Μονή Γρηγορίου

Μονή Γρηγορίου
Το μοναστήρι του Γρηγορίου είναι κτισμένο πάνω σε θαλασσόβραχους στη νοτιοδυτική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου. Βρίσκεται ανάμεσα στις μονές Σιμωνόπετρας και Διονυσίου και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Κτίστηκε τον 140 αιώνα στη σημερινή του θέση, όπου δεν ξέρουμε ακριβώς τι υπήρχε προηγουμένως. βέβαιοι δεν είμαστε ακόμη και για τον ιδρυτή του. Συνήθως αναφέρονται, και πολλές φορές με κάποια σύγχυση, τα ονόματα δύο Γρηγορίων,… του Σιναίτου και του «από Συριάνων». Νομίζουμε ότι και οι δύο θα πρέπει να θεωρηθούν κτίτορες και ιδρυτές της μονής, ο Γρηγόριος Σιναί’της γιατί στον τόπο αυτό συγκέντρωσε την πρώτη μοναχική αδελφότητα, και ο «από Συριάνων» γιατί έδωσε στην αδελφότητα αυτή συγκεκριμένους κανονισμούς και έκτισε τη μονή με τη σημερινή της μορφή. Εκτός όμως από τα δύο αυτά πρόσωπα, η έρευνα στις ημέρες μας αρχίζει να στρέφεται προς μια άλλη κατεύθυνση, θεωρώντας ως ιδρυτή της μονής τον Γρηγόριο τον νέο Σιναίτη, μαθητή του παραπάνω Γρηγορίου, που το λείψανό του σώζεται στη Σερβία. Η μονή αναφέρεται επίσημα για πρώτη φορά στα έγγραφα των ετών 1347 και 134Β, όπου υπάρχουν αντίστοιχα τα ονόματα δύο ηγουμένων της, του Καλλίστρατου και του Καλλίστου, και αργότερα στο Γ .Τυπικό του Αγίου ‘Ορους (1394), που τη βρίσκουμε εικοστή δεύτερη στη σειρά όλων των τότε μοναστηριών .Επίσης συναντάμε μια ακόμη αναφορά της σε ένα σύγχρονο με αυτά πρακτικό, που έχει σχέση με τη μονή Ζωγράφου, όπου υπογράφει και ο ηγούμενος Αβέρκιος Γρηγοριάτης. Μετά από όλα αυτά εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι για την ιστορία της μονής Γ ρηγορίου κατά τους πρώτους δύο αιώνες από την ίδρυσή της οι πληροφορίες μας είναι πολύ λίγες και σποραδικές.
Ο περίφημος Ρώσος περιηγητής του 1Βου αιώνα Μπάρσκυ, έχοντας υπόψη του χαμένα χρυσόβουλλα της μονής αναφέρει ότι το 1500 ανακαίνισε το μοναστήρι από τα θεμέλιά του ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Στέφανος, ύστερα από την ερήμωσή του το 1497 από άγνωστη αιτία. ακόμη ότι το επισκέφθηκε ο ονομαστός για την τιμιότητα του βίου του μοναχός Σπυρίδων. Από έγγραφο πάλι του έτους 1513 μαθαίνουμε ότι η μονή καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από Αγαρηνούς επιδρομείς. Στη συνέχεια οι ηγεμόνες της Μολδαβίας δεν σταμάτησαν να στέλνουν τις δωρεές τους στη μονή μέχρι το 1720, σύμφωνα με χρυσόβουλλα που αναφέρει επίσης ο παραπάνω περιηγητής. Εξάλλου, από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι η προστασία αυτή των ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 190υ αιώνα. Τη μονή Γ ρηγορίου αναφέρει ο Μπάρσκυ ως τη μικρότερη από όλες τις άλλες μονές και ότι αποτελούνταν από 3-4 ορόφους στο σχήμα ψηλού πύργου, με μικρό τρουλλοσκέπαστο καθολικό, 4 παρεκκλήσια, τράπεζα, αποθήκες, μαγειρείο, αρχονταρίκι, νοσοκομείο και ΒΟ κελλιά για τους πατέρες. Επίσης μας πληροφορεί για τα αξιόλογα έργα τέχνης, τα κειμήλια, καθώς και τον μεγάλο αριθμό των εγγράφων , που κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε ξανά το μοναστήρι το 1761. σώθηκαν μόνο λίγα άγια λείψανα της μονής. Το μοναστήρι τότε έμεινε έρημο για ένα χρονικό διάστημα έως ότου το ανακαίνισε από τα θεμέλια ο περίφημος σκευοφύλακάς του Ιωακείμ ο Ακαρνάν, με εράνους που πήρε από τον σουλτάνο και τις ηγεμονίες. Αυτός ήταν μοναχός εδώ από το 1740, αλλά είχε εγκατασταθεί στο μεταξύ για περισσότερη ησυχία και άσκηση στη σκήτη της Αγίας ’ννας. Από εκεί επέστρεψε, μετά από τις θερμές παρακλήσεις πολλών Γ ρηγοριατών πατέρων , και ανέλαβε το μεγάλο έργο της ανορθώσεως της μονής. Αυτό συντελέστηκε το 1783 χάρη στις αδιάκοπες προσπάθειές του και στη βοήθεια των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, καθώς και του μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας Γρηγορίου και πολλών Φαναριωτών. Ο Ιωακείμ, ο νέος αυτός κτίτορας της μονής, αν και την έκτισε πάλι μικρή σε έκταση, τ’ην καλλώπισε και την πλούτισε με κάθε τρόπο. Στο τέλος περίπου του 190υ αιώνα, όταν ήταν ηγούμενός της ο Συμεών από την Τρίπολη, μεγάλωσε η δυτική πτέρυγα της μονής με νέες οικοδομές. Τότε έγινε το αρχονταρίκι και ορισμένα κελλιά μοναχών (1892), καθώς και τα μαρμαρένια προπύλαιά της (1896). ‘Ετσι μετά από τις προσθήκες αυτές και μερικές άλλες ακόμη, διπλασιάστηκε σχεδόν ο χώρος της μονής και πήρε τη σημερινή της μορφή, Το καθολικό του μοναστηριού, τιμώμενο στο όνομα του αγίου Νικολάου, αρχισε να κτίζεται από τον Ιωακείμ σύμφωνα με τον τύπο των άλλων καθολικών στο ‘Ορος. Η τοιχογράφησή του έγινε το 1779 από τους ζωγράφους Γαβριήλ και Γρηγόριο από την Καστοριά, όπως αναφέρει η επιγραφή δεξιά – στην είσοδο, Αργότερα το 1846, όταν ήταν ηγούμενος ο Νεόφυτος, κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε ο νάρθηκάς του. Αξιόλογο θεωρείται το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού με την πλούσια διακόσμησή του και πολλές σκηνές κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη. Μέσα στον κεντρικό αυτό ναό φυλάσσονται πολλά κειμήλια και φορητές εικόνες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι μία του αγίου Νικολάου και δύο της Παναγίας, Γαλακτοτροφούσας και Παντάνασσας. η τελευταία, που διασώθηκε από όλες τις πυρκαγιές, αφιερώθηκε στη μονή, σύμφωνα με την επιγραφή της, στο τέλος του 150υ αιώνα από τη Μαρία Παλαιολογίνα, τη μητέρα του ηγεμόνα Μπογδάνου. Εκτός από το καθολικό, η μονή Γ ρηγορίου διαθέτει ακόμη τα εξής 1 0 παρεκκλήσια μέσα και έξω από τον περίβολό της: της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (1775), του Οσίου Γρηγορίου του κτίτορος (1851 ), της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου (180ς αι), των Αγίων Πάντων στο κοιμητήρι (κτίστηκε το 1724 και τοιχογραφήθηκε το 1739), του Αγίου Μοδέστου στον αρσανά (190ς αι), του Αγίου Τρύφωνα και του Προφήτη Ηλία (νεότερα). Επίσης υπάγονται σ’ αυτή τρία καθίσματα, της Παναγίας (180ς αι), και των Αγίων Αθωνιτών πατέρων (190ς αι) κοντά στη μονή και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ψηλά