Πρόσεχε τον εαυτό σου (Α’) Βασίλειος ο Μέγας

10252142_254827448036665_7685102080161057067_n

  1. Ο Θεός που μας έπλασε μας έδωσε την χρήσιν τού λόγου, δια να φανερώνωμεν ο ένας εις τον άλλον τας σκέψεις των καρδιών και να μεταδίδωμεν ο καθένας εις τον πλησίον, λόγω της κοινωνικότητός της φύσεως, ωσάν από κάποια ταμεία, προσφέροντες τας σκέψεις από τα κρυπτά της καρδίας. Διότι εάν εζούσαμεν με γυμνήν από το σώμα την ψυχήν, αμέσως θα επικοινωνούσαμεν μεταξύ μας δια των σκέψεων. Επειδή όμως η ψυχή μας διανοείται καλυπτόμενη από το παραπέτασμα της σαρκός, έχει ανάγκη από λόγια και ονόματα δια να ανακοινώνη αυτά που κείνται εις το βάθος της. Όταν λοιπόν η σκέψις εκφρασθή δια φωνής, αυτή μεταβαίνει από τον ομιλητήν προς αυτόν που τον ακούει, αφού διασχίση τον αέρα, φερομένη δια τού λόγου, ωσάν δια πορθμείου. Και εάν μεν εύρη άκραν γαλήνην και ησυχίαν, ωσάν εις γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, ο λόγος αγκυροβολεί εις τας ακοάς των ακροατών. Εάν όμως, ωσάν κάποια σφοδρά θύελλα, ο θόρυβος των ακουόντων πνεύση αντίθετα, τότε ο λόγος ναυαγεί, διαλυόμενος εις τον αέρα. Δια της σιωπής λοιπόν κάμετε ησυχίαν χάριν τού λόγου. Διότι ίσως κάτι από αυτά που φέρει σας φανή χρήσιμον και ωφέλιμον. Ο λόγος της αληθείας είναι δύσκολον θήραμα, διότι εύκολα ημπορεί να ξεφύγη αυτούς που δεν προσέχουν, αφού έτσι το Πνεύμα οικονόμησε να είναι σύντομος και βραχύς, ώστε να δηλώνη πολλά εις ολίγα και με την συντομίαν να είναι εύκολον να διατηρηθή εις την μνήμην. Άλλωστε η φυσική αρετή τού λόγου είναι μήτε να κρύπτη με την ασάφειαν τα εκφραζόμενα μήτε να πλημμυρίζη από λέξεις περιττάς και πράγματα μάταια. Τέτοιος λοιπόν είναι και ο λόγος αυτός που τώρα έχει αναγνωσθή από τα βιβλία τού Μωϋσέως. Όσοι βέβαια είσθε φιλομαθείς να ενθυμήσθε αυτόν, εκτός αν κάπου διέφυγε την ακοήν σας, λόγω της βραχύτητος. Ο λόγος κάπως έτσι έχει˙ «πρόσεχε σεαυτώ μη ποτέ γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα». Ημείς οι άνθρωποι είμεθα εύκολοι εις τας αμαρτωλάς σκέψεις. Δια τούτο ακριβώς αυτός που κατ’ ιδίαν έπλασε τας καρδίας μας, επειδή εγνώριζε πολύ καλά ότι το μεγαλύτερον μέρος της αμαρτίας συντελείται εις την κατά διάθεσιν ορμήν, μας ώρισεν ως πρωταρχικήν καθαρότητα αυτήν της διανοίας. Διότι αυτό με το οποίον πολύ πιο εύκολα διαπράττομεν την αμαρτίαν, δι’ αυτό ηξίωσε περισσοτέραν προφύλαξιν και επιμέλειαν. Όπως δηλαδή οι προνοητικοί από τους ιατρούς ασφαλίζουν τα ασθενέστερα σώματα με τας προληπτικάς συνταγάς, έτσι και αυτός που είναι προστάτης όλων και αληθινός ιατρός των ψυχών, με ισχυροτέρας προφυλάξεις εξησφάλισεν αυτό που εγνώριζεν ότι είναι εις ημάς περισσότερον ολισθηρόν