ΕΚΔΟΣΗ ΕΚΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ .
ΠΑΡΟΣ 1996
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ, ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΝ ΣΕ ΤΙΜΩΜΕΝ, ΑΡΣΕΝΙΕ ΩΣ ΆΓΓΛΟΣ ΓΑΡ ΩΦΘΗΣ ΕΠΙ ΓΗΣ ΑΣΚΗΣΕΙ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΑΡΕΤΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΕΔΟΞΑΣΘΗΣ ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΑΤΕΡ ΧΑΡΙΣΕΙ. ΔΟΞΑ ΤΟ ΣΕ ΔΟΞΑΣΑΝΤΙ ΧΡΙΣΤΩ, ΔΟΞΑ ΤΟ ΣΕ ΘΑΥΜΑΣΤΩΣΑΝΤΙ, ΔΟΞΑ ΤΩ ΔΩΡΗΣΑΜΕΝΩ ΣΕ ΗΜΙΝ, ΠΡΕΣΒΥΝ ΑΚΟΙΜΗΤΟΝ
Γέννησις, ανατροφή και παιδεία του Αγίου.
«Ό πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με».
«Ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί». (Ψαλμ. 26, 147).
Ο εν εσχάτοις τοις καιροίς αναλάμψας ως αστήρ φαεινός εν τω της ορθόδοξου Εκκλησίας νοητώ Όσιος Πατήρ ημών Αρσένιος Σεργίου Σεργιάδης γεννήθηκε στα Ιωάννινα της Ηπείρου από ευσεβής γονείς την 31 Ιανουαρίου του έτους 1800, ονομασθείς εν τω Αγίω Βαπτίσματι Αθανάσιος. Παιδιού έτι όντος, ετελεύτησαν οί γονείς του και έμεινε ορφανός. Άλλα δεν έμεινε ορφανός από τον Ούράνιον Πατέρα, διότι από την στιγμήν πού τον εγκατέλιπον οί γονείς του, μεταβάντες εκ της επιγείου πατρίδος εις την ουράνιον, ευθύς τον προσέλαβεν και τον ανέλαβε ο Ουράνιος Πατήρ και επληρώθη ακριβώς εις αυτόν το Προφητικό και Ψαλμικό λόγιον «Ό πατήρ μου και ή μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με…» «Όρφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί».
Και ήτο ποτέ δυνατόν ο Πανάγαθος Θεός και Πατήρ ημών ο Ουράνιος, εκείνος όστις εποίησε τα πάντα, ορατά τε και αόρατα, εκείνος όστις με αρμονία ακατανόητο και ανερμήνευτον κυβερνά πασαν την κτίσιν και προνοεί περί πάντων των κτισμάτων αυτού, λογικών, αλόγων, εμψύχων-αψύχων, και ουδέν αφήκεν απρονόητον ούδ’ ημελημένον, εκείνος όστις τον ανθρωπον εξαιρετικώς τίμησε με το «κατ’ εικόνα εαυτού και ομοίωσιν» και τον κατέστησε βασιλέα και εξουσιαστή απάντων των επιγείων κτισμάτων, τον αξίωσε να ονομάζη αυτόν Πατέρα Ουράνιον, ήτο λέγω δυνατόν να άφηνε το τέκνον του, Αθανάσιο, απροστάτευτο; Όχι. Εκείνος, ως Πατήρ Ουράνιος Φιλοστοργότατος, τον ανέλαβε και τη αοράτω Αυτού Πρόνοια και οδηγία μετέβη εις τας Κυδωνιάς της Μ. Ασίας εις τον τότε διάσημο έπ’ αρετή και παιδεία Ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη, Σχολάρχη και Διευθυντή της εν Κυδωνίαις Εκπαιδευτικής και Αναμορφωτικής Σχολής, όστις ως από Θεού σταλέντα αυτώ τον εδέχθη, 9ετή όντα, και τον συνηρίθμησε τοις λοιποίς μαθηταίς και ως παίδα αυτού τον ηγάπα, βλέπων αυτού το απλούν, το άκακον, το πράο, το ακέραιο, το ταπεινό, το ησύχιον, την σύνεσιν, την φρόνησιν, την ευλάβεια, την ευσέβεια, την πίστιν, και προ παντός την άγάπην, ην είχε προς τον Θεόν και προς πάντας, δια τας οποίας άρετάς του, ου μόνον παρά του Διευθυντού – Σχολάρχου, αλλά και παρά των λοιπών διδασκάλων και συμμαθητών του εξετιμήθη και ηγαπήθη. Πέντε έτη φοίτησε εις την ανωτέρω Σχολή και πάντας τους συσπουδαστάς του υπερέβη εις την σπουδήν και την μάθησιν και τας αρετάς. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεως του εις την ανωτέρω Σχολή συνέπεσε ή μάλλον κατ’ οικονομία Θεού ήλθε εις Κυδωνιάς, χάριν εξομολογήσεως, ο εκ Ζαγοράς της Δημητριάδος Πνευματικός Γέρων Δανιήλ, εις εκ των ολίγων ονομαστών και εκλεκτών της εποχής εκείνης Πνευματικών.
Με τον άριστον τούτον Πνευματικόν συνέδεσε ο Διευθυντής της Σχολής τον μαθητή του Αθανάσιο, όστις άφ’ ου γνώρισε τοιούτον σοφό ενάρετον Πνευματικόν Πατέρα, Αγιον, και εξωμολογήθη, ηκολούθησεν αυτόν, ως άλλοτε ο Ελισαίε τον Διδάσκαλο του Προφήτη Ηλία και ως ο νέος Θεολόγος Συμεών τον αυτού Γέροντα Πνευματικόν, Συμεών τον Παλαιόν, εγένετο υποτακτικός του και δεν εχωρίσθη πλέον άπ’ αυτού έως θανάτου. ‘Αφήκε λοιπόν την σπουδήν, την μάθησιν των γραμμάτων και της γήινου και πρόσκαιρου φιλοσοφίας και έπεθύμησε την σπουδήν και μάθησιν της αληθούς και ουρανίου φιλοσοφίας, ηράσθη του κάλλους αυτής, φίλησε ταύτην εκ νεότητας του και ζήτησε νύμφη αγαγέσθει αύτω ότι ο πάντων Δεσπότης ηγάπησεν αυτήν. Ήκουσε γαρ παρά του σοφού Παροιμιαστού ότι «τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών, πάν δε τίμιον ουκ άξιον αυτής εστίν». (Παροιμ. 8: 2).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Αναχώρησης του παιδός Αθανασίου εκ Κυδωνιών και μετάβασης αυτού εις το Αγιώνυμο όρος του Αθω. Οι πρώτοι πνευματικοί αγώνες αυτού προς απόκτησιν της αληθούς σοφίας, των αρετών, των αιωνίων αγαθών και της Βασιλείας των Ουρανών. Ή κούρα του ως μεγαλόσχημου Μοναχού υπό του Γέροντος Δανιήλ.«’Όν τρόπον επιποθεί ή έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων ούτως επιποθεί ή ψυχή μου προς Σέ Θεός». «Εδίψησεν ή ψυχή μου προς τον ζώντα Πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» (Ψαλμ. 41)
Δεν παρήλθε πολύς χρόνος άφ’ ότου εγνωρίσθη με τον Πνευματικόν Πατέρα Δανιήλ ο παις Αθανάσιος και ο Γέρων Δανιήλ απεφάσισε να μεταβή εις Αγιον Όρος προς ησυχία και άσκησιν. Τούτο μαθών ο παις Αθανάσιος ελυπήθην σφόδρα και πεσών εις τους πόδας του τον παρεκάλει μετά δακρύων λέων: «Γέροντα μου, σε παρακαλώ, μη με αφήσεις ορφανόν, παράλαβε με μαζί σου. Επιθυμώ να έλθω εις το Αγιον Όρος, εις το περιβόλι της Παναγίας, να γίνω μοναχός. Δεν θέλω να μείνω εις τον μάταιο και φθαρτό τούτον κόσμον, τον Χριστόν ζητώ, τον Χριστόν επιθυμώ, τον Χριστόν θέλω ν’ ακολουθήσω» Μετεχειρίζετο δε και τα ίδια λόγια, τα όποια έλεγε ο Προφήτης Ελισαίε εις τον Διδάσκαλο του Προφήτη Ηλία, όταν τώ είπεν ότι θα υπάγη μόνος του εις τον Ιορδάνη: «Ζη Κύριος, τω είπε, και ζή ή ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε». (Δ’ Βασιλ. 2: 1). Καμφθείς ο Γέρων Δανιήλ εις τας παρακλήσεις και τα δάκρυα του, τον προσέλαβε, 15ετή, όντα, την ηλικία, καιτοι γνώριζε ότι οι Κανόνες και τα τυπικά του Αγ. Όρους απαγορεύουν την είσοδον και την παραμονή αγένειων. Υπάρχουν και εξαιρέσεις εις σπανίας περιπτώσεις και το σπάνιο δεν γίνεται νόμος.
Φθάσας εις το Άγιον Όρος ο παις Αθανάσιος, παρέμεινε πλησίον του Γέροντος του, παρά του οποίου διδάχθηκε τα μαθήματα, τους κανόνας, τους νόμους και τους τρόπους της αληθούς σοφίας, της μοναστικής και Αγγελικής πολιτείας της αληθούς φιλοσοφίας, ήτις λέγεται και είναι «τέχνη των τεχνών και επιστήμη των επιστημών». Άλλα καθώς γνωρίζομεν, οί απερχόμενοι προς εκμάθησιν τέχνης τινός ή επιστήμης, όλοι δεν γίνονται τέλειοι τεχνίται και επιστήμονες, δια δύο λόγους: είτε διότι οί διδάσκαλοι αυτών δεν είναι καλοί, δεν είναι τέλειοι τεχνίται και επιστήμονες, είτε διότι οί μαθητευόμενοι είναι απρόσεκτοι και αμελείς. Επί του προκειμένου συνέτρεξαν και τα δύο. Και ο Διδάσκαλος, Γέρων Δανιήλ, ήτο τέλειος διδάσκαλος έργα και λόγω της μοναστικής πολιτείας, και ο μαθητής Αθανάσιος προσεκτικότατος και επιμελέστατος εις το να εκμάθει καλώς την βασιλίδα και κορωνίδα των τεχνών και επιστημών, την αληθή σοφία και αληθή μοναστική πολιτείαν, της οποίας πρώτοι αρχηγοί, διδάσκαλοι και καθηγηταί ήσαν οί αγιώτατοι των ανθρώπων ο Προφήτης Ηλίας εις την Πάλαιαν Διαθήκην και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος εις την Καινήν.
‘Αφ’ ου ενέδυσεν, ο Γέρων Δανιήλ με το ένδυμα της μετανοίας τον μαθητή του Αθανάσιο, ήρχισεν να τον διδάσκη τα μαθήματα της μοναστικής υψηλοτάτης Αγγελικής Πολιτείας, ή οποία λέγεται Αγγελική, διότι όσοι θέλουν να γίνουν μοναχοί πρέπει και οφείλουν να διάγουν και να πολιτεύωνται ως Άγγελοι επί της γης κατά το δυνατόν αυτοίς. Ούτως ορίζει ο Μέγας καθηγητής της Μοναστικής Πολιτείας Ιωάννης ο της Κλίμακος συγγραφεύς: «Μοναχός εστί τάξις και κατάστασις ασωμάτων εν σώματι υλικό και ρυπαρό εκτελούμενη» Ωσαύτως και έτερος Μέγας καθηγητής και διδάσκαλος, ο θεοφόρος Μάξιμος ο Ομολογητής, ορίζει: «Μοναχός εστίν ο των υλικών πραγμάτων τον νουν αποχωρίας και δι’ εγκράτειας, αγάπης και ψαλμωδίας και προσευχής προσκαρτερών τω θεώ ως Άγγελος».