στο δάσος. Στις Καρυές η μονή έχει 4 κελλιά, της γπαπαντής (Ιωασαφαίοι), των Αγίων Αναργύρων (Παχωμαίοι), του Αγίου Τρύφωνα, όπου μένει ο αντιπρόσωπός της στην Κοινότητα, και του Αγίου Αθανασίου. Η τράπεζα της μονής είναι ενσωματωμένη στη νότια πλευρά της κάτω από το καθολικό’ κτίστηκε μετά την πυρκαγιά μαζί και με άλλα κτίσματα στο β’μισό του 180υ αιώνα. Από τους πολλούς θησαυρούς που κατέχει η μονή, αξίζει να αναφερθούν εδώ το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου και τα λείψανα πολλών αγίων (τα πόδια και η δεξιά παλάμη της αγίας Α ναστασίας κ.ά.), δύο χρυσοκέντητοι επιτάφιοι, παλαιά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, πολύτιμα καλύμματα Ευαγγελίων και πολλά άλλα ιερά αντικείμενα. Η θιθλιοθήκη της μονής, ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά της, εμφανίζεται σήμερα σχετικά φτωχή, αλλά πολύ καλά οργανωμένη μέσα σ’ ένα μικρό θολόκτιστο διαμέρισμα της δυτικής πλευράς. Περιέχει συνολικά 297 χειρόγραφα, από τα οποία τα 11 είναι περγαμηνά και μερικά εικονογραφημένα. Εδώ φυλάσσεται και το μοναδικό στον κόσμο χειρόγραφο του Ποιμένα του Ερμά (6 φύλλα), από το οποίο δυστυχώς αφαίρεσε 3 φύλλα ο αρχαιοκάπηλος Σιμωνίδης και τα έφερε στη Λειψία. Επίσης αριθμεί 6.000 περίπου έντυπα βιβλία, ανάμεσα στα οποία μπορεί να βρει κανείς ορισμένα αξιόλογα αρχέτυπα και παλαίτυπα. Εκτός όμως από τα χειρόγραφα και τα έντυπα, σώζονται στη μονή και πολλά ενδιαφέροντα έγγραφα, σιγίλλια, κηρόβουλλα, φερμάνια κτλ.. τα παλαιότερα είναι ένα τουρκικό σουρέτι του 1429 και ένας τουρκικός πάλι βακουφναμές του 1561. Η μονή Γ ρηγορίου κατέχει από το 157 4 τη δέκατη έβδομη θέση στη σειρά της ιεραρχίας των 20 αγιορειτικών μονών και ακολουθεί τον κοινοβιακό τρόπο ζωής από το 1840. διαθέτει συνολικά 70 περίπου μοναχούς.Δείτε περισσότερα
Φωτογραφία: Μονή Γρηγορίου </p><br />
<p>Το μοναστήρι του Γρηγορίου είναι κτισμένο πάνω σε θαλασσόβραχους στη νοτιοδυτική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου. Βρίσκεται ανάμεσα στις μονές Σιμωνόπετρας και Διονυσίου και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Κτίστηκε τον 140 αιώνα στη σημερινή του θέση, όπου δεν ξέρουμε ακριβώς τι υπήρχε προηγουμένως. βέβαιοι δεν είμαστε ακόμη και για τον ιδρυτή του. Συνήθως αναφέρονται, και πολλές φορές με κάποια σύγχυση, τα ονόματα δύο Γρηγορίων, του Σιναίτου και του «από Συριάνων». Νομίζουμε ότι και οι δύο θα πρέπει να θεωρηθούν κτίτορες και ιδρυτές της μονής, ο Γρηγόριος Σιναί'της γιατί στον τόπο αυτό συγκέντρωσε την πρώτη μοναχική αδελφότητα, και ο «από Συριάνων» γιατί έδωσε στην αδελφότητα αυτή συγκεκριμένους κανονισμούς και έκτισε τη μονή με τη σημερινή της μορφή. Εκτός όμως από τα δύο αυτά πρόσωπα, η έρευνα στις ημέρες μας αρχίζει να στρέφεται προς μια άλλη κατεύθυνση, θεωρώντας ως ιδρυτή της μονής τον Γρηγόριο τον νέο Σιναίτη, μαθητή του παραπάνω Γρηγορίου, που το λείψανό του σώζεται στη Σερβία. Η μονή αναφέρεται επίσημα για πρώτη φορά στα έγγραφα των ετών 1347 και 134Β, όπου υπάρχουν αντίστοιχα τα ονόματα δύο ηγουμένων της, του Καλλίστρατου και του Καλλίστου, και αργότερα στο Γ .Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1394), που τη βρίσκουμε εικοστή δεύτερη στη σειρά όλων των τότε μοναστηριών .Επίσης συναντάμε μια ακόμη αναφορά της σε ένα σύγχρονο με αυτά πρακτικό, που έχει σχέση με τη μονή Ζωγράφου, όπου υπογράφει και ο ηγούμενος Αβέρκιος Γρηγοριάτης. Μετά από όλα αυτά εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι για την ιστορία της μονής Γ ρηγορίου κατά τους πρώτους δύο αιώνες από την ίδρυσή της οι πληροφορίες μας είναι πολύ λίγες και σποραδικές.</p><br />
<p>Ο περίφημος Ρώσος περιηγητής του 1Βου αιώνα Μπάρσκυ, έχοντας υπόψη του χαμένα χρυσόβουλλα της μονής αναφέρει ότι το 1500 ανακαίνισε το μοναστήρι από τα θεμέλιά του ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Στέφανος, ύστερα από την ερήμωσή του το 1497 από άγνωστη αιτία. ακόμη ότι το επισκέφθηκε ο ονομαστός για την τιμιότητα του βίου του μοναχός Σπυρίδων. Από έγγραφο πάλι του έτους 1513 μαθαίνουμε ότι η μονή καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από Αγαρηνούς επιδρομείς. Στη συνέχεια οι ηγεμόνες της Μολδαβίας δεν σταμάτησαν να στέλνουν τις δωρεές τους στη μονή μέχρι το 1720, σύμφωνα με χρυσόβουλλα που αναφέρει επίσης ο παραπάνω περιηγητής. Εξάλλου, από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι η προστασία αυτή των ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 190υ αιώνα. Τη μονή Γ ρηγορίου αναφέρει ο Μπάρσκυ ως τη μικρότερη από όλες τις άλλες μονές και ότι αποτελούνταν από 3-4 ορόφους στο σχήμα ψηλού πύργου, με μικρό τρουλλοσκέπαστο καθολικό, 4 παρεκκλήσια, τράπεζα, αποθήκες, μαγειρείο, αρχονταρίκι, νοσοκομείο και ΒΟ κελλιά για τους πατέρες. Επίσης μας πληροφορεί για τα αξιόλογα έργα τέχνης, τα κειμήλια, καθώς και τον μεγάλο αριθμό των εγγράφων , που κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε ξανά το μοναστήρι το 1761. σώθηκαν μόνο λίγα άγια λείψανα της μονής. Το μοναστήρι τότε έμεινε έρημο για ένα χρονικό διάστημα έως ότου το ανακαίνισε από τα θεμέλια ο περίφημος σκευοφύλακάς του Ιωακείμ ο Ακαρνάν, με εράνους που πήρε από τον σουλτάνο και τις ηγεμονίες. Αυτός ήταν μοναχός εδώ από το 1740, αλλά είχε εγκατασταθεί στο μεταξύ για περισσότερη ησυχία και άσκηση στη σκήτη της Αγίας ’ννας. Από εκεί επέστρεψε, μετά από τις θερμές παρακλήσεις πολλών Γ ρηγοριατών πατέρων , και ανέλαβε το μεγάλο έργο της ανορθώσεως της μονής. Αυτό συντελέστηκε το 1783 χάρη στις αδιάκοπες προσπάθειές του και στη βοήθεια των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, καθώς και του μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας Γρηγορίου και πολλών Φαναριωτών. Ο Ιωακείμ, ο νέος αυτός κτίτορας της μονής, αν και την έκτισε πάλι μικρή σε έκταση, τ'ην καλλώπισε και την πλούτισε με κάθε τρόπο. Στο τέλος περίπου του 190υ αιώνα, όταν ήταν ηγούμενός της ο Συμεών από την Τρίπολη, μεγάλωσε η δυτική πτέρυγα της μονής με νέες οικοδομές. Τότε έγινε το αρχονταρίκι και ορισμένα κελλιά μοναχών (1892), καθώς και τα μαρμαρένια προπύλαιά της (1896). 