- Τοποχρονολογικός προσανατολισμός
Πριν από διακόσια χρόνια ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος «ο αξιολογώτερος των Ελλήνων θεολόγων μετά τον Ευγένιον Βούλαριν»1, κατά την γνώμη του L. Petit, βρισκόταν στην Χίο, όπου είχε καταφύγει το 1786, αφού ατύχησε να εκπληρώσει τον σκοπό του θαλασσινού εκείνου ταξειδιού, να έλθει από την Θεσσαλονίκη στην Πάρο και να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του στην προκοπή της γενετείρας του. Λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το πλοίο αναγκάζεται να αλλάξει γραμμή πλεύσεως. Προσάραξε στην Χίο, όπου σχεδόν αναγκαστικά οι κάτοικοι τον εκράτησαν ως διδάσκαλο στην περίφημη σχολή τους. Εσχολάρχησε στην Χίο επί 25 έτη, από το 1786 μέχρι το 1811· εκεί μετά δύο έτη, το 1813, ήρεμα και οσιακά άφησε την τελευταία πνοή του.
Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 17212 εκατό ακριβώς χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821, και πέθανε οκτώ χρόνια πριν από την έκρηξή της σε ηλικία 92 ετών. Ολόκληρος ο 18ος αιώνας σφύζει από πνευματική ζωή και κίνηση, που την προκαλούν οι αξιολογώτεροι λόγιοι των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Και ανάμεσα σ’ αυτούς επιφανής και μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο Αθανάσιος Πάριος, που γεμίζει ενεργά με την ζωή και την δράση του ολόκληρο το δεύτερο μισό αυτού του αιώνος και την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνος, 60 ολόκληρα χρόνια. Σμύρνη, Άγιον Όρος, Κέρκυρα, όπου εμαθήτευσε, Θεσσαλονίκη, Μεσολόγγι, Χίος, όπου εδίδαξε, προδιορίζουν τοπικά τις κινήσεις του.
Εκτός από το μεγάλο διάστημα των τριών τελευταίων δεκαετιών της ζωής του, που τις περνά στην Χίο, δύο άλλοι τόποι με ισχυρή και συνεχή παράδοση Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος και η Θεσσαλονίκη, μοιράζονται το υπόλοιπο διάστημα της ενεργού προσφοράς του ως διδασκάλου, αφού στο Μεσολόγγι έμεινε ως διδάσκαλος, άγνωστον πόσο ακριβώς, πάντως πολύ ολίγα έτη. Από το 1752 μέχρι το 1758 βρίσκεται στο Άγιον Όρος, την πρώτη φορά έξη περίπου έτη, ως μαθητής στην Αθωνιάδα Σχολή, των μεγάλων διδασκάλων Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου και Ευγενίου Βουλγάρεως, και ως συγκαθηγητής του τελευταίου στην συνέχεια στην ίδια σχολή. Ενωρίτερα επί επτά έτη (1745-1752) εσπούδασε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, στην οποία μετά δύο δεκαετίες, από το 1765, θα αρχίσει τις σπουδές του ο κατά 28 έτη νεώτερος Νάξιος την καταγωγή Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809), στενός συνεργάτης του Αθανασίου και συμπρωταγωνιστής στο λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων. Στην ίδια Σχολή εφοίτησε και ο Αδαμάντιος Κοραής, ιδεολογικός και πνευματικός τους αντίπαλος. Το 1760 βρίσκομε τον Αθανάσιο στην Κέρκυρα να παρακολουθεί μαθήματα του Νικηφόρου Θεοτόκη και μετά το σύντομο πέρασμά του από το Μεσολόγγι, όπου δρούσε ως διδάσκαλος ο συμμαθητής και φίλος του, γνωστός λόγιος, Παναγιώτης Παλαμάς, έρχεται στην Θεσσαλονίκη το 1767, όπου διδάσκει επί τρία έτη στην εκεί ακμάζουσα Σχολή (1767-1770). Το 1770 επανέρχεται στο Άγιον Όρος κληθείς διά πατριαρχικού γράμματος ως διδάσκαλος και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής, όπου παραμένει μέχρι το 1777, συμπληρώνοντας 13 περίπου έτη εγκαταβιώσεως στο Άγιον Όρος. Ακολούθησε μικρό διάστημα παραμονής του στην Πάρο το 1777.3παραδίδεται ότι «διέτριψε τότε εν τη Μονή του Αγίου Μηνά, περί ην υπήρχον τα πατρώα κτήματα». Τον ευρίσκουμε αμέσως το 1778 στην Θεσσαλονίκη και πάλιν, όπου διέμεινε μέχρι του 1786, ως σχολάρχης του «Ελληνομουσείου», επί οκτώ δηλαδή τώρα έτη, τα οποία διέκοψε, ως ελέχθη, διά να έλθει οριστικώς στην Πάρο, αλλά να προσαράξει και να μείνει έκτοτε στην Χίο επί τριάντα περίπου έτη, μέχρι του θανάτου του. Δύο ή τρία διαστήματα παραμονής του στο Άγιον Όρος, συνολικά 13 περίπου ετών, και δύο διαστήματα παραμονής του στην Θεσσαλονίκη, συνολικά 11-12 ετών, γεμίζουν την πρώτη αποφασιστική τριακονταετία της ζωής και δράσεως του Αγίου Αθανασίου.
