Ιστορία του Μοναχισμού Η παρανόηση του Ασκητικού μυστικισμού του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τον Προτεσταντισμό του Γεωργίου Φλωρόφσκυ

68493_448502475250231_2029154373_n

Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: “Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες”. (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 230-238).

(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

Όπως το διατύπωσε ακριβώς ένας λόγιος, «ο Γρηγόριος Νύσσης οικοδόμησε ένα ολόκληρο σύστημα Χριστιανικής σκέψεως που θα ήθελε να είναι η δικαίωση της μοναστικής ζωής και να εφοδιάσει με έναν μυστικισμό καμωμένον ρητά για τις ανάγκες του. Πρέπει να πούμε ακόμα περισσότερα: Ήταν ο Γρηγόριος Νύσσης που προετοίμασε μέσα στο μοναχισμό μια τελική ανάπτυξη της Αλεξανδρινής γνώσεως που θα τον οδηγούσε σε ό,τι οι επόμενες περίοδοι θα ονόμαζαν, ακριβώς, μυστικισμό.

Αρχίζει να αναγνωρίζεται ότι ο Γρηγόριος Νύσσης ήταν ένας από τους πιο δυνατούς και πρωτότυπους διανοητές που παρουσιάστηκε ποτέ μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας. Ήταν επίσης ένας από τους πνευματικούς συγγραφείς που επηρέασαν βαθιά την πνευματικότητα του ανατολικού μοναχισμού.

Η ανακάλυψη του από τη Δύση προκάλεσε μια από τις πιο έντονες ζυμώσεις στη σκέψη των πνευματικών συγγραφέων των τελευταίων Μέσων Χρόνων ή του δωδέκατου αιώνα. Η σπουδαιότητα αυτής της επιδράσεως, ακόμα και όπου ασκήθηκε άμεσα, αναγνωρίστηκε μόλις πριν από λίγο καιρό. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε η ανακάλυψη από τον Werner Jaeger ολόκληρου του κειμένου του έργου του «De Institute Christiano» («Περί του κατά Θεόν σκοπού και της κατά αλήθειαν ασκήσεως») και η επακολουθήσασα κατάδειξη ότι τα κείμενα του Ψευδό Μακαρίου, όχι μόνο δεν έχουν επηρεάσει αυτό το έργο, αλλά από πολλές απόψεις δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια εκλαΐκευση ανάμεσα σε μοναστικούς κύκλους της διδασκαλίας του Γρηγορίου. Σχεδόν συγχρόνως, αναγνωρίστηκε η επίδραση του Γρηγορίου, όχι μόνο στον Ευάγριο, άλλα σε όλη τη Συριακή Σχολή. Εξαιτίας αυτής της μεταβολής αντιλήψεως, ίσως, ο Γρηγόριος εμφανίστηκε ως πρόδρομος και αναμφιβόλως ως κύριος εμπνευστής του άγνωστου συγγραφέως που μας κρύβεται ακόμα κάτω από τη μάσκα του Αρεοπαγίτη … [ο Γρηγόριος] ήταν ένας από τους σπάνιους συγγραφείς για τους όποιους μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι είχαν μελετήσει πλήρως τους αρχαίους και τους είχαν τελείως αφομοιώσει. Αλλά αυτή η αφομοίωση είναι ακριβώς τέτοιας ποιότητας ώστε αυτός να μην βρίσκει καμιά δυσκολία στο να κυριαρχεί σ’ όλο το τεράστιο υλικό των ιδεών και διατυπώσεων που κατέχει, για να το χρησιμοποιήσει και να το υποτάξει στην έκφραση της δικής του σκέψεως… Η βάση της σκέψεως του Γρηγορίου παραμένει, πράγματι, Χριστιανική και Βιβλική, σύμφωνα με τη σχολή του Ωριγένη, τον οποίον αυτός κατανόησε καλύτερα, ίσως, από αποιονδήποτε άλλον, άλλα τον χρησιμοποίησε με κυριαρχική ελευθερία που πάντοτε είχε. Ένα αυθόρμητο μεταφυσικό πνεύμα, στο οποίο η οξύτητα της υπαρξιακής αντιλήψεως συνδεόταν με τη δύναμη της μεθοδολογικής σκέψεως … Η σκέψη του αυθόρμητα επιλαμβάνεται με την πολυπλοκότητα ενός συγκεκριμένου προβλήματος χρησιμοποιώντας αναλύσεις οι οποίες επανενώνουν και συμπληρώνουν η μια την άλλη ώστε να περιλαμβάνουν ολόκληρη την πραγματικότητα … Γενικά, η σκέψη του διέρχεται τρία διαδοχικά στάδια. Στην αρχή έρχεται η βιβλική, Χριστιανική διαίσθηση, που έχει για ένα κείμενο ή ένα θέμα που ανασύρει από την παράδοση … Ύστερα ακολουθεί η συμφωνία και η πολύ προσωπική έκφραση αυτής της διαισθήσεως στη φιλοσοφική γλώσσα που είναι δική του, και εδώ πρέπει να προσέξουμε να μην ερμηνεύσουμε πολύ βιαστικά τους όρους του, όπως θα τους ερμηνεύαμε αν τους βρίσκαμε στον Πλάτωνα, στο μεταγενέστερο Στωικισμό, ή ακόμα στον Πλωτίνο. Και τέλος, αυτή η σκέψη αναπτύσσεται με επιστροφή στη Βίβλο μέσα στην οποία οι σχέσεις, όχι μόνο μ’ ένα μεμονωμένο κείμενο, αλλά με όλο το ρεύμα της παραδόσεως καταδεικνύονται και δικαιώνονται».

