο Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας είναι ένας από τους μεγάλους αγίους Γέροντες της εποχής μας. Ήταν παλαιοημερολογίτης. Το ησυχαστήριό του στην Αίγινα, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ακολουθεί την πνευματική του παράδοση με αυστηρότητα και αποφεύγει κατά το δυνατόν κάθε σχέση με τον εισαγόμενο “πολιτισμό” (π.χ. δεν ήθελαν να έχουμε κινητά τηλέφωνα, ούτε και να αφήσουμε ευρώ).

Αυτά δεν εμποδίζουν τους ορθόδοξους χριστιανούς του ν.ημ. να σέβονται το Γέροντα ως άγιο (όπως και άλλους ΓΟΧ), ενώ το βιογραφικό του υπάρχει σε αρκετές νεοημερολογίτικες ιστοσελίδες, και εμείς το λαμβάνουμε από την ιστοσελίδα Σύγχρονοι Γέροντες (εκεί θα δείτε κι άλλα για το Γέροντα). Δυστυχώς, δε βλέπω να αναφέρεται ότι ήταν Ζηλωτής (π.ημ.). Υπάρχει μόνο ένας υπαινιγμός, στην ημερομηνία της κοίμησής του, που δίνεται με το π.ημ. Ίσως δεν το γνώριζε ο αδελφός ή ίσως ένιωσε αμηχανία, ξέροντας την ένταση στην Εκκλησία (αλλού π.χ. ο Γέροντας λοιδορείται ως “αιρετικός Φλωριναίος”). Από μένα είναι συγχωρεμένος, ελπίζω κι από σένα, αδελφέ αναγνώστη, και τελικά από το Θεό.

Ο Γέρων ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, κατά κόσμον ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, γεννήθηκε το έτος 1883 εις το Μικρασιατικό Χωρίον Γκέλβερη της Καππαδοκίας.

Οι γονείς του ΑΝΕΣΤΗΣ και ΕΛΙΣΑΒΕΤ, απέκτησαν 6 (εξ) τέκνα, μεταξύ των οποίων και τον εκ κοιλίας μητρός κεκλημένον ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ τον μετέπειτα γνωστόν μας Πατέρα-Γέροντα ΙΕΡΩΝΥΜΟ.


Μεγάλωσε και ανετράφη σε περιβάλλον προσευχής, ασκήσεως και αγιότητας. Τα προσευχητικά δάκρυα της μητέρας του, ήσαν τα πρώτα πού επέδρασαν στην ευαίσθητη ψυχή του Βασιλείου. Επίσης και τα άγια παραδείγματα των Ασκητών-Τρωγλοδυτών Αγίων της περιοχής του, οι οποίοι εκρύπτοντο και ζούσαν εν αφάνεια στα διάσπαρτα αυτά «κέντρα» προσευχής των βράχων της Καππαδοκίας.


Εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Μητροπολίτου Σωφρονίου εις την Αμισόν. Επισκεφθείς τους Αγίους Τόπους, ως Διάκονος, παρέμεινε επί εννέα μήνας εις την Ι. Μονήν του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη ποταμό.


Επιστρέφων, διωρίσθη Διάκονος εις τον Ί. Ναόν Αγίου Γεωργίου εις Κωνσταντινούπολη, οπού και αφήκε την «σφραγίδα» του, διότι εθαυμάζετο δια τάς αρετάς και την αγιότητά του, τον ζήλο και την καλλικέλαδο φωνή του.


Η Μικρασιατική καταστροφή, έφερε εις την Ελλάδα το «πτηνόν της ερήμου», τον «Ερωδιόν», Ασκητή Διάκονο Βασίλειον.


Η Νήσος ΑΙΓΙΝΑ, αμέσως μετά την στέρησιν του Αγίου της, Αγίου Νεκταρίου, το έτος 1922, υπεδέχθη τον Διάκονο Βασίλειον, πού ήλθε «από την μεγάλη στεριά, όπως θα έλεγε ό Κόντογλου, από τα Αγια χώματα της Ανατολής: από την Καππαδοκία, πού την τίμησαν και την δόξασαν τόσοι Μάρτυρες και Όσιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Π. Πάσχος).


Την εποχή εκείνη Ιεροκήρυξ εις την Αίγινα, ήτο ο μετέπειτα Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων, ο οποίος εξετίμησε και ηγάπησε τον Καππαδόκη Διάκονο Βασίλειον. Οτε δε έγινε Μητροπολίτης Καρυστίας, εις μίαν επίσκεψίν του εις την Αίγινα, μετά πολλάς πιέσεις προς τον Βασίλειον, τον έπεισε και τον χειροτόνησε εις Ιερέα, δίδων εις αυτόν και το Οφίκιων του Αρχιμανδρίτου.

