Η ΔΟΞΑ μὲ δαγκώνει,
κενή,
μάταιη
τὰ δόντια της ἔμπηξε στὴν καρδιά μου,
μ’ ἀρρώστησε,
ὁλόκληρο μὲ διάλυσε
κι ὅταν ἦρθαν τ’ ἄγρια σκυλιά,
τὸ πλῆθος τὰ θηρία,
μὲ βρῆκαν νὰ κείτομαι
καὶ μὲ κατασπάραξαν.
Ἡ τρυφὴ κι ὁ ἔπαινος
τὸν μυελὸ καὶ τὰ νεῦρα μου
διέσπασαν,
τῆς ψυχῆς τὴ δύναμη καὶ προθυμία.
από Ύμνοι Θείων Ερώτων