- Παράγοντες που κατέστησαν ανεπίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου Παρίου και των άλλων Κολλυβάδων
Η σύντομη αυτή αναφορά στα τοποχρονολογικά πλαίσια της ζωής και δράσεως του Αγίου Αθανασίου εκρίθη εισαγωγικά ως απαραίτητη, για να δείξει ότι οι ζυμώσεις και οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ των λογίων του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνος, που προσδιόρισαν αποφασιστικά την πολιτιστική και πνευματική φυσιογνωμία του νεοελληνικού κράτους μετά το 1821, κατέληξαν σε επικράτηση της μερίδος εκείνης των λογίων, η οποία με ηγέτη τον Αδαμάντιο Κοραή, ζώντα εκτός των γεωγραφικών και πνευματικών ορίων της Ορθοδοξίας, εδίχασε ιστορικά και πνευματικά το Γένος, στρέφοντάς το αποκλειστικά προς τους αρχαίους ημών προγόνους και διαγράφοντας την λαμπρή περίοδο του Μακεδονικού και του Βυζαντινού Ελληνισμού, ως περιόδους ξενικής κατοχής των Ελλήνων από τους Μακεδόνες του Φιλίππου και Αλεξάνδρου και τους Γραικορωμαίους αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως. Συνεπαρμένοι οι «προοδευτικοί» αυτοί λόγιοι από τον ενθουσιασμό των Ευρωπαίων λογίων ήδη από την εποχή της Αναγεννήσεως για τους αρχαίους Έλληνας σοφούς και επηρεαζόμενοι από την υποτιμητική για το Βυζάντιο και τους Ορθοδόξους Αγίους και Πατέρες στάση των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ιστοριογράφων και ειδικών, εσυκοφάντησαν και εδυσφήμησαν το Βυζάντιο, ευθυνόμενοι για τον επικρατούντα μέχρι σήμερα αντιβυζαντινισμό. Η θεωρία της «μετακενώσεως», του ξαναγεμίσματος δηλαδή του νεοελληνικού πολιτισμού από την αρχαία σοφία των Ελλήνων, την οποία δήθεν εμείς χάσαμε, πήραν όμως από εμάς οι Ευρωπαίοι και την εκράτησαν, διευκόλυνε, εκτός από την αρχαιολατρεία, να αναπτυχθεί και ο ευρωπαϊσμός, η ευρωπαϊκή τάση, η στροφή προς τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, που και αυτή κυριαρχεί μέχρι σήμερα. Το «φράγκεψε» και «φράγκεμα» της παραδόσεως, που εσήμαιναν αφελληνισμό και αποστασία, ντύθηκαν τώρα μεγαλόπρεπα το φανταχτερό ένδυμα του εξευρωπαϊσμού, του ευρωπαϊκού και πολιτισμένου, και καταξιώθηκαν4.
Το ίδιο ακριβώς επεχείρησε να κάνει τον 14ο αιώνα ο Ουμανιστής Βαρλαάμ ο Καλαβρός, προτρέποντας τους μοναχούς στην Θεσσαλονίκη, αν επιθυμούν να φθάσουν στην τελειότητα, να εγκαταλείψουν την προσευχή και την άσκηση, που τα ειρωνεύθηκε ως ομφαλοσκοπία, και να στραφούν στην μελέτη της φιλοσοφίας, ιδιαιτέρως μάλιστα των αρχαίων Ελλήνων σοφών, «ως άνευ ταύτης ουκ ενόν αγνοίας και ψευδών απαλλαγήναι δοξασμάτων, καν εις απάθειαν αφίκηταί τις άκραν, ουδέ τελειότητός τε και αγιότητος επιλαβέσθαι, ει μη πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει,, μάλιστα δε της καθ’ Έλληνας παιδείας. Θεού γαρ και αύτη δώρον των προφήταις και αποστόλοις δι’ αποκαλύψεως δεδομένων ομοίως…»5. Η αυτοονομασθείσα «προοδευτική» μερίς των διαφωτιστών του 18ου αιώνος αντιγράφει τον Βαρλαάμ Καλαβρό, ο δε πολυδιαφημισθείς και πολυεπαινεθείς νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν είναι παρά ένας Νεοβαρλααμισμός, που βρήκε όμως τον 18ο αιώνα σε εποχή δουλείας και απαιδευσίας προσφορώτερο έδαφος, για να πάρει η λατινική λογοκρατούμενη Δύση τη ρεβάνς από την ελληνική αγιοπνευματική Ανατολή. Η ίδια και τότε έπαρση της δήθεν προηγμένης Δύσεως έναντι της Ανατολής· «ταπεινώσω τον άνδρα»6 είπε αναφερόμενος στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος έγκαιρα αντελήφθη ότι η παρουσία του Βαρλαάμ εστόχευε στο να αποδείξει την υπεροχή των Δυτικών έναντι των Ορθοδόξων και σιγά σιγά να τους οδηγήσει στις αγκάλες του πάπα, στον εκλατινισμό και στην αφομοίωση. Την πρώτη ταπεινωτική ήττα υπέστη σε δημόσια συζήτηση στην Κωνσταντινούπολη με τον Νικηφόρο Γρηγορά, η οποία έγινε, επειδή προκαλούσε τους λογίους της Κωνσταντινουπόλεως να αποδείξουν τις φιλοσοφικές τους γνώσεις. Ήταν τόσο ταπεινωτική η ήττα και η αισχύνη, ώστε αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να επανέλθει στην Θεσσαλονίκη. Η σύγκρουση αυτή του Βαρλαάμ με τον Γρηγορά, μολονότι έγινε επί καθαρώς φιλοσοφικού επιπέδου, είχε εν τούτοις θεολογικούς και εκκλησιαστικούς στόχους. Όπως παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Γρηγόριος Παπαμιχαήλ η πρόκλησις ήτο «εν των σημείων του ενωτικού αυτού προγράμματος, διότι ούτω θα απεδεικνύετο, τρόπον τινά η αδαημοσύνη και η κενότης της βυζαντινής σοφίας, δυναμένη να πληρωθή μόνον διά της μετά της Δύσεως ενώσεως, καθ’ ην οι της δυτικής σοφίας ποταμοί θα ηδύναντο να δωροφορήσωσιν, εις το αυχμούν εν επιστήμαις Βυζάντιον, παραπόταμόν τινα γνώσεως»7.