Μετά εν έτος έλαβε και το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα από τον Αγιον Γέροντα ΙΕΡΩΝΥΜΟ Σιμωνοπετρίτη, λαβών το όνομα ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ.


Στην αρχή της Ιερατεία του, κάποια μέρα, την ώρα που έκαμε προσκομιδή είδε ένα φοβερό δράμα (τον Κύριόν μας ως βρέφος επάνω στην Αγία Τράπεζα) το οποίον τόσο πολύ τον συνεκλόνισε ώστε έγινε η αφορμή, να παύση να ιερουργεί, διότι ήτο τόσο το δέος του, που θεωρούσε ανήμπορα τα χέρια του να λογχίζουν το Σώμα του Κυρίου μας.


Κατόπιν και μέχρι της κοιμήσεώς του, απεσύρθη εις ιδιόκτητο Ησυχαστήριον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ».

Εις το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητικούς αλλά και Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), που ενθύμιζε τους λαξευτούς διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος του, άλλοτε εγίνετο «η κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος επισκεπτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση.

Οι συμβουλές του και η προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές.

Και μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το είναι του, η Χάρις και η Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέροντος, της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!».


Είχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο, ώστε ο επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!


Εκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθενείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.


Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ να μας σκέπουν, προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας, διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.

Εκτενέστερο βιογραφικό του Γέροντα, όπου αναφέρονται η απώλεια του χεριού του και η προσχώρηση στο παλαιό ημερολόγιο (από εδώ)

Γέροντας Ἱερώνυμος Aἰγίνης

(1883-1966)

    

       Ὁ γέροντας Ἱερώνυμος -κατά κόσμον Βασίλειος Ἀποστολίδης- γεννήθηκε στό Γκέλβερι τῆς Καππαδοκίας τό 1883. Τό χωριό αὐτό ταυτίζεται ἀπό πολλούς μέ τήν ἀρχαία Καρβάλη, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή (1922), ἳδρυσαν τήν Νέα Καρβάλη, πόλη κοντά στήν Καβάλα.

           Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, τό χωριό του θεωρεῖται μέρος ὃπου παλαιότερα ὑπῆρχαν κελλιά καί μοναστήρια, τά περισσότερα λαξευμένα σέ βράχους. Τό ἲδιο τό ὂνομα τοῦ χωριοῦ ἐπιβεβαιώνει τά παραπάνω. Ἡ λέξη Γκέλβερι εἶναι παραφθορά τῆς προγενέστερης ὀνομασίας “Κελλίβαρα”, μιᾶς μικτῆς ἑλληνοτουρκικῆς λέξης πού ἑρμηνεύεται ὡς “τόπος μέ πολλά κελλιά”.

           Ὃπως μαρτυρεῖ καί ὁ ἲδιος ὁ γέροντας, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἦταν βαθιά θρησκευόμενοι καί γνώριζαν τήν κατανυκτική-καρδιακή προσευχή, διά μέσου τῆς ὁποίας ἒφθαναν σέ ὑψηλά πνευματικά ἐπίπεδα.  Ἂλλωστε ἡ Μικρά Ἀσία καί ἰδιαίτερα ἡ Καππαδοκία, εἶχαν ἀναδείξει στό παρελθόν μεγάλους ἁγίους (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος κ. ἂ). Ἦταν λοιπόν ἀναμενόμενο καί ὁ ἲδιος ὁ γέροντας ἢδη ἀπό τά παιδικά του χρόνια νά ἒλθει σέ ἐπαφή μέ πνευματικούς ἀνθρώπους. Ἒτσι σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἒδωσε στήν μητέρα του τήν ὑπόσχεση ὃτι θά άκολουθήσει τόν ἂγαμο βίο, ἀφιερώνοντας τόν ἑαυτό του στόν Χριστό.

           Περίπου 20 ἐτῶν χειροτονήθηκε διάκονος στήν Ἀμισσό (1) καί ὓστερα πῆγε στήν Καισάρεια, ἐπειδή κάποιοι συμπατριῶτες του κινήθηκαν ἐναντίον του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσουν. Μετά ἀπό ἀρκετό χρονικό διάστημα ἐπέστρεψε στό Γκέλβερι, ὃπου τοῦ προτάθηκε νά χειροτονηθεῖ  ἱερέας. Αὐτός ἀπέρριψε τήν πρόταση, ἐπειδή μερικοί ἂνθρωποι στό χωριό του δέν τόν ἢθελαν. Οἱ ἐχθροί του προσπάθησαν ἐπανειλημμένως νά τόν βλάψουν καί ὁ μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος βλέποντας τίς προθέσεις τους ἀποφάσισε νά τόν στείλει στό Ἃγιο Ὂρος. Ὁ πατήρ Βασίλειος ὃμως, πικραμένος ἀπό τήν συμπεριφορά τῶν συμπατριωτῶν του, προτίμησε νά πάει γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους.