Το θεολογικό δράμα του Αγ. Γρηγορίου έχει εκτεθεί στο βιβλίο μου «Οι ανατολικοί Πατέρες του Τέταρτου Αιώνα» (βλέπε Τόμο VII στη σειρά «Εκλεκτά Έργα του Γ. Φλορόφσκυ», σελ. 146-220) και δεν θα επαναληφθεί εδώ. Είναι αρκετό να επιστήσω εδώ την προσοχή στην παρεξήγηση της θεολογικής σκέψεως του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης η οποία ακόμα έχει υποστηρικτές. Το βιβλίο του Nygren Agape and Eros (Αγάπη και Έρως) συνέβαλε πολύ στην παρερμηνεία ολόκληρου του οράματος της Χριστιανικής πνευματικότητας, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης. Όπως ορθά παρατήρησε ο Louis Bouyer στο ωραίο και αντικειμενικό βιβλίο του με τον τίτλο «Το Πνεύμα και οι Μορφές του Προτεσταντισμού» (το αρχικό Γαλλικό, 1954), ένα βιβλίο που τονίζει τα θετικά στοιχεία της Προτεσταντικής σκέψεως — μόνο ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στα «Αρνητικά Στοιχεία της Μεταρρυθμίσεως», — «το πρόσφατο βιβλίο του Anders Nygren, Eros et Agape (Έρως και Αγάπη), παρ’ όλη την εξαιρετική αγχίνοια, και ακόμα τη σθεναρότητα μερικών αναλύσεων του, χωρίς να το θέλει καθιστά απολύτως σαφές αυτό το γεγονός». Το «γεγονός» για το οποίο μιλά ο Bouyer είναι το δόγμα της εξωτερικής δικαιώσεως. «Η αγία Γραφή, ακόμα και μόνο ο Απ. Παύλος, χωρίς τη μαρτυρία των τεσσάρων ευαγγελίων, σαρώνει και το τελευταίο διαλεκτικό τέχνασμα που στηρίζει τη θεωρία της εξωτερικής δικαιώσεως. Αν αυτή είναι η περίπτωση με την αντίθεση που ξεκίνησε ανάμεσα στη χάρη και σε μια δικαίωση φυσική στον άνθρωπο, ή που περιλαμβάνει κάποιο στοιχείο του ανθρώπου, τι θα πρέπει να πούμε για την αντίθεση που ορίστηκε από το Λούθηρο… Κατά της ιδέας ότι η αγάπη του Θεού (έχοντας τον Θεό ως αντικείμενο της) αναφέρεται κατά κάποιον τρόπο στη δικαίωση είτε η σχέση εκφράζεται με τη διατύπωση της πίστεως η οποία «πληροφορείται» με την ελεημοσύνη, είτε με κάποιον άλλον τρόπο; αυτή θα φαίνονταν δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι είναι η πιο ελάχιστα υπερασπίσιμη από τις αρνήσεις του Λουθήρου που ο Λουθηρανισμός αγωνίστηκε να δικαιολογήσει». Αυτό είναι το «γεγονός» στο οποίο αναφέρεται ο Bouyer όταν συζητά τη θέση του Nygren. «Ο Nygren οδηγεί όλη την έρευνά του για τη Χριστιανική διδασκαλία της αγάπης προς την παραδοξολογική άρνηση του Λουθήρου, αντιθέτοντας την πίστη προς την αγάπη του Θεού, και κάνοντας την αντίθεσή τους βάση της αντιθέσεως μεταξύ Προτεσταντισμού και Καθολικισμού. Ο Nygren προσπαθεί να δείξει ότι σ’ αυτό το θέμα μόνο ο Προτεσταντισμός αποδείχθηκε πιστός στην «καινή κτίση», η οποία κηρύσσεται στο ευαγγέλιο. Αλλά το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί γι’ αυτήν την απόδειξη είναι, όπως παραδέχεται, τόσο βαρύ ώστε να απορεί κανείς αν δεν αποτελεί την καλύτερη αναίρεση όλου του συστήματος. Βρίσκει τον εαυτό του υποχρεωμένο να απορρίψει όλο το σώμα, την καρδιά ιδιαίτερα, της σκέψεως του Αγ. Ιωάννου, ως ήδη μολυσμένης με το κατ’ εξοχήν (par excellence) ‘Καθολικό σφάλμα’. Επιπλέον, οδηγείται στην ανάγκη να αρνηθεί τη θεμελιώδη σπουδαιότητα, ακόμα και τη γυμνή αλήθεια, της περιλήψεως του Νόμου όπως δίνεται μέσα στα Συνοπτικά Ευαγγέλια: ‘Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου’. Το γεγονός ότι έπρεπε να φθάσει σε μια τέτοια ακρότητα για να κρατήσει τη Λουθηρανική θέση που έχει ως κύριο θέμα της την αντίθεσή της προς την fides caritate formata (την πίστιν την δι’ αγάπης ενεργουμένην), ή αλλιώς να παραδεχθεί την ακυρότητά της, συνιστά, πιστεύουμε, την πιο τραγική αλλά και τη σαφέστερη δυνατή παραδοχή ότι ο Προτεσταντισμός οδηγήθηκε, στην επεξεργασία των αρχών του, σε μια κρίση που δεν μπορεί να λυθεί».

