1. Ἡ ἔλευση τοῦ θανάτου στόν κόσμο
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ θάνατος δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀγαθή θεία βούληση. «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων»[1] ἀναφέρει τό βιβλικό λόγιο.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο δεκτικό τῆς θνητότητας καί τῆς ἀθανασίας γράφει ὁ Καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης στηριζόμενος στήν πατερική παράδοση. Τόν τοποθέτησε στό μεθόριο τῆς θνητῆς καί τῆς ἀθάνατης φύσης ʺδεκτικόν ἀμφοτέρωνʺ. Ἀκόμα καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει φυσική ἀλλά κατά χάριν καί μετοχήν ἀθανασία. Δέν εἶναι δηλαδή ἀφ’ ἑαυτῆς ἀθάνατη, ἀλλά κτίσθηκε νά γίνει ἀθάνατη. Μόνο ὁ Θεός εἶναι ἀπό τή φύση του ἀθάνατος, ὡς αὐτοζωή καί πηγή τῆς ζωῆς. Ἡ φυσική ζωή, στήν ὁποία μετέχει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔνθεη ὅμως ζωή εἶναι μετοχή στή θεοποιό ἐνέργειά του. Ἡ τελείωση στή ζωή αὐτήν, πού θά πραγματοποιοῦνταν μέ τήν τήρηση τῆς θείας ἐντολῆς, δηλαδή μέ τή διατήρηση τῆς μετοχῆς του στή θεία ἐνέργεια, ματαιώθηκε μέ τήν παρακοή[2].
Ἡ αἰτία τῆς ἔλευσης τοῦ θανάτου στόν κόσμο βρίσκεται στόν ἄνθρωπο καί εἰδικότερα στήν κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του. «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν»[3]. Ὁ Θεός δέν δημιούργησε ἐξαρχῆς τό θάνατο, ἐμπόδισε μάλιστα καί τή γένεσή του, χωρίς ὡστόσο νά παραβιάζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ ποιόν ὅμως τρόπο ὁ Θεός ἐμπόδισε τήν ἔλευση τοῦ θανάτου; Στό ἐρώτημα αὐτό δίνει ἀπάντηση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι, ὁ Θεός φανέρωσε πρίν τήν πτώση τό θέλημά του, πού ὁδηγοῦσε στήν ἀθανασία. Καί προεῖπε φανερά καί ἀπείλησε ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς ζωοποιοῦ θείας ἐντολῆς θά ἦταν θάνατος. Τρεῖς δρόμους θά μποροῦσαν νά ἀκολουθήσουν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά ἀποφύγουν τό θάνατο. Τόν πόθο κοινωνίας μέ τόν Θεό, πού ὁδηγοῦσε στό δεύτερο δρόμο, τήν ἀληθινή θεογνωσία, ἤ ἀκόμη καί τόν δρόμο πού ἐμπνέει ὁ θεῖος φόβος,[4] γιά τήν ἀπώλεια τῶν θείων χαρισμάτων.
Ἡ παράβαση ὅμως τῆς ἐντολῆς καί ἡ ἁμαρτία ἔφεραν τό θάνατο. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς προγονικῆς ἀπόφασης ἦταν καταλυτικές γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό νέκρωσε τά πνευματικά αἰσθητήρια καί ὁδήγησε στόν ψυχικό θάνατο. Ἀκολούθησε ὁ σωματικός θάνατος. Ἡ θνητότητα τοῦ σώματος ἀποκαλύπτεται ὡς παρατεταμένος θάνατος, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἤ καλύτερα ὡς μύριοι διαδοχικοί θάνατοι μέχρι νά ἐπέλθει ὁ ὁριστικός θάνατος. Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ σώματος δέν ἐπῆλθε ταυτόχρονα μέ τήν παρακοή. Τό βάθος τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ τόν ἀνέβαλε γιά τό μέλλον. Ἔτσι ὁ ζωοδότης Θεός δέν ὁδήγησε σέ ἀπόγνωση τό πλάσμα του. Παρηγόρησε μέ διαδοχικές γεννήσεις τή λύπη πού προξενεῖ ὁ θάνατος. Αὔξησε τό ἀνθρώπινο γένος μέ πολλούς ἀπογόνους ἔτσι ὥστε ὁ ἀριθμός τῶν γεννήσεων νά ὑπερβαίνει τόν ἀριθμό τῶν θανάτων. Παράλληλα προετοίμαζε τή θεραπεία τοῦ θανάσιμου τραύματος διά μέσου τῶν ἐκλεκτῶν του ἀπό γενεά σέ γενεά, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ ἡ πολυύμνητη ράβδος, ἡ Παρθένος Μαρία, ἀπό τήν ὁποία θά ἄνθιζε τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, ὁ Ζωοδότης Χριστός[5].