Διά της επιτυχούς τότε αντιδράσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά εις τα σφύζοντα κέντρα της ορθοδόξου παραδόσεως, την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος, η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός, λίγο πριν από την άλωση, περιχαράκωσαν τα όριά τους, για να αντέξουν στην επερχόμενη λαίλαπα των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών, της απαράδεκτης προπαγάνδας των Ιησουϊτών, οι οποίοι με όργανο την Ουνία και κατάλληλους συμμάχους την ένδεια και την απαιδευσία κατεσπάρατταν το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για να τους μιμηθούν στην συνέχεια οι Προτεστάντες μισσιονάριοι. Σε τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις για το Γένος οι πνευματικοί ηγέτες δεν χαριτολογούν ούτε αρκούνται σε απλούς φιλοσοφικούς μετεωρισμούς και απλές συζητήσεις περί Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Με αυξημένη ποιμαντική ευθύνη και εθνική αξιοπρέπεια παίρνουν αποτελεσματικά μέτρα για να συγκρατήσουν τον απαίδευτο λαό. Στο πλήθος των εξισλαμισμών που υπήρχε κίνδυνος να γίνουν χείμαρρος και να αφανίσουν το γένος αντιτάσσουν το φράγμα των Νεομαρτύρων και στις μεθοδείες των ιεραποστόλων καλλιεργούν σοφά και συνετά τον αντιλατινισμό και τον αντιδυτικισμό. Εγνώριζε πολύ καλά ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος γιατί απέτρεπε τους νέους να σπουδάσουν στην Ευρώπη, γιατί ο ίδιος αρνήθηκε να πράξει το ίδιο, μολονότι προσεφέρθη ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ να τον βοηθήσει, γιατί εκφραζόταν με τόση δύναμη εναντίον του πάπα και προέβαλλε τον αντίπαπα, τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αλλά και τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Το ουνιτικό Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης είχε εκθρέψει δεκάδες αποστατών λογίων, η Κύπρος και η Κρήτη κόντεψαν να εκλατινισθούν, όπως δεν το απέφυγαν μερικά νησιά εδώ κοντά στην Πάρο, η Σύρος επί παραδείγματι.
Αυτή λοιπόν η ποιμαντικά και εθνικά επιβαλλόμενη στάση όλων των αγίων της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα μάλιστα των ονομασθέντων Κολλυβάδων, δεν είχε επί της εποχής τους και μετέπειτα την επιτυχία που είχε μέσα στο Βυζάντιο η στάση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά απέναντι στον Ουμανιστή Βαρλαάμ, ο οποίος επεδίωκε γκρεμίζοντας τα θεμέλια της Ορθοδοξίας να διευκολύνει τον εκλατινισμό των Ορθοδόξων. Οι Κολλυβάδες, στους οποίους ανήκει ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίζουν επακριβώς και ακλινώς να πορεύονται πάνω στην γνήσια πατερική παράδοση, τελευταίος εκφραστής της οποίας ήταν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Η επί μακρόν παραμονή του Αγίου Αθανασίου Παρίου στο Άγιον Όρος και στην Θεσσαλονίκη, επί 25 περίπου έτη, όπου με επιτυχία είχε δοθή η μάχη της Ορθοδοξίας εναντίον του Δυτικού Διαφωτισμού, είχε βαθειά επιδράσει και είχε διαμορφώσει τις περί παιδείας και Ορθοδοξίας θέσεις του μεγάλου Παρίου διδασκάλου. Η περίφημη φιλοκαλική αναγέννηση του ιη’ αιώνος, που προέβαλε την ησυχαστική και νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, είχε ως δημιουργούς της τους μεγάλους εκπροσώπους της ομάδος των Κολλυβάδων, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη και τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο. Βοήθησε τότε μάλιστα αποφασιστικά με το να μεταφερθεί από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη Ρωσία, στο μοναστικό κυρίως κέντρο της Όπτινα, να ενισχυθούν και εκεί οι αντιδράσεις του ορθοδόξου πληρώματος στα πρόσωπα των νηπτικών και ησυχαστών Ρώσων Γερόντων, των στάρετς, εναντίον του βιαίου και σκληρού εκδυτικισμού που επιχειρούσε ο Μέγας Πέτρος, μέγας μεν πολιτικά, μικρός δε και ελάχιστος και ζημιογόνος εκκλησιαστικά και πνευματικά. Ο Ντοστογιέφσκυ, που εκφράζει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του ρωσικού λαού, συνδέεται πνευματικά με τους στάρετς της Όπτινα και δι’ αυτών με τους δικούς μας φιλοκαλικούς Αγίους του ιη’ αιώνος και τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.
Είναι όντως εντυπωσιακή η προσφορά τους στην έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, της Φιλοκαλίας, στην σύνταξη βίων και ακολουθιών αγίων, στην αποτελεσματική αντίδραση εναντίον του Παπισμού και των νέων περί παιδείας θέσεων του Γαλλικού Διαφωτισμού, οι οποίες επεδίωκαν και στην Ανατολή να εμπεδώσουν την αθεΐα του Βολταίρου και να ξεριζώσουν τις παραδόσεις των Αγίων και των Πατέρων, καλλιεργώντας τον αντιβυζαντισμό και δυσφημώντας την Εκκλησία και τον κλήρο.
Το δυστύχημα για την νέα περίοδο του νεοελληνικού μας βίου είναι ότι το επέτυχαν. Μπορεί κανείς μετά λόγου και πολλών τεκμηρίων να ισχυρισθεί ότι επί εκατόν πενήντα χρόνια περίπου (1821-1971) η γνήσια πατερική ορθόδοξη παράδοση, που την εξέφρασε ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, και την ετόνισαν οι Κολλυβάδες τον 18ο αιώνα, δυσφημισμένη και συκοφαντημένη μαζύ με τους εκπροσώπους της αγίους και διδασκάλους, μπήκε στο περιθώριο, και για όλο αυτό το διάστημα ήταν ανεπίκαιρη και απόβλητη.