Η επίδραση του έργου του Nygren, Agape and Eros, δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Αυτό άφησε πολλούς λογίους και σπουδαστές της Χριστιανικής σκέψεως σε σύγχυση ή με μια ολοκληρωτικά εσφαλμένη εντύπωση για τη Χριστιανική πνευματικότητα. Πήρε την ουσία του δόγματος της Μεταρρυθμίσεως περί μιας διαβληθείσης δικαιώσεως και το δόγμα μιας χωρίς αξία ανθρώπινης φύσεως διαφθαρείσης πλήρως από μια εξτρεμιστική ερμηνεία της προπατορικής αμαρτίας, και ύστερα χρησιμοποίησε αυτήν τη βασική αρχή κάτω από την επικεφαλίδα «Agape and Eros» για να επανερμηνεύσει τη Χριστιανική σκέψη από την προοπτική της Μεταρρυθμίσεως. Κατά την προσπάθειά του αυτή ο Nygren διέστρεψε την αρχική σκέψη πολυάριθμων Χριστιανών συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένου του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, τον οποίον βρίσκει «Ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα». Ο Nygren γράφει ότι «είναι εν τούτοις όχι η Αγάπη αλλά ο Έρως που χαρακτηρίζει πράγματι τη σκέψη του Γρηγορίου. Εδώ συναντούμε την τάση του καθαρού μυστικισμού, με όλο τον πλούτο των εννοιών που υπήρχαν κατά παράδοση πάντα από την εποχή του Φίλωνος και του Πλωτίνου». Υπάρχει η εκστατική Θέα του Θεού και το «λαμπρό σκότος» «ο λαμπρός γνόφος», «ο θείος γνόφος» και ακούμε ότι «βλέπουμε με το να μην βλέπουμε» «εν τούτω γαρ αληθής εστίν είδησις του ζητουμένου, το εν τούτω το ιδείν, εν τω μη ιδείν» ότι «γνωρίζουμε με το να μην γνωρίζουμε», για μια «νηφάλια μέθη», και ούτω καθεξής «η θεία τε και νηφάλιος μέθη, δι’ ης εξίσταται αυτός εαυτού». Το μεγάλο και διαρκώς επανερχόμενο θέμα του Γρηγορίου είναι η κοινωνία με τον Θεό κατά το σχήμα της αναβάσεως».