Ἑπομένως, γιά τήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση ὁ βιολογικός θάνατος εἶναι ἀπόροια τῆς πτώσεως καί τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος κάνοντας κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, εἰσπράττει ὡς τίμημα τή φθορά καί τό θάνατο. Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή στέρηση τῆς ζωῆς. Καί στέρηση τῆς ζωῆς σημαίνει θάνατος. «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγισε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος» διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος[6]. Τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας κληρονομεῖ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα διακρίνονται εὐκρινέστερα στή γέννηση καί τό θάνατό του. Μέ πόνους καί ὠδίνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο. Μέ ἀγωνία καί ὀδύνη τόν ἐγκαταλείπει.
Αἴτιος τοῦ θανάτου δέν εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πού ἐχθρεύεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος ὡς τίμημα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἔνδειξη θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε τό θάνατο, γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί καταλήγει: «Καί γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία. Οὕτω γάρ πείθομαι κολάζειν Θεόν»[7]. Ἐξάλλου ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ὅτι δέν χρειάζεται νά φοβόμαστε καί νά τρέμουμε τό θάνατο, ἀλλά τήν ἁμαρτία: «Οὐ γάρ θάνατος ἁμαρτίας ἔτεκεν, ἀλλά ἁμαρτία θάνατον ἡμῖν ἐγέννησε· θάνατος δέ ἁμαρτίας γέγονε φάρμακον»[8].
2. Ὁ θάνατος καί τά ἔσχατα
Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική παράδοση διαπιστώνει ὁ μελετητής δύο κυρίως τάσεις ἑρμηνείας τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τῶν ἐσχάτων. Ὁ θάνατος θεωρεῖται ὡς τιμωρία ἤ καλύτερα αὐτοτιμωρία τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἴδιο νόημα προσλαμβάνει καί ἡ αἰώνια κόλαση. Δίδεται δηλ. ἰδιαίτερη βαρύτητα στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁρισμένοι Πατέρες ἤ καί οἱ ἴδιοι μέ τούς προηγούμενους, ἀλλά σέ διαφορετικά σημεῖα τῶν ἔργων τους, τονίζουν τή φιλανθρωπία, τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ διπλή-ἀντιθετική σκέψη τους πάνω στό θέμα αὐτό διαχέεται στή ἐκκλησιαστική παράδοση ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὡριγένη, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ καί τῶν ἄλλων πατέρων.
Σέ κάθε περίπτωση οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις γιά τά ἔσχατα στήν Ἀνατολή εἶναι διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῆς Δύσης. Στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή καταρχήν, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ σωτηρία εἶναι θεραπεία τραυμάτων τοῦ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ἀθανασία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέθεξης στίς θεῖες ἐνέργειες. Ἡ παραδείσια ζωή εἶναι φιλία καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ κόλαση ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, «ἀμεθεξία», «ἀκοινωνισία», ἀφιλία καί ἀνέραστη ζωή. Τέλος βασικὸ ρόλο ὡς πρός τήν ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ διαδραματίζει τὸ αὐτεξούσιο[9]. Ἀντίθετα στή Δύση ἡ θεώρηση τοῦ παραδείσου καί τῆς κόλασης μέσα ἀπό τό δικαιϊκὸ σχῆμα τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας ὁδήγησε στό καθαρτήριο πῦρ καί τόν ἀπόλυτο προορισμό. Εἶναι σαφές ὅτι μία σωφρονίζουσα ποιμαντική θεολογία τῶν ἀπαγορεύσεων, τῶν ἀφορισμῶν, τῶν ἀπειλῶν καί τῶν τιμωριῶν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Βρίσκεται ὅμως ἔξω ἀπό τήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση μιά ποιμαντική θεολογία, ἑνός γλυκεροῦ χριστιανισμοῦ πού μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἀθεράπευτο καί δοῦλο τῶν παθῶν, ἕρμαιο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικός κόσμος ἄρχισε νά ἀποδέχεται μέ σχετική εὐκολία τήν εὐθανασία. Ὅταν ἐγκλωβισθεῖ στόν παρόντα βίο, ἀποθεώσει τό ἄτομο καί τά λεγόμενα ἀτομικά δικαιώματα, δέν ἀπομένει παρά νά δεχθεῖ ὡς ὥριμο καρπό τή σύγχρονη ἐκδοχή τῆς εὐθανασίας. Ἔτσι, ἡ καρτερία στήν ἀσθένεια καί ἡ προσμονή τῆς διαδικασίας τοῦ θανάτου δέν ἔχουν γι’ αὐτόν κανένα νόημα