Εμφανίσθηκαν μάλιστα στην συνέχεια και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν την περιθωριοποίηση αυτή. Η αθεϊστική προπαγάνδα του Κομμουνισμού, μετά τον Διαφωτισμό, έρριξε τόνους λάσπης και μουντζούρας εναντίον της Εκκλησίας, όπου δε επεκράτησε και στην κρατική Διοίκηση συνδέθηκε με άγριους διωγμούς εναντίον της Εκκλησίας, που ανεβίωσαν τους παλαιούς διωγμούς της αρχαίας Εκκλησίας. Εκατοντάδες εκκλησιών και μοναστηριών στη Ρωσία και στις άλλες ορθόδοξες χώρες των Βαλκανίων μετατράπηκαν σε κέντρα διασκεδάσεως και αθλήσεως, σε σταύλους και αποθήκες, σε μηχανουργεία αυτοκινήτων, ακόμη και σε χώρους αποθέσεως των φυσικών ανθρωπίνων αναγκών. Ό,τι άρχισε ο Διαφωτισμός του Μ. Πέτρου στη Ρωσία και ο εκδυτικισμός του, το ολοκλήρωσαν ο Λένιν και ο Στάλιν. Δεν είναι μάλιστα καθόλου ευκαταφρόνητη η εκτίμηση ότι τεχνηέντως και ασφαλώς με τις κατάλληλες διπλωματικές ενέργειες και κινήσεις σε διακρατικό επίπεδο κατορθώθηκε να επιβληθεί ο Κομμουνισμός στις ορθόδοξες χώρες, στην μεγάλη και κραταιά Αγία Ρωσία, ώστε να πληγεί κυρίως η Ορθοδοξία, ενώ ο Παπισμός έβρισκε τρόπους να παρεμβαίνει υπέρ των Ρωμαιοκαθολικών στις ελάχιστες μάλιστα χώρες που επεβλήθη ο Μαρξισμός, όπως π.χ. στην Πολωνία. Το ίδιο άλλωστε είδαμε να επαναλαμβάνεται και στις ημέρες μας. οι «Καθολικοί» Κροάτες μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προστατεύονται και ενισχύονται από όλους, με την επέμβαση της αποτελεσματικής διπλωματίας του Βατικανού, ενώ οι Ορθόδοξοι Σέρβοι συγκεντρώνουν όχι μόνο την διεθνή κατακραυγή, αλλά γίνονται στόχος των βομβαρδιστικών του NATO, εν ονόματι μάλιστα της ειρήνης και της δικαιοσύνης, στην πραγματικότητα όμως εν ονόματι της διεθνούς υποκρισίας και των διαπλεκομένων συμφερόντων των μεγάλων και ισχυρών.
Ο τρίτος παράγων, μετά τον Διαφωτισμό και τον αθεϊστικό Κομμουνισμό που συνετέλεσε και συντελεί στην περιθωριοποίηση των Αγίων και Πατέρων, είναι ο Οικουμενισμός. Οι Άγιοι γνωρίζουν καλώς πού ευρίσκεται η αλήθεια και πού ευρίσκεται η πλάνη, ποια είναι τα όρια της Εκκλησίας, έξω από τα οποία ευρίσκονται η αίρεση και το σχίσμα. Κι ενώ η παραδοσιακή ορθόδοξη πατερική θέση είναι «μη μεταίρειν όρια αιώνια α έθεντο οι Πατέρες ημών», εδώ και αρκετές δεκαετίες με την ανάπτυξη της περιφήμου Οικουμενικής Κινήσεως τα όρια έχουν ανατραπή, και η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία, η απλανώς πορευομένη επί της οδού των Αγίων και των Πατέρων, αλλά και οι μέχρι τώρα αιρετικοί και σχισματικοί Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.ά., είναι και αυτοί εκκλησίες, πολλές φορές μάλιστα και αδελφές εκκλησίες.
Έτσι ο «προοδευτικός» λόγιος Διαφωτιστής του Κοραή, ο «προοδευτικός» πολίτης των Κομμουνιστών και ο «προοδευτικός» οικουμενιστής θεολόγος και πιστός ασφυκτικά εγέμισαν και γεμίζουν τον πνευματικό χώρο κατά την νεοελληνική περίοδο της ιστορίας μας, καθιστώντας πολύ δύσκολη την παρουσία και επίδραση των φιλοκαλικών πατερικών θέσεων που αντιπροσώπευε ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, και οι άλλοι Άγιοι Πατέρες. Όλα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως «συντήρηση» και «σκοταδισμός» και «βυζαντινισμός».
Η ανάλυση αυτή είχε σαν στόχο να δείξει ότι όσοι παλαιότεροι και σύγχρονοι εκφράζονται υποτιμητικά για τις ιδέες και την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου το κάνουν για δύο λόγους. Είτε γιατί είναι επηρεασμένοι, χωρίς να είναι αναγκαστικά και στρατευμένοι, από τις «προοδευτικές» τάσεις που μνημονεύσαμε, των Διαφωτιστών, των Κομμουνιστών και των Οικουμενιστών, είτε γιατί αγνοούν την διδασκαλία των Πατέρων και των Αγίων που έχει μία θαυμαστή ενότητα από την αποστολική εποχή μέχρι σήμερα, και νομίζουν πως ό,τι λέγει ο Αθανάσιος Πάριος είναι προσωπική του θέση και μπορούν να την χαρακτηρίζουν ως ακραία και φανατική, ενώ είναι η παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας.