προς την αμαρτίαν. Διότι αι πράξεις που γίνονται με το σώμα χρειάζονται και χρόνον και ευκαιρίαν και κόπους και συνεργάτας και άλλην βοήθειαν. Αι κινήσεις όμως της διανοίας ενεργούνται αχρόνως, επιτελούνται χωρίς κόπον, σχηματίζονται εύκολα και έχουν όλον τον καιρόν κατάλληλον. Μάλιστα κάποτε κάποιος από τους σπουδαίους και από αυτούς που υπερηφανεύονται δια σεμνότητα, περιβαλλόμενος εξωτερικά ομοίωμα σωφροσύνης και καθήμενος ανάμεσα εις αυτούς που συχνά τον μακαρίζουν δια την αρετήν του, τρέχει γρήγορα με την σκέψιν προς τον τόπον της αμαρτίας, με την αφανή ενέργειαν της καρδίας. Είδε με την φαντασίαν τα μελετώμενα, εφαντάσθη κάποιαν απρεπή συναναστροφήν και γενικώς εις το κρυφόν εργαστήριον της καρδίας με το να ζωγραφήση μέσα του καθαράν την ηδονήν, διέπραξε εσωτερικά την αμαρτίαν που δεν αποδεικνύεται και που θα μείνη άγνωστος εις όλους ως τότε που θα έλθη αυτός που αποκαλύπτει τα κρυπτά τού σκότους και φανερώνει τας σκέψεις των καρδιών «Φυλάξου λοιπόν μη τυχόν κάποτε σκέψις κρυφή εις την καρδίαν σου γίνη αμαρτία». Διότι «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πονηράν επιθυμίαν είναι σαν να εμοίχευσε κιόλας εις την καρδίαν του». Διότι αι πράξεις του σώματος διακόπτονται από πολλούς, αυτός όμως που αμαρτάνει με την σκέψιν, με την ταχύτητα των διανοημάτων έχει ολοκληρώσει την αμαρτίαν. Όπου λοιπόν το παράπτωμα είναι ταχύ, ταχεία μας εδόθη και η φρούρησις. Δηλαδή διακηρύσσεται εντόνως· «μη ποτέ γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα». Καλύτερα όμως να ανατρέξωμεν εις αυτήν την αρχήν του λόγου. 
  2. «Πρόσεχε, λέγει, τον εαυτόν σου». Καθένα από τα ζώα έχει εκ φύσεως από τον Θεόν που εδημιούργησε τα πάντα, τας αφορμάς δια την προστασίαν της υπάρξεώς του. Και θα εύρης εάν επιμελώς παρατήρησης ότι τα πιο πολλά από τα άλογα ζώα δεν έχουν διδαχθή την προφύλαξιν προς αυτό που βλάπτει, και ότι με κάποιαν πάλιν φυσικήν έλξιν σπεύδουν προς την απόλαυσιν των ωφελίμων. Δια τούτο και εις ημάς ο Θεός που μας παιδαγωγεί έδωκε το μεγάλο τούτο παράγγελμα, δια να προστεθή και εις ημάς με την βοήθειαν της λογικής αυτό το οποίον εκ φύσεως έχουν εκείνα. Και αυτό που εις τα ζώα κατορθώνεται χωρίς καμμίαν επιστασίαν, αυτό εις ημάς να επιτελήται δια της προσοχής και της συνεχούς επιβλέψεως των λογισμών. Και να είμεθα πιστοί φύλακες των εντολών που μας έχουν δοθή από τον Θεόν με το να αποφεύγωμεν την αμαρτίαν, όπως τα ζώα αποφεύγουν τα δηλητήρια από τας τροφάς και να επιδιώκωμεν την δικαιοσύνην, όπως εκείνα επιζητούν το φαγώσιμον από την χλόην. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ», δια να γίνης ικανός να διακρίνης το βλαβερόν από το σωτήριον. Επειδή όμως το να προσεχή κανείς σημαίνει δύο πράγματα, αφ’ ενός μεν το να προσηλώνη τα σωματικά μάτια εις τα ορατά, αφ’ ετέρου δε το να επιβάλλη με την νοεράν δύναμιν της ψυχής την θεωρίαν των ασωμάτων, εάν μεν είπωμεν ότι το παράγγελμα αναφέρεται εις την ενέργειαν των οφθαλμών, τότε αμέσως θα ελέγξωμεν το ανεφάρμοστον αυτού. Διότι πως θα ημπορούσε κανείς με τον οφθαλμόν να ιδή ολόκληρον τον εαυτόν του; Μάλιστα ούτε ο ίδιος ο οφθαλμός χρησιμοποιεί την όρασιν δια τον εαυτόν του. Δεν επαρκεί δια την κορυφήν, δεν γνωρίζει τα νώτα, ούτε τα πρόσωπα, ούτε την διάθεσιν που είναι εις το βάθος των σπλάγχνων. Άρα είναι ασέβεια να λέγωμεν ότι δεν ισχύουν τα παραγγέλματα του αγίου Πνεύματος. Υπολείπεται λοιπόν να κατανοούμεν την προσταγήν εις την ενέργειαν τού νου. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή από παντού να παρατηρής προσεκτικά τον εαυτόν σου. Να έχης άγρυπνον το όμμα της ψυχής σου δια την προστασίαν τού εαυτού σου. Κρυφαί παγίδες έχουν στηθή παντού από τον εχθρόν. Προσεκτικά να παρατηρής το κάθε τι λοιπόν, «δια να γλυτώνης σαν το ζαρκάδι από τα δόκανα και σαν πτηνόν από την παγίδα». Διότι το μεν ζαρκάδι λόγω της οξυτάτης οράσεως δεν συλλαμβάνεται εις τα δόκανα, δια τούτο φέρει και την επωνυμίαν δορκάς δια την οξυδέρκειαν του, το δε πτηνόν με τα ελαφρά πτερά του πέτα υψηλότερα από τον κίνδυνον των κυνηγών, όταν προσεχή. Κύττα λοιπόν μη φανής κατώτερος από τα άλογα ζώα εις την προστασίαν του εαυτού σου, δια να μη κάποτε, αφού συλληφθής εις τας παγίδας, γίνης θήραμα τού διαβόλου, αιχμάλωτος απ’ αυτόν εις το να κάμης το θέλημα του 
  3. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή, ούτε τα δικά σου, ούτε τα γύρω από έσέ, αλλά πρόσεξε μόνον τον εαυτόν σου. Διότι άλλο πράγμα είμεθα ημείς οι ίδιοι και άλλο πράγμα τα δικά μας και άλλο τα γύρω από μας. Ημείς είμεθα η ψυχή και ο νους, διότι έχομεν πλασθή σύμφωνα με την εικόνα του κτιστού μας. Ιδικόν μας είναι το σώμα και αι αισθήσεις του. Γύρω δε από μας υπάρχουν χρήματα, τέχναι και όλη η υπόλοιπος πραμάτεια του βίου. Τι λοιπόν λέγει ο λόγος της Γραφής; Μη δίδης σημασίαν εις την σάρκα, ούτε να επιζητής με κάθε τρόπον ό,τι είναι αγαθόν εις αυτήν, δηλαδή υγείαν, ομορφιάν και απολαύσεις ηδονικάς και μακροζωίαν, ούτε να θαυμάζης χρήματα και δόξαν και εξουσίαν. Αλλά πρόσεχε τον εαυτόν σου, δηλαδή την ψυχήν σου. Αυτήν στόλιζε και αυτήν φρόντιζε, ώστε δια της προσοχής να κατορθώνης να την απαλλάσσης από ολόκληρον τον ρύπον που επικάθεται εις αυτήν από την πονηρίαν, να αποκαθαίρεται κάθε αίσχος κακίας και να την κοσμής και να την φαιδρύνης με όλον το κάλλος της αρετής. Εξέτασε τον εαυτόν σου˙ ποίος είσαι; γνώρισε την