Γιά τήν στρέβλωση αὐτή φέρει μεγάλη εὐθύνη ἡ δυτική θεολογία, ἡ ὁποία στηριζόμενη σέ ὁρισμένες ἀπόψεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας δογμάτισε τήν περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης διδασκαλία[10]. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου προσβάλλει τή θεία Δικαιοσύνη καί τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνοχή εἶναι τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία αὐτοῦ πού προσβάλλεται. Ὁ θάνατος, ὡς τιμωρία πού κληρονομεῖται στό ἀνθρώπινο γένος, δέν ἀρκεῖ γιά τήν ἐξιλέωση καί τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξης πού διασαλεύθηκε. Χρειάζεται νά τιμωρηθεῖ καί νά χύσει τό αἷμα του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιά νά ἱκανοποιήσει τόν ὀργισμένο οὐράνιο Πατέρα. Γιά τήν δυτική χριστιανοσύνη ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὡς
τιμωρία, πρόσφερε ἄπειρη ἱκανοποίηση, ὥστε νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά δοθεῖ νομική συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο στή Δύση δίδεται ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ παρά στήν Ἀνάστασή του. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἔνδειξη τῆς θεότητάς Του καί ὄχι νίκη πάνω στό θάνατο. Ἄν αὐτό ἰσχύει σέ θεολογικό ἐπίπεδο κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο. Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό μεσαίωνα. Λ.χ ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅμως ὁδηγήθηκαν οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπόγνωση ἤ τήν ἀθεΐα. Ἔτσι φθάσαμε σέ αὐτό πού σήμερα ὀνομάζεται ἐξατομίκευση τοῦ θανάτου[11] καί κατ᾿ ἐπέκταση στό λεγόμενο «ἀτομικό δικαίωμα» σέ ἕναν «ἀξιοπρεπή θάνατο», ἤ ἀπό τό ἄλλο μέρος στήν ἀπώθηση καί τήν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου.
τιμωρία, πρόσφερε ἄπειρη ἱκανοποίηση, ὥστε νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά δοθεῖ νομική συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο στή Δύση δίδεται ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ παρά στήν Ἀνάστασή του. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἔνδειξη τῆς θεότητάς Του καί ὄχι νίκη πάνω στό θάνατο. Ἄν αὐτό ἰσχύει σέ θεολογικό ἐπίπεδο κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο. Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό μεσαίωνα. Λ.χ ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅμως ὁδηγήθηκαν οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπόγνωση ἤ τήν ἀθεΐα. Ἔτσι φθάσαμε σέ αὐτό πού σήμερα ὀνομάζεται ἐξατομίκευση τοῦ θανάτου[11] καί κατ᾿ ἐπέκταση στό λεγόμενο «ἀτομικό δικαίωμα» σέ ἕναν «ἀξιοπρεπή θάνατο», ἤ ἀπό τό ἄλλο μέρος στήν ἀπώθηση καί τήν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου.
Γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση καί δέν ἀποσιωπεῖται. Δέν ἀφορᾶ μόνο τό ἄτομο. Ἔχει κοινωνικό, κοινοτικό καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα μέ διπλή ἔννοια. Πρῶτον: «Θάνατος σημαίνει ἀπώλεια τοῦ προσώπου, διαπροσωπικῶν καί κοινωνικῶν σχέσεων, μιᾶς δημιουργικῆς ζωῆς ὁποιασδήποτε μορφῆς»[12]. Καί δεύτερον: Ὁ ἑτοιμοθάνατος δέν ἐγκαταλείπεται μόνος. Εἰσπράττει τήν ἀγάπη τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καί γνωστῶν καί περνάει στή χώρα τῶν «συγχωρημένων». Ὁ λαός μας λέει πολύ σωστά ὁ τάδε «συγχωρέθηκε». Δέν έχουμε κρατούμενα μαζί του.