«Άκουσον, τέκνον, και πρόσεχε εις τους λόγους μου. Εάν θέλης να γίνης αληθής μοναχός και τέλειος, να μάθης καλώς την μοναστική πολιτείαν ήτις εστί και. αληθής φιλοσοφία και τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών και οδηγεί τον ανθρωπον ασφαλώς εις την Βασιλείαν των ουρανών. Κατ’ αρχάς τρία μαθήματα είναι ανάγκη να μάθης, τα όποια, εάν προσέξης καλώς και επιμεληθής και τα μάθης, εύκολα κατόπιν θα μάθης και όλα τα άλλα μαθήματα όσα σοι και αναγκαια δια την τελείαν εκμάθησιν της επιστήμης την οποίαν απεφάσισες ν’ ακολουθήσεις, ή μάλλον εις αυτά τα τρία μαθήματα όλος ο νόμος, ολαι αί αρεταί και όλα τα άλλα μαθήματα περικλείονται (κρέμανται). Είναι δε τα τρία ταύτα μαθήματα τα έξης: Το πρώτον λέγεται έκκοπή του θελήματος, το δεύτερον ταπείνωσις και το τρίτον υπακοή. Αυτά τα μαθήματα είναι εύκολων να τα μάθη τις, άλλ’ αυτό το να τα μάθη δεν ωφελεί, ωφελεί το να τα πράττει. εύκολων είναι να μάθη τις τι είναι έκκοπή του θελήματος, τι είναι ταπείνωσις, τι είναι υπακοή. εύκολων ν’ ανάγνωση εις τα συγγράμματα των Αγ. Αποστόλων, των Αγ. Πατέρων και Διδασκάλων της Αγίας μας Εκκλησίας τους λόγους, τας διδασκαλίας και εις ημισεία το πολύ μίαν ώραν να τα μάθη. Άλλ’ ενώ είναι τόσον εύκολων να τα ανάγνωση και να τα μάθη είναι δύσκολο να τα πράττει. Πολλοί από τους ανθρώπους, και ιδίως εγγράμματοι, επιστήμονες, διδάσκαλοι, αρχιερείς, Ιερείς, νομικοί τα ανέγνωσαν, τα αναγινώσκουν και τα έμαθαν, πολλοί δε και τα διδάσκον και τα διδάσκουν εις άλλους, άλλ’ επειδή δεν τα έπρατταν, ουδόλως ωφελήθηκαν, μάλλον εβλάβησαν και έβλαψαν και άλλους, επειδή «ό γνούς πολλά και μη ποιήσας, δαρήσεται πολλά, ο δε μη γνούς, δαρήσεται ολίγα». Δι’ αυτό και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρήγγειλε εις τους αγίους Αποστόλους του και δι’ εκείνων εις ημάς και εις όλους τους ανθρώπους όλων των γενεών, πρώτον να ποιούμεν και κατόπιν να διδάσκωμεν. «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Βλέπεις ότι ο Κύριος δεν είπεν «όπως ίδωσι ή ακούσωσιν τα καλά σας λόγια», αλλά «τα καλά σας έργα». Ωσαύτως «ου ο’ αν ποίηση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Ουχί «ος αν διδάξη» μόνον, αλλά και «ποίηση πρώτον». (Ματθ. 5: 16-20).
Και εγώ μεν, ω τέκνον, επειδή ως Πνευματικός Πατήρ σε ανέλαβαν, καθήκον Πατρικό εκπληρών, θα σε διδάξω τα ανωτέρω τρία μαθήματα, συ δε ως τέκνον γνήσιο πρόσεξε να μη γίνεις παρήκοος, διότι καθώς οι προπάτορες ημών παρακούσαντες την εντολή του ουρανίου Πατρός εξωρίσθησαν του Παραδείσου, ούτω και συ, εάν παρακούης εντολή εμού του ελαχίστου πνευματικού Πατρός σου, δεν θα εισέλθεις εις τον Παράδεισον. Εάν όμως προσέξεις και υπακούσεις εις πάσας τας έντολάς πού θα λαβής παρ’ εμού, τότε ευκόλως και ασφαλώς, θα εισέλθεις εις την Βασιλείαν των ουρανών, αλλά και εις την παρούσαν πρόσκαιρο ζωήν θα αξιωθείς να λαβής παρά Θεού ουράνια χαρίσματα. Ή γαρ παρακοή προξένησε, προξενεί και θα προξενεί θάνατον, εκ του εναντίου δε ή υπακοή προξένησε, προξενεί και θα προξενεί ζωήν αιώνιον και βασιλείαν ούράνιον και ατελεύτητο. Γίνωσκε και τούτο, τέκνον: αυτά τα τρία μαθήματα όποιος, τα μάθει με το έργον, είναι ανώτερος, είναι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, αυτός γίνεται μιμητής του Χριστού του Θεού ημών, επειδή ο Χριστός ότε ήλθε εις τον κόσμον, αυτά τα τρία μαθήματα δίδαξε με το έργον Του. Και πρώτον όταν ο ουράνιος Πατήρ τον έστειλε εις τον κόσμον δεν ηναντιώθη, δεν έκαμε το θέλημα του, αλλά το θέλημα του Πατρός Του. Δεύτερον, Θεός ων, εταπείνωσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών, και εγένετο άνθρωπος. Τρίτον, «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, δι’ ο και ο Θεός και Πατήρ Αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο Αυτώ όνομα, το υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τω ονόματι αυτού πάν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις Δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλιππ. 2: 12). «Ούτω και συ, τέκνον, εάν κόψης το θέλημα σου, εάν ταπεινωθής και εάν κάμης τελείαν υπακοή, γρήγορα θα προκόψεις και εις τας αλλάς άρετάς και ο Θεός θα σε δοξάση».
Ταύτα ακούων ο νεανίας Αθανάσιος, δόξαζε και ηυχαρίστει τον Θεόν ότι τω έστειλε τοιούτον Γέροντα φωστήρα απλανή, διακριτικό και φρόντιζε πώς να τον ευχαρίστηση και εντός ολίγου χρονικού διαστήματος έμαθε τελείως τα τρία μαθήματα: την εκκοπή του θελήματος, την ταπείνωσιν και την υπακοή με το έργον. Έξ’ άλλου ο Γέρων, βλέπων την πρόοδο και προκοπή του υποτακτικού του, έχαιρε και αυτός και δόξαζε τον Θεόν πού του έστειλε τοιούτον υποτακτικό. Δοκιμάσας δε αυτόν και εννοήσας ότι ήτο άξιος, δια τας άρετάς του, να γίνη μοναχός, τον ενέδυσε το μέγα και Αγγελικόν σχήμα, ονομάσας αυτόν Αρσένιον. Έκτοτε ο Αρσένιος ηγωνίζετο περισσότερον εις το να φυλάττη τας εντολάς του Κυρίου και να ευχαρίστηση τον Θεόν και τον Γέροντα του, δια την μεγάλην τιμήν και το αξίωμα πού του έδωσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αναχώρησις του Αγίου Αρσενίου μετά του Γέροντος του Δανιήλ εκ του Αγ. Όρους και μετάβασης αυτών εις Ί. Μονήν Πεντέλης, Παρόν, Σίκινον και Φολέγανδρο.«Που πορευθώ από τον πνεύματος Σου και από του προσώπου Σον που φύγω; Εάν ανάβω εις τον ούρανόν συ ει εκεί• εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγας μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί , η χειρ σου». (Ψαλμ. 138)
Παραμείνας εκεί ο Όσιος Αρσένιος μετά του Γέροντος του επί εξ έτη, άνεχώρησεν επειδή είχον εγερθή σκάνδαλα από τινας μοναχούς ανόητους και αμαθείς, οίτινες (ανοήτως φερόμενοι και υπό του πονηρού ελαυνόμενοι εξηγέρθησαν εναντίον των σοφών, ευλαβών και ενάρετων και αγίων εκείνων ανδρών, οίτινες υπεστήριζαν ότι ο Χριστιανός και ιδίως ο μοναχός, δια να απομακρύνεται από την άμαρτίαν και τον διάβολο και δια να πλησιάζη εις τον Θεόν και την άρετήν, πρέπει να εξομολογήται καθαρά, να προσεύχεται, να προετοιμάζεται και συνεχέστερο να κοινωνή των Αχράντων Μυστηρίων, δια να ενισχύηται και να λαμβάνη δύναμιν πνευματικήν εναντίον της αμαρτίας και του διαβόλου- ως τούτο ορίζουσι και οι Αποστολικοί και οι Πατερικοί κανόνες. Αντιθέτως, οί αμαθείς μοναχοί, ελεγον ότι δεν επιτρέπεται να μεταλαμβάνουν συχνά, διότι είναι φρόνημα αίρετικόν. Οί ούτως ανοήτως φρονούντες εποίησαν σύγχυσιν, θόρυβο, σκάνδαλα, διήγειρον και άλλους ομοίους των και κατηγόρησαν και εσυκοφάντησαν εις τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κων/λεως τους ανωτέρω Αγίους, ο δε Πατριάρχης, πιστεύσας τας ραδιουργίας και ψευτοκατηγορίας, χωρίς να εξέταση ακριβώς αύτάς, επέβαλε επιτίμια εις τους ανωτέρω Αγίους. Λαβόντες οΰτως θάρρος οί άδικοι, απεθρασύνθησαν και κίνησαν διωγμό εναντίον των εκλεκτών και Αγίων του Αγ. Όρους Πατέρων και άλλους εξώρισαν, άλλους κακοποίησαν και άλλους ύβριζαν καπηλικώτατα. Τούτου ένεκεν πολλοί, βαρυθέντες τα σκάνδαλα, αναχώρησαν εξ Άγιου Όρους και διεσπάρησαν εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, διασπείραντες ούτως τον λόγον της αληθείας, ωφελήσαντες και σώσαντες πολλάς ψυχάς ανθρώπων.
Μεταξύ των ενάρετων τούτων και εκλεκτών Πατέρων ήτο και ο Όσιος Δανιήλ με τον υποτακτικό του Αρσένιο. «Δίδοντες τόπον τη οργή» αναχώρησαν εκ του Αγίου Όρους και ελθόντες εγκατεστάθησαν κατ’ αρχάς εις την Ίεράν Μονήν Πεντέλης, άλλ’ επειδή κατά το έτος εκείνο ήρχισε ή Επανάστασης εν Ελλάδι και από όλας τας γωνίας της Ελλάδος ηνήφθη ή φλοξ του πολέμου, ηναγκάσθησαν να την εγκαταλείψουν, προειπόντος του Γέροντος Δανιήλ την λεηλασία, την ερήμωσιν και καταστροφή της Ιεράς Μονής υπό των Τούρκων ο και εγένετο και ζήτησαν άσυλων εις τας νήσους Κυκλάδες, εις τας οποίας σχετικώς υπήρχε ησυχία. Κατ’ αρχάς ήλθον εις την Μονή της «Λογγοβάρδας», εις τον γνωστόν τους εξ Αγ. Όρους Φιλόθεον Ήγούμενον, άλλ’ επειδή ή Μονή τότε εύρίσκετο όχι εις τόσον ανθηρά κατάστασιν, λόγω του ότι οι τότε ολίγοι μοναχοί της μόλις ηδυνήθησαν και ήλθον εις Παρόν μόνον με τα ράσα πού εφόρουν φεύγοντες την κατ’ αυτών επιδρομή του Δράμαλη, τους έστειλε ο Ηγούμενος Φιλόθεος εις την Μονήν του Αγ. Αντωνίου κειμένην εν Μαρπίσση, προς τον εκεί διαμένοντα διάσημον Ιεραπόστολο Εθνοκήρυκα Κύριλλον Παπαδόπουλο όστις ησύχαζε εκεί με τινας αδελφούς Αγιορείτες εκ των λεγομένων Κολλυβάδων οίτινες είχον καταφύγει εκεί προς ησυχία. Άλλ’ επειδή ο σάλος και ή τρικυμία ήτις ήγέρθη εις το Αγιον Όρος δια το προαναφερθέν ζήτημα της συνεχούς Μεταλήψεως και το περί μνημοσυνών, ήρχισε να καταπαύει, οι ανωτέρω αδελφοί υπέστρεψαν εις Άγιον Όρος αφήσαντες τινας εικόνας (διότι ήσαν Αγιογράφοι) εις την Ιεράν Μονήν της «Λογγοβάρδας», εις τους αδελφούς των μεθ’ ων είχον συγκακοπαθήσει καθώς και με τους Άγιους: Νικόδημον Αγιορείτη, Αθανάσιο Πάριον, Μακάριον Κορίνθου και άλλους εκλεκτούς και Άγιους. Επειδή δε ο Πατήρ Κύριλλος μόλις είχε αρχίσει να ιδρύη το Μονήδριον του Αγίου Γεωργίου ηναγκάσθησαν και κατέφυγαν εις την νήσον Σίκινο και κατόπιν εις την Φολέγανδρο εις ην και παρέμειναν αρκετά έτη, διότι οί Φολεγάνδριοι έδειξαν μεγάλην αγάπην εκτίμησιν και σεβασμό τους παρεκάλεσαν «του μειναι συν αυτοίς». Επειδή δε εστερούντο διδασκάλου παρεκάλεσαν τον Γέροντα Δανιήλ να επιτρέψει εις τον υποτακτικών του Αρσένιο να αναλάβει την εκμάθησιν γραμμάτων εις τα τέκνα των. Καμφθείς ο Γέρων Δανιήλ εις τας παρακλήσεις των αγραμμάτων εκείνων, αλλά ταπεινών, απλοϊκών και άκακων ανθρώπων, τω επέτρεψε. Αφ’ ου δε ελαβον την συγκατάθεσιν του Αγίου Γέροντος οι Φολεγάνδριοι τον προέτειναν εις τον Σεβασμιώτατον τότε θήρας και τον εχειροτόνησεν Διάκονον, από δε την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ζήτησαν να τον διορίση Ελληνοδιδάσκαλο. Άφ’ ου δε έλαβε την άδεια από τον Γέροντα του και τον διορισμό του από την Κυβέρνησιν, ο Όσιος Αρσένιος επεδόθη με ζήλο να διδάξει τα τέκνα των Φολεγανδρίων όχι μόνον τα γράμματα, αλλά και τας αρετάς, διότι τά γράμματα χωρίς την αρετήν και την ηθική περισσότερον βλάπτουσι παρά ωφελούσι. Τους δίδασκε να φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου, να αγαπώσιν τον Θεόν με ολην των την ψυχήν και καρδίαν, να αγαπώσι τους γονείς των, αδελφούς, συγγενείς και πάντα άνθρωπον, να σέβονται να τιμώσι και να υπακούωσι τους γονείς των, τους ιερείς, τους διδασκάλους, τους πρεσβυτέρους, να αποφεύγωσι το ψευδός, την πολυλογίαν, αργολογία, κατάκρισιν, καταλαλιά, αισχρολογία, φιλονεικίαν, αμέλεια, οκνηρίαν και πάσαν άλλην άμαρτίαν, να προσεύχονται, να εξομολογώνται, να νηστεύουν, να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων, να επισκέπτονται τους ασθενείς να παρηγορούν τους τεθλιμμένους, να ελεούν τους πτωχούς. Και εις ολίγον καιρόν, άφ’ ενός ο Γέρων Δανιήλ με την έξομολόγησιν και πνευματικήν διδασκαλία εις τους μεγάλους, άφ’ ετέρου ο Διάκονος Αρσένιος με τα γράμματα και την ηθική διδασκαλία εις τα μικρά παιδιά, κατόρθωσαν όλους τους κατοίκους της Φολεγάνδρου, πλουσίους και πτωχούς, μεγάλους και μικρούς, άνδρας και γυναίκας, να τους πλησιάσουν εις τον Θεόν και να τους συνδέσουν την άγάπην, ωσάν να ήσαν όλοι μία οικογένεια ηγαπημένη. Ενταύθα ήκμαζε το Δαυϊδικόν λόγιον: «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν ‘ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;» (Ψαλμ. 133) και το Ευαγγελικόν «ου γαρ είσι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το έμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω αυτών». (Ματθ. 18: 20).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Θάνατος του Γέροντος Πατρός Δανιήλ. Επιστροφή Οσ. Αρσενίου εις Παρόν. Γνωριμία αυτού με τον Π. Ηλία. Παραμονή του εις τον Άγιον Γεώργιο.«Απόκειται, τοις άνθρώποις άπαξ αποθανείν μετά δε τούτο κρίσης». (Έβρ. 9:27β)
«Δίκαιος εάν φθάση τελευτήσαι εν αναπαύσει εσται». (Παροιμ.)
Αρκετά έτη παρέμειναν εν Φολογάνδρω ο Γέρων Δανιήλ μετά του υποτακτικού του Ιεροδιακόνου Αρσενίου, ηγαπημένοι και συνδεδεμένοι ως μία ψυχή σε δύο σώματα. Άλλ’ επειδή άνθρωποι ήσαν και αυτοί, υποκείμενοι εις τον θάνατον κατά την απόφασιν του Κυρίου, δοθείσαν εις τους προπάτορας ημών, δια την παράβασιν της εντολής του, «Γη ει και εις γήν απελεύσει» (Γεν. 3: 9) και «απόκειται τοις άνθρώποις άπαξ αποθανείν μετά δε τούτο κρίσης» (Έβρ. 9: 27β) ήλθε ο καιρός της αναχωρήσεως εκ των πρόσκαιρων του Γέροντος Δανιήλ και, προγνωρίσας τούτο, κάλεσε τον μαθητή του Αρσένιο και τω λέγει: «εγώ μεν τέκνον μου αναχωρώ εκ της παρούσης ταύτης και πρόσκαιρου ζωής και πατρίδος και μεταβαίνω εις την αίώνιον, εις την άνω Ιερουσαλήμ, επειδή κατά τον Θεοκήρυκα Απόστολο Παύλον «ουκ εχομεν ώδε μένουσα πόλιν αλλά, την μέλλουσα επιζητούμεν». Σύ δε μένε ενταύθα και μετά την συμπλήρωσιν διετίας να παραλαβής τα οστά μου και να μεταβής εις το Αγιον Όρος ή εις το μέρος πού σε έχει ο Κύριος προορίσει να ζήσης τας υπολοίπους βραχυτάτας ημέρας της ζωής σου και κατόπιν να έλθης εκεί εις την άνω Ιερουσαλήμ, την αληθινή και παντοτινή Πατρίδα, εις την οποίαν θα σε αναμένω ίνα καθώς εδώ προσκαιρως είμεθα μαζί ηνωμένοι, ούτω και εκεί θα είμεθα ηνωμένοι και αχώριστοι αιωνίως, ηνωμένοι δε και με τον Θεόν, την Υπεραγία Θεοτόκο και πάντας τους Αγίους, υμνούντες, ευλογούντες και ακαταπαύστως δοξολογούντες εις πάντας τους αιώνας το Πάντιμον και Πανάγιον και Μεγαλοπρεπές Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν…»
ταύτα λέγων ο σεβάσμιος και προορατικός εκείνος άγιος Γέρων και δούς τας τελευταίας υποθήκας και Πατρικάς συμβουλάς τω υποτακτικώ αυτού Αρσενίω και τοις πνευματικοίς του τέκνοις Φολεγανδρίοις, τους οποίους ηγάπησεν ως πραγματικά του γνήσια τέκνα και ήγαπήθη παρ’ αυτών, προετοιμασθείς δε δια τελευταίον ασπασμό αυτοίς και αποχαιρετήσας, παρέδωκε το πνεύμα αυτού εις χείρας Θεού, ον εκ νεότητος ηγάπησεν, ηκολούθησε και εδούλευσε, και προς αυτόν απεδήμησε.
Μέγα πένθος άφήκεν ή Αναχώρησης του σεβασμίου Γέροντος εις πάντας τους Φολεγανδρίους, οίτινες τον ηγάπησαν ως Πατέρα των φιλόστοργο, διότι πολύ ωφελήθηκαν πνευματικός παρ’ αυτού, αλλά περισσότερον πένθησε και ελυπήθην, ο υποτακτικός αυτού Διάκονος Αρσένιος, τον όποιον ορφανό εκ παιδικής ηλικίας ανέλαβε και σωματικώς και περισσότερον πνευματικός γαλούχησε και εξέθρεψε. Άλλα, πιστεύων ότι ο Γέροντας του δεν απέθανε, αλλά μετέβη εκ του θανάτου εις την αγήρω μακαριότητα και ότι μεταβαίνων εις την αιώνιον ζωήν θα δέεται υπέρ αυτού και όλων των πνευματικών του τέκνων, παρηγορήθη και, άφ’ ου παρέμεινε δύο περίπου έτη, ποιήσας ανακομιδή των λειψάνων του αειμνήστου Γέροντος του και παραλαβών αυτά, ητοιμάσθη προς αναχώρησιν. Τούτο αντιληφθέντες οί Φολεγάνδριοι άπαντες, εδραμον συν γυναιξί και τοις τέκνοις αυτών, παρακαλούντες και μετά δακρύων ικετεύοντες, να μη τους εγκατάλειψη και αναχώρηση. «Μη μας εγκαταλείψεις, τω ελεγον, ορφανούς. Λυπήσου τους κόπους σου πού τόσα έτη εκοπίασες να μάθεις γράμματα τα παιδιά μας, να τα οδήγησης και εκείνα και ημάς εις τον δρόμο του Θεού. απέθανε ο Γέροντας σου, μας άφησε, άλλ’ είχαμε σε ως Διδάσκαλο και Πατέρα μας, τώρα μας αφήνεις και συ και ποίον θα έχομεν εις το εξής πατέρα και Διδάσκαλο; Όχι δεν σε αφήνομε να φυγής. Όμως εκείνος επέμεινε, υπενθυμίζων εις αυτούς την εντολή του Γέροντος του —τινές εξ αυτών δια να τον πείσουν να μείνη και να φυγή, τω είπον άφ’ ου δεν θέλεις να μείνης μαζί μας, θα έλθωμεν ημείς μαζί σου και ούτω τον ηκολήθησαν — και ανεχώρησεν εκ Φολεγάνδρου με τον σκοπό να υπάγει εις Αγιον Όρος και διερχόμενος εκ Πάρου εσκέφθη να εξέλθη να αποχαιρετήση τους γνωστούς του Γέροντας Φιλόθεον τον Α’, Ήγούμενον της Μονής «Λογγοβάρδας» και Γέροντα Κύριλλον, Ήγούμενον Μονηδρίου Αγίου Γεωργίου και λαβή παρ’ αυτών τας εύχάς και ευλογίας των. Εξελθών εις Παρόν μετέβη πρώτον εις «Λογγοβάρδαν» και εύρε τον Γέροντα Φιλόθεον και έμαθεν ότι ο Π. Κύριλλος μετέβη προς αυλούς Μονάς, πλην όμως δεν ήμποδίσθη να υπάγει εις Αγιον Γεώργιο. Μετέβη με τον σκοπό να προσκύνηση τον τάφον του Πατρός Κυρίλλου και άφ’ ου προσκυνήσει και ζητήσει τας εύχάς του και τας ευλογίας του, να αναχώρηση. Άλλ’ ο Άγιος Κύριλλος όστις δεν είχεν αποθάνει, άλλ’ εύρίσκετο —και ευρίσκεται εις την αίώνιον ζωήν— κοντά εις τον
Θεόν επειδή κατά τον σοφό Παροιμιαστήν «δικαιων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος» δεν τον άφησε να φυγή, τον ήθελε αντικαταστατή του και διάδοχο του.
Εις τον Αγιον Γεώργιο, εύρε διάδοχο του Π. Κυρίλλου τον Πνευματικόν του υίόν Ηλία τον εξ Ηπείρου, άνδρα σοφό και ένάρετον, επιστήμονα λόγιον και ζηλωτή, Ιεροκήρυκα Κυκλάδων, όστις μαθών τον σκοπό του Αρσενίου, ότι προτίθεται να μεταβή εις Αγιον Όρος, τω ειπεν: «Αδελφέ Αρσένιε, άκουσον, δεν είναι θέλημα Θεού να ύπάγης εις Αγιον Όρος, Θέλημα Θεού είναι να μείνης εδώ μαζί μας. ο Θεός σε έστειλε εδώ και ή ευχή των Αγίων Πατέρων ημών Δανιήλ και Κυρίλλου σε έφερε. Μείνε λοιπόν μαζί μας. Εδώ, παρά εις το Αγιον Όρος, περισσότερον και θα ωφεληθείς και θα ωφελήσεις..
Πεισθείς ο Θείος Πατήρ Αρσένιος ότι ήτο θέλημα Θεού να μείνη εις τον Αγιον Γεώργιο, διότι και ο Γέροντας του Δανιήλ δεν τω είπεν οριστικώς «να υπάγεις εις το Αγιον Όρος» αλλά τω είπεν «να υπάγεις εις το Αγιον Όρος ή εις το μέρος πού σε έχει προορίσει ο Θεός», προβλέπων ίσως ως προορατικός ότι ο Θεός τον είχεν προορίσει δια την Μονήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρας Γεωργίου, έμεινεν εκεί και συνηριθμήθη εις τα μέλη της αδελφότητας.
Ήσαν δε τότε εις την Μονήν του Αγίου Γεωργίου, ήτις ήτο Μετόχιο της εν Νάξω Ιεράς Μονής Φανερωμένης —καθώς και εις την Ίεράν Μονήν της Φανερωμένης— άνδρες εκλεκτοί, θαυμάσιοι, σοφοί και πεπαιδευμένοι, εις την άρετήν και εις την άσκησιν. Τοιούτοις ανδράσι συναναστρεφόμενος, συνασκούμενος, συγκοπιών, συναγωνιζόμενος και συγκακοπαθών, πάντας υπερήλασε ταις αρετές και ταις ασκητικαις αγωγαίς. Ηγρύπνει το πλείστον της νυκτός, 3-4 ώρας έκοιμάτο μόνον το ημερονύκτιο, πολλάκις δε ολην την νύκτα ηγρύπνει προσευχόμενος μετά δακρύων υπέρ εαυτού και των πνευματικών του τέκνων και των μαθητών, τους οποίους εγκατέλιπεν εις την Φολέγανδρο, υπέρ των αδελφών του συνασκητών και υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Άπαξ της ημέρας εσιτίζετο, ή δε τροφή του ήτο λιτότατη, έτρωγε δε τόσον οσον να ζή, να στηρίζεται, να διακονή και να υπηρέτη εις ολας τας διακονίας της Μονής. Τροφήν είχε πνευματικήν την ανάγνωσιν των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων, την οποίαν τροφήν έτρωγε με πολλήν ευχαρίστησιν και προθυμίαν, και την οποίαν εθεώρει και ως αναγκαιοτέραν και ωφελιμωτέραν της σωματικής, υλικής τροφής, ή οποία μόνον το σώμα τρέφει, ενώ ή πνευματική τροφή πολλάκις τρέφει και την ψυχήν και το σώμα, διότι ή γλυκύτης της πνευματικής τροφής, πολλάκις όταν αυτή τρώγεται με πολλήν ορεξιν και ευχαρίστησιν, μεταδίδεται και εις το σώμα το όποιον γλυκαινόμενον ευφραίνεται τόσον ώστε να αηδιάζη την υλικήν και να μη θέλη να φάγη. Καθώς τούτο γίνεται δήλον από τον βίον πολλών Προφητών και Αγίων.
Ό Προφήτης Μωυσής και ο Προφήτης Ηλίας με μιας ημέρας τροφήν πέρασαν ημέρας 40 τελείως άσιτοι. Ποίος τους έτρεφε; ο λόγος του Θεού, ή τροφή της ψυχής, ή πνευματική τροφή. Εκείνη ή τροφή πού είπεν ο Κύριος εις το Ιερόν Εύαγγέλιον «ουκ έπ’ αρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, άλλ’ επί παντί ρήματι έκπορευομένω διά του στόματος Θεού» (Ματθ. 4: 4). ο Προφήτης του Ύψιστου ο Πρόδρομος και Βαπτιστής Ιωάννης με ακρόδρυα (βλαστούς θάμνων) και μέλι αγριον, ή Όσια Μαρία ή Αιγύπτια, ή Αγία Θεοκτίστη, πολλοί ερημίται, ασκηταί, ετρέφοντο επί πολλά έτη εις ολην των την ζωήν με χόρτα μόνον και ύδωρ. Ήτο δυνατόν μόνον με χόρτα ωμά, αγρία να ζήση άνθρωπος τόσα έτη; Εν τούτοις εζων. Πώς εζων; Με τον λόγον του Θεού, την πνευματικήν τροφήν, την ενθύμησιν του Θεού, των ουρανίων αγαθών, με αυτά περισσότερον ετρέφοντο, τινές δε έζησαν και μόνον με την ‘Αγίαν Κοινωνίαν. ο Άγιος Αντώνιος πολλάκις ενώ έτρωγε τροφήν υλική ως άνθρωπος με τους μαθητάς του, ήρχετο εις έκστασιν και έπαυε να τρώγη. Κάποτε δε ενώ έτρωγε, έπαυσε να τρώγη και ήρχισε να κλαίη. Ερωτώμενος δε παρά των μαθητών του «Διατί Πάτερ κλαίεις;» «Κλαίω τέκνα μου, απήντησε, διότι ενώ είμαι άνθρωπος λογικός τρώγω την τροφήν των αλόγων ζώων». Ούτω και ο Πατήρ Αρσένιος πολλάκις ενώ αναγίνωσκε τας Αγίας Γραφάς ή προσηύχετο και σήμαινε το σήμαντρο της τραπέζης, ελυπείτο, εστενοχωρείτο και πολλάκις έκλαιε διότι άφηνε την πνευματικήν τροφήν, την γλυκύτατη, την άφθαστο, την αθάνατον και πήγαινε να φάγει την υλικήν και σωματική τροφήν. Άλλ’ υπέρ πάσας τας αλλάς άρετάς περισσότερον επιμελείτο την φιλαδελφίαν. Ήγάπα πάντας και περισσότερον τους ασθενείς και τους Γέροντας, τους επιμελείτο και τους υπηρετεί με πολλήν προθυμίαν, ευχαρίστησιν και αγάπην. Αλλά περισσότερον πάντων ήγάπα τον Θεόν με όλην του την ψυχήν και καρδίαν και δι’ αυτό ήγαπήθη παρά του Θεού και παρά των ανθρώπων.
«Ας αγαπήσωμεν, λέγει ο αββάς Ισαάκ, τον Ένα (δηλαδή τον Θεόν) δια να αγαπήσωσιν ημάς οί πολλοί».
Αφού παρέμεινε ολίγα έτη και ήγάπησε τους αδελφούς και ήγαπήθη και εκείνος ύπ’ αυτών και Όχι μόνον ύπ’ αυτών αλλά και υπό των λαϊκών των εγγύς της Μονής και των μακράν, πάντες είχον ελπίδας ότι μίαν ήμέραν θ’ αξιωθώσιν να τον έχωσι Πνευματικόν των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Χειροτονία του Όσιου Πατρός ημών Αρσενίου εις Πρεσβύτερο. Χειροθεσία εις Πνευματικόν. Ανάδειξις αυτού υπό των Αδελφών της Μονής ως Προεστώτος Ηγουμένου. Η Πνευματική αυτού εργασία εις τας εν Πάρω Μονάς, εις την νήσον και έξω της νήσου.«Όντως λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσιν τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». (Ματθ. 5:16)
Βλέποντας οι Πατέρες και αδελφοί της Ιεράς Μονής, του Αγίου Αρσενίου τας άρετάς, ιδίως την ταπείνωσιν, την πραότητα, την ακακία, φιλαδελφία και αγάπην, όλοι ομοφώνως, με μίαν γνώμην και καρδίαν, πρότειναν αύτώ να χειροτονηθεί Ιερεύς, αλλά εκείνος στοχαζόμενος το ύψος της Ιεροσύνης παρακαλεί τους Πατέρας να μη τον ενοχλούν, διότι εθεώρει εαυτόν ανάξιο τοιούτου μεγίστου αξιώματος. Πληροφορηθείς ο τότε Μητροπολίτης Κυκλάδων Δανιήλ, περί της ένθέου ασκητικής και αγγελικής πολιτείας του Αρσενίου, τον εκάλεσε εις Σύρον και, μη θέλοντα, τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο και τον εχειροθέτησε Πνευματικόν. Από τότε αύξησε τους ασκητικούς αγώνας, διότι γνώριζε και ησθάνετο όποιος πρέπει να είναι ο Ιερεύς και μάλιστα ο Πνευματικός Πατήρ. Πάντοτε είχεν εις τον νουν του την παραγγελίαν και εντολή ην έδωκεν ο Κύριος τοις Αποστόλοις αυτού και δι’ αυτών τοις διαδόχοις αυτών Ιερεύσιν, «ούτως λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσιν, τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» και «ό ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται» και δι’ αυτό ηγωνίζετο πρώτον να ποιή και κατόπιν να λέγη. Φρόντιζε να συμφωνούν τα έργα με τα λόγια και μάλλον να προπορεύονται τα έργα των λόγων. Ήκουσε δε και τον Μέγαν Διδάσκαλο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτην να λέγει: «απτει λύχνον ο Θεός Ιερέα και τίθησιν αυτόν επί της λυχνίας της εαυτού φωτοφόρου καθέδρας ίνα εξαστράπτη φωτισμό τη Εκκλησίας και δογμάτων και πράξεων σκότους απηλλαγμένον, όπως ορώντες οι λαοί τας ακτίνας της ζωτικής λαμπηδόνος προς εκείνας ευθύνονται και τον Πατέρα των φώτων δοξάζωσι».
Οσάκις λειτουργεί παρίστατο εις το Άγιο Θυσιαστήριο μετά φόβου και τρόμου και φαίνεται ως να παρίστατο ενώπιον του αοράτος πανταχού παρόντος Θεού, του Βασιλέως των βασιλευόντων και Κυρίου των κυριευόντων, διακόνων Αύτω.
Συναισθανόμενος δε ότι το διακονεί τω Θεώ μέγα και φοβερόν εστί και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν, έγένετο ή μορφή αυτοί φωτοειδής ως Άγγελος και εκ των οφθαλμών αυτού έρρεον δάκρυα κατανύξεως. Πολλάκις δε ως διηγήσαντό μοι τινές, λαϊκοί όντες, τους οποίους γνώρισα εν Αθήναις, νέος ων και υπηρετών εις τας τάξεις του Στρατού, οί όποιοι άκούοντες την άγγελικήν αυτού βιοτήν και τας άρετάς μετέβαινον εις Παρόν και εξομολογούντο και πολλάκις παρέμειναν παρ’ αύτώ ημέρας πολλάς, διδασκόμενοι τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς αυτών, παρακολουθούντες οί άνθρωποι τας ορθρινός και νυκτερινάς ακολουθίας εν τω της Μονής του Αγίου Γεωργίου Ίερω Ναώ, ήκουον εντός του Ιερού βήματος, εις το όποιον μόνος ως εφημερεύων ο Πατήρ Αρσένιος εύρίσκετο προσευχόμενος, κλαυθμούς και στεναγμούς, οίτινες εξήρχοντο εκ της καρδίας του Αγίου. Ή κατάνυξις, το πένθος, ο κλαυθμός, οί στεναγμοί και τα δάκρυα είναι χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα όποια δίδονται εις εκείνους, οίτινες έκοψαν το θέλημα των, φύλαξαν υπακοή και είχον ταπείνωσιν.
Εκ των αρετών αυτών ως προείπομεν, εν Κεφ. Β’, ευκόλως αποκτά ο Μοναχός και ο Χριστιανός ολας τας άρετάς, λαμβάνει θεία και ουράνια χαρίσματα ως και το χάρισμα του χαροποιού πένθους της κατανύξεως και των δακρύων, γίνεται μακάριος, ως είπεν ο Κύριος, «μακάριοι οί πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσοναι» (Ματθ. 5: 4) και αξιούται της Βασιλείας των ουρανών (αυτόθι). Τούτου του χαρίσματος των δακρύων ηξιώθη και ο εις παλαιούς χρόνους ακμάσας Μέγας Αρσένιος, όστις επειδή έκλαιε, διαρκώς εδάκρυεν, και είχε μετ’ αυτού μανδήλιον δια του οποίου σπόγγιζε τα δάκρυα. Τούτου του Μεγάλου Αρσενίου Φρόντιζε και ηγωνίζετο «μιμητής γενέσθαι κατά πάντα» ιδίως εις την σιωπή και την ησυχία και το πένθος και ο ημέτερος Αρσένιος Επειδή δε, φύλαξε με μεγάλην προσοχήν και, επιμέλεια τας τρεις μεγάλας άρετάς, την εκκοπή του θελήματος, την ταπείνωσιν και την υπακοή, τας οποίας αρετάς εδιδάχθη από τον εαυτού Γέροντα και τας οποίας πρώτος δίδαξε δια του παραδείγματος του ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ως ήτο επόμενο, πλούτισε πάσας τας αλλάς άρετάς περί των οποίων λέγουν οι θείοι Πατέρες ότι όλαι αί άρεταί από αύτάς τας τρεις γεννώνται, «ή υπακοή, λέγει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γεννά την ταπείνωσιν, ή ταπείνωσις γεννά την πραότητα, ή πραότης γεννά την διάκρισιν, ή διάκρισης γεννά την διόρασιν , ή διόρασις γεννά την προόρασιν, η προόρασις αναβιβάζει τον ανθρωπον εις την τελείαν άγάπην του Θεού και του πλησίον». Ωσαύτως ο Αββάς Μωυσης λέγει: «δεύρο, αδελφέ, εις την υπακοή της αληθείας, όπου εστίν ταπείνωσις, όπου εστίν ισχύς, όπου εστί χαρά, όπου εστίν υπομονή, όπου εστί μακροθυμία, όπου εστί φιλαδελφία, όπου εστίν κατάνυξις, όπου εστίν αγάπη. ο γαρ έχων υπακοή αγαθή πασών των εντολών του Θεού πεπλήρωται». Χάριν συντομίας παραλείπω τας των πολλών μαρτυρίας. Έφ’ όσον δε επλουτίσθη και έγινε θησαυροφυλάκιο των αρετών δεν ήτο δυνατόν να μη έγίνοντο φανεραί αί άρεταί του, εις τους εγγύς και εις τους μακράν. Ή αρετή όμοια εστί του φωτός. Καθώς το φως δεν κρύπτεται άλλ’ όταν φανή, όταν ανατείλει όλοι το βλέπουσι και μόνον οι πάσχοντες από αορασία (οι τυφλοί) δεν τον βλέπουν, ούτω και ή αρετή δεν κρύπτεται, όλοι την βλέπουν, εκτός εκείνων οίτινες πάσχουσιν από τύφλωσιν ψυχική. Οι πραγματικός και αληθώς ενάρετοι, φοβούμενοι την ύπερηφάνειαν, την κενοδοξίαν, μη τους σκορπίσουν τας άρετάς, την ανθρωπαρέσκεια, ήτις προκαλεί τον Θεόν να «σκορπίζει οστά ανθρωπαρέσκων», κρύπτουν όσον δύνανται τας άρετάς των, αλλά όσον και αν τας κρύπτουν, δεν κρύπτονται επειδή είναι φως. Και ο ίδιος ο Θεός ο Όποιος παρήγγειλε να ποιώμεν τας αρετάς όχι εις το φανερόν, να τας βλέπωσιν οι άνθρωποι, να μας επαινώσι και ούτω να χάνωμεν τον μισθό μας, αλλά να τας κάμωμεν εις το κρυπτόν, ώστε να μη τας βλέπωσιν οι άνθρωποι, να τας βλέπη μόνον ο Θεός, ο Όποιος όταν δη ότι κρύπτομεν τας άρετάς μας δια να φυλάξωμεν την εντολή Του, ότι τας κάμνομε δια δόξαν δική Του και όχι δια δόξαν και ικανοποίησιν δική μας, δια να μας δοξάσουν οί άνθρωποι, τότε Εκείνος τας κάμνει φανερά εις τους ανθρώπους και κατ’ αυτόν τον τρόπον, δοξάζεται το Όνομα αυτού το ύπερύμνητον και υπερένδοξο, δοξάζει δε ο Θεός και ημάς. «Ζω εγώ, λέγει ο Θεός, τους έμέ δοξάζοντας δοξάσω» «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω ή αριστερά σου τι ποιεί ή δεξιά σου, όπως η σου ή ελεημοσύνη εν τω κρύπτω και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αυτός αποδώσει σοι εν τω φανερώ… συ δε όταν προσευχή εισελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου, πρόσευξαι τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτω, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτω αποδώσει σοι εν τω φανερω» (Ματθ. 6: 3-7).
Ό Βαπτιστής Ιωάννης εν έρήμω διέτριβε νηστεύων και προσευχόμενος εν τω κρυπτω. Ουδείς άλλος τον έβλεπε ει μη ο Θεός, ο Όποιος βλέπων τον Πρόδρομο εν τω κρυπτω νηστεύοντα και προσευχόμενο δι’ Αυτόν, δια την Δόξαν Του φανέρωσε τας άρετάς του εις όλους και καθώς λέγει ο σοφός Νείλος οι άνθρωποι άφηνον τας πόλεις και έτρεχαν εις την ερημον και οι πλούσιοι πού είχον χρυσοφόρους οικίας και ενεδύοντο σηρικά ιμάτια, και εκείνοι πού είχον λιθο-κολλήτους (πολύτιμους) κλίνας και ανεπαύοντο σε μαλακά και απαλά στρώματα, κατεκλίνοντο εις την ύπαιθρον και εις την άμμο την παρά τας όχθας του Ιορδανού. Διατί; Δια να ιδούν έναν πτωχόν άνθρωπον ενδεδυμένον με ένα δέρμα καμήλου και με μίαν ζώνη δερμάτινη, εσθίοντα ακρίδας και μέλι άγριον. ‘Αλλά δεν ήτο αυτή ή αιτία. Ή αιτία ήτο ή αρετή του ανδρός. Ή αρετή ή οποία ως μαγνήτης έλκει τον άνθρωπον. Παραθέτω κατωτέρω τα ίδια τα λόγια του σοφού Νείλου, δια να θαυμάσει πάς τις το μεγαλείον, την αξία, την δόξαν και την τιμήν της αρετής. «Πάντα ην αυτοίς ανεκτά, καιτοι παρά το έθος γινόμενα- υπέτεμνε γαρ την επί τοις αλγενοίς αίσθησιν, ο πόθος της θεωρίας του ανδρός και τον επί σκληραγωγία πόνον έκλεπτε το θαύμα της αρετής. Τοσούτον εστίν ή αρετή πλούτου τιμιωτέρα και βίος ήσύχιος χρημάτων πολλών περιφανέστερος. Πόσοι κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν πλούσιοι και μέγα φρονούντες επί δόξη σεσίγηνται και το θαύμα του άδοξου μέχρι του νυν άδεται και ή μνήμη του ερημοπολίτου πάσιν εστίν περισπούδαστος αίδιον γαρ της αρετής το αοίδιμον και την φήμην εξαποστείλλει άγγελον των οικείων καλών». Ωσαύτως ο Άγιος Αντώνιος, ο Αρχηγός των μοναστών, ο πολιστής της έρημου. Ουδείς έβλεπε αυτόν εις την ερημον, ουδείς έβλεπε τας εν κρύπτω άρετάς αυτού, τας προσευχάς, τας νηστείας, τας αγρυπνίας, την ταπείνωσιν, την πίστιν αυτού, την άγάπην. Μόνον ο Θεός ο τα κρυπτά των ανθρώπων ειδώς. Και επειδή έβλεπε ότι οσα εποίει ο Άγιος Αντώνιος εν τω κρυπτω, τα έποίει όχι δια δόξαν δίκη του, αλλά δια δόξαν Θεού, ο Θεός φανέρωσε τας άρετάς του εις όλον τον κόσμον και έτρεχαν πανταχόθεν οι άνθρωποι να τον ιδούν να θαυμάσουν τας άρετάς του, να ακούσουν τας συμβουλάς του, και έγινε ή έρημος πόλις και επλήθυναν τα τέκνα της έρημου μάλλον, της έχουσης τον άνδρα.
Και ο Άγιος Αρσένιος έποίει όσον ήδύνατο εν κρύπτω τας άρετάς φεύγων την δόξαν των ανθρώπων. Άλλ’ ο Θεός ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, ο βλέπων τας των ανθρώπων καρδίας, βλέπων οσα εποίει εν τω κρύπτω προς δόξαν του ονόματος αυτού, τον δόξασε φανερά και, γνωρίσαντες και άκούσαντες οι άνθρωποι τας άρετάς του, ετρεχον προς αυτόν και εξομολογούντο, ου μόνον από την Παρόν αλλά και από την Σύρον, από Αθήνας, Πειραιά, και αλλάς πόλεις, από το Αγιον Όρος και αλλάς Μονάς της Ελλάδος, πάντες δε ωφελούντο εκ της εξομολογήσεως, διότι ο Θεός τον είχε πλουτίσει με το χάρισμα της διακρίσεως και της αγάπης. Εδέχετο πάντας με άγάπην και στοργή πατρική και εις πάντας έδιδε μετά συνέσεως και διακρίσεως τα αναγκαια και ωφέλιμα προς θεραπεία φάρμακα. Έκτος των άλλων αναγκαιων φαρμάκων έδιδε προς πάντας δύο κοινά φάρμακα: το φάρμακο της μετανοίας και το φάρμακο της ευσπλαχνίας και αγάπης του Θεού, προέτρεπε τους πάντας να μετανοούν είλικρινώς, και να μην απελπίζονται δια τας πολλάς των αμαρτίας, αλλά να ελπίζουν εις την άμετρο εύσπλαγχνίαν του Θεού και την άγάπην αυτού και ότι όχι μόνον ο Θεός δέχεται τους αμαρτωλούς, όταν μετανοήσουν, αλλά και προς χάριν αυτών κάμνει πανήγυριν και χαράν μεγάλην εις τους ουρανούς με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Έφερε δε προς απόδειξιν της μεγάλης του Θεού ευσπλαχνίας παραδείγματα όπως του ασώτου, του ληστού, της πόρνης, του τελώνου και πολλών άλλων. Πολλούς, δια της αγάπης και του κάλου τρόπου, τους ώδήγησεν εις μετάνοιαν και τους έσωσε.
Ήτο ακριβής φυλαξ των Πατερικών παραδόσεων. Εις τους ασεβείς απίστους, υβριστάς και καταφρόνιας ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ και των ιερών παραδόσεων —και εμμένοντας εις την αμαρτίαν— ήτο αυστηρός και ακαμπτος, άλλ’ εις τους αληθώς μετανοούντας ήτο επιεικής και συγκαταβατικός. Προσεπάθει δε με υπομονή, με πραότητα, άγάπην και μακροθυμίαν να φέρει τους πάντας εις μετάνοιαν, να τους πλησίαση εις την Εκκλησίαν και εις τον Χριστόν και κατά τον Απόστολο Παύλον «τοις πάσιν έγένετο τα πάντα, ίνα τους πάντες κερδίση και τω Χριστώ προσφέρη». Δια τούτο πολλοί άκούοντες την θαυμάσια πολιτείαν και διαγωγή του και βλέποντες τα καλά έργα του προσήρχοντο αθρόοι προς αυτόν και εξομολογούμενοι τας αμαρτίας των έθεραπεύοντο, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, διότι εις τας εσχάτας πονηράς ταύτας ημέρας ανέδειξε τοιούτον Αγιον Πνευματικόν Πατέρα και Ιατρόν, θεραπευτήν των σωματικών και ψυχικών ασθενειών των, και επληρώθη εις τον Αγιον Αρσένιο καθώς και εις τους Αγ. Αποστόλους και πάντας τους Αγίους, το υπό του Κυρίου παραγγελθέν: «Ούτως λαμψάτω το φως έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσι υμών τα καλά έργα και δοξάσωσιν τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5: 16).
Αποθανόντος του αειμνήστου Πατρός Ήλιου, συνασκητού, συμψύχου φίλου και συμπατριώτου του Πατρός Αρσενίου, Προϊσταμένου της Μονής του Αγίου Γεωργίου, πάντες οι Πατέρες και αδελφοί της Μονής, κοινή τη γνώμη, εξέλεξαν Προϊστάμενο τον Αγιον Αρσένιο όστις θεαρέστως και θεοφιλώς ποίμανε το εμπιστευθέν αυτώ μικρόν ποίμνιον. Βλέπων όμως, ότι τα καθήκοντα του Ηγουμένου και αυτής της Μονής και των αδελφών αί μέριμναι και φροντίδαι τω έφερον κώλυμα εις το έργον της εξομολογήσεως, (επειδή εκτός της εξομολογήσεως των αδελφών των Μονών Αγ. Γεωργίου, Λογγοβάρδας και της Γυναικείας Μονής της Μεταμορφώσεως του Χριστού και των κατοίκων της νήσου, ήρχοντο και μακρόθεν εκ Σύρου, Πειραιώς, Αθηνών και άλλων μερών, ακόμη και εξ Αγίου Όρους δια τούτο ήναγκάσθη και παρητήθη της Ηγουμενίας και αφοσιωθεί τελείως και μονίμως εις την προσευχήν και έξομολόγησιν. Δια να δύναται δε να προσεύχηται απερίσπαστος, και καθ’ όδόν, οσάκις μετέβαινε από τον Αγιον Γεώργιο ή εις την Γυναικεία Μονήν ή εις την «Λογγοβάρδαν», επί όνου καθήμενος, σκέπαζε με το επανωκαλύμαυχόν του την κεφαλήν και το πρόσωπον του δια να μη βλέπη άλλο τι και περισπάται ο νους του παρά να βλέπη μόνον τον Θεόν με τον όποιον συνωμίλει. Εις την «Λογγοβάρδαν» ήρχετο κατά καιρούς εις τον επίσης διάσημον και Αγιον τω καιρώ εκείνο Πνευματικόν Ιερόθεο Βοσυνιώτην τον Α’ και εξομολογούντο αλλήλοις κατά τον Απόστολο Ίάκωβον λέγοντα: «Εξομολογείστε αλλήλοις τα παραπτώματα υμών και εύχεστε υπέρ αλλήλων όπως ιαθήτε» (Ίακ. 5: 16).
Μοί διηγείτο ο εκ Λευκών Γέρων Ιγνάτιος Ραγκούσης τα έξης: «Επειδή ως νέος και αρχάριος ότε ήλθον εις την Μονήν υπηρετούσα τον Γέροντα Ιερόθεο, πολλάκις ήνοιγον την θύραν χωρίς να κτυπήσω, και πολλές φορές έβλεπα άλλοτε τον Γέροντα Ιερόθεο γονατιστό εμπρός εις τον Πατέρα Αρσένιο και εξομολογείτο και άλλοτε τον Πατέρα Αρσένιο γονατιστό εμπρός εις τον Γέροντα Ιερόθεο». Οσάκις δε μοί διηγείτο τούτο με όλην την απλότητα ή οποία τον εκόσμει συνεκινείτο και εδάκρυε.
Κρίνω αρμόδιο όπως ενταύθα παραθέσω περικοπή του ύμνου ον έποίησεν ο αείμνηστος Καθηγητής Κουτρέλης, πνευματικόν τέκνον και θαυμαστής των ανωτέρω Πνευματικών και Αγίων Πατέρων, Αρσενίου και Ιεροθέου:
«.. Δύο είχαμε Γέροντας στην Πάρο αυτά τα χρόνια,
εις του νησιού μας τα δυο βουνά τους δύο φωλεμένους,
άσπρους κάτασπρους και τους δυο σαν του Γενάρη χιόνια
στη ράχη τ’ Αι-Γιώργη και στού Μπαχνα κρυμμένους.
Σ’ αυτούς ο κόσμος έτρεχε και εξομολογείτο
κι’ ελάμβανε την άφεσιν από τας αμαρτίας.
Ήσαν κι’ οι δύο Πρόδρομοι και ας μη εκαλείτο
ουδέ Πατέρας κανενός μονάχα Ζαχαρίας
εις το νησί μας ήρχετο ή Σύρος για να λαβή
του Αρσενίου την ευχή και του Ιεροθέου.
Κι’ νόμιζα ή δόξα μας ποτέ πώς δεν θα παύση
πλην ψεύδονται οι λογισμοί παντός θνητού ματαίου.
Προ δέκα χρόνων έχασε τον ένα Γέροντα της
που καύχημα την δόξαν του είχε ντυθεί ή Πάρος.
και τώρα πάλιν έχασε άπάν’ άπ’ τα πλευρά της
τον Γέρο Ιερόθεο.
Ώ ματαιότης! Ώ θνητέ της γης μας Οδοιπόρε
ουδέν εγκλείουν σταθερό της γης μας αυτής αι χώραι.
Προ δέκα χρόνων είμεθα στη δόξα την μεγάλη.
Ανθούσε τότε το νησί κι’ ή αρετή της Πάρου.
Και δέκα χρόνια πέρασαν κι’ χάσαμε τα κάλλη
σαν έκρυψε τους Γέροντας ή πλάκα του μαρμάρου.
Τους Γέροντας πού ήτανε ή δόξα και τιμή μας
και να καυχάται δι’ αυτούς μπορούσε το νησί μας.
Που τώρα τοιούτοι Πατέρες Πνευματικοί, τοιούτοι Άγιοι Γέροντες; Τοιούτοι σήμερον δεν υπάρχουν εις την Παρόν άλλ’ ούτε εις ολην την Ελλάδα, ούτε εις το Αγιον Όρος, ούτε εις τα Ιεροσόλυμα, ούτε εις το Όρος Σινά, ούτε εις τας έρημους της Αιγύπτου, Θηβαΐδος, Νιτρίας, Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής. Οίμοι, ψυχή μου, κλαύσον και θρήνησον γοερώς, ότι εξέλιπε Όσιος από της γης. «Πάντες έξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός». (Ψαλμ. 13). Φείσαι, Φείσαι, Κύριε, του λαού Σου, ελέησον το πλάσμα των χειρών Σου, εξαποστείλουν βοήθειαν εξ Αγίου κατοικητηρίου Σου. Μη δια τας πολλάς ημών αμαρτίας αφανίσεις ημάς. Επλήθυναν οι αμαρτιαι ημών ούκ έστιν εν τω καιρώ τούτω ούκ έστιν Αρχων και αμαρτίαι ημών ουκ εστί εω τω καιρώ τούτο ουκ εστίν Αρχων και Προφήτης και Ηγούμενος και Πνευματικός Πατήρ . Συ Κύριε κατά το πλήθος του ελέους Σου, και των οικτίρμων Σου, ανάδειξαν άνδρας συνετούς, σοφούς, φρόνιμους, και ενάρετους. Άρχοντες της πολιτείας και της Εκκλησίας, Πνευματικούς Πατέρες, και Ποιμένα: δια να οδηγήσουν και να διαφυλάξουν την Πατρίδα και την Εκκλησία, Πνευματικούς Πατέρες και Ποιμένες δια να οδηγήσουν και να διαφυλλάτουν την Πατρίδα και την Εκκλησία εκ των νοητών λύκων των λυμαινομένων αυτάς θα επισυνάξωσιν και επαναφέρωσιν εις την λογικήν μάνδραν τα διασκόρπισαν πρόβατα και οδηγήσωσιν αυτά εις νομάς ζωηφόρους, πνευματικάς.
Τοιούτοι ήσαν οι δύο ούτοι Γέροντες Πνευματικοί, Αρσένιος και ‘ Ιερόθεος, τόσον ταπεινοί, ώστε θεωρούν εαυτούς ως αμαρτωλούς και συχνά εξομολογούντο αλλήλοις, είχον επίγνωσιν και συναίσθησιν ότι ο άνθρωπος όσον και εάν βιάζει τον εαυτόν προ την τελειότατα, προς αποφυγήν της αμαρτίας ούτε εις τελειότητα ούτε εις αναμαρτησία δύναται να φθάση ποτέ. Μόνος τέλειος και αναμάρτητος είναι ο Θεός. «Και των αρίστων ο μώμος άπτεται» λέγει ο Μέγας Γρηγόριος. ο δε θείος Χρυσόστομος λέγει ότι το «αμαρτάνειν και μη μετανοείν είναι σατανικόν». Δια της μετανοίας, και εξομολογήσεως εξαλείφονται αί άμαρτίαι των ανθρώπων, προσθέτει ο Θείος Χρυσόστομος: «…τον αμαρτωλό όταν δια της εξομολογήσεως τα ημαρτημένα εξείπτι και την έξης ασφάλειαν ποιήσηται, αθρόον ο Θεός δίκαιον αποφαίνει». τούτο γινώσκοντες, οι ανωτέρω αοίδιμοι. Άγιοι Πατέρες εξομολογούντο αλλήλοις. Βλέπων ο Θεός την ταπείνωσίν των, τους πλούτισε με χαρίσματα ουράνια, με τα χαρίσματα της σοφίας, του φόβου του Θεού, της συνέσεως της διακρίσεως, ακόμη και των θαυμάτων και τους ανέδειξε ως δύο στύλους τηλαυγεστάτους, φωτοειδείς, φωτίζοντας ου μόνον τους εγγύς, τους εν Πάρω, αλλά και τους μακράν. Εάν και σήμερον υπήρχαν τοιούτοι ταπεινοί Πνευματικοί, Άγιοι, ο σπανιότατων εξαιρέσεων, δεν εξομολογούνται. Πολύ περισσότερον έπρεπε να εξομολογούνται οί Αρχιερείς και Ιερείς, διότι το να μη εξομολογούνται δύο τινά σημαίνει: ή ότι φαντάζονται πώς είναι αναμάρτητοι, οπότε πάσχουν εξ εωσφορικής υπερηφάνειας, ή ότι δεν δίδουν καμμιάν σημασία εις το σωτηριωδέστατον μυστήριον της εξομολογήσεως και μετανοίας άνευ του οποίου, λέγει ο Θειος Χρυσόστομος και άλλοι εκ των Πατέρων, «ή ουδείς ή πολλά ολίγοι θα εσώζοντο». Διά του Μυστηρίου της μετανοίας και εξομολογήσεως όχι μόνο πολλοί εσώθησαν αλλά και πολλοί ηγίασαν. Εάν εξακολουθήσωμεν και κλήρος και λαός να μη μετανοώμεν και εξωμολογώμεθα, έχει απόφασις εκδοθή από αυτόν τον Κύριον ότι θα απολεσθώμεν. «Εάν μη μετανοήτε, πάντες ομοίως απολύστε» (Λουκ. 13: 3).
ταύτα περί του αειμνήστου Γέροντος Τιμοθέου και περί μετανοίας και εξομολογήσεως κατά παρέκβασιν, άλλ’ ως αναγκαια είπωμεν. Ας επανέλθωμεν επί το προκείμενο.
Ό Άγιος Αρσένιος γνωρίζων ότι ο Χριστιανός και ιδίως ο μοναχός έχει διαρκή αγώνα και πάλιν ουχί προς σάρκα και αίμα, άλλα προς τας αρχάς και εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις, ηγωνίζετο ως άσαρκος προς άσαρκους εχθρούς δυσμενείς, νήστευε τόσον όσον να μη αποθάνη και να δύναται να κινήται, να περιπατή, να εξομολογεί, να προσεύχηται, να άγρυπνη το πλείστον της νυκτός, και προσηύχετο πάντοτε μετά κατανύξεως και δακρύων ως ο συνώνυμος του Μέγας Αρσένιος, τον όποιον προσπαθεί να μιμείται κατά πάντα και ιδίως εις την σιωπή και ησυχία. τας μώρας συζητήσεις, τας άκαιρους και άκαρπους συνομιλίας απέφευγε, προσεχών ίνα μη λόγος αργός έξέλθη εκ του στόματος αυτού. Ηυχαριστείτο να συνομιλεί κάλλιον με τον Θεόν της προσευχής και μελέτης. Εις ουδέν άλλο εσχόλαζεν ει μη εις προσευχήν, μελέτην και εξομολόγησιν.
Καιρόν τίνα μετέβη τις επίσημος εις τον Αγιόν Γεώργιο προς επίσκεψιν του Αγίου Αρσενίου και προς έξομολόγησιν, και άφ’ ου εξομολογηθεί είπεν εις τον Αγιον. «Πάτερ Αρσένιε, έχετε ωραίον κήπο με πορτοκαλέας, λεμονέας, μηλέας, καρυδέας και αλλά οπωροφόρα δένδρα και άνθη, ας υπάγωμεν λίγη ώραν να απολαύσωμεν το κάλλος και την θέαν των δέντρων και των ανθέων». ο Πατήρ Αρσένιος τω έδειξε την μικράν Βιβλιοθηκών του και τω είπε•. « Ιδού ο δικός μου κήπος ο τερπνότατος και ωραιότατος». Τω έδειξε μερικά βιβλία μέγα λα εκ των συγγραμμάτων του Μ. Βασιλείου, Χρυσοστόμου κ.α. Αγ. Πατέρων και τω είπε: «Ιδού τα αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη καρπών ευχύμων και νόστιμων». Τω έδειξε και μικρά τίνα βιβλία Εκκλησιαστικά: «Ιδού και άνθη ηδύπνοα πανεύοσμα και πάντερπνα, τρέφοντα, τέρποντα και ευφραίνοντα την αθάνατον ψυχήν».
Δια της εκμαθήσεως και τηρήσεως των πρώτων τριών διδαγμάτων,: τα όποια ο Άγιος Αρσένιος εδιδάχθη κατ’ αρχάς από τον αείμνηστοι Γέροντα του Δανιήλ, της εκκοπής του θελήματος, της ταπεινώσεως, και υπακοής, εξέμαθε και τας λοιπάς αρετάς, την νήψιν, την προσευχήν, την σιωπή, την ησυχία και την άγάπην και τοιουτοτρόπως επειδή ηγάπησε τον Θεόν ηγαπήθη παρ’ αυτού και ηνώθη μετ’ αυτού καθώς λέγουσιν οι της φιλοσοφίας Καθηγηταί, οι Νηπτικοί Πατέρες. «Νους Θεώ συναπτόμενος και αύτώ εγχρονίζων δια προσευχής και αγάπης, σοφός γίνεται και αγαθός και δυνατός και φιλάνθρωπος και ελεήμων και μακρόθυμος και απλώς ειπείν, πάντα σχεδόν τα θεία ιδιώματα, εν εαυτώ περιφέρει, τούτου δε αναχωρών ή κτηνώδης γίνεται και φιλήδονος ή θηριώδης και δια ταύτα τοις άνθρώποις μαχόμενος», λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Ό δε σοφός Άντίοχος λέγει τα εξής: «Φιλήσυχος Μοναχός αγαπάται υπό του Θεού, επειδή και αυτός αγαπών τον Θεόν, αύτω μόνω θέλει προσομιλείν δια της καθαράς προσευχής και επί γης διάγων τα ουράνια αεί φαντάζεται και μεριμνά όλος ο νους αυτού πώς αρέσει τω Θεώ και γένηται ναός του Άγιου Πνεύματος.
Ό τοιούτος τοις Άγγέλοις τω βίω συναμιλλάται, πάντοτε τας έρημους διώκων, ίνα εν πολλή ησυχία και άμεριμνία προσομιλών τω Θεώ, τον εαυτού νουν εσοπτρον ακηλίδωτο άπεργάσηται κατά τους Προφήτας Ηλία και Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Μακάριος ο τοιούτος επί γης και εν ούρανω ος πάντα είναι ηγήσατο σκύβαλα, ίνα Χριστόν κερδίσει και ευρέθη εν τω πραέω και ησυχίω βαδίζων πνεύματι».
Τοιουτοτρόπως θεοφιλώς και θεαρέστως πολιτευόμενος ο εν Άγίοις Πατήρ ημών Αρσένιος έφθασε ο καιρός της αυτού τελειώσεως, έφθασε ο καιρός να μεταβή εκ του θανάτου εις την ζωήν εκ των πρόσκαιρων εις τα αεί διαμένοντα, εκ των λυπηρών εις τα χαρμόσυνα, εκ των γήινων εις τα ουράνια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
Αποδημία του Αγίου προς Κύριον. Η μεγάλη θλίψις των κατοίκων της νήσου και των Πνευματικών του τέκνων.«Τις εστίν άνθρωπος ος ζήσετε και ουκ όψεται θάνατον». (Ψαλμ. 40).
«Δίκαιων ψυχαί εν χειρί Κυρίου και ου μη αψηταί αυτών βάσανος». (Παροιμ.).
Ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπεν εις τους Μαθητάς αυτού οτε άπέστειλεν αυτούς να κηρύξουν το Εύαγγέλιον εις την οικουμένη: «Δια πολλών θλίψεων θα εισέλθητε εις την ζωήν… και εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε, άλλα θαρσείτε, εγώ νενίκηκα ιόν κόσμον» (Ίωάν. 16: 33). Αι δε ενοχλήσεις τας οποίας δοκίμαζε ο Άγιος από τους άσαρκους δαίμονας, τους οποίους επολέμει διό, της προσευχης και των αγρυπνιών, μόνον ο Θεός γινώσκει. Ενίοτε δε ήκουον και οι υποταχτικοί του τον πόλεμον ον είχε με τους πονηρούς δαίμονας. Αγωνισθείς τον αγώνα τον καλόν και τηρήσας καθαράν και ανόθευτο την Ορθόδοξο πίστιν του Χριστού, τελειώσας τον δρόμον και φθάσας εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, επειδή ητο άνθρωπος και ως άνθρωπος υπέκειτο εις την παρά του Θεού δοθείσαν κοινήν άπόφασιν του θανάτου, την δοθείσαν αρχικώς εις τους προπάτορας ημών, «γη ει και εις γήν άπελεύση» κατά δε τον Προφητάνακτα Δαυίδ «ουδείς εστίν ος ζήσεται και ουκ οψεται θάνατον» και τον θεοκήρυκα Απόστολο Παύλον «πάντες αποθνήσκομε, απόκειται γαρ τοις άνθρώποις άπαξ αποθανείν και μετά τούτο κρίσης» φθάσας εις ηλικία 77 ετών την 31ην Ιανουαρίου του έτους 1877 άπεδήμησε προς όν εκ παιδικής ηλικίας πόθησε και πιστώς δούλευσε Θεόν. Την τελευτήν αυτού προειδώς προ ήμερων προείπεν εις τα πνευματικά του τέκνα προ ενός μηνός κατά την Λειτουργίαν την οποίαν τέλεσεν εις την 1ην Ιανουαρίου κατά την εορτή του Μ. Βασιλείου, ειπών αυτοίς «να ηξεύρετε τέκνα μου, ότι ολίγας ημέρας θα ευρίσκομαι μεθ’ υμών. Θα αναχωρήσω δια την Ουράνιον Πατρίδα. Μετά την Λειτουργίαν επήγε εις το κελλίον του και άνεκλίθη. παρέμεινε επί κλίνης διότι ησθάνετο ότι αί δυνάμεις του αϊ σωματικαι, ημέρα τη ήμερα, ηλαττούντο και δεν ηδύνατο να περιπατήση και να κινηθή. Εις την έορτήν των θεοφανείων κατήλθεν εις τον Ναόν και μετά πολλοί κόπου τέλεσε την θείαν Λειτουργίαν και τον Μέγαν Αγιασμό και απελθών εξηπλώθη ήσύχως εις την κλίνην του και είπεν εις τας παρισταμένας μοναχάς: «Αυτή τέκνα μου ήτο ή τελευταία Λειτουργία την οποίαν ετέλεσα. Ευχαριστώ τον Πανάγαθον Θεόν, ο όποιος με βοήθησε, διότι εάν δεν με βοηθεί δεν θα ήδυνάμην να τελειώσω την Λειτουργίαν και τον Αγιασμό. Δόξα τη Πανάγαθο Βουλή αυτού και τη Απείρω Αγαθότητι. Ευχαριστώ, ευχαριστώ τω Θεώ μου, τω ούτως αγαπήσαντί με και παραδόντι Εαυτόν υπέρ εμού εις τον επονείδιστων Σταυρικό Θάνατον, ουκ έχω άξιον τι να ανταποδώσω Αυτώ υπέρ πάντων ων άνταπέδωκέ μοι. Υπερευχαριστώ και πάλιν τον Δημιουργόν και Πλάστη μου, τον Χορηγό των απείρων δωρεών, ευλογιών και χαρίτων και αγαθών αδέδωκέ μοι. Ουδέν άλλο θέλω, ουδέν άλλο επιθυμώ, ουδέν άλλο ζητώ, ει μη συγχώρηση τας πολλά; μου αμαρτίας και να παραλαβή την ψυχήν μου».