Η βαθειά και πνευματικά δυναμική σκέψη του Αγ. Γρηγορίου στο έργο του Περί της ζωής του Μωυσέως («De vita Moysis») υποτιμάται, πραγματικά θεωρείται χωρίς αξία, από το Nygren. Από θεολογική άποψη είναι λάθος, κατά τη θεολογία του Nygren, να εξεικονίζουμε οποιαδήποτε μυστική ανάβαση του ανθρώπου προς τον Θεό. Στην πραγματικότητα, κάθε προσπάθεια αναβάσεως προς τον Θεό (κάθε προσπάθεια αγώνα προς τον Θεό) είναι ισοδύναμη προς την αίρεση και την βλασφημία. Ως αποτέλεσμα αυτού, κάθε τι που ο Άγ. Γρηγόριος λέγει για την ανάβαση του Μωυσέως είναι απλώς λανθασμένη και διεστραμμένη θεολογία. Ο Nygren μίλα κατά παρόμοιο τρόπο και για την ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Άγ. Γρηγόριο. «Στο ίδιο θέμα ο Γρηγόριος επιστρέφει στο έργο του Περί των Μακαρισμών. Επειδή ο Ιησούς είπε αυτές τις λέξεις επάνω σ’ ένα όρος ο Γρηγόριος θα ερμηνεύσει κάθε Μακαρισμό ως ένα σταθμό στην πνευματική επί του όρους ανάβαση, η ως ένα βήμα προς τα άνω, προς τη Θέα του Θεού, και προς την ένωση με τον Θεό». Ο Nygren έχει την ίδια αντίληψη για την ερμηνεία του Γρηγορίου στο Άσμα Ασμάτων. «Το έργο του Γρηγορίου περί του Άσματος των Ασμάτων είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον από αυτήν την έννοια. Είναι κι αυτό, επίσης, πλήρως δομημένο σύμφωνα με το σχήμα της αναβάσεως». Είναι ακριβώς αυτή η πνευματική δραστηριότητα μέσα στον άνθρωπο που θεωρείται μη πραγματική από τον Nygren, που ακολουθεί τον Λούθηρο. Γι’ αυτό, κάθε θεολογική σκέψη που αποδίδει πραγματική πνευματική δραστηριότητα που οδηγεί προς τον Θεό είναι μη πραγματική, μη -αυθεντική, και γι’ αυτό όχι γνησίως Χριστιανική, όπως την αντιλαμβάνεται ο Nygren. «Θα ήταν εύκολο από τα βιβλία του Γρηγορίου να φέρουμε πολλαπλάσιες αποδείξεις ότι η σκέψη του κυριαρχείται από την προς τα άνω τάση». Κάθε «προς τα άνω ροπή» για τον Nygren είναι Έρως, που δεν είναι Χριστιανικός.

Με τις θεολογικές του προϋποθέσεις και όλη την βολική διχοτομία του μεταξύ Έρωτος και Αγάπης, δεν είναι παράξενο που ο Nygren παθαίνει σύγχυση όταν επιχειρεί να διασαφηνίσει τη σκέψη του Αγ. Γρηγορίου. Ο Nygren γράφει ότι ο Άγ. Γρηγόριος «χρησιμοποιεί τους όρους Έρως και Αγάπη χωρίς διάκριση, χωρίς να σκοτίζεται για τις λέξεις, αφού αυτές είναι μόνο διαφορετικά ονόματα για μία και την αυτήν πραγματικότητα… Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί τις λέξεις Έρως και Αγάπη αδιακρίτως· αλλά δεν σκέφτηκε ποτέ για τη μεταξύ τους σχέση;».Για τον Nygren, ο οποίος δημιουργεί μια τεχνητή διάκριση ανάμεσα στις δυο λέξεις, το να μην διακρίνει κανείς τους δυο αυτούς όρους, σημαίνει ότι δεν έχει καταλάβει το ουσιώδες μήνυμα του Χριστιανισμού! Ο Χριστιανισμός είναι Αγάπη, και είναι έτσι με μια πολύ τεχνητή ερμηνεία της λέξεως Αγάπη, ενώ ο Έρως αντιπροσωπεύει τη μη Χριστιανική, την ειδωλολατρική Έννοια του αγώνα προς το καλό, το ωραίο, και ακόμα προς τον Θεό ο Nygren, φυσικά, διακρίνει στο βιβλίο του ανάμεσα σ’ έναν «κοινό Έρωτα» και έναν «ουράνιο Έρωτα», αλλά το αποτέλεσμα είναι γι’ αυτόν το ίδιο, γιατί ο Έρως, ακόμα και στον «ουράνιο αγώνα» του, είναι μια μορφή ειδωλολατρίας, μια εσφαλμένη αντίληψη της Χριστιανικής ιδέας της αγάπης, μια εσφαλμένη αντίληψη του Χριστιανικού δόγματος περί Θεού και ανθρώπου και λυτρώσεως. Ο Nygren έχει μεγάλη δυσκολία όταν επιχειρεί να εξηγήσει τη δήλωση του Αγ. Γρηγορίου ότι «μια κορυφωμένη και τεταμένη Αγάπη καλείται Έρως» «επιτεταμένη γαρ αγάπη έρως λέγεται».