φύσιν σου, ότι το μεν σώμα σου είναι θνητόν η δε ψυχή σου αθάνατος και ότι η ζωή μας είναι διπλή. Η μεν προσιδιάζει εις την σάρκα και περνά γρήγορα, η δε άλλη συγγενεύει με την ψυχήν και δεν επιδέχεται περιγραφήν. Πρόσεχε, λοιπόν, τον εαυτόν σου και μη προσκολληθής εις τα θνητά ωσάν σε αιώνια, μήτε να περιφρόνησης τα αιώνια ωσάν περαστικά. Να περιφρονής την σάρκα, διότι παρέρχεται. Να επιμελήσαι την ψυχήν, διότι είναι πράγμα αθάνατον. Με κάθε προσοχήν να επιβλέπης τον εαυτόν σου, δια να γνωρίζης να απονέμης εις τον καθένα το ωφέλιμον εις μεν την σάρκα τας διατροφάς και τα σκεπάσματα εις δε την ψυχήν τα δόγματα της ευσέβειας, δηλαδή λεπτήν αγωγήν, άσκησιν της αρετής, διόρθωσιν των παθών. Μήτε να παραπαχαίνης το σώμα, μήτε να φροντίζης δια τας σαρκικάς οχλήσεις. Αφού λοιπόν «επιθυμεί η σαρξ κατά τού πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός, ταύτα δε αλλήλοις αντίκειται», πρόσεχε μήπως με το να υπερπαχύνης την σάρκα προσφέρης πολλήν εξουσίαν εις το κατώτερον. Διότι όπως εις τας κλίσεις των ζυγών, εάν μεν παραφόρτωσες την μίαν πλάστιγγα, εξάπαντος θα κάμης ελαφροτέραν την απέναντι της, έτσι και εις το σώμα και την ψυχήν, ο πλεονασμός του ενός κατ’ ανάγκην επιφέρει την ελάττωσιν τού άλλου. Διότι, όταν το σώμα ευεργετήται και βαρύνεται με την πολυσαρκίαν, κατ’ ανάγκην ο νους γίνεται αδρανής και άτονος κατά τας ενεργείας του. Όταν όμως η ψυχή είναι υγιής και εξυψώνεται προς το ύψος που της αρμόζει με την μελέτην των αγαθών, είναι επόμενον να μαραίνεται η σωματική έξις.
  4. Το ίδιον αυτό παράγγελμα και δια τους ασθενείς είναι χρήσιμον και δια τους γερούς πολύ κατάλληλον. Κατά τας ασθενείας οι ιατροί παραγγέλλουν εις τους αρρώστους να προσέχουν οι ίδιοι τους εαυτούς των και να μη παραμελούν τίποτε από αυτά που συντελούν εις την θεραπείαν. Ομοίως και ο λόγος, ο Ιατρός των ψυχών μας, με το μικρόν τούτο βοήθημα θεραπεύει την ψυχήν που έχει ταλαιπωρηθή από την αμαρτίαν. Πρόσεχε, λοιπόν, τον εαυτόν σου, δια να λάβης ανάλογον προς το παράπτωμα και την βοήθειαν από την θεραπείαν. Είναι μεγάλο και βαρύ το αμάρτημα; Σου χρειάζεται πολλή εξομολόγησις, πικρά δάκρυα, συνεχής αγρυπνία και διαρκής νηστεία. Είναι ελαφρόν το αμάρτημα και υποφερτόν; Να εξισωθή και η μετάνοια. Μόνον να προσεχής τον εαυτόν σου, δια να γνωρίζης την υγείαν και την αρρώστιαν της ψυχής. Διότι πολλοί που νοσούν από μεγάλην και ανίατον ασθένειαν λόγω της μεγάλης απροσεξίας, δεν γνωρίζουν ούτε αυτό το ίδιον, ότι δηλαδή νοσούν. Επίσης μεγάλο είναι το κέρδος από το παράγγελμα και εις τους υγιείς ως προς τας πράξεις, ώστε το ίδιον και τους αρρώστους θεραπεύει και τους υγιείς τελειοποιεί. Διότι ο καθένας από