- Η αλλαγή του πνευματικού κλίματος καθιστά επίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου
Η κατάσταση ευτυχώς έχει αλλάξει εδώ και μερικές δεκαετίες με την επιστροφή στον οίκο των Πατέρων, τον οποίο ως άσωτοι υιοί είχαμε εγκαταλείψει, περιπλανώμενοι σε ξένες αυλές. Στις ημέρες μας παρατηρείται αξιοπρόσεκτη και ενθαρρυντική αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τα πατερικά κείμενα, ιδιαίτερα τα νηπτικά και ησυχαστικά, άνθηση του Μοναχισμού, λειτουργική και πνευματική αφύπνιση, στις οποίες μάλιστα ενεργά μετέχουν νέοι άνθρωποι, που δεν έχουν δηλητηριασθή από τους αρνητικούς παράγοντες που αναφέραμε. Ο αθεϊστικός δυτικός Διαφωτισμός και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δέχονται οξύτατη κριτική, αφού οι καρποί τους στην παιδεία και στον πολιτισμό είναι σαθροί και επικίνδυνοι, ο Κομμουνισμός δοκιμάσθηκε και απέτυχε, ο Οικουμενισμός επίσης εισέρχεται στη διαδικασία κριτικής και απορρίψεως, ο δε αντιβυζαντινισμός άρχισε επίσης να υποχωρεί· σε διεθνή βυζαντινολογικά συνέδρια έχει καλώς κατοχυρωθή η άποψη ότι το Βυζάντιο, το οποίο οι Έλληνες Διαφωτισταί απέρριψαν ως περίοδο της ιστορικής μας συνεχείας, έχει πλουτίσει την ανθρωπότητα με τον πνευματικό δυναμισμό του και ότι η αρνητική αντιμετώπισή του οφείλεται στις ομολογιακές προκαταλήψεις των χρονογράφων και θεολόγων του Μεσαίωνος εναντίον της Ορθοδοξίας. Χαρακτηριστική είναι η εκφρασθείσα εσχάτως (13.1.1994) στην ελληνική εκπομπή του BBC γνώμη του γνωστού μεγάλου Βρεττανού Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν, με αφορμή εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του η ελληνική Κοινότης του Λονδίνου. Είπε: «Κατά τον επόμενον αιώνα η Ορθοδοξία θα επικρατήση μεταξύ όλων των ιστορικών θρησκειών, ενώ το μέλλον του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού είναι αβέβαιο. Η Ορθοδοξία διατηρεί το στοιχείον της πίστεως, ενώ αι άλλαι Χριστιανικαί ομολογίαι κατέπεσαν εις ξηρόν Ορθολογισμόν. Μέγα σφάλμα διέπραξαν οι Δυτικοί ιστορικοί και ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι υπετίμησαν την Βυζαντινήν Αυτοκρατορίαν επιχειρούντες να συνδέσουν κατ’ ευθείαν τον Νέον Ελληνισμόν με την Αρχαιότητα»8.
Για το πού οδήγησε επίσης η παιδεία στην Δύση, την οποία πολλοί θαυμάζουν και χαρακτηρίζουν τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, που την κρίνει αυστηρά, ως φανατικό και υπερβολικό, εκτός των σημερινών τραγικών αδιεξόδων, των ναρκωτικών, του AIDS, του άγχους, της διαλύσεως της οικογενείας, της οικολογικής καταστροφής κ.ά., πρέπει να μνημονεύσουμε το αξιοπαρατήρητο πόρισμα ευρωπαϊκών στατιστικών, βάσει του οποίου τα τρία τέταρτα των Ελλήνων δήλωσαν ότι ο Θεός είναι κάτι πολύ σημαντικό για τη ζωή τους, πράγμα που τοποθετεί την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των Ευρωπαίων πιστών. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου το θρησκευτικό αίσθημα κερδίζει συνεχώς έδαφος. Παντού αλλού χάνει, παρά τις γνωστές επιπτώσεις της «κρίσης των ιδεολογιών»9. Δεν χρειάσθηκαν στην Ευρώπη διωγμοί και πιέσεις για να καταστραφούν οι ναοί και τα σεβάσματα. Η άθεη παιδεία του Βολταίρου και των άλλων Διαφωτιστών ή καλύτερα Διασκοτιστών, εναντίον της οποίας στρεφότανε ο Αθανάσιος Πάριος, ελεύθερα έκανε μόνη το έργο της. Ένα συγκλονιστικό πάνω σ’ αυτό στοιχείο είναι ότι ενώ στην Ελλάδα κτίζονται νέες εκκλησίες και ανακαινίζονται οι παλιές, στην Ευρώπη πωλούνται και μεταβάλλονται σε γκαλερί τέχνης, δικηγορικά και αρχιτεκτονικά γραφεία, αίθουσες συναυλιών, σχολές χορού, ωδεία, καταστήματα ρούχων, σούπερ μάρκετ και διαμερίσματα προς ενοικίαση, γιατί πλέον οι ιερείς χωρίς τον οβολό των πιστών, που δεν εκκλησιάζονται, δεν μπορούν να τις συντηρήσουν. Διακωμωδώντας μάλιστα αυτήν την κατάπτωση της Ευρώπης το περιοδικό που δημοσιεύει αυτήν την είδηση καταλήγει με το σλόγκαν «Αγόρασε και συ μια Εκκλησία. Μπορείς»10.
Κατασταλαγμένη η νέα αυτή, ανεπηρέαστη από ξενικές επικρίσεις, συνείδηση των Ορθοδόξων Ελλήνων για τους δυσφημισθέντες Κολλυβάδες, βρίσκεται στις πράξεις εντάξεως των δύο από αυτούς, του Νικοδήμου του Αγιορείτου το 1965 και του Αθανασίου Παρίου το 1994, στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ ο τρίτος μεγάλος της ομάδος, ο Μακάριος Νοταράς τιμάται ως άγιος ήδη από της εκδημίας του11. Δύο νέοι Άγιοι, Κυκλαδίτες μάλιστα, παρά τις εναντίον τους άδικες κριτικές μερικών λογίων, ακόμη και θεολόγων, υψώνονται και τιμώνται επάξια. Στον Άγιο Νικόδημο έχουν αφιερωθή ήδη αρκετοί ναοί, ακόμη και μοναστήρια, και στον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο αφιερώθηκε ήδη η πρώτη εκκλησία, αυτή που εθεμελίωσε χθες στην γενέτειρά του, στον Κώστο, ο σεβασμιώτατος ποιμενάρχης Παροναξίας κ. Αμβρόσιος. Ευχόμαστε γρήγορα να ανεγερθούν και άλλοι ναοί προς τιμήν του.
- Δειγματοληπτική αναφορά σε επίκαιρες θέσεις του Αγίου Αθανασίου. Οι απόψεις του για την παιδεία.
Υπάρχει λοιπόν εντυπωσιακή και ελπιδοφόρα αλλαγή του πνευματικού κλίματος, η οποία επανασυνδέει το Γένος με τις παραδόσεις και τον πολιτισμό του και καθιστά πάλιν επίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου Παρίου, που ταυτίζεται με τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από τις βασικές πτυχές της διδασκαλίας του, επιμένοντας ιδιαίτερα στις απόψεις του για την πολυπαθή και ταλαιπωρούμενη σήμερα παιδεία.