           Σέ ἡλικία 28 ἐτῶν ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους ὃπου ἒνιωσε τέτοια συντριβή καί ἒζησε τέτοια ψυχική ἀνάταση, ὣστε ἀκόμη καί μετά ἀπό 50 χρόνια, νά δακρύζει, ὃταν μιλοῦσε γιά τά μέρη αὐτά. Στά Ἱεροσόλυμα γνώρισε τήν μοναχή Εὐπραξία καθώς καί τόν ἀδελφό της τόν γνωστό γέροντα Ἀρσένιο(τότε πατέρα Ἀναστάσιο), ὁ ὁποῖος ἀργότερα συνδέθηκε μέ τόν ἁγιορείτη γέροντα Ἰωσήφ Σπηλαιώτη. Ἡ γερόντισσα ἀργότερα ἒζησε κοντά στόν γέροντα Ἱερώνυμο ὡς ὑποτακτική του καί  τον διακόνησε μέχρι τήν κοίμησή του.

           Φεύγοντας ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους ἐγκαταστάθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ περίμενε ὅτι θά ἒβρισκε ἒντονη πνευματική ζωή, ἀλλά γρήγορα ἀπογοητεύτηκε. Παρέμεινε βέβαια στήν Πόλη, ὃπου καί τοποθετήθηκε ὡς διάκονος στό Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄. Παράλληλο ἒργο του εἶχε τό κήρυγμα καί μιλοῦσε στούς πιστούς “γιά τόν Χριστό μας, γιά την κατανυκτική προσευχή, τά δάκρυα, τήν ταπείνωση…”  (2).

            Ἡ Καταστροφή τοῦ 1922 βρῆκε τόν γέροντα ἢδη 10 χρόνια στήν Κωνσταντινούπολη (1912-1922). Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει γιά τήν Ἑλλάδα.Ὓστερα ἀπό περιπέτειες καί βαθιά ἀπογοήτευση γιά τήν πνευματική κατάσταση τῆς χώρας, ἐγκαταστάθηκε στήν Αἲγινα, ὃπου οἱ μνῆμες ἦταν ἀκόμη νωπές ἀπό τόν Ἃγιο Νεκτάριο (1920).

           Πρός τό τέλος τοῦ 1922 διορίστηκε διάκονος στό νοσοκομεῖο τῆς Αἲγινας καί λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του καί ἒπειτα τελοῦσε καθημερινά ἐπί 40 ἡμέρες τήν Θεία Λειτουργία καί ζοῦσε σέ κατάσταση θείας μεταρσιώσεως. Τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα,ἐνῶ τελοῦσε τήν ἀναίμακτη θυσία, εἶδε μέσα στό Ἃγιο Ποτήριο τήν μετουσίωση τοῦ ἂρτου καί τοῦ οἲνου σέ Τίμιο Σῶμα καί Πανάγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Λόγῳ ὃμως τῆς βαθιᾶς του ταπεινώσεως διηγήθηκε τό θαῦμα αὐτό στήν διευθύντρια τοῦ νοσοκομείου ὡς ἐμπειρία ἃλλου ἰερέα καί ὑπέβαλε τήν παραίτησή του, θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά ὑπηρετεῖ τό Ἱερό Θυσιαστήριο.

           Μετά ἀπό αὐτό πραγματοποίησε ἓνα προσκυνηματικό ταξίδι στό Ἃγιο Ὂρος. Ἐκεῖ γνώρισε  τόν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σιμωνόπετρας Ἱερώνυμο ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἐπισκέφθηκε τήν Αἲγινα καί τοῦ ἒδωσε τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί τό ὂνομά του.

 

           Τόν Αὒγουστο τοῦ 1942 ἐπισημοποίησε τήν ἀπόφασή του νά ἀκολουθήσει τό παλαιό ἡμερολόγιο ἁπλά καί ἀθόρυβα, ἀποστέλλοντας μιά ἐπιστολή  στόν Σεβασμιώτατο Ὓδρας  Προκόπιο. Τό γεγονός αὐτό δέν ἐπηρέασε τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι στά πνευματικά του παιδιά. Συνέχισε νά δέχεται ὃλους μέ τήν ἲδια ἀγάπη, ἀνεξαρτήτως ἂν ἀκολουθοῦσαν τό παλαιό ἢ τό νέο ἡμερολόγιο. Ποτέ ἂλλωστε δέν ἒλαβε μέρος σέ συζητήσεις γιά ἡμερολογιακά θέματα καί τό μόνο πού ἒκανε ἦταν νά ὁμολογεῖ ὃτι ἀκολουθεῖ τό παλαιό ἡμερολόγιο ἐπειδή “αὐτό εἶναι τό σωστό”.          

