ΟΛΑ ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ.
Του μακαριστού Γέροντος Ευσεβίου Βίττη
«Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες» εἶναι μαζεμένοι στους Ἱεροὺς χώρους τῆς θείας λατρείας γιὰ νὰ ὑμνήσουν τὸ «κλέος τὸ ἄφθιτον», τῇ δόξᾳ τὴν ἀμαράντη, τὴν τιμὴ τὴν ὕψιστη τῆς Παναγίας μας στὶς λατρευτικὲς γι’ αὐτὴν συνάξεις.
– Πῶς ὅμως τολμᾶς κι ἐσύ, ταλαίπωρε ψυχή μου, νὰ προστεθεῖς στοὺς εὐλαβικοὺς προσκυνητές; Ἤ ἁγνοεῖς τὸ βάθος τῆς ἀναξιότητάς σου;
– Δὲ θὰ τολμοῦσα, μοῦ ἀπαντᾶς, νὰ τὸ κάνω αὐτό, ἂν δὲν μοῦ ἀπευθυνόταν πρόσκληση γι’ αὐτό.
– Προσκληση; Σ’ ἐσένα; Εἶσαι μὲ τὰ καλά σου;
– Καὶ βέβαια. Δὲν τὴν ἄκουσες; «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι», λέει ἡ πνευματόγραφη πρόσκληση. Νὰ μὴν ἀνταποκριθῶ σ’ αὐτήν; Νά γιατὶ τολμῶ.
– Νὰ συμμετάσχεις κι ἐσὺ στὴ γιορτὴ τὸ δέχομαι ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ βλέπω, ψυχή μου, πὼς θέλεις καὶ νὰ μιλήσεις κιόλας. Ὅμως τί θὰ ‘χες νὰ πεῖς ἐσύ, πάμφτωχη ψυχή μου, ὅταν «ἰλιγγιᾷ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος» «εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν» τὸ ὑπέροχο μεγαλεῖο τῆς Θεομήτορος; Δὲν ἀκοῦς πὼς καὶ γιὰ ὅσους μποροῦν κάτι σημαντικὸ νὰ ποῦν γιὰ ἄλλες περιπτώσεις δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτή; Δὲν «ὁρῶμεν ῥήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους», ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν Ὑπέραγνη; Δὲν τὸ ‘νοιωσες πὼς «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων» μπρὸς στὴ δόξα της, ποὺ ξεπερνάει καὶ τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ ὅλων τὴν ὑπέρλαμπρη δόξα; Δὲν πρόσεξες τὴν ὁμολογία τοῦ ἐπνευσμένου θείου ποιηταῆ, ὅτι «ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους ἐργῶδες ἐστίν»; Δὲν ἀντιλαμβάνεσαι πὼς γι’ αὐτὸ «ῥᾷόν ἐστιν ἡμᾶς φόβῳ στέργειν σιωπήν»; Δὲν νοιώθεις δηλαδὴ πὼς εἶναι εὐκολότερο νὰ σωπάσεις ἀπὸ φόβο μὴ τυχὸν κάνεις ἀσεβεῖς ἀδεξιότητες, παρὰ νὰ μιλήσεις;
– Ναί, ἀλλὰ μιὰ ἀκατανίκητη λαχτάρα μὲ συνέχει κι ἐμένα τὴν τόσο ἀσημάντη ψυχὴ κάτι νὰ πρόσθετα κι ἐγὼ στὴν παγκόσμια ἁρμονία ποὺ συνθέτουν ὅλοι οἱ ὑμνητές της καθὼς ὑμνοῦν τὸ ἄῤῥητο κάλλος της, τὴν ἀσύγκριτη καλοσύνη της, τὴν ὑπέρτατη ἁγιοσύνη της. Κάτι μὲ ὠθεῖ νὰ πρόσθετα κι ἐγὼ ἕνα ταπεινὸ λουλούδι μπροστὰ στὸ θρόνο της.
– Κάτι νὰ πεῖς κι ἐσύ; Μὰ τὶ νὰ πεῖς ἐσύ, ψυχή μου; Τὶ νὰ πεῖς, ὅταν ψελλισμάτων ψελλίσματα εἶναι καὶ οἱ πιὸ ἔντεχνοι ὕμνοι καὶ λόγοι ποὺ ἀναφέρονται στὸ μεγαλεῖο της; Τί νὰ πεῖς ἀκριβῶς ἐσύ ποὺ καὶ ἡ πιὸ μεγάλη δυστοκία λόγου καταντάει ἀνυπερβλήτη ῥητορεία μπρὸς στὴ δική σου ἀνεκδιήγητη γλωσσικὴ πενία;
– Μὰ δὲν ἀκοῦς, πὼς «εὔλαλοι οἱ ἄλαλοι πρῴην χρηματίζουσι»; Ἐγὼ βέβαια δὲν ἔχω λόγο. Τὸ ξέρω. Ἐγὼ δὲν ἔχω τέχνη. Τὸ παραδέχομαι. Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔμπνευση. Τὸ ὁμολογῶ. Ὅμως προχωρῶ μολοντοῦτο μὲ πίστη καὶ θάῤῥος, μὲ τὴν πιστὴ καὶ τὸ θάῤῥος ποὺ μοῦ δίνει ἡ γλυκύτατη Μάνα, ἡ Παναγία. Πέφτω μπροστά της γονατιστὸς καὶ τῆς λέω ταπεινά∙ «ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου μοι» ἔμπνευση καὶ λόγο, ἢ, ἂν ὄχι λόγον, πράξη ποὺ νὰ εἶναι σὰ λόγος. Τὸ ἴδιο κάνει. Ἐγώ, Μητέρα Παναγία μου, Σοῦ δίνω τὸ μέτρο, τὴν ὁλόψυχη διαθεσή μου νὰ Σὲ ὑμνήσω. Τώρα Ἐσὺ καταδέξου μὲ μέτρο αὐτή μου τὴ διάθεση νὰ μοῦ δώσεις τὸν τρόπο νὰ τὴ μορφοποιήσω…
Καί νά! «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος καὶ λόγον ἐρεύξομαι στῇ Βασιλίδι Μητρί. Καὶ ᾄσω γηθόμενος ταύτης» τὰ θαυμάσια! Ὄχι. Ἐγὼ δικά μου μέσα δὲν ἔχω. Ὅμως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει ἀκὀμα καὶ τὸ δικό μου στόμα. Ἂν μίλησε μὲ τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, δὲν εἶναι θαυμαστό, ἂν μιλήσει καὶ μὲ τὸ δικό μου ἀκάθαρτο στόμα. Ὄχι πὼς τὸ δικό μου εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ ἀθώου ἐκείνου ζώου, ἀλλὰ γιατὶ ξέρει καὶ μπορεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀκόμη κι ἕνα ἀνάξιο στόμα σὰν τὸ δικό μου νὰ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ ὑμνηθεῖ ἡ Πάγκαλος Κόρη, ἡ ὑπέραγνος Μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Δὲν θὰ ἦταν κι αὐτὸ ἕνα ἐπὶ πλέον θαῦμα ποὺ θὰ ὑπογράμμιζε τὴ θεία της δόξα καὶ «τὸ ὑπὲρ νοῦν» μεγαλεῖο της;
– Καὶ λοιπόν, ψυχή μου, τί λὲς νὰ κάνεις ἀκριβῶς;
– Θὰ κάνω κάτι ποὺ μοῦ φαίνεται πὼς θὰ μοῦ ἦταν εὐκολότερο ἀπὸ τὸ «ὕμνους ὑφαίνειν». Τώρα μοῦ ἔρχεται αὐτὴ ἡ σκέψη.
– Ποία;
– Θὰ τὸ καταλάβεις. Τώρα εἶναι «ῥᾷον σιωπήν» νὰ κρατᾶς. Ἀκολούθα με καὶ θὰ ἰδεῖς. Ἐννοῶ κατὰ λέξη· θὰ ἰδεῖς!
– Κύττα τὴ γῆ μας. Πόσο ὄμορφη εἶναι! Κι αὐτὸ παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἐξαιτίας μας δέχτηκε κι αὐτὴ τὴν κατάρα καὶ μαζὶ μὲ ὅ,τι ἔχει ἐπάνω της «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μαζὶ μὲ τὴν πεπτωκυῖα φύση μας καὶ «ἀποκαραδοκεῖ» καὶ περιμένει ἀνυπόμονα κι αὐτὴ «τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η’ 19-22). Ἐμεῖς συνήθως βλέπουμε μόνο ὅσα φαίνονται. Ὅμως, ὅταν τὸ βλέμμα γίνει πιὸ ὀξὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἡ σκέψη γίνει πιὸ οὐράνια μὲ τὴν «ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,10), ὅταν ἡ καρδιὰ θερμανθεῖ ἀπὸ «θείαν ἀγάπησιν» γιὰ τὴν Παναγία μας, θὰ τὴν ἀνακαλύπτει παντοῦ.
– Παντοῦ;
– Ναί, παντοῦ! Καὶ θὰ ἰδεῖς πῶς. Ἀναρωτιέμαι φορὲς φορές˙ «ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι τῆς γῆς πεπήγασι;» (Ἰώβ, λη’ 6). Ποῦ στηρίζεται ἡ γῆ; Ποῦ εἶναι τὸ θεμέλιό της; Δὲν δυσκολεύομαι νὰ τὸ βρῶ ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὸ φαντάζονται. Μοῦ τὸ ψιθυρίζει μυστικὰ ὁ ἱερὸς ὑμνῳδός˙ «χαῖρε γῆς τὸ θεμέλιον»! Γιατὶ αὐτὴ «βαστάζει τὸν βαστάζονται πάντα». Ἑπομένως καὶ τῆ γ. Νὰ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα!
– Βλέπω στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς μας τὶς ἀναρίθμητες ὀμορφιές της. Καὶ βλέπω ἀκόμη παρθένες ἐκτάσεις ποὺ δὲν τὶς ἄγγιξε ἄροτρο γεωργοῦ, ποὺ δὲν τὶς πάτησε ἀνθρώπου πόδι. Μὰ αὐτὲς ἁπλὴ εἰκόνα εἶναι τῆς «χώρας τῆς ἀνηρότου σαφῶς». Χαίρεται ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ μάτι μου πολλὲς ἐκτάσεις γῆς καλλιεργημένες. Εἶναι καταπράσινες. Κρύβουν μέσα τους μιὰ μυστικὴ ὑπόσχεση πλούσιας καρπογονίας. Καὶ δὲ δυσκολεύομαι νὰ ἰδῶ πίσω καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὴν «ἄρουραν τὴν βλαστάνουσαν εὐφορίαν οἰκτιρμῶν», τὴν Παναγία. Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ γῆ ἡ «στάχυν βλαστήσασα τὸν ἀγεώργητον». Παράδοξος ὅμως καὶ πρωτόφαντος εἶναι ὁ Στάχυς αὐτός. Ἔχει μόνον ἕνα κόκκο, τὸν ΣΙΤΟΝ.! Καὶ ὁ Σῖτος αὐτὸς «ὑποδὺς κόλπους γῆς τὸν πολύχουν ἀποδώσει ἄσταχυν, ἀναστήσων τοὺς βροτοὺς τοὺς ἐξ Ἀδάμ». Ἐνας Κόκκος Σίτου. Καὶ ὅμως τὶ θαῦμα! «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνον μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ἴῳ. 1β’ 24). Καὶ ὁ καρπὸς εἶναι ἡ ἑξανάσταση ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης φύσης, εἶναι πολυκόκκος ἄσταχυς ἐτούτη τὴ φορὰ μὲ κόκκους τοὺς ἐξαιτίας τοῦ Ἀδὰμ «ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς», «ποὺ τοὺς ἐξανέστησεν «ἐκ τῶν καταχθονίων» καὶ ἀπὸ τὸ ἔρεβος τοῦ ἄδη καὶ τοὺς μετέστησε στοὺς οὐρανούς, στὸ ἄδυτο φῶς τοῦ Παραδείσου, ὄχι τοῦ παλιοῦ ἐκείνου, τοῦ γηίνου, ἀλλὰ τοῦ καινοῦ, τοῦ οὐρανίου καὶ πνευματικοῦ.
– Ταξιδεύω. Καὶ περνῶ ἀπὸ βουνὰ καταφαγωμένα ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση ποὺ τοὺς γίνεται. Βγάνουν ἀπ’ αὐτὰ τὸ οἰκοδομικὸ ὑλικὸ γιὰ νὰ χτιστοῦν ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ χτίσματα, σπίτια ταπεινὰ καὶ ἀνάκτορα, ἐργοστάσια καὶ καλυβοῦλες, μεγαθήρια οἰκοδομικὰ καὶ οἰκοδομήματα ἀσήμαντα. Χωρὶς τὰ λατομεῖα αὐτά πῶς θὰ μπορούσαν νὰ βρουν καί ποῦ θὰ μπορούσαν νὰ βροῦν οἱ ἄνθρωποι τὸ κατάλληλο καὶ πολὺ οἰκοδομικὸ ὑλικὸ γιὰ τὶς οἰκοδομές τους; Τὰ βουνὰ λοιπὸν αὐτὰ ποὺ βλέπω εἶναι «ὅρη λελατομημένα», ὅρη λαξευμένα. Χωρὶς τὴ διαδικασία τῆς λατομίας δὲν βγαίνει ὑλικό. Εἶναι φυσικῶς ἀδύνατο. Μόνον ἕνα ὅρος, τὸ «πῖον ὄρος», εἶναι «ὄρος ἀλατόμητον». Ἀπὸ τὸ Ὄρος αὐτὸ λατομήθηκε καὶ «ἐτμήθη λίθος ἄνευ χειρῶν» (Δανιὴλ β΄ 34) ἀτμήτως. Καὶ ὁ «Λίθος ἢν ὁ Χριστός».
Θαυμάζω συνεχίζοντας τὴν πορεία μου ὄρη-γίγαντες, ὅπως νὰ ποῦμε, τὸν Ὄλυμπο. Παρόλη ὅμως τὴ δόξα ποὺ στεφανώνει τὸ βουνὸ αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς ἱστορίας του ὅμως ἀπὸ φυσικὴ ἄποψη εἶναι νᾶνος μπροστὰ στὶς Ἄλπεις, στὸ Κιλιμάντζαρο ἡ, πρὸ πάντων, στὰ ἀνέφικτα καὶ τερατώδη σὲ ὄγκο Ὕψος Ἰμαλάια. Τὶ ὕψος ἔχουν, Θεέ μου! Καὶ ὅμως παρὰ τὸν ἴλιγγο ποὺ αἰσθάνομαι μπροστὰ στὸ πελώριο αὐτὸ φυσικὸ ὕψος, μόνο σὲ μία περιπτωση στέκομαι ὅλος θάμβος καὶ δέος καὶ ἀνακράζω ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου «χαῖρε, θεῖον Ὅρος»! Εἶναι ἡ Παναγία. Μόνο τοῦ Ὅρους αὐτοῦ εἶναι τὸ «Ὕψος ἄῤῥητον». Εἶναι τόσο τὸ ὕψος του ποὺ καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὰ ὕψη του τὰ χάνουν μπρὸς στὰ χάη ποὺ ἐκτείνονται κάτω τους, γιατὶ ἔχει «βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς».