Ο Nygren, δεδομένης της διχοτομίας που αυτός έφτιαξε ανάμεσα στον Έρωτα και την Αγάπη, και δεδομένων των θεολογικών του προϋποθέσεων, μπορεί να φθάσει σ’ ένα μόνο συμπέρασμα. «Έτσι η Αγάπη σημαίνει (για τον Γρηγόριο) κατά βάση αγάπη με την έννοια της επιθυμίας· συστατικό της είναι η σχέση της με το Ωραίο και η ασταμάτητη προσπάθειά της να το κερδίσει αυτό για τον εαυτό της… Η ερώτηση μας τώρα απαντήθηκε ως προς το πώς ο Γρηγόριος Νύσσης πιστεύει πως μπορεί να επιτευχθεί η κοινωνία με τον Θεό… Σε κάθε σημείο η απάντηση δείχνει την Ερωτική οδό σωτηρίας … Η έρευνά μας έχει επιβεβαιώσει ό,τι ειπαμε παραπάνω, ότι η Αγάπη στον Γρηγόριο δεν είναι παρά ένα άλλο όνομα για ό,τι αλλιώς καλείται Έρως… Έχουμε δει πως η δύναμη του Ερωτικού θέματος αυξάνει διαμέσου της συμβιβαστικής θεολογίας του τέταρτου αιώνα, ως ότου γίνεται, αν όχι ο μόνος, τουλάχιστον ο αποφασιστικός παράγοντας στον Γρηγόριο Νύσσης». Η εξίσωση του Nygren είναι απλή: ο Έρως είναι ειδωλολατρικός. Ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης, σύμφωνα με τη δομή της θέσεως του Nygren, είναι ανίκανος να συλλάβει τη βασική θεολογική αρχή της Χριστιανικής αποκαλύψεως. Μια μεγαλύτερη διαστροφή της σκέψεως του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί — πραγματικά, είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί μια μεγαλύτερη διαστροφή όλων των Χριστιανών συγγραφέων που αναλύονται από τον Nygren στο έργο του Αγάπη και Έρως, η οποία στην πραγματικότητα συνίσταται στη μείωση, ως παράλογης, όλης της πλούσιας, δυναμικής, και αληθινά πιστής σκέψεως των μεγάλων Χριστιανών συγγραφέων της πατερικής εποχής. Ένας πατρολόγος έχει σωστά γράψει γι’ αυτήν τη διαστροφή. «Ορισμένες σύγχρονες μελέτες, που προκαλούν θαυμασμό, που είναι γεμάτες με διαφωτιστικές διεισδύσεις, αλλά είναι πολύ οργανωμένες κατά ορισμένα πρότυπα με μια συστηματοποίηση για την οποία τίποτα δεν γνωρίζει η ιστορία και είναι ανώφελο να την επιβάλλουμε σ’ αυτήν, έχουν προσπαθήσει να χαρακτηρίσουν την ανάπτυξη της πατερικής πνευματικότητας ως διάβαση από την προφητική θρησκεία σε μια μυστικιστική θρησκεία. Η προοδευτική εμβάπτιση του ευαγγελικού θέματος της αγάπης μέσα στο Ελληνικό θέμα του Έρωτος απορρίπτεται [από αυτές τις μελέτες|, αφού ο μυστικισμός και ο Ελληνισμός υποτίθενται a priori ότι είναι το ίδιο πράγμα».

Share Button