α’. Αντιπαπισμός – Αντιδυτικισμός
Είπαμε ήδη προηγουμένως ότι η Ορθόδοξη Ανατολή κατά τους σκληρούς χρόνους της δουλείας αντιμετώπιζε εκτός από τον κίνδυνο του εξισλαμισμού και τον κίνδυνο του εκλατινισμού, που απειλούσαν να αφανίσουν το Γένος. Την προκλητική αυτή επίθεση των Δυτικών μισσιοναρίων την αντιμετώπισε την περίοδο αυτή με επιτυχία το φιλοκαλικό πατερικό κίνημα των ονομασθέντων Κολλυβάδων, επιφανές μέλος του οποίου ήταν και ο Αθανάσιος Πάριος. Τις υποτιμητικές και συκοφαντικές για τους Αγίους της Ορθοδοξίας διαδόσεις της δυτικής προπαγάνδας αντιμετώπισαν οι Κολλυβάδες προβάλλοντας τον άγιο βίο τους και τα σοφά τους συγγράμματα, ιδιαίτερα εκείνων τους οποίους είχαν βάλει στο στόχαστρό τους οι Δυτικοί, γιατί ήσαν αποτελεσματικοί και επικίνδυνοι αντίπαλοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός12. Γνωρίζουμε πολύ καλά τους αγώνες και τους κόπους των Αγίων Μακαρίου Νοταρά και Νικοδήμου Αγιορείτου για την έκδοση των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τον οποίον λυσσωδώς συκοφαντούσε και πολεμούσε η λατινική προπαγάνδα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος συνεκδίδοντας σε ένα βιβλίο τον βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, που γράφτηκε από τον Άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και τον «Αντίπαπα», όπως ονόμασε τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό, για τους υπερθαύμαστους αγώνες και τα ηρωικά του παλαίσματα εναντίον του πάπα, τα οποία εκθέτει με βάση πλήθος ιστορικών πηγών και στοιχείων. Δύο μικρά αποσπάσματα, ένα για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και ένα για τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό αρκούν για να δείξουν το αγωνιστικό του φρόνημα. Γράφει για τον πρώτο: «Ιδού λοιπόν Χριστιανοί, πόσον ωφέλιμος είναι ο βίος του θείου τούτου Γρηγορίου· επειδή γαρ το άγιόν του λείψανον όπου είναι μία ορατή βεβαίωσις, εις ένα μόνον μέρος της γης και εις μίαν Εκκλησίαν μέσα ευρίσκεται κλεισμένον και τας ιάσεις όπου επιτελεί, όλοι δεν τας βλέπουσι, ουδέ όλοι τας μανθάνουσι, διά τούτο τώρα από τον θαυμάσιον βίον του θέλετε μάθη και βεβαιωθή όλα αυτά οπού είπαμεν έως τώρα πρώτον δηλαδή πως είναι άγιος της Εκκλησίας, και οι μιαρώτατοι παπισταί υβρίζουν και βλασφημούν άδικα τον άγιον του Υψίστου· δεύτερον, πως δεν είναι απλώς άγιος, αλλά ένας από τους μεγίστους ιεράρχας και φωστήρας της οικουμένης. τρίτον, ότι και εκ της τούτου αγιότητος αναδείκνυται της ανατολικής Εκκλησίας η αλήθεια και εκ τουναντίον το ψεύδος της δυτικής, ότι εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται. τέταρτον, ότι δείχνοντας εκ τούτου την αλήθειαν και αγιότητα των δογμάτων της ανατολικής Εκκλησίας εύκολα ημπορείς να συμπεράνης εκ τούτων και την ευκληρίαν οπού έχει προς γονιμότητα αγίων τέκνων εδικών της. και όχι μόνον λογικώς να συμπεράνης, αλλά και πραγματικώς, απαριθμώντας, εάν δύνασαι τους υπέρ αριθμόν πληθυνομένους αγίους, μετά το σχίσμα. και ούτω Θεού διδόντος να σαλπίσης τα νικητήρια, αποφράττοντας με την πραγματικήν αλήθειαν τα μιαρά και απύλωτα στόματα». Και για τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό γράφει στον «Αντίπαπα»: «Τούτον λοιπόν εγώ Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ανάμεσα εις πολλούς άλλους, ή να ειπώ καλλίτερα και υπέρ πολλούς άλλους τοιούτους αγίους, εις όλα τα Ορθόδοξα των πιστών συστήματα τον αγιώτατον Μάρκον της Εφέσου παρρησιάζω σήμερον. Μάρκον εκείνον λέγω, τον οποίον η Ανατολή ανέτειλεν, αλλ’ η Δύσις έφριξε. Μάρκον εκείνον, το καύχημα της Ασίας και μάστιγα της Ευρώπης. Μάρκον εκείνον, τον φωστήρα της Ανατολικής Εκκλησίας και κεραυνόν της Δυτικής αγερωχίας. Μάρκον εκείνον, το στόμα των θεολόγων, την δόξαν των Ορθοδόξων, τον υπερθαύμαστον αθλητήν, τον μόνον αήττητον και αδαμάντινον άνθρωπον»13.