           Μετά τήν γερμανική Κατοχή (1945) τραυματίστηκε ἀπό ἓνα βλῆμα πού ἂφησε ἓνας Γερμανός στρατιώτης στό μοναστήρι, τοῦ ἒκοψαν τό ἓνα χέρι πάνω ἀπό τόν ἀγκώνα [βλ. φωτο δίπλα (από εδώ)] καί ἒχασε τήν ἀκοή του, ἡ ὁποία ἐπανῆλθε μετά ἀπό θαῦμα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.Ὓστερα ἀπό αὐτό ἐγκαταστάθηκε στό ἡσυχαστήριo «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου», τό ὁποῖο ὁ ἲδιος εἶχε οἰκοδομήσει καί ἐκεῖ δεχόταν πλῆθος ἀνθρώπων πού πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν καί νά ὠφεληθοῦν ἀπό τήν πνευματικότητα του.

           Κύρια ἐνασχόλησή του ἦταν ἡ προσευχή. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμα τῆς προσευχῆς του, τά μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα. Ὁ γέροντας εἶχε ἀγαπήσει ἰδιαίτερα καί εἶχε ἐνστερνιστεῖ τούς ἀσκητικούς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ἡ ζωή του ἦταν ἀποτύπωμα ὃσων διάβαζε ἀπό αὐτόν τόν ἀσκητή. Ἦταν κατά τά λεγόμενα ὃσων τόν γνώριζαν: ” ἓνας ἂλλος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος! “.

           Τό καλοκαίρι τοῦ 1966 ἡ κλονισμένη ὑγεία του χειροτέρευσε καί διακομίσθηκε στήν Ἀθήνα, στό νοσοκομεῖο “Ἀλεξάνδρα”, ὃπου διαπιστώθηκε ὃτι πάσχει ἀπό καρκίνο τῶν πνευμόνων. Παρά τήν σοβαρή ἀσθένειά του, ἀκόμη καί ἀπό τό νοσοκομεῖο βοηθοῦσε τούς ἀρρώστους μέ τήν προσευχή του, μέ τό παράδειγμά του καί μέ τίς συμβουλές του.       

           Ἡ κοίμησή του συνέβη τό ἲδιο ἒτος. Συγκεκριμένα τήν Κυριακή 16 Ὀκτωβρίου(3/10 Π.Η) ὁ γέροντας ἀναχώρησε ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή. Χιλιάδες κόσμου, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἀρχές παρευρέθηκαν στή ἐξόδιο ἀκολουθία του. Τάφηκε στό ἡσυχαστήριό του, σέ τάφο πού ὁ ἲδιος εἶχε κατασκευάσει ἒχοντας διαρκῆ μνήμη θανάτου.

           Ὁ γέροντας Ἱερώνυμος διακρινόταν γιά τό προορατικό του χάρισμα. Ὃμως ἡ βαθιά του ταπείνωση τό κάλυπτε. Κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του ἒσωσε μέ τά θαύματά του ἑκατοντάδες ἀνθρώπους ἀπό θάνατο σωματικό,κυρίως ὃμως ἀπό πνευματικό.

            Στήν πορεία τῆς ζωῆς του ὁ γέροντας συνδέθηκε μέ κληρικούς πού ξεχωρίζουν γιά τήν πνευματικότητά τους. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται οἱ: γέροντας Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης(1957), γέροντας Ἰωσήφ Σπηλαιώτης(1959) (3) , γέροντας Ἀρσένιος Σπηλαιώτης (1983) (4) καί ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Νήφων Ἀστυφίδης(1994).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Μπότσης Πέτρος, “Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἲγινας”, Ἀθήνα 1996
  2. Νούση Σωτηρία, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἲγινας (1883-1966) , Ζ’ Ἒκδοση (Φεβρουάριος 2010) , Ἐκδόσεις Ἑπτάλοφος

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1)       Ἀμισσός: Παράλια πόλη τοῦ Εὐξείνου Πόντου, στήν βόρεια ἀκτή τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κοντά στήν Σαμψοῦντα

(2)       Μπότσης Πέτρος, Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἲγινας, Ἀθήνα 1996, σελ. 63

(3)       ὃ. π. , σελ. 275 – 276

(4)       ὃ. π. , σελ. 54 – 55

Share Button