– Περπάτῳ καὶ περπατῶ σὲ δρόμους καὶ δρομάκια ποὺ χαράζουν τὸ προσωπο τῆς γῆς. Εἶναι ἀμέτρητα. Ἀπολαμβάνω τὰ ταπεινὰ μονοπάτια. Χαίρομαι τοὺς χωματόδρομους. Θαυμάζω τὴν ἰδιοφυία τῶν μηχανικῶν ποὺ χαράζουν καὶ κάνουν τοὺς δρόμους. Ἀλλὰ τί κρῖμα! Πολὺ συχνὰ δὲν περπατοῦν μονάχα οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτούς. Περπατάει μαζί τους ἡ παραφυλάει ἐναντίον τους σὲ κάποια στροφὴ τῶν δρόμων καὶ ὁ θάνατος! Πόσοι, ἀλήθεια, ἀπὸ αὐτούς ποὺ περπατοῦν στοὺς δρόμους δὲν βαδίζουν ὡς πρὸς τὸν ἑαυτὸ τους τὴν ὁδὸν τοῦ θανάτου! Πῶς νὰ μὴν προσέξω τόσον καιρό πὼς μόνο ἡ Παναγία «ὁδὸν κυήσασα ζωῆς» μᾶς ἔφερε κοντὰ σ’ Αὐτόν ποὺ εἶναι ἡ Ὁδὸς πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή;
– Μὰ οἱ δρόμοι τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι συνεχεῖς. Δὲν μποροῦν νὰ εἶναι συνεχεῖς. Συναντοῦν φαράγγια, γκρεμοὺς καὶ ποτάμια. Ἀδύνατο νὰ συνεχιστοῦν. Τότε τὰ σημεῖα αὐτὰ ἡ ἀνθρώπινη ἐφευρετικότητα βρῆκε τὴ λύση. Καὶ νά σου ἐκεῖ, ὅπου θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ συνεχιστεῖ ἡ πορεία, ἕνα μικρὸ γεφυράκι, ταπεινὸ ἴσως καὶ ἁπλό, ῥομαντικὸ καὶ παλαιικὸ ἢ μιὰ γέφυρα σύγχρονη, ἀπέραντη σὲ μῆκος, θαῦμα τεχνικῆς. Καὶ τὰ δύο ὑποτάσσουν μιὰ ἀπόσταση. Τὸ γεφυράκι ἕνα χαρούμενο ποταμάκι τὸ κάνει ὑπερβατό. Ἡ μεγάλη γέφυρα κάνει ἕνα πήδημα πάνω ἀπὸ χάη ἀβυσσαλέα συνδέοντας τὰ χείλη ἑνὸς γκρεμοῦ. Ὅμως οἱ ἀποστάσεις ποὺ συνδέουν εἶναι παρόλα αὐτὰ μικρές. Τὶς μετρᾶς μὲ τὴν πιθαμὴ ἢ μὲ μερικὰ τὸ πολὺ χιλιόμετρα. Καταντοῦν τελικὰ ἀσήμαντες. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ γεφύρια. Θαύμασε γι’ αὐτὸ τὴ μοναδικὴ ἐκείνῃ Γέφυρα «τὴν μετάγουσαν τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν» γεφυρώνοντας ἀγεφύρωτα χάη, συνενώνοντας ἀσυνένωτους κόσμους, γῆ καὶ οὐρανό, τὴν Παναγία.
Ἀνεβαίνεις ἀσθμαίνοντας τὰ ἀμέτρητα σκαλοπάτια στὸ Παλαμήδι, στὸν Πύργο τοῦ Ἄϊφφελ, σ’ ἕνα οὐρανοξύστη, ἂν αὐτὸ χρειαστεῖ, σὲ μιὰ πολυκατοικία. Νιώθεις κομμένος ἀνεβαίνοντας. Πόσο ὅμως σὲ ἀνεβάζουν οἱ σκάλες αὐτές; Μερικὲς δεκάδες μέτρα. Βάλε μερικὲς ἑκατοντάδες. Ὄχι πιὸ πολύ. Θυμήθηκες ὅμως ἀνεβαίνοντας εἴτε αὐτές τὶς σκάλες εἴτε ἄλλες, πιὸ ταπεινὲς αὐτές, τὶς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ σου, μιὰ ἁπλὴν ἀνεμόσκαλα γιὰ νὰ ἀσπρίσεις τοὺς τοίχους τοῦ δωματίου σου, σκέφτηκες τότε τὴν «κλίμακα τὴν γῆθεν ἀνυψώσασαν χάριτι» ψηλὰ στοὺς οὐρανούς, «τὴν κλίμακα τὴν ἐπουράνιον δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεὸς» στὴ ταπεινὴ μας γῆ; Ῥωτᾶς ποιὰ εἶναι; Μὰ ἡ Παναγία!
– Βγαίνεις στὴν ἐξοχή! Καὶ στέκεις γεμᾶτος αἰσθητικὴν ἰκανοποίηση μπρὸς στοὺς τεράστιους φαιοὺς βράχους, ποὺ ἀφθονοῦν στὰ βουνὰ τῆς Πατρίδας μας. Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανένας σ’ αὐτούς; Τὸ ὕψος; Τὴν ἀγριότητα; Τὴν ἀτίθαση μεγαλοπρέπεια; Ὅλα. Ἀλλὰ τί κρῖμα! Οἱ φυσικοὶ βράχοι, οἱ λευκὸφαιες πέτρες εἶναι κατάξερες. Νεκρὲς οἱ ἴδιες δὲν ἔχουν οὔτε σταγόνα δροσιᾶς νὰ σοῦ προσφέρουν γιὰ νὰ σβήσουν τὴ φλογώδη δίψα ποὺ κατακαίει τὰ σωθικά σου. Καὶ τότε ὁ νοῦς σου πετάει αὐτόματα στὴν «πέτραν τὴν ποτίσασαν τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν», τὴν Παναγία.
– Καθὼς τριγυρνᾶς στὴν ὄμορφη φύσῃ, φτάνεις κάποτε στὸ δάσος. Σοῦ ἀρέσει, ψυχή, νὰ τριγυρνᾶς στὸ δάσος. Δὲν εἶναι ἔτσι; Πρὸ πάντων μέσα στὸ πυκνὸ δάσος, ὅπου νιώθεις κάτι τὸ μυστηριῶδες νὰ σὲ τυλίγει ἀόρατα. Ὄρη «κατάσκια, δασέα» πόσο μοῦ μιλᾶτε! Μὰ ὥσπου νὰ φτάσεις ὡς ἐδῶ ξόδεψες καὶ τὴν τελευταία σταγόνα νεροὺ ποὺ εἶχες μέσα σου. Καὶ γίνεται κι ἡ δίψα σου ἀκατάσχετη. Δὲν ἀργοῦν ὅμως νὰ σὲ ὁδηγήσουν τὰ βήματά σου σὲ κάποια ὁλόδροση πηγή ποὺ ἀναβρύζει ἄφθονο κρυστάλλινο νερό. Καὶ γέρνεις καὶ πίνεις, πίνεις ἀχόρταγα σκοτώνοντας τὸ θεριὸ τῆς δίψας μέσα σου. Κι ὅταν χορτάσεις, πίνοντας τὸ εὐλογημένο νερό, ὑψώνεις ἕνα βλέμμα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Οὐρανό. Κι ἀναθυμᾶσαι τότε «τὴν ζῶσαν καὶ ἄφθονον πηγήν», «τοῦ ζῶντος ὕδατος πηγὴν τὴν ἀκένωτον»,τὴν Παναγία.
– Χαίρεσαι τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου ποὺ ἁπλώνεται μπροστά σου καθὼς βγαίνεις στὸ ξεφωτο. Καί νά, φτάνουν στ’ αὐτιά σου γλυκόλαλοι ἦχοι, ἁρμονικοί, κουδουνιῶν. Κάποια κοπάδια βόσκουνε ἐδῶ εἰρηνικά. Καὶ δὲν ἀργεῖς νὰ ἀνακαλύψεις ἐδῶ κι ἐκεῖ κάποιες στάνες ταπεινές. Σταλιάζουν ἐκεῖ τὰ κουρασμένα ἀπ’ τὴν πορεία καὶ τὴ βοσκὴ κοπάδια τῶν προβάτων. Κι ἡ σκέψη σου πάει τότε στὴν ἀληθινὴ «αὐλὴν τῶν λογικῶν προβάτων». Αὐτὴ δὲν μαζεύει στοργικὰ τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ συνωστίζονται εὐλαβικὰ στοὺς ἱεροὺς χώρους τῶν Ναῶν γιὰ νὰ ὑμνήσουν τὴ δόξα της;
– Καθὼς προσπερνᾶς τὶς στάνες αὐτές, τὴν ἐποχὴ αὐτὴ πρὸ πάντων, ἀκοῦς νὰ ἀνακατεύονται μαζὶ μὲ μπάσσα λεπτά, αἰθέρια, θαῤῥεῖς, βελάσματα ἀθώων καὶ ἄκακων ἀμνῶν. Καὶ ἀναλογίζεσαι τότε «ἀμνάδα τὴν κυήσασαν θεοῦ ἀμνὸν τὸν αἴροντα κόσμου παντὸς τὰ πταίσματα», τὴν Παναγία.
– Λίγο πιὸ πέρ’ ἀκοῦς μεγάλων ζώων μυκηθμούς. Εἶναι ἕνα κοπάδι ἀγελάδες. Ὁ τσοπάνος τους, ὁ ἀγελαδαρης, ἔρχεται χαρούμενος ξοπίσω τους. Συνοδεύει μιὰν ἀγελάδα ποὺ ὅλη τρυφερότητα γλείφει τὸ νεογέννητό της. Τί ὄμορφη καὶ εἰδυλλιακὴ σκηνή! Πῶς νὰ μὴ σκεφτεῖς τότε «τὴν δάμαλιν τὸν μόσχον τὴν τεκούσαν τὸν ἄμωμον τοῖς πιστοῖς», τὴν Παναγία;
– Σὲ ξάφνιασε τὸ φροῦ-φροῦ ποὺ ἔκαναν καθὼς πέταξαν σχεδὸν μπροστά σου ἕνα σμάρι περιστέρια. Πετοῦν τόσο ἰδιότυπα! Καὶ στέκουν τόσο κοντὰ στὸν ἄνθρωπο! Γιὰ νὰ μᾶς θυμίσουν, εἴτε στὴν πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴ Βενετιὰ τὰ ἰδοῦμε εἴτε στὴν κεντρικὴ πλατεῖα τῆς Κοπεγχάγης εἴτε στὸν Ἄγνωστο στὴν Ἀθήνα εἴτε στὴν ἀπέριττη αὐλὴ κάποιου χωριάτικου σπιτιοῦ, «τὴν περιστερὰν τὴν τὸν ἐλεήμονα ἀποκυήσασαν», τὴν Παναγία.
Περιστερά, Ἀμνὰς καὶ Ἀμνός, Δάμαλις καὶ Μόσχος. Γιατί νὰ σοῦ ὀνομάζει αὐτὰ καὶ μόνο τὰ ζῶα ὁ ποιητής, ψυχή, καὶ ὄχι ἄλλα;
– Μὰ πρέπει νὰ σοῦ τὸ πῶ; Δὲ θυμᾶσαι πῶς τὰ ζῶα εἶναι στενὰ δεμένα μὲ τὴ λατρεία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ; Καὶ συμβολίζουν ὅλα αὐτὰ καὶ πρὸς πάντων «ὁ ὡς ἀμνὸς ἄμωμος ἐν γαστρὶ Μαρίας βοσκηθείς» Ἰησοῦς τὴν ἀγάπη ποῦ φτάνει ὢς τὴν ἔσχατη ἔκφρασή της, τὴν ὁλοκληρωτικὴ θυσία, τὸ ὁλοκαύτωμα. Καὶ «μείζονα ταύτην ἀγάπης οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἴῳ. ιε’ 13). Ἀλλὰ τὶ λεώ; Μόνο φίλων; «Ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. ε’ 10). Τόση ἦταν καὶ εἶναι ἡ ἀγάπη του!
– Βρίσκεσαι ἀκόμη μέσα στὴ φύση, ψυχή μου;
– Ναί.
– Καὶ τί ἄλλο ἀκόμη βλέπεις σ’ αὐτήν;
– Στρέφω τὴν ἀχόρταγη ματιὰ μου καὶ βλέπω κι ὅλο βλέπω. Καὶ ὅ,τι βλέπω μοῦ θυμίζει ἀγαπητικὰ «τὴν Βασίλισσαν τοῦ κόσμου», τὴν Παναγία. Ὅλα ἔχουν κάτι νὰ ποῦν γι’ αὐτήν, ὅλα ἔχουν κάτι νὰ διηγηθοῦν γι’ αὐτήν.
Νά, ἐκεῖ πέρα μακριὰ στὸ βάθος βλέπω τοὺς καταπράσινους ἀμπελῶνες. Καὶ βλέπω ἀκόμα ὡραῖες αὐλὲς ἀγροικιῶν. Τὶς ζώνουν στοργικὰ χιλιοπλόκαμες κληματαριές, γεμᾶτες λαχταριστὰ σταφύλια. Καὶ ἀνακαλοῦν στὴ σκέψη μου «τὴν ἄμπελον τὴν ἀληθινὴν τὸν βότρυν τὸν πέπειρον τὴν γεωργήσασαν». Καὶ αὐτὸς «ὁ βότρυς ὁ πέπειρος —τὸ ὤριμο τσαμπὶ— οἶνον στάζει τὸν τάς ψυχὰς εὐφραίνοντα τῶν πιστῶς δοξαζόντων» τὴν Παναγία.
– Χαίρομαι, μοῦ λές, ψυχή μου, τὸ ἐλπιδοφόρο θέαμα τῶν κάθε λογῆς δέντρων. Συναγωνίζονται, θαῤῥεῖς, στὴν ὀμορφιὰ ἀνθοφορώντας καὶ γέρνουν τὰ κλαδιά τους λίγο ἀργότερα ἀπὸ λαχταριστὸ καρπό. Νά, κοίτα, πόσο ὄμορφες εἶναι οἱ μηλιές. Καὶ ὅλες γίνονται σὲ μιὰ στιγμὴ μονάχα μία, ἡ Μηλιὰ «τὸ μῆλον τὸ εὔοσμον ἡ τέξασα», τὸ Χριστό. Ἀλλὰ καὶ κάθε δέντρο, μικρὸ ἢ μεγάλο, μοῦ θυμίζει μὲ τὸν τρόπο του τὸ μόνο, τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο «δένδρον τὸ ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὐ τρέφονται πολλοί», τὴν Παναγία. Μὰ καὶ αὐτὰ τὰ «ἄχρηστα» δέντρα —ἀλήθεια, ὑπάρχουν ἄχρηστα δέντρα; κι αὐτὰ ἄκομα —ἂς πάρω γιὰ παράδειγμα τὰ πλατύφυλλα πλατάνια— σπεύδουν πρόθυμα νὰ μοῦ θυμίσουν «ξύλον τὸ εὐσκιόφυλλον ὑφ’ οἱ σκέπτονται πολλοὶ» καὶ βρίσκουν ἀνάπαυσῃ, ἄνεση, ξεκούραση καὶ ἐλπίδα κάτω του στὴν κάψα καὶ στὸ καμίνι τῆς ζωῆς, τὴν Παναγία.
– Καὶ οἱ εὐώδεις ῥοδῶνες; Τί σοῦ λένε, ψυχή μου, οἱ ῥοδῶνες; Δὲν μεθάει τὴν ὄρασή σου τὸ ῥοδαλό τους χρῶμα καὶ δὲν σὲ εὐφραίνει τὸ γλυκὸ καὶ ἁπαλὸ τοὺς ἄρωμα;
– Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ ποία ῥοδωνιὰ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ πῶς αὐτὴ εἶναι ἡ «τὸ ῥόδον τὸ ἀμάραντον τέξασα»; Καμιά, παρὰ μόνον ἡ Παναγία.
Καὶ τί σοῦ λένε οἱ λευκοὶ ἀνθῶνες, ὅπου σειοῦνται χαριτωμένα στὸ ἁπαλὸ χάδι τοῦ ζεφύρου οἱ μυρωμένες κατάλευκες κεφαλὲς τῶν κρίνων; Δὲν χορταίνεις νὰ ὀσφραίνεσαι τὸ λεπτό τους τὸ μύρο καὶ νὰ βυθίζεσαι ἔτσι σὲ κάποια χώρα ὀνείρου. Καὶ βλέπεις τότε πὼς ὅλοι οἱ κρίνοι γιὰ ἕναν κρίνο μιλᾶνε, «τὸ τοὺς πιστοὺς εὐωδιάζον», τὴν Παναγία.
– Ναί, ὅπου κι ἂν στρέψεις τὴ ματιά σου, μοῦ λές, ψυχή μου, ὅπου κι ἂν κατευθύνεις τὴ σκέψη σου, σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ κόσμου, παντοῦ θὰ ἰδεῖς κάποιο μυστικὸ σημάδι νὰ μαρτυρεῖ τὴ δόξα, τὸ μεγαλεῖο, τὴ χάρη, τὴν ἀλήθεια τῆς Βασιλίσσας τοῦ κόσμου, τῆς Παναγίας.
Ὅμως ἀρκετὰ γιὰ σήμερα, ψυχή μου, ἀρκετά. Ὥρα νὰ ἀποτραβηχτεῖς τώρα, φορτωμένη αὐτὲς τὶς ὀμορφότατες ἐντυπώσεις σου. Ὥρα νὰ κλειστεῖς στὸ κελλί σου. Ὥρα νὰ πᾶς ἐκεῖ στὴν ἐρημιά σου ντυμένος τὴ σιωπὴ καὶ νὰ μιλήσεις ἐκεῖ μὲ τὴν Ὑπέραγνη Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ δική σου μητέρα. Κι ἀφοῦ γεμίσεις μὲ μυστικὴ λαχτάρα καὶ οὐράνιους πόθους, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατάνυξη καὶ δάκρυα εὐλαβητικῆς συγκίνησης καὶ συναίσθησης τῆς ἀσημαντότητάς σου, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο σοῦ δώσει ὁ Οὐρανός, βγὲς τότε καὶ συνέχισε καὶ πάλι τὸ ὄμορφο περιδιάβασμά σου. Τώρα ἀποτραβήξου, γιατὶ «ἤδη πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα» (Λουκ. κδ’ 29). Καὶ ἡ νύχτα τοῦ θεοῦ ἔχει κι αὐτὴ πολλὰ νὰ σοῦ πεῖ μὲ τὸν τρόπο της…
– Σὲ ξύπνησαν οἱ χρυσὲς βολίδες τοῦ ἥλιου, ψυχή; Ἦταν καιρὸς πιὰ «ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», γιατὶ «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικε» (Ρωμ. ιγ’ 11-12). Πρέπει νὰ συνεχίσεις τὸ ὄμορφο ἔργο σου μὲ νέες δυνάμεις καὶ νέα διάθεση καὶ νὰ βλέπεις Ἐκείνη, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ χαρὰ τῆς χαρᾶς σου, τὸν πόθο τῶν πόθων σου, τὴν ἀγάπησή σου τὴ βαθειὰ καὶ μύχια γιὰ τὴν ἄῤῥητη ὀμορφιά της, τὸ ἀνέφικτο μεγαλεῖο της καὶ τὴν ἀπέραντη στοργή της καὶ τὴν ἀνείπωτη ἀγάπη της καὶ γιὰ σένα, ναὶ καὶ γιὰ σένα, ψυχή μου.
– Περιδιάβασες τὴ γῆ, ψυχή μου, καὶ ἀνακάλυψες παντοῦ τὴν παρουσία τῆς Ὑπέραγνης Παρθένας, τῆς Βασιλίσσας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Ἐμμανουήλ.
Τὴν εἶδες ὡς «χώραν ἀνήροτον σαφῶς», ἀλλὰ καὶ ὡς «ἄρουραν βλαστάνουσαν εὐφορίαν οἰκτιρμῶν» ἤ «βλαστάνουσαν τὸν στάχυν τὸν ἀγεώργητον». Τὴν εἶδες ὡς «χώραν ἀνήροτον σαφῶς», ἀλλὰ καὶ ὡς «ἄρουραν βλαστάνουσαν εὐφορίαν οἰκτιρμῶν» ἢ «βλαστάνουσαν τὸν στάχυν τὸν ἀγεώργητον». Τὴν εἶδες ὡς «θεῖον» ἢ «πῖον ὄρος», ὡς «ὄρος ἀλατόμητον» καὶ θαύμασες τὸ «ἄῤῥητον Ὕψος» του.
Τὴν εἶδες ὡς «γέφυραν μετάγουοαν τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν» ἢ «κλίμακα ἐπουράνιον δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεὸς» ὁ ἴδιος στὴ γῆ μας καὶ ἔγινε ὅμοιος μ’ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς κάνει ὅμοιούς του.
Τὴν εἶδες καὶ τὴ χάρηκες ὡς «ζῶσαν καὶ ἄφθονον πηγήν», «πηγὴν τοῦ ζῶντος ὕδατος τὴν ἀκένωτον».
Τὴν εἶδες ὡς «αὐλὴν λογικῶν προβάτων» καὶ ἀκόμη ὡς «δάμαλιν τὸν μόσχον τὴν τεκούσαν τὸν ἄμωμον τοῖς πιστοῖς» ἢ ὡς «ἀμνάδα κυήσασαν θεοῦ ἀμνὸν τὸν αἴροντα κόσμου παντὸς τὰ πταίσματα» ἢ καὶ ὡς «περιστερὰν τὴν τὸν ἐλεήμονα ἀποκυήσασαν».
Τὴν εἶδες ὡς «ἄμπελον ἀληθινὴν τὸν βότρυν τὸν πέπειρον τὴν γεωργήσασαν, οἶνον στάζοντα τὸν τάς ψυχὰς εὐφραίνοντα» αὐτῶν ποὺ τὴν δοξάζουν μὲ πίστη καὶ ἀγάπη.
Τὴν εἶδες ὡς «ῥόδον τὸ ἀμάραντον τὴν τέξασαν» ἢ ὡς «κρίνον τοὺς πιστοὺς εὐωδιάζον».
Τὴν εἶδες καὶ τὴ θαύμασες. Τὴν εἶδες καὶ τὴ σεβάστηκες πιὸ βαθειά. Τὴν εἶδες καὶ τὴν ἀνύμνησες μὲ περισσότερον ἐνθουσιασμό, ὄχι μόνος σου πιά, ἀλλὰ μὲ ὁλόκληρη τὴν κτίσῃ ὡς Κυρία, ὡς Βασίλισσα, ὡς Δέσποινα τοῦ κόσμου. Τὴν εἶδες καὶ τὴν ἀγάπησες πιὸ θερμά, μὲ περισσότερη καὶ ἐντονότερη εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅ,τι εἶναι, γιὰ ὅ,τι ἔκανε διὰ τοῦ Υιοῦ της γιὰ σένα καὶ διὰ μέσου τῶν ἀκαταπαύστων θείων πρεσβειῶν της γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά σου.
– Ὅμως ἴσως νὰ κουράστηκες, ψυχή μου, περιδιαβάζοντας τὴν ἀπεράντη κτίση. Ἴσως νὰ χρειάζεσαι κάποιον ἄλλο τρόπο νὰ κάνεις τὸ ἔργο σου. Κάποιος μυστικότερος τρόπος σοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ ἀνακαλύψεις σὲ ἄλλους χώρους τὴν Παναγία μας. Σταμάτα λοιπὸν τὶς πορεῖες σου γιὰ λίγο. Ἀνάπνευσε. Καὶ βρὲς κάποιον ἥσυχο καὶ κατάλληλον τόπο γιὰ νὰ σταθεῖς σ’ αὐτὸν καὶ ἀπ’ αὐτὸν νὰ θεωρήσεις τὸ ἀθεώρητο μεγαλεῖο τῆς Πάναγνης.
Ἀναρωτιέσαι ἴσως ποῦ νὰ βρῶ ἕναν τόπο τελείας κατάπαυσῃς; Νά ἕνας τόπος πολὺ κατάλληλος˙ «τὸ ἁγιαστήριον τοῦ θεοῦ» (Ψαλμ. 72, 17), ὁ Ναός, ὅπου λατρεύεται ὁ Κύριος. Εἶναι σωστὴ «νησίδα γαλήνης». Σ’ αὐτὸν δὲν εἰσχωροῦν ἡ τύρβη καὶ ὁ θόρυβος τοῦ κόσμου, ποὺ καταμολύνουν καὶ καταρυπαίνουν ἠχητικὰ καὶ ὅπως ἀλλοιῶς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τολμοῦν, ὄχι, νὰ μποῦν σ’ αὐτόν, ὅπου «πᾶσα βιοτικὴ μέριμνα ἀποτίθεται» ἔξω ἀπ’ αὐτὸν ὡς βέβηλη καὶ ξένη γιὰ τὸ χῶρο, ὅπου οἱ ψυχὲς ἐντελῶς μόνες πρέπει νὰ συναντήσουν μόνως τὸν μόνον Ὄντα καὶ τοὺς ἁγίους του.
Ἱερὸς καὶ ἅγιος ὁ τόπος τῆς θείας λατρείας. Ἁγιώτατος. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀμφιβολία γι’ αὐτό. Νὰ ὑπάρχει, ἀλήθεια, χῶρος πιὸ ἱερὸς καὶ ἀπ’ αὐτόν; Σὲ δυσκολεύει ἡ ἐρωτήση, ψυχή; Τὴ θεωρεῖς βέβηλη. Δὲν εἶναι! Σοῦ τὸ λέω ἐγώ. Δὲν εἶναι ὅμως δική μου ἡ ἀπάντηση. Τὴν ἄκουσα νὰ μοῦ τὴ λέει ὁ ἐμπνευσμένος ἱερὸς ὑμνωδός. Εἶναι ἡ Παναγία ὡς μοναδικὸς «τόπος ἁγιάσματος τῆς δόξῃς», ὅπου κατοίκησεν ἡ Θεότης. Εἶναι τὸ μόνο «εὐρύχωρον χωρίον» που σ’ αὐτὸ περιχωρήθηκε ὁ Ἀχώρητος. Εἶναι γι’ αὐτὸ ὁ ἄῤῥητος «τόπος ἁγιάσματος τοῦ τοῖς Χιρουβεὶμ ἐπιβαίνοντος» ἡ Παναγία. «Αὕτη — καὶ μόνο— ἀνεδείχθη οὐρανὸς καὶ ναὸς τῆς θεότητος». Αὐτὴ καὶ μόνο «Ἡλίου τοῦ ἀδύτου οἶκος γέγονεν, τοῦ κτίσαντος καὶ τάξαντος τοὺς φωστῆρας τοὺς μεγάλους καὶ πανσθενείς». Ναί, αὐτὴ καὶ μόνο «ναὸς ἀνεδείχθη ἡγιασμένος τοῦ ἐν αὐτῇ οἰκήσαντος ὑπὲρ νοῦν, τοῦ Θεοῦ». Κατάλαβες, ψυχή μου;
Σκέψου γι’ αὐτό, ψυχή μου, καθὼς μπαίνεις μὲ εὐλάβεια καὶ βαθύτατο σεβασμὸ στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ, πὼς πρέπει κι ἐσὺ νὰ γίνεις τὸ ἴδιο, ἂν θέλεις νὰ μοιάζεις τὴν ἀγαπημένη σου Μητέρα, στὰ μέτρα σου φυσικὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ σοῦ ὑποδείχνει τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μιλώντας μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου. «Ὑμεῖς ἔστε ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Β’ Κορ. ς’ 16). Λέγε γι’ αὐτὸ κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνωδό, ὅταν ἀπευθύνεσαι στὴ χάρη Της: «Τὸν Κύριον δυσώπει, Πανύμνητε, ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ῥύπου ἀποκαθάραι, ὅπως οἶκος γνωρισθῶμεν καὶ κατοικητήριον Πνεύματος» κι ἐμείς.
– Στέκεσαι γιὰ λίγο, ψυχή μου, καὶ ἀποθαυμάζεις τὸ Ναὸ τοῦ θεοῦ, ὅποιος καὶ νὰ ‘ναι, μεγαλόπρεπος καθεδρικὸς ἢ ταπεινὸ ἐκκλησάκι σὲ κάποιαν ἐρημιά. Σπρώχνεις ἐλαφρά, σεβαστικὰ τὴ θύρα του γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Ἀπὸ τὴν εἴσοδο θὰ μπεῖς, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ; Καὶ τότε ἀκριβῶς σοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ ψαλμωδία· «χαῖρε ἡ θεία εἴσοδος τῶν σῳζομένων, Πανύμνητε»! Ἡ πραγματικὴ εἴσοδος τοῦ Ναοῦ εἶναι ἡ Παναγία, γιατὶ διὰ μέσου της μπαίνουμε στὸ χῶρο τῆς σωτηρίας τὸν ἅγιο καὶ θαυμαστό.
—Στέκεις εὐλαβικὰ καὶ παίρνεις ἕνα κερὶ γιὰ νὰ τὸ ἀνάψεις στὸ προσκυνητάρι. Πῶς ἀλλοιῶς θὰ νιώσεις πὼς καὶ σὲ σένα γίνεται ἡ κλήση νὰ γίνεις «φῶς τοῦ κόσμου» (Ματ. ε’ 14); Τὸ Ἱερὸ φῶς τῆς λαμπάδας φωτίζει τὸ προσωπό σου. Τὸ κάνει χαρωπό, εἰρηνικό, κάποιου ἄλλου κόσμου, ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Τὸ σκέφτηκες ὅμως, ψυχή μου, ποιὰ νά ‘ναι ἡ κατεξοχὴν μυστικὴ λαμπάδα; Σοῦ τὸ εἶπε ὁ ἱερὸς ποιητής· «λαμπὰς νοητὴ βαστάζουσα τὸ φέγγος τῆς Θεότητος» εἶναι μία καὶ μόνη, ἡ Παναγία. Δὲν τὸ ‘ψαλες κι’ ἐσὺ μὲ συγκίνηση στὸν Ἀκάθιστο λέγοντας γι’ Αὐτὴν πὼς εἶναι «φωτοδόχος λαμπάς, τὸ ἄυλον ἅπτουσα φῶς, ὁδηγοῦσα πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας»;
Ὅποιος προσπαθήσει νὰ εἰσδύσει στὸ γλυκερὸ μυστήριο τῆς Παναγίας μας, θὰ ἀποχτήσει «γνῶσιν θεϊκήν», ποὺ σ’ αὐτὴν μᾶς ὁδηγοῦν οἱ θερμές της καὶ ἀκατάπαυστες πρεσβεῖες.
—θωρεὶς αἰωρούμενες τὶς χρυσὲς ἢ ἀργυρὲς καντῆλες, ψυχή. Σκορποῦν γύρω τους γαλήνιο γλυκὸ φῶς. Ζωντανὸ φῶς. Ζεστὸ φῶς. Πόσο βοηθοῦν κι αὐτὲς μὲ τὴν ἱλαρότητά τους σὲ θεῖες ἀνατάσεις πρὸ πάντων κάποιες ὧρες «ὄρθρου βαθέος» ἢ κάποιες γλυκειὲς ἐσπέριες στιγμές! Ἀλλὰ καὶ οἱ πιὸ πολύτιμες καὶ οἱ πιὸ σπάνιες λυχνίες ἀμαυρώνονται καὶ ὠχριοῦν μπρὸς στὴ «λυχνίαν τὴν πάγχρυσον», τὴν Παναγία, ὅπου καίει τὸ ἄυλον καὶ ὑπερούσιο φῶς, Αὐτός ποὺ εἶναι «τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Μεγαλόπρεπος ὑψώνεται ὁ ἀρχιερατικὸς θρόνος στὸ μέσον τοῦ Ναοῦ. «Εἰς τόπον Χριστοῦ» στέκει ἐκεῖ ὁ Ἀρχιερεύς. Καὶ εἶδες ἢ καὶ θὰ ἰδεῖς τέτοιους θρόνους ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἀριστουργήματα τέχνης καὶ καλαισθησίας. Ὅμως ὁ πιὸ ἀριστουργηματικὸς θρόνος, ὅμοιος μὲ τὸν ὁποῖον δὲν βρέθηκε ἢ δὲν θὰ βρεθεῖ, εἶναι ὁ «θρόνος τοῦ Παντοκράτορος» ἡ Παναγία, ὅπου σ’ αὐτὴν ὡς «ἐπὶ θρόνου ἐπανεπαύσατο Χριστός».
Μόλις μπῆκες στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου ἔνιωσες πὼς εὐωδιαστὴ εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρά του. Καί πῶς μποροῦσε νὰ μὴν εἶναι, ἀφοῦ ἀδιάκοπα σ’ αὐτὸν κατακαίεται ὡς θυσία εἰρηνικὴ τὸ ἀρωματισμένο λιβάνι, σύμβολο τῆς προσευχῆς —θυμήσου τὸ «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου… ὡραιότατο; Τὸ ἴδιο δὲ μᾶς λέει καὶ ἡ Ἀποκαλύψῃ; «Καὶ οἱ εἰκοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσον ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων» (Ἄποκ. ε’ 8). Καὶ ὅμως τὸ πραγματικὸ καὶ ζωντανὸ καὶ αἰώνιο θυμίαμα, τὸ «θυμίαμα τὸ εὔοσμον», «τὸ ὀσφράδιον τοῦ μόνου Βασιλέως», τὸ ξέρεις, εἶναι ἕνα καὶ μόνο, ἡ Παναγία. Σ’ αὐτὸ καὶ μόνο εὐαρεστείται τέλεια, γιατὶ σ’ αὐτὸ «εὐδόκησεν ἡ καρδία» Του.
Ἀλλὰ ὁ Ναὸς δέν ἔχει μόνο θυμιάματα εὐωδιαστά. Ἔχει καὶ ἄλλες θαυμάσιες ἀρωματικὲς ὕλες καὶ μύρα πολύτιμα. Διαθέτει γι’ αὐτὲς καὶ ἀνάλογα τίμια σκεύη, ἄξια τοῦ τόπου καὶ τοῦ σκοποῦ ποὺ ἐξυπηρετοῦν. Ὅλα ὅμως τὰ ξεπερνάει ἀφάνταστα σὲ ἀξία καὶ σημασία τὸ μοναδικὸ «μύρον τὸ πολύτιμον», ἡ Παναγία, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ «σκεῦος, μύρον τὸ ἀκένωτον ἒπ’ αὐτὸ κενωθὲν εἰσδεξάμενον». Πῶς νὰ μὴν ἀποπνέει γι’ αὐτὸ εὐωδία ὑπερκόσμια, θεϊκὴ διὰ μέσου τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες;
Ἔφτασες κιόλας στὸ μέσο τοῦ Ναοῦ, ψυχή μου. Ἀπέναντί σου εἶναι ἡ ὡραία Πύλη. Δὲν περνάει κανένας ἀπ’ αὐτήν. Μόνον ὁ ἱερεύς. Καὶ αὐτὸς μονάχα ὅταν λειτουργεῖ. Εἶναι ἡ πύλη, ἀπὸ τὴν ὁποία μοναχὰ ὁ Χριστὸς περνάει, γιατὶ «εἰς τόπον Χριστοῦ» τελετουργεῖ ὁ ἱερεύς. Εἶναι γι’ αὐτὸ ἡ ὡραία Πύλη «πύλη ἀδιόδευτος». Καὶ εἶναι τόσο ὡραῖος καὶ τόσο βαθὺς ὁ συμβολισμὸς της! Προφητικὲς οἱ ῥίζες της. «Καὶ ἐπέστρεψέ με, λέει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, καὶ ἐπέστρεψέ με κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῶν Ἁγίων τῆς ἐξωτέρας, καὶ τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς, καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται˙ οὐκ ἀνοιχθήσεται˙ καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ διέλθῃ δι’ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ θεὸς Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς καὶ ἔσται κεκλεισμένη…. Κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης εἰσελεύσεται καὶ κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐξελεύσεται. Καὶ εἰσήγαγέ με κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῶν Ἁγίων… καὶ ἰδοὺ πλήρης δόξης ὁ οἶκος Κυρίου» (Ἴεζεκ. μγ’ 27). Μὰ καὶ ἡ πύλη αὐτὴ καταντάει σύμβολο, γιατὶ συμβολίζει τὴν ἀληθινὴ πύλη, «τὴν μόνην πύλην, ἥν ὁ Λόγος διώδευσε σαφῶς», ἀλλὰ ἀδιοδεύτως!
– Εἶναι ἀνοιχτὴ ἡ Ὡραία Πύλη. Καὶ βλέπεις διὰ μέσου της μὲ σεβασμὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου τελεῖται ἡ φρικτὴ Ἀναίμακτος Λατρεία, τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, ἡ θεία Εὐχαριστία. Ἀποτελεῖ τὸ κέντρο ὄχι μόνο τῆς θείας Λατρείας μας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν αὐτὴ λείψει, γκρεμίζεται ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία στέκει ἢ πέφτει μαζὶ μὲ τὸ ἱερότατο αὐτὸ Μυστήριο, γιατὶ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ Χριστός ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτὸ καὶ ἐνεργεῖ σ’ αὐτὸ καὶ διὰ μέσου του. Καὶ ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ Ἐκκλησία. Καὶ ὅμως πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα βλέπεις —δὲν βλέπεις; Ἐκείνη, ψυχή μου, ποὺ εἶναι καὶ τὴν προσφωνεῖς- «χαῖρε, ἔμψυχε τράπεζα, Ἄρτον Ζωῆς χωρήσασα», ἐσὺ Παναγία, ποὺ χώρησες καὶ βάσταξες μέσα σου καὶ ἐπάνω σου τὸ Χριστό!
– Καὶ ἡ καρδιὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης ποία νὰ εἶναι; Μὰ τὸ βλέπεις, ψυχή μου. Εἶναι τὸ θεῖο καὶ ἱερότατο Εὐαγγέλιο. Σ’ αὐτὸ εἶναι κατατεθειμένος ὁ λόγος τοῦ Λόγου, σαρκωμένος γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ σὲ σύμβολα γραφῆς καὶ λαλιᾶς. Εἶναι ὁ «σαρκωμένος» λόγος στὴ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν δεχτοῦν καὶ νὰ τὸν κατανοήσουν στὸ βαθμό ποὺ μποροῦν˙ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ νιώθουν τὸ κατὰ δύναμη καὶ μὲ τὴ χάρη πάντα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «τὸ μυστήριον τὸ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον, φανερωθὲν δὲ νῦν» (Ρωμ. Ἰδ’ 25).
Θὰ τὸ πίστευες ὅμως, ψυχή μου, πὼς καὶ αὐτὸ τὸ ἱερότατο Εὐαγγέλιο, τὸ Βιβλίο τῶν βιβλίων, εἰκόνα εἶναι; Πραγματικὰ εἰκονίζει τὴν «Χριστοῦ Βίβλον τὴν ἔμψυχον, ἐσφραγισμένην τῷ Πνεύματι τὸν Τόμον, ἐν ᾧ δακτύλῳ ἐγγέγραπται πατρὸς ὁ Λόγος», τὴν Παναγία. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ «δάκτυλος» τοῦ θεοῦ; ῥωτᾶς. Μοῦ, τὸ λέει τὸ ἴδιο τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Πρόσεξε μόνο λίγο καὶ θὰ τὸ καταλάβεις. «Εἰ δὲ δακτύλῳ θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεῖα τοῦ θεοῦ» (Λουκ. ια’ 20) καὶ «εἰ δὲ ἐγὼ Πνεύματι θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἒφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. ιβ΄ 28).
Πρῶτα λοιπὸν «ἐγράφη» ὁ Λόγος στὴν «ἔμψυχον Βίβλον», τὴν Παναγία, καὶ ἔπειτα ἦταν δυνατὸν νὰ γραφτεῖ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὡς βιβλίο. Καὶ «γράφτηκε» καὶ «σφραγίστηκε» «Πνεῦμα Ἅγιο». Δὲν τὸ εἶπε ὁ ἄγγελος; «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ , Πάναγνε Κόρη, καὶ Δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι…» (Λουκ. α’ 35). Ναί, σ’ αὐτὴν τὴ ζωντανὴ Βίβλο «δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ Λόγος».
Τὸ ἔνιωσες, ψυχή μου, τώρα πὼς ἡ Παναγία μας εἶναι
– Ὁ Ναὸς ὁ ἔμψυχος τῆς θεότητος;
– ἡ θεία εἴσοδος τῆς σωτηρίας;
– ἡ πύλη ἡ ἀδιόδευτος, ποὺ μόνος διώδευσεν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ Χριστός;
– ἡ ἔμψυχος Τράπεζα, ποὺ βαστάζει ἐπάνω της τὸν Ἄρτον τῆς Ζωῆς
– ὁ πολιτιμότατος Τόμος, στὸν ὁποῖο μὲ τὸν θεῖον Δάκτυλόν Του, τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ὁ θεὸς καὶ Πατὴρ «ἔγραψε» ἀνεξίτηλα τὸν Λόγον Του;
Καὶ καταλαβαίνεις τώρα, ψυχή μου, πιὸ καλὰ ἀπὸ ἄλλοτε, γιατὶ ἡ Παναγία Μητέρα μας περιέχει μέσα της τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει τόσο μεγάλη θέση, τὴ μοναδικὴ, μέσα στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ της, τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Χριστοῦ;
Νὰ γιατὶ πρέπει νὰ ἀκούσεις, ψυχή μου, κι ἐσὺ τὸ μυστικὸ κάλεσμα, τὸ ὁποῖο σοῦ ἀπευθύνεται, γιὰ νὰ ἀκολουθήσεις τὴν Παναγία Μητέρα καὶ νὰ μεταμορφωθεῖς κι ἐσὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου σ’ αὐτό ποὺ πρώτη Ἐκείνη ὑπερθαυμαστὰ ἔγινε, στὰ δικὰ σου πάντα μέτρα. Γιατὶ ἐσὺ βέβαια ποτέ σου δὲν θὰ μπορέσεις νὰ τὴ φτάσεις. Αὐτὴ εἶναι ἀνέφικτη. Εἶναι ἡ «μόνη ἄμωμος καὶ καλή». Εἶναι αὐτή, στὴν ὁποία δὲ βρῆκε ψεγάδι κανένα ὁ μόνος ἀκήρατος Κύριος. Εἶναι αὐτή, ποὺ μόνον αὐτῆς τὴ μοναδικὴ ὀμορφιὰ ὕμνησε τὸ Πνεῦμα. Εἶναι αὐτή ποὺ «ἐπεθύμησεν ὁ Βασιλεὺς τοῦ κάλλους» της (Ψαλμ. 44, 12), γιατὶ πραγματικὰ ξεπερνάει καὶ αὐτῶν τῶν ὑπερκαλῶν ἀγγέλων τὴν καλλονή. Ὅμως ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ τῆς μοιάζεις κι ἐσύ, ψυχή μου, ὅσο μεγάλη κι ἂν εἶναι ἐκείνη καὶ ὅσο μικρὴ καὶ ἀσήμαντη κι ἂν εἶσαι ἐσύ. Πρέπει μὲ τὸν τρόπο σου νὰ τῆς μοιάσεις καὶ νὰ τῆς μοιάζεις ὅλο καὶ περισσότερο, μέρα τὴ μέρα, χρόνο τὸ χρόνο, ἂν θέλεις.
ν ὰ ε ἶ σ α ι π α ι δ ί τ η ς,
ἂν θέλεις
ν ὰ ε ἶ σ α ι ἀ δ ε λ φ ὸ ς τ ο ῦ Υ ἱ ο ῦ τ η ς…
Ἀρχμ. Εὐσεβίου Βίττη
[i] . «Κοινωνικὲς Διαστάσεις τῆς Ὀρθόδοξης Πνευματικότητος (καὶ ἄλλα πνευματικὰ θέματα) Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» σελ. 7-22.