Ακολουθώντας τέτοιους αγίους ο Αθανάσιος εμαστίγωσε και αυτός την Ευρώπη δικαίως, την Ευρώπη της αθεΐας και του αντιεκκλησιαστικού πνεύματος, την ανατρεπτική και αναρχική Ευρώπη, στην παρεξηγημένη Αντιφώνησή του, η οποία ως υπότιτλο έχει τα εξής: «Προς τον παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, δεικνύσα, ότι μάταιος και ανόητος είναι ο ταλανισμός οπού κάνουσι του γένους μας και διδάσκουσα ποία είναι η όντως και αληθινή φιλοσοφία. Τούτοις προσετέθη και παραίνεσις ωφελιμωτάτη προς τους αδεώς πέμποντας τους υιούς των εις την Ευρώπην χάριν πραγματείας». Και μόνον από τον τίτλον συμπεραίνει κανείς ότι προσπαθεί να στηρίξει την αξιοπρέπεια του Γένους και την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στις αξίες του πολιτισμού των απέναντι στους Γραικύλους, τους πρόθυμους να υποκλιθούν στους ξένους και να τα παραδώσουν όλα σ’ αυτούς. Ως προς την σύσταση να μη στέλνουν αδεώς οι γονείς τα παιδιά τους στην Ευρώπη για σπουδές, γιατί εκεί εμφωλεύουν πολλοί κίνδυνοι, αυτό είναι κατ’ εξοχήν επίκαιρο σήμερα και θα το επικροτούσαν χιλιάδες γονείς που στέλνουν εξ ανάγκης τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε ξένα πανεπιστήμια και που τα βλέπουν τις περισσότερες φορές να χάνονται για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, όχι μόνο σωματικά, γιατί παραμένουν συνήθως έξω εκεί που σπουδάζουν, αλλά και πνευματικά, γιατί αφομοιώνονται οι περισσότεροι από το περιβάλλον.
β’. Προβολή των Πατέρων και της λειτουργικής ζωής
Όπως και οι λοιποί Κολλυβάδες, έτσι και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος αγωνίζεται να διδάξει την ορθόδοξη πίστη και ζωή συγγράφοντας σχετικά έργα, όπως το περίφημο δογματικό του έργο, Επιτομή, είτε Συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, μεταξύ πολλών άλλων σχετικών, πάντοτε με βάση τους Πατέρας της Εκκλησίας και αναπτύσσοντας πλήθος λειτουργικών θεμάτων, για τον Μέγα Αγιασμό, για τις άγιες εικόνες, για τα αναθήματα και αφιερώματα, τα σκεύη, τα άμφια, τα μνημόσυνα, την γονυκλισία της Πεντηκοστής, τον αναβαπτισμό των Λατίνων και των βρεφών που έλαβαν βάπτισμα ανάγκης και πολλά άλλα. Σημαντική είναι επίσης και η αγιολογική του προσφορά με την σύνταξη βίων και ακολουθιών πολλών αγίων14. Όλα αυτά ταιριάζουν απολύτως σήμερα που ζούμε αυτήν την νεοπατερική αναγέννηση που χαρακτηρίζεται συν τοις άλλοις από το πλήθος των πατερικών και λειτουργικών εκδόσεων.
γ’. Οι απόψεις του για την παιδεία
Θα τελειώσουμε την ενδεικτική αυτή αναφορά μας με ορισμένες από τις θέσεις του για την παιδεία. Ήταν όντως μέγας διδάσκαλος του Γένους ο Αθανάσιος. Κατηνάλωσε τη ζωή του στο έργο της σχολικής διδασκαλίας, όπου διακρίθηκε για την ευρύτητα του πνεύματός του. Στην Αντιφώνηση γράφει: «Δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν ότι είναι φυσικός ο πόθος της μαθήσεως και αξιωματική φωνή είναι εκείνη του Αριστοτέλους η λέγουσα ότι πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται». Στο έργο του Ρητορική πραγματεία, όπου, στηριζόμενος κυρίως σε αρχαίους ρήτορες, Ερμογένη, Δημοσθένη και άλλους, αναλύει τα είδη του ρητορικού λόγου και εκτιμά ότι η γνώση των κανόνων της Ρητορικής είναι απαραίτητη για τον κήρυκα του Ευαγγελίου, εκφράζει στον πρόλογο τον ενθουσιασμό του γιατί βρήκε την Ρητορική του Ερμογένους, για την οποία λέγει ότι είναι πολυτιμότερη και από το χρυσούν δέρας του Ιάσωνος: «Εκείνο τε γαρ χρυσού ποίησιν, ως ο λόγος, διά χημείας εδίδασκε, και τούτο τους χρυσού τιμιωτέρους και κρείττονας λόγους, οιονεί διά χημείας, της ευμεθόδου γυμνασίας, ως άριστα υποτίθησιν γίνεσθαι. Αγαλλιασάμενος ουν επί τούτοις ως ο ευρίσκων σκύλλα πολλά, την βίβλον μεταγραψάμενος είχον, εγκολπίου παντός τιμαλφέστερον περιφέρων».
Άριστος χειριστής της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, όπως φαίνεται από τα διασωθέντα επιγράμματα και τις ακολουθίες που συνέθεσε, εξόπλιζε τους μαθητάς του, στους τόπους που εδίδαξε, με τέτοια αρχαιομάθεια, που θα την ζήλευαν σήμερα και οι καθηγητές των Φιλοσοφικών Σχολών, αφού ούτε οι ίδιοι, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές τους, ημπορούν να χρησιμοποιούν αρχαΐζουσα γλώσσα, όπως εκείνος. Εντυπωσιασμένος από την ευρυμάθεια του διδασκάλου του ο μαθητής του στην Χίο, Άγιος Νικηφόρος ο Χίος εχάραξε τα εξής επάνω στην επιτάφια πλάκα:
Υπήρξε και γαρ μαθήσεως παντοίας
ταμείον σεπτόν της θύραθεν και θείας.
Θείων εννοιών πανσεβάσμιος θήκη
και των ιερών θεολόγων προθήκη.
Αυτή η εκτίμηση, ότι ενδιαφερόταν για το σύνολο της σοφίας, την θύραθεν και την θεία, που τις δίδασκε στους μαθητές του με βάση τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποδίδει καλώς το παιδευτικό έργο του Παρίου, με την συμπλήρωση ότι ήθελε και επεδίωκε η παιδεία και η μάθηση να είναι συνδεδεμένα με την ευσέβεια και τον φόβο του Θεού, για να έχει καρπούς αγαθούς. Η έξω σοφία, η κοσμική, δεν είναι αυτοαγαθόν από την καλή ή κακή χρήση της, εξαρτάται ο θετικός ή αρνητικός χαρακτήρας της, όπως γράφει πάλι στην Αντιφώνηση: «Οι έχοντες την έξω σοφίαν πολύ ωφέλησαν την Εκκλησίαν. Και πάλιν άλλοι αυτήν μεταχειριζόμενοι εκ του εναντίου, πολλήν βλάβην και ταραχήν επροξένησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Ώστε η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν, ούτε κακή ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή».