μας που μαθητεύομεν εις τον λόγον γίνεται υπηρέτης κάποιας πράξεως από αυτάς που σύμφωνα με το Ευαγγέλιον μας έχουν διαταχθή. Δηλαδή εις την μεγάλην οικίαν, την Εκκλησίαν αυτήν, δεν υπάρχουν μόνον διάφορα σκεύη, χρυσά, αργυρά, ξύλινα και πήλινα αλλά και διάφορα επαγγέλματα. Έχει δηλαδή ο οίκος του Θεού, «που είναι η Εκκλησία του ζώντος Θεού», κυνηγούς, πεζοπόρους, αρχιτέκτονας, οικοδόμους, γεωργούς, βοσκούς, αθλητάς, στρατιώτας. Εις όλους ο μικρός αυτός λόγος θα εύρη εφαρμογήν και θα εμβάλη εις τον καθένα και ορθοπραξίαν και επιμέλειαν της προαιρέσεως. Έχεις αποσταλή κυνηγός από τον Κύριον, που είπε «Να εγώ αποστέλλω πολλούς κυνηγούς και θα θηρεύσουν αυτούς επάνω εις όλα τα βουνά» . Να προσεχής λοιπόν με επιμέλειαν, μη σε διαφύγη από πουθενά το θήραμα, δια να οδήγησης εις τον σωτήρα αυτούς που έχουν εξαγριωθή από την κακίαν, αφού τους συλλάβης με τον λόγον της αληθείας. Είσαι πεζοπόρος παρομοίως με εκείνον που εύχεται˙ «τα διαβήματά μου κατεύθυνον»· πρόσεξε μη παραστρατήσης, να μη κλίνης προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Βάδιζε την βασιλικήν οδόν. Ο αρχιτέκτων με ασφάλειαν να καταθέση τον θεμέλιον της πίστεως, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο κτίστης να βλέπη πως κτίζει· «μη ξύλα, μη χόρτον, μη καλάμην, αλλά χρυσίον, αργύριον, λίθους τίμιους» . Ο ποιμήν να προσεχή μη διαφυγή κάτι από αυτά που επιβάλλονται εις την τέχνην της ποιμαντικής. Και ποία είναι αυτά; Να επιστρέφη το πλανημένον, να επιδένη το πληγωμένον, να θεραπεύη το άρρωστον. Ο γεωργός να σκάβη γύρω από την άκαρπον συκιάν και να εφαρμόζη αυτά που βοηθούν εις την καρποφορίαν. Ο στρατιώτης να «συγκακοπαθήση δια το ευαγγέλιον», να εκστρατεύη την καλήν εκστρατείαν εναντίον των πνευμάτων της πονηρίας, εναντίον των σαρκικών παθών, να φορέση όλην την πανοπλίαν τού Θεού. Μη εμπλέκεσαι εις τας βιοτικάς υποθέσεις, δια να αρέσης εις αυτόν που σε επεστράτευσεν. Ο αθλητής ας προσεχή τον εαυτόν του, μη τυχόν παραβή τους αθλητικούς κανονισμούς. Διότι «κανείς δεν στεφανώνεται εάν δεν αθλήση νομίμως». Να μιμήσαι τον Παύλον που και έτρεχε και επάλαιε και επυγμαχούσε. Και ο ίδιος σαν καλός πυγμάχος να έχης ασάλευτον το βλέμμα της ψυχής. Προφύλαγε τα ευαίσθητα όργανα του σώματος με την πρόταξιν των χεριών. Το βλέμμα σου να ατενίζη τον άντίπαλον. Να προπορεύεσαι εϊς τους αγώνας δρόμου. Έτσι να τρέχης, δια να προλάβης. Εις την πάλην να ανταγωνίζεσαι εναντίον των αοράτων. Ο λόγος του Θεού τέτοιον σε θέλει να είσαι˙ όχι τεμπέλην και κοιμισμένον, αλλά νηφάλιο και άγρυπνο προϊστάμενον τού εαυτού σου.

Απόσπασμα από το Βιβλίο “Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΡΓΑ,”
Share Button