3. Ὑπέρβαση τοῦ θανάτου
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἡ ἀγάπη νικᾶ καί αὐτόν ἀκόμη τό θάνατο διδάσκει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς˙ ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μένει ἐν τῷ θανάτῳ»[13]. Παράλληλα μέ τά μυστήρια διατηρεῖ ζῶσα τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα συναποθνήσκει ὁ «παλαιός ἄνθρωπος». Γεννιέται ὁ νέος καί ἀνακαινίζεται «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν»[14]. Ὁ βαπτιζόμενος χρίεται μέ λάδι. Προετοιμάζεται γιά τούς ἱερούς ἀγῶνες. Ἀκολουθεῖ τόν Χριστό στό μαρτύριο. Συναποθνήσκει μυστικά γιά τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Καλεῖται νά ζήσει τή ζωή τῆς ἀρετῆς. Νά ἀναστηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά καταργήσει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου.”Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει”.[15] Τό βάπτισμα εἶναι σύμβολο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ταυτόχρονα πνευματική γέννηση καί χάρισμα, δῶρον Θεοῦ. Ἡ χρίση τοῦ Χριστιανοῦ μέ λάδι κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καλοῦσε τόν νεοφώτιστο στήν πορεία τῶν ἀγώνων τῆς τελείωσης. Ἡ ἔκχυση ἐλαίου στούς κεκοιμημένους ἐπισφραγίζει τό τέλος τῶν ἀγώνων αὐτῶν[16].
Μέτρο καί κριτήριο τοῦ κατά πόσο ζεῖ κανείς χριστιανικά, εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἡ «χριστιανική εὐθανασία». Γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Εἶναι ἀδύνατον νά ζήσῃ τις χριστιανικῶς. Χριστιανικῶς δύναταί τις μόνον νά ἀποθάνῃ, διά θανάτου ὅμως κατά τήν γηΐνην μορφήν τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν. Ἐν τούτοις καί ὁ θάνατος οὗτος δέν εἶναι οὔτε εὔκολος, οὔτε ἁπλοῦς: Εἶναι ἡ “στενή πύλη”, ἡ “τεθλιμμένη ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν”, τήν ὁποίαν ὅμως «ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες»[17].
Ὅπως ἔγινε ἀντιληπτό στήν σύντομη εἰσήγησή μου μόνο σπαράγματα ἀναφέρθηκαν, γιά τό τεράστιο αὐτό θέμα. Σταχυολόγησα ὁρισμένες μόνο θέσεις τῆς χριστιανικῆς παράδοσης. Αὐτό ὅμως πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση εἶναι ὅτι μελετώντας τή ἐξόδιο ἀκολουθία σέ κληρικούς συνάντησα μιά φράση, πού ἤθελα νά πιστεύω πώς δέν ὑπάρχει, διότι πάντοτε ἔχουμε τήν τάση νά ὡραιοποιοῦμε μέ γλυκερούς λόγους τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου καί νά ἐφησυχάζουμε τή συνείδησή μας καί τίς συνειδήσεις τῶν χριστιανῶν μας. Ἐκεῖ λοιπόν ἀναφέρεται: « Μία ὥρα καί πάντα παρέρχεται˙ οὐ γάρ ἔστιν εἰς Ἅδην μετάνοια, οὐδέ ἔστιν ἐκεῖ λοιπόν ἄνεσις»[18].
Μήπως ἡ γνώση μᾶς καθιστᾶ καί περισσότερο ὑπεύθυνους; Μήπως ἡ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό εἶναι τό κύριο ἔργο μας, ἀφοῦ καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό μέχρι τόν Ἅδη γιά νά ἀνασύρουμε τόν νεκρωθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στή ζωή τῆς ἀναστάσεως; Σέ κάθε περίπτωση τό δικό μας ἔργο εἶναι πιό εὔκολο μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστός ἄνοιξε τήν ὁδό τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου μέ τόν Σταυρό, τήν κάθοδό του στόν Ἅδη καί τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως μέ τό εὐαγγελικό πνεῦμα πού διασώζει, τό λειτουργικό χρόνο καί τά μυστήριά της νοηματοδοτεῖ πνευματικά τή ζωή καί συνδέει τούς πιστούς μέ τό Ζωοδότη Χριστό.
Σημειώσεις
[1] Σοφ. Σολ. 1,13.
[2] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσαλονίκη 2004, σ.637.
[3] Ρωμ. 5,12.