Στον Αδαμάντιο Κοραή γράφει, όπως απέδωσε το κείμενο της επιστολής ο π. Νικόλαος Αρκάς: «Πρέπει να ξέρης και να παραδέχεσαι, αγαπητέ μου, πώς εμείς κάθε σοφία και γνώσι, που είναι, συνδυασμένη με την ευσέβεια, τη θεωρούμε μέγα απόκτημα και απ’ όλα τα αγαθά το κάλλιστο και υπέρτερο. Και γιατί όχι; Είναι πράγμα που κι’ αυτοί οι θείοι κι’ εξαίρετοι άγιοι Πατέρες πάρα πολύ εκαλλιέργησαν σ’ όλη τη ζωή τους. Και κείνοι εδιάλεξαν ό,τι καλόν ευρήκαν και στους άλλους το μετέδωκαν για νάρχεται η ωφέλεια κοινή. Δίχως όμως την ευσέβεια όχι μόνο δεν την θαυμάζουμε τη σοφία, αλλά τη θεωρούμε μισητή και απόβλητη… Σοφία πραγματική είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού και η κάθαρση της ψυχής από τα αισχρά πάθη. Σοφία είναι η όσο το δυνατόν προσκόλλησι στο Θεό, η απόκτησι της δικής του σοφίας που είναι και τροφή της ψυχής και η οποία εικονίζει την μέλλουσα ευδαιμονία, χορηγεί δε και την προσωρινή εδώ. Για τούτο και ο Χριστός που ήλθε στον κόσμο να μας ανοίξη το δρόμο προς εκείνη την κατάσταση, τη μακαρία, δεν έκαμε αυτό διδάσκοντάς μας γεωμετρία ή αστρονομία ή αποκαλύπτοντάς μας της φύσεως απόκρυφες δυνάμεις»15. Στις θέσεις του αυτές χωρίς αμφιβολία ο Άγιος Αθανάσιος είχε ως βάση τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και όλη την προηγουμένη πατερική παράδοση, γι’ αυτό και είναι τελείως άδικες οι κρίσεις συγχρόνων λογίων, σύμφωνα με τις οποίες «ανήκει εις την παράταξιν των υπερσυντηρητικών καλογήρων και λαϊκών, των μετά πείσματος και φανατισμού εμμενόντων εις την διατήρησιν της κακώς υπ’ αυτών εννοουμένης “παραδόσεως”, καταπολεμούντων δε πάσαν πρόοδον και εξέλιξιν» και ότι δήθεν κατά τον Άγιο Αθανάσιο «απόβλητος από την λογικήν του Χριστού ποίμνην θεωρείται πας αναγινώσκων, πλην των θείων Γραφών και των Πατέρων, βιβλία προερχόμενα εκ της Ευρώπης».
Όπως είδαμε, ο Αθανάσιος δεν απαγόρευε την χρήση άλλων βιβλίων, τα οποία και ο ίδιος χρησιμοποιούσε και στους μαθητές τα εδίδασκε, όπως έκαναν και οι Πατέρες. Πίστευε ορθώς ότι η θύραθεν σοφία δεν οδηγεί στην τελειότητα και στην αγιότητα, στην απόκτηση των αγαθών της βασιλείας του Θεού, και ότι η χρησιμότητά της περιορίζεται εδώ στην γη. Είναι πάντως χρήσιμη ακόμη και στην θεολογία, η οποία, όπως γράφει στην Επιτομή, «ει και υπερφυσικαίς χρήται αρχαίς, δηλαδή ταις εκ της θείας Γραφής μαρτυρίαις, ου μέντοι ανεπιδεής εστι και της εκ των έξωθεν λόγων βοηθείας, πολλαχού δε και φυσικώ χρήται λόγω, εν τε αποδείξεσι και σαφηνείαις χρήζουσι θεωρήμασι».
Το πώς αντιλαμβανόταν ο Αθανάσιος το διδασκαλικό λειτούργημα, συνδεδεμένο δηλαδή μόνο με την προσφορά και όχι την απολαυή χρημάτων και αξιωμάτων, φαίνεται και από την ζωή του. Κατά την τελευταία παραμονή του στην Θεσσαλονίκη τον καλεί το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη να αναλάβει την διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής. Του δίδει και οικονομικά κίνητρα και υπόσχεση μητροπολιτικής έδρας. Απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλ’ εγώ δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον καρπόν εις την βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Επειδή όμως, ως στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια εμπόδια, διά τούτο άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ, να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου»16.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η επίσημη ένταξη του Αθανασίου στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας ανασύρει τον λύχνον από τον μόδιον, όπου τον κρύβαμε τόσα χρόνια πικραμένοι από τις άδικες κρίσεις και επιφυλάξεις μερικών λογίων, οι οποίοι είτε παρασύρθηκαν από σκόπιμες συκοφαντίες εναντίον του, είτε από άγνοια της πατερικής παραδόσεως δεν κατενόησαν την διδασκαλία του. Είναι πλέον καιρός να τον θέσουμε επί την λυχνίαν για να φωταγωγήσει «πάσι τοις εν τη οικία». Η αφιέρωση τόσων εισηγήσεων από το Συνέδριό μας δείχνει την σπουδαιότητα του προσώπου και του έργου του. Ας αποτελέσει αυτό μία αρχή, ώστε στην συνέχεια το Ιερόν Προσκύνημα της Εκατονταπυλιανής να φροντίσει για την έκδοση των Απάντων του, αφού προηγουμένως γίνει η σχετική εργασία για τα μέχρι τώρα ανέκδοτα έργα του, ως και για την σύνταξη μιας συνθετικής συγκροτημένης μονογραφίας για το πρόσωπο και το έργο του, όπου με αντικειμενικότητα και εκκλησιαστική ευαισθησία θα ιστορηθούν και θα εκτιμηθούν τα κατ’ αυτόν. Ο π. Νικόλαος Αρκάς έκανε πολύ καλή αρχή και πρέπει να την συνεχίσουμε.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης