Σε όλες μου τις εκθέσεις προσπαθώ να παρουσιάσω με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα τα αληθινά γεγονότα που έζησα στις 11 Ιουλίου 1976, στα σαράντα οκτώ χρόνια τις ζωής μου. Χάρις σε αυτά τα πνευματικά οράματα, άλλαξε από τότε η ζωή μου όλη.
Ως ανάπηρος πολέμου πηγαίνω κάθε χρόνο για θεραπεία σε κάποιο από τα ιαματικά μας μπάνια. Έτσι και εκείνη τη χρονιά του 1976, το τέλος του Ιουνίου και μέρος του Ιουλίου το πέρασα στα μπάνια της Ματαρούσκα. Έμενα στο ξενοδοχείο Ζίτσα.
Μετά από δέκα μέρες θεραπεία, διέκοψα στις 9 Ιουλίου προσωρινά τη διαμονή μου στα ιαματικά λουτρά (μπάνια) λόγω επιστροφής στο σπίτι μου στο Κραγκούγιεβατς, για να παραστώ την επόμενη μέρα στο μνημόσυνο μιας στενής συγγενής μου.
Μετά την τέλεση του μνημοσύνου κίνησα την άλλη μέρα, στις 11 Ιουλίου, λίγο πριν τις 10, με το αυτοκίνητο μου από το Κραγκούγιεβατς για τα μπάνια της Ματαρούσκα για να συνεχίσω τη θεραπεία που άρχισα.
1
Όταν έφθασα στη γέφυρα του Ίμπαρ στο Κράλιεβο συνάντησα διακοπή στην συγκοινωνία, που οφείλονταν, σύμφωνα με τη διήγηση των παρόντων οδηγών, σε σύγκρουση αυτοκινήτων κοντά στο πρατήριο καυσίμων στο δρόμο προς το μοναστήρι της Ζίτσα. Η τροχαία άφηνε εκ΄περιτροπής τα οχήματα προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτό καθυστερούσε την κυκλοφορία , αλλά σ΄ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν και καλύτερες λύσεις.
Βγαίνοντας από τη γέφυρα πήρα το δεξιό δρόμο που πάει προς τη Ζίτσα. Σε απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων από τη γέφυρα βρίσκεται τοπική στάση λεωφορείων για τη μεταφορά ταξιδιωτών προς την κατεύθυνση της Ζίτσα και τα μπάνια της Ματαρούσκα. Στη στάση περίμεναν το λεωφορείο καμιά δεκαριά ταξιδιώτες και ανάμεσα τους ένας καλόγερος και μια καλόγρια, χτυπητοί από την ωραία τους όψη.
Σ΄αυτό το τμήμα του δρόμου το έδαφος είναι λίγο επικλινές και έχει καλή ορατότητα, ενώ η μικρή ταχύτητα συνέβαλε στο να προσέχω καλύτερα τι συμβαίνει μπροστά μου
2
Παρατήρησα ότι ο καλόγερος ήταν μετρίου αναστήματος, εβδομηντάρης, με ασπρισμένα πυκνά και κυματιστά γένια, αλλά από την κινητικότητα φαινόταν σαν πενήντα χρονών. Φορούσε μαύρο καινούργιο ράσο. Φορούσε καλυμμαύχι καλυμμένο από μακρύ μαύρο επανωκαλύμαυχο που έπεφτε στις πλάτες.
Στο στήθος κρεμόταν από αλυσίδα ή κορδόνι λαμπρός σταυρός και από άλλη αλυσίδα ή κορδόνι ένα είδος εγκολπίου ή εικονιδίου, σαν την Αγία Θεοτόκο με τον Ιησού Χριστό – ήταν γυναικείο πρόσωπο με παιδί. Η καλόγρια που στέκονταν δίπλα του φορούσε μακρύ μαύρο φόρεμα. Στο κεφάλι είχε το ίδιο καλλυμάυχι με τον καλόγερο, μόνο που το μαύρο βέλο της έπεφτε στους ώμους. Ήταν μετρίου αναστήματος με μεγάλα πολύ ωραία μάτια. Στον τράχηλο της κρέμονταν σταυρός και εγκόλπιο όπως και στου καλόγερου. Όλα αυτά λαμπύριζαν στον ήλιο. Εγώ τότε δεν γνώριζα την καλογερική ενδυμασία.
Με την ύψωση του χεριού, ο καλόγερος και η καλόγρια, προσπαθούσαν να σταματήσουν οποιοδήποτε από τα αυτοκίνητα που περνούσαν δίπλα τους, αλλά μάταια. Κανένας από τους οδηγούς δεν ήθελε να σταματήσει αν και σε πολλά οχήματα υπήρχαν θέσεις για δύο άτομα μα και για περισσότερα.
3
Μέσα μου κατέκρινα τους οδηγούς που μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν να τους πάρουν. <<Γιατί; αναρωτήθηκα φωναχτά,>> όταν είναι και οι καλόγεροι άνθρωποι όπως εμείς! Γιατί όλοι γυρίζουν το κεφάλι τους απ΄αυτούς; Δεν μπορούσα να υποφέρω την έλλειψη ανοχής προς τους καλόγερους και αποφάσισα να τους πάρω εγώ σε περίπτωση που δεν το έκανε κάποιος άλλος πριν από μένα. Δυστυχώς κανένας τέτοιος δεν παρουσιάστηκε.
Μόλις έφθασα σχεδόν μπροστά τους μου έκαναν κι εμένα σήμα να σταματήσω. Αποδέχθηκα το κάλεσμα τους. Βγήκα με το αυτοκίνητο από τη σειρά και σταμάτησα δίπλα στο δρόμο να τους πάρω. Τη στιγμή εκείνη με πλησίασε ο καλόγερος και μου είπε: <<Βοηθεί ο Θεός>>· εγώ του απάντησα: << Ο Θεός να σας βοηθεί!>>.
Δε συνήθιζα να χαιρετώ με αυτόν τον τρόπο επειδή δεν πίστευα στο Θεό, αλλά του απάντησα έτσι για να τον καλοκαρδίσω. Με ρώτησε αν μπορούσα να πάω τον ίδιο και την αδελφή μέχρι το μοναστήρι της Ζίτσα. Του απάντησα ότι μπορώ και τους κάλεσα να μπούνε στο αυτοκίνητο, ανοίγοντας την δεξιά πόρτα και σηκώνοντας το μπροστινό κάθισμα, για να περάσει πίσω ο ένας από τους δύο.
4
Κατόπιν πλησίασε το αυτοκίνητο η καλόγρια, επικαλέστηκε το Θεό και εγώ απάντησα και σ΄αυτή << ο Θεός να σας βοηθεί!>> Μπήκε αυτή πρώτα στο αυτοκίνητο και έκατσε πίσω ακριβώς από τη θέση μου και μετά απ΄ αυτή ο καλόγερος και έκατσε δίπλα της. Για να αισθάνονται πιο άνετα στο αυτοκίνητο τους είπα: <<γιατί στριμώχνεστε πίσω>>· ο καλόγερος στην καλόκαρδη παρατήρηση μου απάντησε: <<Δε στριμωχνόμαστε, Ντόυσαν, μόνο εσύ συνέχιζε να οδηγείς!>>.
Μετά την απάντηση αυτή, σώπασα και έκλεισα την πόρτα, απ’την οποία είχανε εισέλθει στο αυτοκίνητο . Αυτό το έκανα από υπερβολική προσοχή για να μην ανοίξει η πόρτα, ενώ θα οδηγούσα. Επειδή ήμουν έξω από την σειρά των αυτοκινήτων, που κινούνταν στο δρόμο, γύρισα το αυτοκίνητο προς το δρόμο και περίμενα να με αφήσει κάποιος να βγω και να συνεχίσω το ταξίδι με τους επιβάτες μου.
Ενώ περίμενα ο καλόγερος με ρωτά: <<Ντούσαν, επιστρέφεις από το μνημόσυνο, από το Κραγκούγιεβατς ;>> Έθεσε το ερώτημα και ο ίδιος απάντησε. Με ξάφνιασε το από που γνωρίζει το όνομα μου και από που έρχομαι. Σαστισμένος δεν είχα καιρό να συγκεντρωθώ και του απάντησα: <<Μάλιστα, από το Κραγκούγιεβατς. Εχθές είχαμε το ετήσιο μνημόσυνο μιας συγγενής μου>>.
5
Ο καλόγερος με ακούει και συνεχίζει: << Και τώρα πας στα μπάνια ενώ δεν κάνεις μπάνια;>>
<<Δεν τολμώ, γιατί το νερό στα μπάνια είναι πολύ ζεστό και θα ήμουν αναγκασμένος μετά από κάθε μπάνιο να φυλάγομαι πολύ για να μην κρυώσω και αισθάνομαι χειρότερα, απ΄ότι προτού έλθω στα μπάνια>>, του απάντησα.
Μόλις σταμάτησε να μιλά ο καλόγερος, με ερωτά η καλόγρια: <<Από πού κατάγεσαι, Ντούσαν; Από τη Ζακούτα!>> Έτσι και εκείνη ταυτόχρονα ρωτούσε και η ίδια απαντούσε.
Μετά συνέχισε: <<Ντούσαν, όλοι οι δικοί σου είναι ζωντανοί και υγιείς, ο πατέρας Ντιμίτριγιε, η μάνα Νταρίνκα, η αδελφή Ντουσάνκα, ο αδερφός Ντράγκολιουμπ . Αυτοί πιστεύουν στο Θεό, γιορτάζουν τον οικογενειακό προστάτη άγιο, αλλά είναι ασταθής.
Μόλις θυμώσουν λίγο, βρίζουν πολύ τα θεία. Ο αδελφός σου Μίλοβαν έχει ανώτατη μόρφωση, είναι μεγάλος εμπειρογνώμονας, αλλά και μεγάλος άθεος>>.
6
Όταν αυτή σιώπησε, συνέχισε ο καλόγερος με αυτά τα λόγια: <<Και εσύ Ντούσαν, πιστεύεις πλέον ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Δεν είσαι οπαδός εκείνης της διδασκαλίας ότι ο άνθρωπος προήλθε από τη μαϊμού, αλλά δεν προσεύχεσαι στο Θεό, μόνο έχεις μαλακή καρδιά και αγαπάς την εντιμότητα. Μπορούσες σε τρεις ευνοϊκές ευκαιρίες να πλουτίσεις, αλλά δεν ήθελες με ανέντιμο τρόπο. Έχεις συμπάθεια για τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς. Η ευγένεια σου σε οδήγησε να σταματήσεις – και σε καλό σου, που σήμερα σταμάτησες και έκανες δεκτό το Θεό μας και μας κάλεσες, – ενώ εκείνοι που σταματούσαμε να μας μεταφέρουν, και γυρνούσαν τα κεφάλια τους από εμάς και έφτυναν, καλύτερα να μην είχανε γεννηθεί, παρά που συμπεριφέρθηκαν με τέτοιο τρόπο>>.
Δεν είχα καταλάβει ακόμη τη σημασία αυτών των λόγων, αλλά έτρεμα από το φόβο.
Εκείνη τη στιγμή ένας οδηγός μου έκανε σήμα ότι μπορώ να μπω στη σειρά πριν απ΄αυτόν, πράγμα που έκανα αμέσως χωρίς να περιμένω.
7
Σύντομα περάσαμε από το μέρος που είχε συμβεί η σύγκρουση των αυτοκινήτων, και όταν αποφάσισα να αναπτύξω ταχύτητα για να φτάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο μοναστήρι της Ζίτσα, απροσδόκητα, από ένα δευτερεύοντα χωριάτικο δρόμο, πετιέται μπροστά μας ένα φορτηγό φορτωμένο με τούβλα και άλλα οικοδομικά υλικά που μας επιβράδυνε ξαφνικά την πορεία, γιατί κινούνταν αργά και στην ίδια κατεύθυνση με εμάς.
Ήμουν αναγκασμένος να το ακολουθώ οδηγώντας αργά και προσεκτικά, γιατί από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν συνεχώς αυτοκίνητα. Αυτή η κατάσταση με υποχρέωνε να ελέγχω και την κίνηση πίσω μου, να κοιτάζω μήπως κάποιος θέλει να με προσπεράσει και έτσι κοίταξα στον καθρέφτη και είδα απροσδόκητο θέαμα: ο καλόγερος και η καλόγρια που καθόταν στο πίσω κάθισμα είχαν πολύ φωτεινά πρόσωπα και γύρω από το κεφάλι φωτοστέφανο με εκτυφλωτικό φως. Έτρεμα από την ταραχή και σκέφτηκα ότι αυτοί δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι.
8
Από τις πολλές εκπλήξεις που δοκίμασα απ΄αυτούς τους ταξιδιώτες, άρχισε να ελαττώνεται απότομα η προσοχή μου. Μόλις που κατάφερνα να οδηγώ το αυτοκίνητο και γι΄αυτό άρχισα να οδηγώ πιο σιγά απ΄ότι μου επέτρεπαν οι συγκοινωνιακές συνθήκες.
Στη διάρκεια αυτής της αργής οδήγησης, ο καλόγερος και η καλόγρια άρχισαν εναλλασσόμενοι να μου εκθέτουν την ζωή μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι εκείνη την μέρα. Μνημόνευαν όλα όσα έπραξα – καλά και κακά, ως και εκείνα τα σχέδια μου, για τα οποία κανένας δεν γνώριζε, και τα οποία δεν πραγματοποίησα στην εποχή τους για πολλούς λόγους.
Προς έκπληξη μου ή έκθεση τους ήταν τέλεια ακριβής, σαν να διάβαζαν τη ζωή μου από κάποιο βιβλίο. Για το καλό με επαινούσαν, ενώ για την άπρεπη ζωή μου με κατέκριναν με ήπια φωνή. Από το φόβο και την ντροπή δεν ήξερα τι να κάνω. Επιθύμησα να μπω στη γη ή να μου συμβεί οτιδήποτε άλλο, μόνο να τελειώσουν αυτά τα βάσανα, αλλά επιλογή δεν υπήρχε· ήμουν αναγκασμένος όλα να τα ακούω όλα να τα υποφέρω.
9
Για όλες τις μορφές που μου απεύθυναν δε μπορώ να μιλήσω εδώ, γιατί αφορούν την προσωπική μου ζωή. Αργότερα για όλα αυτά εξομολογήθηκα και μετάνιωσα. Θα διηγηθώ όμως με λεπτομέρειες για μια πολύ σημαντική μορφή που μου απηύθυνε η καλόγρια ως δίδαγμα για άλλες: <<Ντούσαν, γιατί δεν ήθελες να μιλήσεις με τον πατέρα σου στα γενέθλια της Ντέσα, της κόρης της αδελφής σου; >> Της απάντησα τι πραγματικά έγινε:
<< Ο πατέρας μου δεν με πρόσεχε σε σχέση με τα άλλα παιδιά του. Δεν είχε τη θέση που έπρεπε απέναντι μας, και ήθελα με τη συμπεριφορά μου να του κάνω γνωστό, ότι είναι δυσάρεστο και δύσκολο όταν μέσα σε πολύ κόσμο ο γιος δεν μιλάει με τον πατέρα>>.
Στην εξήγηση μου αυτή η καλόγρια μου απαντά: <<Ποιος είσαι εσύ και ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε; Ο Θεός είναι αυτός που κρίνει και μοιράζει δικαιοσύνη! Ο Θεός είπε στην Εντολή του να είναι σεβαστοί ο πατέρας και η μητέρα και υποσχέθηκε αμοιβή σε όποιον την εκπληρώνει – ότι θα ζήσει στη Γη πολλά χρόνια και ευτυχισμένα.
Οι γονείς είναι στη γη για τα παιδιά τους πράγμα άγιο, αλλά είσαι τυχερός που έχεις μαλακή καρδιά, λυπήθηκες και την άλλη μέρα πήγες σ΄αυτόν, τον αγκάλιασες τον φίλησες και του ζήτησες να σε συγχωρήσει. Ο πατέρας έκλαψε από ευτυχία και είπε: << σε συγχωρώ, γιε μου!>> Η καλόγρια τα είπε όλα με ακρίβεια. Έμεινα άφωνος από αυτό το μάθημα.
10
Όταν φθάσαμε στη γέφυρα μπροστά στο μοναστήρι της Ζίτσα, ο καλόγερος μου απευθύνεται εκ΄νέου: <<Ντούσαν, αυτό που σου συνέβη τώρα και αυτό που θα σου συμβεί κατά τη διάρκεια της μέρας μην το διηγηθείς σε κανέναν πριν περάσουν οι επόμενοι τρείς μήνες και μετά μπορείς μόνο στους συγγενείς και τους φίλους>>.
Του απάντησα σύντομα: <<Καλά!>> και κοίταξα πάλι στον καθρέφτη να δω αν μπορούσα να κάνω στροφή στο πάρκινγκ μπροστά στη στάση της Ζίτσα. Και τη φορά αυτή προς έκπληξη μου είδα στον καθρέφτη τα φωτοστέφανα γύρω από τα κεφάλια τους.
Η ψυχική μου κατάσταση ήταν ήδη σοβαρά διαταραγμένη από όλα αυτά τα γεγονότα.
Αισθάνομαι την ακαταμάχητη ανάγκη να χωριστώ από αυτούς τους ταξιδιώτες όσο το δυνατό νωρίτερα.
11
Στο πάρκινγκ μπροστά από το μοναστήρι της Ζίτσα ήταν μερικά αυτοκίνητα και μια μεγάλη ομάδα τουριστών που περιεργάζονταν το μοναστήρι και την περιοχή του. Οδήγησα το αυτοκίνητο μέχρι μέχρι τη μπροστινή πλευρά ως τον τοίχο του μοναστηριακού περιβόλου. Βγήκα από το αυτοκίνητο να ανοίξω την πόρτα, για να μπορέσουν να βγούνε ο καλόγερος και η καλόγρια. Αλλά και την φορά αυτή δεν με λυπηθήκανε. Όταν κοίταξα μέσα στο αυτοκίνητο, μέσα σε αυτό δεν υπήρχε πλέον κανένας.
Έτρεμα πάλι από το φόβο. Το βλέμμα μου πέταξε από την ανοιχτή πόρτα ως την πόρτα που ήτανε ακόμα κλειδωμένη. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Κοίταξα πάλι μερικές φορές με πολύ μεγάλη προσοχή, αλλά στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε κανένας. Η απιστία, ο φόβος και ο τρόμος με διαπέρασαν με μιας με όλη τους τη δύναμη. Η αβεβαιότητα στον εαυτό μου εξωτερικεύεται πέρα από κάθε μέτρο, φοβήθηκα μήπως έχασα τα λογικά μου.
Για να διαψεύσω τον εαυτό μου γι΄αυτή του την αίσθηση άρχισα να δαγκώνω τα χέρια μου, να τραβάω τα μαλλιά μου και να χτυπάω το πρόσωπο μου χωρίς μέτρο.
12
Μέσ΄τα βάσανα μου δεν αντιλήφθηκα ότι μαζεύτηκε γύρω μου ο κόσμος που είχε έλθει στο μοναστήρι της Ζίτσα.Μέσα στην ταραχή μου άκουσα να με ρωτούν ορισμένοι άνθρωποι από το πλήθος τι μου συνέβη; Γιατί χτυπιέμαι και δαγκώνομαι; Η κατάσταση μου ήταν απογοητευτική. Έτρεμα όπως σε πυρετό και τους απάντησα: <<Φύγετε, άνθρωποι από μένα!>>. Βγήκα από αυτό τον ανθρώπινο κλοιό, απομακρύνθηκα για να συγκεντρωθώ και να τακτοποιήσω σε κάποιο βαθμό τις σκέψεις μου.
Στη μοναξιά μου κοίταξα το ρολόι και ήταν 11.30 η ώρα. Άρχισα να θυμάμαι κάθε λέξη που είπαν οι συνταξιδιώτες μου, από τότε που τους πήρα στο αυτοκίνητο μέχρι αυτό το μέρος, όπου εξαφανίστηκαν με ανεξήγητο τρόπο. Από όλα όσα έγιναν πιο πολύ με τάραξαν οι τελευταίοι τους λόγοι να μην πω σε κανέναν τίποτε τους τρεις επόμενους μήνες για αυτά που μου συνέβησαν και αυτά που θα μου συμβούν κατά τη διάρκεια της μέρας. Από την υπερβολική συγκίνηση άρχισα να μιλάω στον εαυτό μου δυνατά.
13
<<Θεέ, τι μπορεί να μου συμβεί, θα πάω στα Μπάνια, δε θα γευματίσω, αμέσως θα ξαπλώσω για να ξεκουραστώ. Τι θα μπορούσε να μου συμβεί;>> Επαναλάμβανα. <<Ίσως να πεθάνω;>>· κατόπιν θυμήθηκα ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να διηγηθεί αν πεθάνει, και ότι εκείνοι μου είπαν να μη διηγηθώ τίποτα αν δεν περάσουν τρεις μήνες. Αυτό το τελευταίο συμπέρασμα μου ήλθε σαν ένα είδος μικρής παρηγοριάς και κάπως αστεία που μόλις πριν λίγο φοβήθηκα το θάνατο, αλλά στις στιγμές αυτές δεν ήμουν ικανός να κατανοήσω καλύτερα και εξηγήσω στον εαυτό μου όλα αυτά τα αινιγματικά γεγονότα.
Μετά από σύντομη ανάπαυση, συνέχισα το ταξίδι μου για τα Μπάνια της Ματαρούσκα, αλλά ως τα σήμερα δεν μου έγινε τελείως σαφές πως τόσο ταραγμένος μπορούσα να οδηγήσω το αυτοκίνητο από το μοναστήρι της Ζίτσα μέχρι τα Μπάνια.
Ευτυχώς έφτασα στα Μπάνια χωρίς συνέπειες, αλλά γι΄αυτό ήμουνα τελείως συγχυσμένος και τσακισμένος από τη δυνατή κούραση.
14
Ήθελε μερικά λεπτά για να γίνει δώδεκα όταν πέρασα δίπλα στο ξενοδοχείο <<Ζίτσα>> και είδα τους ξένους να πηγαίνουν στο εστιατόριο για γεύμα. Δεν αισθανόμουν πείνα, αν και ήταν ώρα φαγητού. Η ανάπαυση μου ήταν πιο απαραίτητη. Πήρα τα πράγματα μου και πήγα στο δωμάτιο μου να ξαπλώσω και να σκεφθώ πιο λεπτομερειακά για ολόκληρο το γεγονός.
Ξάπλωσα στο κρεββάτι χωρίς να βγάλω τίποτε από πάνω μου, πράγμα αντίθετο με τις συνήθειες μου, όσο αφορά τουλάχιστο την ανάπαυση. Αμέσως αισθάνθηκα πάτημα στο μέσο του στήθους και ακολουθεί κάτι σαν δυνατό και βαθύ τρύπημα με βελόνα στην ίδια την καρδιά και μετά από αυτό με πιάνει ακαταμάχητη υπνηλία και αμέσως έπεσα σε βαθύ ύπνο.
Τι έγινε μετά είναι πιο εκφραστικό από κάθε δήλωση. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε διάπλατα. Το δωμάτιο ολόκληρο λάμπει. Σ΄αυτό μπαίνει Άγγελος πτερωτός. Είχε εξαιρετική ωραιότητα και μακρυά μαλλιά, δεμένα σε μορφή αλογοουράς. Φορούσε μακρύ λαμπρό φόρεμα και από πάνω άλλο λαμπρότερο αλλά αχειρίδωτο.
15
Στα πόδια είχε σαντάλια. Ο άγγελος έρχεται σε μένα και λέγει: <<Ντούσαν, σήκω να περπατήσουμε! Σηκώθηκα υπάκουα όταν σκέφθηκα ότι θα κινήσουμε. Ο άγγελος μου λέει και αυτό: Ντούσαν είσαι τυχερός που στάθηκες σήμερα και αποδέχθηκες το Θεό και πήρες τον καλόγερο και την καλόγρια. Ξέρει ποιόν μετέφερες σήμερα;>>. Σήκωσα τους ώμους και πάνω που ήθελα να απαντήσω ότι δεν ξέρω ο άγγελος μου λέει: <<Μετέφερες τον άγιο απόστολο Πέτρο και την αγία Παρασκευή – την οικογενειακή πάτρωνα !>> Αμέσως θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου γιορτάζει την αγία Παρασκευή και μου γίνεται σαφές ποιοι ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο.
Κατόπιν ο Άγγελος με βγάζει από το δωμάτιο και κινάνε τον ανήφορο στην αριστερή πλευρά από την είσοδο στα Μπάνια, κοιταγμένο από την κατεύθυνση του μοναστηριού Ζίτσα. Μικρό μέρος του δρόμου το περάσαμε σιωπηλοί. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και ο Άγγελος άρχισε να μου μιλά: <<Ντούσαν, εσύ εργάζεσαι, βρίσκεσαι συχνά μαζί με το λαό και λέτε ότι για τον άνθρωπο το παν είναι ότι τρώει, πίνει, ντύνεται και περνάει ενώ είναι ζωντανός, και ότι όταν πεθαίνει του είναι αρκετά μήκους δύο μέτρων και λίγο χώμα από πάνω – και ότι αυτό είναι το παν.
16
Μάθε, Ντούσαν, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά πόλη και σταθμός μέσα από τα οποία πρέπει να περάσει ο άνθρωπος. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από γη και του εμφύσησε Πνεύμα άγιο και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζωντανή>>.
Ο Άγγελος μου τελείωσε αυτή τη διήγηση όταν φθάσαμε στην κορυφή του βουνού. Την ίδια ώρα χαμήλωσε μπροστά μας πυκνό σύννεφο που μέσα του με έβαλε ο Άγγελος και γρήγορα άρχισε να υψώνεται. Ενώ μας μετέφερε το σύννεφο με τον τρόπο αυτό, ο Άγγελος συνέχισε να μου μιλάει: <<Ντούσαν, με την ευγενική καρδιά σου, που αγαπά την δικαιοσύνη και την εντιμότητα, βρήκες μεγάλο έλεος ενώπιον του Κυρίου, για να σου δειχθεί ο ορθός δρόμος της σωτηρίας>>. Μετά από αυτά τα λόγια το σύννεφο στάθηκε και ο Άγγελος μου είπε πάλι: <<Κοίτα τη Γη>>. Κοίταξα και εκείνος μου λέει: <<Τι βλέπεις;>> Είπα: <<Βλέπω όλη τη γήινη σφαίρα, τα κράτη, τις πόλεις, τα χωριά, τα ποτάμια, τη θάλασσα, τα ζώα, τους ανθρώπους και τα πρόσωπα τα αναγνωρίζω καλά!>>
17
Κατόπιν γύρισα προς τον Άγγελο και είδα ότι πίσω του ήταν παρατεταγμένες σε τρεις σειρές άγγελοι με σάλπιγγες στα χέρια. Ακτινοβολούσαν από την ασυνήθιστα μεγάλη λαμπρότητα. Είναι αδύνατο να περιγραφεί η ωραιότητα αυτών των αγγέλων.
Ο οδηγός – Άγγελος μου τότε μου είπε: <<Ντούσαν, κοίτα προς τη Γη και στο σήμα της σάλπιγγας των Αρχαγγέλων, θα δεις πως θα είναι η ανάσταση των νεκρών όταν θα έλθει ο Κύριος Ιησούς Χριστός στη Γη να κρίνει ζώντες και νεκρούς!>>. Όταν κοίταξα προς τη Γη, οι Αρχάγγελοι σάλπισαν και άρχισαν τη στιγμή εκείνη να ανοίγονται οι τάφοι σε όλη τη γήινη σφαίρα και να βγαίνουν απ΄αυτούς οι νεκροί. Είχα εκπλαγεί, αλλά η έκπληξη μου έγινε ατελείωτη, όταν είδα άνδρες, γυναίκες και παιδιά πως εξέρχονται από ποτάμια, θάλασσες λίμνες, φωτιά και στόματα ζώων και με πολλούς άλλους τρόπους, με τους οποίους είχαν φύγει από τη γήινη ζωή. βουβάθηκα από το θαύμα αυτό, αλλά ο Άγγελος – οδηγός μου διευκρινίζει:
18
<<Ντούσαν, γιατί θαυμάζεις! Ο καθένας θα επιστρέψει στη ζωή με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τελείωσε τη ζωή του στη ζωή στο άκουσμα της σάλπιγγας, ανεξάρτητα αν τους κατάπιε το νερό, τους έκαψε η φωτιά, τους έφαγαν τα θηρία… όλα είναι δυνατά στο Θεό, γιατί σ΄Αυτόν δεν υπάρχουν νεκροί, σ΄Αυτόν είναι όλοι ζωντανοί!>>.
Πιο πολύ θαύμασα όταν είδα στο μέτωπο κάθε κεφαλιού από ένα χαρτί στο μέγεθος μισού τυπογραφικού, πάνω στο οποίο ήταν κάτι γραμμένο και σ΄άλλο πιο λίγο, σ΄άλλο πιο πολύ. Σκέφθηκα τι θα μπορούσε να είναι γραμμένο στο μέτωπο καθενός; Ο Άγγελος – οδηγός μου απάντησε και αυτή τη φορά χωρίς να τον ρωτήσω: <<Αυτά είναι τα έργα που έπραξαν ενόσω ζούσαν στη γη και με αυτά τα έργα παρουσιάζονται στον Κύριο Ιησού Χριστό και με βάση αυτά θα τους κρίνει!>> Ανέφερε ότι είναι αυτού και οι σκέψεις τους γραμμένες και ότι τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί. Ανάμεσα στους σηκωμένους από τους τάφους είδα και συγγενείς μου, φίλους γείτονες και πολλούς γνωστούς από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
19
Άπλωναν τα χέρια, κάτι έλεγαν αλλά δεν μπορούσα να ακούσω τα λόγια τους. Από τους συγγενείς και τους γνωστούς συμπέρανα ότι είναι σε οικογενειακές ομάδες, γιατί οι συγγενείς στέκονταν οι μεν δίπλα στους δε. Κατόπιν ο Άγγελος – οδηγός μου είπε: <<Τώρα θα προχωρήσουμε πιο πέρα, αλλά θα επιστρέψουμε στο ίδιο μέρος>>.
Μετά τα λόγια αυτά το σύννεφο μας μεταφέρει προς την ανατολή και όλο και πιο ψηλά. Μόλις κινήσαμε είδα πλήθος ανθρώπων σαν σκιές ιπτάμενες να κινούνται γύρω μας προς όλες τις κατευθύνσεις. Διακρίνονταν καθαρά τα χέρια, τα πόδια το κεφάλι – ολόκληρο το πρόσωπο. Σκέφθηκα σαν τι λαός να είναι αυτός; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που κινούνται στο διάστημα;
Μπαίνοντας στη σκέψη μου ο Άγγελος – οδηγός μου απαντά: <<Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, αλλά ανθρώπινες ψυχές και επειδή ο Θεός είναι φως και ο άνθρωπος πλάστηκε από γη, ο Θεός του εμφύσησε το Πνεύμα Του και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα· για το λόγο αυτό και οι ψυχές είναι φωτεινές.
20
Η ψυχή που βγαίνει από τον άνθρωπο περιέχει: όραση, ακοή, ομιλία, μνήμη, αισθήματα και ακόμη μερικές άλλες ιδιότητες που είχε ενώ ήταν στο σώμα. << Μου είπε ακόμη ότι η ψυχή βρίσκεται σε κάθε μικρό τμήμα του ανθρώπινου σώματος και ότι κινεί ολόκληρο τον οργανισμό. Δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει ζωή στο σώμα.
Κατόπιν μου εξηγεί και τούτο ότι όταν η ψυχή βγαίνει από το σώμα σε σαράντα μέρες περνά πάλι όλη την ανθρώπινη ζωή της. Τις δείχνονται όλα όσα έκανε, είπε σκέφθηκε… και μετά τις σαράντα μέρες υψώνεται στον ουρανό – προς κρίση και πηγαίνει στο μέρος που της αρμόζει.
Με αυτό τελείωσε η θεώρηση της ανάστασης των νεκρών και η συζήτηση για τις ανθρώπινες ψυχές και το σύννεφο μας μεταφέρει παραπέρα προς τις ανώτερες σφαίρες.
Ταξιδέψαμε μέσα στο διάστημα που μόνο γενικά αναφέρω γιατί δεν είμαι σε θέση, ούτε είναι δυνατό, να περιγράψω πως φαίνεται. Η περίπλοκη και φοβερή του όψη μου προξενούσε αδιάκοπα απερίγραπτο φόβο, και γι΄αυτό ήμουν συνεχώς κολλημένος στον Άγγελο μου.
21
Αυτά τα βάσανα μου εξαφανίσθηκαν κατά μεγάλο μέρος, όταν φθάσαμε σε ένα ωραίο καθαρό μέρος, όπου υπήρχε ένας μεγάλος περίβολος, κάτι σαν τοίχος που δεν φαίνονταν ούτε η αρχή ούτε τι τέλος του. Στον τοίχο αυτό υπήρχε πύλη με το σχήμα Σταυρού. Στα δεξιά αυτής της εισόδου στέκονταν άγγελος φρουρός. Αυτός ο περίβολος, ιδιαίτερα δε η πόλη, είχαν εξαιρετική και λαμπρή διακόσμηση.
Σ΄αυτό το σταθμό ή τη στάση, δεν ξέρω πως να ονομάσω αυτό το μέρος, υπήρχαν πολλές από εκείνες τις ψυχές που είδα ενώ κινούμασταν μέσα στο διάστημα. Άλλες ήταν περισσότερο και άλλες λιγότερο φωτεινές. Γύρω τους υπήρχε αγγέλων, ιδιαίτερα δε πολλοί δαίμονες σε διάφορες τερατοειδείς μορφές. Οι δαίμονες προσπαθούσαν να εμποδίσουν τις ψυχές στις οποίες ο άγγελος της πύλης επέτρεπε να περάσουν μέσα. Απ΄όλα όσα είδα, τίποτε δεν μπορούσα να καταλάβω. Αναρωτιόμουν: γιατί μερικές ψυχές στέκονται σε ομάδες; Γιατί αυτό, γιατί εκείνο; Αλλά πάλι ο Άγγελος – οδηγός χωρίς ερώτημα μου απαντά:
22
<<Ντούσαν, δε θα μπορούσες να τα υπομείνεις, όταν σου λέγονταν όλα>>. Κατόπιν ο Άγγελος – οδηγός με οδηεεί μέσα από την πύλη.
Ο δρόμος απ΄αυτή ως την επόμενη πύλη είναι ολόισιος σαν βέλος και πολύ στενός. Δεξιά και αριστερά από τα όρια του δρόμου, σε όλο του το μήκος, βγαίνει στο άπειρο φοβερή άβυσσος, απότομη και βαθιά. Έτσι είναι όλοι οι χώροι που μεσολαβούν ανάμεσα στους σταθμούς αυτούς, μόνο ο δρόμος που όπως πάει από ένα σταθμό στον άλλο γίνεται και πιο στενός για να καταλήξει πριν από την τελευταία πύλη να έχει το πλάτος ενός ανθρώπινου ποδιού.
Μετά από σύντομο ταξίδι φθάσαμε στο δεύτερο σταθμό, ακόμη πιο ωραίο και λαμπρό από τον προηγούμενο. Και εδώ υπήρχαν ψυχές και οι συνοδοί τους άγγελοι και ο άγγελος φρουρός στην πύλη. Εδώ οι δαίμονες προσπαθούν με περισσότεροι δύναμη να εμποδίσουν τις ψυχές που τους επιτράπηκε η είσοδος μέσα από την πύλη. Με όλες τους τις δυνάμεις τους προσπαθούν να τις αποσπάσουν προς κάποια άλλη πλευρά, αλλά χωρίς επιτυχία, γιατί οι ψυχές που πήραν άδεια να περάσουν μέσα από την σταυρόμορφη πύλη, μπροστά απ΄αυτή απαλλάσσονται από τις επιθέσεις των δαιμόνων και περνούν.
23
Ο Άγγελος – οδηγός μου και εγώ περάσαμε μέσα από όλες τις πόρτες. Όλοι οι σταθμοί διέφεραν μεταξύ τους. Κάθε επόμενος σταθμός ήταν πιο ωραίος από τον προηγούμενο, οι άγγελοι που στέκονταν δίπλα στην είσοδο ήταν διαφορετικά ντυμένοι και οι είσοδοι πιο λαμπρές όσο πάμε από τον πρώτο προς τον τελευταίο σταθμό.
Στην πύλη του τελευταίου σταθμού στέκονταν πανώριος νεαρός όμοιος με τον Άγγελο – οδηγό μου. Στο αριστερό χέρι κρατούσε κάποιο βιβλίο και στο δεξί ξίφος. Μας χαιρέτησε προκύπτοντας ευχάριστα και εμείς περάσαμε μέσα και από την τελευταία πύλη. Εδώ το πέρασμα ήταν και το πιο στενό.
Μόλις περάσαμε αυτήν την πύλη αμέσως βρεθήκαμε σε τεράστιο φως. Μέχρι την τελευταία πύλη υπήρχε συνηθισμένο γήινο φως, ενώ η διαφορά ανάμεσα σ΄αυτό το νέο φως και το συνηθισμένο γήινου φως είναι τόσο μεγάλη, σαν τη διαφορά ανάμεσα στην πιο ηλιόλουστη μέρα και την σκοτεινότερη νύχτα.
24
Απορημένος από το ισχυρό φως άρχισα να γυρίζω αναζητώντας με τα μάτια τον ήλιο, αλλά ο Άγγελος – οδηγός μου εξηγεί ότι περάσαμε το Ηλιακό σύστημα και ότι βρισκόμαστε στο θόλο της ουράνιας Βασιλείας. Μου είπε ότι από το Πρόσωπο του Θεού ακτινοβολούν οι ουρανοί και ότι εδώ δεν υπάρχει ποτέ νύχτα, αλλά συνεχώς μέρα.
Ο φόβος και ο τρόμος που με ακολουθούσαν σχεδόν αδιάκοπα μέχρι το μέρος αυτό, εξαφανίστηκαν με μιας και την ίδια στιγμή με γέμισαν αισθήματα ανέκφραστης ηρεμίας και ευχάριστης χαράς.
Από τα ύψη του ουράνιου θόλου κοίταξα κάτω τη μεγαλόπρεπη εικόνα τεράστιας αχανούς πόλης. Σπίτια, ναοί, πάρκα και άλλες αναρίθμητες ουράνιες ομορφιές ήταν σκόρπια στον αχανή αυτόν ουράνιο χώρο. Όλα έλαμπαν και ακτινοβολούσαν από ασυνήθιστη λάμψη. Την προσοχή μου τράβηξαν και δύο τεράστια ποτάμια, που ρέουν αργά μέσα απ΄την πόλη αυτή. Στο ένα από τα δύο αυτά ποτάμια κίτρινο, ενώ στο άλλο λευκό υγρό.
25
Ο Άγγελος – οδηγός μου αντιλήφθηκε και τη φορά αυτή τη σύγχυση μου και μου εξηγεί ότι πρόκειται για μέλι και γάλα.
Ενώ κοιτούσα αυτά τα ποτάμια, παρατήρησα ότι απ΄αυτά διακλαδίζονται πολυάριθμα, πάρα πολύ μικρά ποταμάκια
που στη ροή τους προσεγγίζουν όλα τα φυτά και έτσι τα ποτίζουν.
Κάτω από την εντύπωση αυτού του θεάματος, αισθάνθηκα κάποιο φτερούγισμα στην ψυχή μου, που με γέμισε με τέτοια ανάταση που τα χέρια μου ασυναίσθητα εκτάθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Η επιθυμία να τα αγγίξω όλα αυτά, να τα χαϊδέψω, ήταν τόσο μεγάλη, αλλά ο Άγγελος – οδηγός μου με τραβά και γρήγορα κατεβήκαμε σ΄αυτό το υπέροχο μέρος.
Στην έκπληξη μου και τη χαρά μου δεν υπήρχε τέλος όταν είδα όλα όσα μας περιέβαλαν. Δεν ήξερα που να πρωτοκοιτάξω . Δίπλα μας και παραπέρα, μέχρι που μπορούσε να φθάσει το μάτι, έπαλλε τέτοια ζωή που δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς, ούτε και να δει σε κάποιο άλλο τόπο έξω από τον Παράδεισο.
26
Το έδαφος στον Παράδεισο ήταν σαν γυάλινο και καθαρό σαν κρύσταλλο και εκείνα τα μικρούτσικα ρυάκια κυλούσαν κάτω από το έδαφος σαν μικρά υποβρύχια.
Γύρω μας σε διαφορετικές αποστάσεις υπήρχαν ωραιότατα σπίτια ποικίλων μεγεθών και μορφών. Το καθένα ήταν τόσο περίτεχνα διακοσμημένο, που η διακόσμηση έμοιαζε με λεπτεπίλεπτο κόσμημα. Στα παραδείσια αυτά σπίτια ιδιαίτερα τονίζονταν οι στέγες, που σε κάποιο βαθμό μου θύμιζαν τις στέγες των ρωσικών εκκλησιών με τους πολλούς τρούλους. Αυτή την πανέμορφη αρχιτεκτονική την ομόρφαινε πιο πολύ το φως, που έλουζε εξωτερικά όλες τις επιφάνειες.
Γύρω απ΄αυτά τα ουράνια παλάτια απλώνονταν τεράστια πάρκα γεμάτα από ωραιότατα δένδρα και λουλούδια. Σ΄αυτό το περιβάλλον των λουλουδιών όλα μύριζαν ακατάληπτα ευχάριστα και τα αρώματα αυτά μεταφερμένα από ανεπαίσθητη αύρα απλώνονταν προς όλες τις πλευρές. Με θαυμασμό παρατηρούσα το πως κάποιο λουλούδι ανθίζει αδιάκοπα, αλλάζει χρώματα προσωρινά, και με τα χρώματα και καινούργια μεθυστικά αρώματα.
27
Μαζί με αυτά τα φυτά είδα και πολλά διαφορετικά καρποφόρα δένδρα, στολισμένα με καρπό σαν με ωραιότατα γαϊτάνια. Οι καρποί αυτών των οπωροφόρων είναι υπερβολικά μεγάλοι και γεμάτοι με χυμό, που ορατοί κινούνταν και έρεαν μέσα τους. Ο Άγγελος – οδηγός μου εξηγεί ότι τα δένδρα καρποφορούν δώδεκα φορές το χρόνο.
Εκτός από τα οπωροφόρα δέντρα είδα πολλά κλήματα, ιδιαίτερα δίπλα στα ποτάμια, αλλά και δίπλα στα σπίτια.
Με τη σαφή πράσινη φυλλωσιά και τα κόκκινα σταφύλια, αυτοί οι αμπελώνες άφησαν σε μένα την εντύπωση της πιο βαθιάς ημερωσύνης. Σ΄αυτά και άλλα μέρη του Παραδείσου, όπου με οδήγησε ο Άγγελος – οδηγός μου, είδα πολυάριθμο κόσμο όλων των ηλικιών.
Ή θέα των γεροντότερων ήταν εξαιρετικά ευχάριστη και θαυμαστή. Από τα γεροντικά τους χαρακτηριστικά κρατήθηκαν μόνο τα ασπρισμένα μαλλιά και τα πολύ κυματιστά γένια, ενώ τα πρόσωπα τους είχαν μεταμορφωθεί σε πρόσωπα νεαρών.