Διαδοθείσης αστραπιαίος της φήμης εις όλην την νήσον, ότι ο Πατήρ Αρσένιος ασθενεί και πρόκειται να αποθάνη έτρεχαν από όλα τα χωρία της νήσου, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροντες, μεγάλοι και μικροί, πλούσιοι και πτωχοί και πάσης ηλικίας, τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι, κλαίοντες και θρηνούντες δια την ορφάνια των, διότι έχαναν τον Πνευματικόν των Πατέρα, τον Πατέρα της ψυχής των, εκείνον ο όποιος τους ήγάπα και φρόντιζε να τους αποσπαστεί από την άμαρτίαν και τον διάβολο και να τους έπιστρέψη εις την μετάνοιαν και τον Θεόν. Έτρεχαν ως διψασμένα ελάφια να προφθάσουν να τον αποχαιρετήσουν και να λάβουν την εύχήν και την ευλογία του. Την δε παραμονή της τελευτής του έκάλεσε τας αδελφάς της Μονής και ανήγγειλε αυταίς το δια τον εαυτόν του ευχάριστο μήνυμα του θανάτου, άλλα δι’ έκείνας δυσάρεστο και λυπηρό. «Να ήξεύρετε τέκνα μου ότι αύριον αναχωρώ της πρόσκαιρου ζωής και πατρίδος και μεταβαίνω εις την αιώνιον ζωήν και την Ούράνιον Πατρίδα διότι εδώ δεν έχομε Πατρίδα, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος είμεθα ξένοι και πάροικοι». Μόλις ήκουσαν αϊ μοναχαί το θλιβερόν δι’ αύτάς μήνυμα, ξέσπασαν εις λυγμούς και ήρχισαν γοερώς να θρηνούν. «Πατέρα μας, Πνευματικέ, μη μας αφήνεις ορφανάς. Συ γνωρίζεις πόσους κινδύνους διατρέχομε. Εν όσο εζης συ, ως Πατήρ συμπαθής και φιλόστοργος μας ηγάπας ως τέκνα σου, καιτοι ημείς | πολλάκις σε παροργίσαμε. Σέ παρηκούσαμε και σε λυπήσαμε αλλά ου ως συμπαθής μας υπέμεινας και μας συνεβούλευες και μας παρηγόρεις και ως Πνευματικός Ιατρός θεράπευες τας ψυχικάς ασθενείας. Τώρα διατί μας αφήνεις; Εις ποίον θα καταφύγωμεν; Ποίος θα ενδιαφερθη δι’ ημάς τας αθλίας, ως συ, Πάτερ; Βλέπων αυτάς ο Άγιος ούτως θρηνούσας τας παρηγορεί. «Παύσετε τέκνα μου τον Θρήνο, μη θρηνείτε ούτω, μη απελπίζεστε, διότι αμαρτάνετε. Εγώ μεν αναχωρώ αλλά σας αφήνω εις την προστασία άλλου Πατρός, όστις πολύ ,πολύ ανώτερος μου και σας αγαπά περισσότερον από έμέ, ακόμη σας αγαπά περισσότερον και από ότι αγαπάτε σεις αί ίδιαι τον εαυτόν σας. Εγώ σας αφήνω εις την προστασία του Χριστού όστις είναι Πατήρ και ιδικός σας και πάντων ανθρώπων και αγαπά πάντας και φροντίζει περί πάντων και προνοεί και μεριμνά όχι μόνον δι’ ημάς τους ανθρώπους πού εξαιρετικώς μας τίμησε με το «κατ’ εικόνα αυτού και όμοίωσιν » αλλά και περί των πετεινών του ουρανού και των πτηνών και όλων των ζώων, χερσαίων και θαλασσίων.
Πιστεύσατε εις αυτόν, ελπίσατε εις αυτόν, αγαπήσατε αυτόν με όλην σας την ψυχήν και καρδίαν και ό,τι ζητήσετε από αυτόν με πίστιν και είναι προς το συμφέρον σας, θα σας το δώση. Και ιδίως να ζητήτε την Βασιλείαν Σου την Ούράνιον. Να ήξεύρετε δε και να πιστεύετε ότι όταν τον αγαπάτε και ποιήτε τας έντολάς του θα σας αγαπήσει και Αυτός και θα είσθε ηνωμέναι μαζί του και όταν εχητε τον θεόν μαζί σας δεν έχετε ανάγκην ούτε από εμέ ούτε από άλλον τίνα. «Ό Θεός είναι αγάπη και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Αυτή τεκνία μου είναι ή τελευταία μου προς υμάς παραγγελία και εντολή: να ειρηνεύετε αναμεταξύ σας, να έχετε ταπείνωσιν, να ενθυμήσθε τον Χριστόν και να , μιμήστε την ταπείνωση αυτού την υπακουή και προς πάντας αγάπην, άνευ της οποίας αδύνατον να σωθείτε, άνευ της οποίας ολαι αί αρεταί αι, άλλαι δεν ωφελούσι. Μη λησμονείτε τον αρχικό σκοπό δια τον οποίον ανεχωρήσατε από τον κόσμον και γίνατε Μοναχαί. ο σκοπός σας που αφήσατε τον κόσμον, τους γονείς, αδελφούς, φίλους και συγγενείς σας και όλα του κόσμου τα αγαθά, δεν ήτο άλλος παρά να νυμφευθήτε τον Χριστόν και τα ουράνια αγαθά να κερδίσετε. Δια να αποκτήσετε τον Χριστόν πρέπει να τον μιμηθείτε κατά τον δυνατόν, πρέπει να γεμίσετε ως αί φρόνιμοι Παρθένοι τας λαμπάδας των ψυχών σας ελαιον, δηλαδή αγάπη και τότε όταν έλθει ο Νυμφίος Χριστός κατά την δευτέραν Παρουσίαν θα εισέλθετε μετ’ αυτού εις τον Ούράνιον νυμφώνα. Εάν όμως αμελήσετε, μεριμνήσετε και δεν γεμίσετε τας λαμπάδας των ψυχών σας έλαιον. δηλαδή άγάπην, όταν έλθη ο Νυμφίος θα υπάγετε δια να εισέλθετε και σεις εις τον νυμφώνα, άλλα θα σας κλείσει την θύραν και θα μείνετε έξω του νυμφώνος ως αί μωραί παρθένοι, θα κτυπάτε την θύραν άλλα πλέον δεν θα σας ακούει. Θα μετανοήτε τότε, θα κλαίεται, θα θρηνείτε, αλλά ματαίως. Εκλείσθη ή θύρα, εκλείσθη δια πάντα. Λοιπόν αγαπητά μου τέκνα δια να μη μείνετε έξω του Ουρανίου νυμφώνος και στερηθήτε των αιωνίων αγαθών, αγαπήσετε τον Θεόν δια να εύρητε χάριν αιώνιον. Μηδέν προτιμήσετε της αγάπης αυτού, ίνα όταν έλθει εν τη δόξη αυτού εύρητε ανάπαυσιν μετά πάντων των αγίων. Άλλα και εγώ ο ελάχιστος εάν εύρω παρρησίαν πλησίον εις τον Θεόν δεν θα παύσω να σας αγαπώ και να παρακαλώ τον Ούράνιον Θεόν και Πατέρα να σας σκέπη και διαφυλάττει από τας παγίδας του δολίου δράκοντας και να σας αξίωση των αιωνίων αγαθών και της Βασιλείας των Ουρανών, ων γένοιτο πάντας αξιωθήναι. Αμήν».
Άφ’ ου ικανώς νουθέτησε τας άδελφάς ζήτησε και τω έκαμαν Αγιον Ευχέλαιο και την επόμενη μετάσχων των Άχραντων Μυστηρίων, άφ’ ου ηυχαρίστησε τον Κύριον, έκαμε δέησιν θερμοτάτην προς Θεόν υπέρ των Πνευματικών του τέκνων, υπέρ των κατοίκων της νήσου, υπέρ της Εκκλησίας, υπέρ του έθνους, του Στρατού και υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και της των πάντων ένωσες. Είτα ύψωσε τας χείρας του και την διάνοιάν του προς τον Ούρανόν και είπε: «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το μικρόν τούτο ποίμνιον όπερ μοι ένεπιστεύθης και το πνεύμα μου όπερ μοί δέδωκας. Σός ειμί εγώ Κύριε, σώσον με ότι τα δικαιώματα σου έξεζήτησα».
Και ταύτα ειπών έκλεισε τους οφθαλμούς αυτού και παρέδωκε το πνεύμα την 31ην Ιανουαρίου 1877, εις ηλικία 77 ετών.
Μόλις ηκούσθη, πρώτον εις την χωράν της νήσου, ότι ο Πατήρ Αρσένιος ετελεύτησε διεδόθη εις όλα τα χωρία της νήσου και όλη ή νήσος εβυθίσθη εις μέγα πένθος. Εκλαιον πάντες και ωδύροντο την στέρησιν τοιούτου Αγίου Πατρός. Έδραμον δε πάντες συν γυναιξί και τέκνοις να ασπασθώσι το τίμιον λείψανον αυτού και συνοδεύσωσιν άχρι του τάφου. Επειδή δε δεν ήτο δυνατόν πάντες να το ασπασθώσι δια το πλήθος και επειδή οι μακράν εν τοις χωρίοις δεν ήδυνήθησαν αυθημερόν να προσέλθωσνν, άφηκαν το λείψανον του επί τρεις ημέρας εις την Έκκλησίαν δια να δυνηθώσι να το άσπασθώσι και τότε άπαντες αυτό μετά ύμνων και θαυμάτων και μετά πολλών δακρύων ενταφίασαν αυτό εις τόπον τον όποιον έτι ζών υπέδειξε ο ίδιος ο Άγιος, ου ταις πρεσβείαις και ικεσίες σου θείημεν πάντες. Αμήν.