'Ετσι μετά από τις προσθήκες αυτές και μερικές άλλες ακόμη, διπλασιάστηκε σχεδόν ο χώρος της μονής και πήρε τη σημερινή της μορφή, Το καθολικό του μοναστηριού, τιμώμενο στο όνομα του αγίου Νικολάου, αρχισε να κτίζεται από τον Ιωακείμ σύμφωνα με τον τύπο των άλλων καθολικών στο 'Ορος. Η τοιχογράφησή του έγινε το 1779 από τους ζωγράφους Γαβριήλ και Γρηγόριο από την Καστοριά, όπως αναφέρει η επιγραφή δεξιά - στην είσοδο, Αργότερα το 1846, όταν ήταν ηγούμενος ο Νεόφυτος, κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε ο νάρθηκάς του. Αξιόλογο θεωρείται το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού με την πλούσια διακόσμησή του και πολλές σκηνές κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη. Μέσα στον κεντρικό αυτό ναό φυλάσσονται πολλά κειμήλια και φορητές εικόνες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι μία του αγίου Νικολάου και δύο της Παναγίας, Γαλακτοτροφούσας και Παντάνασσας. η τελευταία, που διασώθηκε από όλες τις πυρκαγιές, αφιερώθηκε στη μονή, σύμφωνα με την επιγραφή της, στο τέλος του 150υ αιώνα από τη Μαρία Παλαιολογίνα, τη μητέρα του ηγεμόνα Μπογδάνου. Εκτός από το καθολικό, η μονή Γ ρηγορίου διαθέτει ακόμη τα εξής 1 0 παρεκκλήσια μέσα και έξω από τον περίβολό της: της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (1775), του Οσίου Γρηγορίου του κτίτορος (1851 ), της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου (180ς αι), των Αγίων Πάντων στο κοιμητήρι (κτίστηκε το 1724 και τοιχογραφήθηκε το 1739), του Αγίου Μοδέστου στον αρσανά (190ς αι), του Αγίου Τρύφωνα και του Προφήτη Ηλία (νεότερα). Επίσης υπάγονται σ' αυτή τρία καθίσματα, της Παναγίας (180ς αι), και των Αγίων Αθωνιτών πατέρων (190ς αι) κοντά στη μονή και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ψηλά στο δάσος. Στις Καρυές η μονή έχει 4 κελλιά, της γπαπαντής (Ιωασαφαίοι), των Αγίων Αναργύρων (Παχωμαίοι), του Αγίου Τρύφωνα, όπου μένει ο αντιπρόσωπός της στην Κοινότητα, και του Αγίου Αθανασίου. Η τράπεζα της μονής είναι ενσωματωμένη στη νότια πλευρά της κάτω από το καθολικό' κτίστηκε μετά την πυρκαγιά μαζί και με άλλα κτίσματα στο β'μισό του 180υ αιώνα. Από τους πολλούς θησαυρούς που κατέχει η μονή, αξίζει να αναφερθούν εδώ το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου και τα λείψανα πολλών αγίων (τα πόδια και η δεξιά παλάμη της αγίας Α ναστασίας κ.ά.), δύο χρυσοκέντητοι επιτάφιοι, παλαιά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, πολύτιμα καλύμματα Ευαγγελίων και πολλά άλλα ιερά αντικείμενα. Η θιθλιοθήκη της μονής, ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά της, εμφανίζεται σήμερα σχετικά φτωχή, αλλά πολύ καλά οργανωμένη μέσα σ' ένα μικρό θολόκτιστο διαμέρισμα της δυτικής πλευράς. Περιέχει συνολικά 297 χειρόγραφα, από τα οποία τα 11 είναι περγαμηνά και μερικά εικονογραφημένα. Εδώ φυλάσσεται και το μοναδικό στον κόσμο χειρόγραφο του Ποιμένα του Ερμά (6 φύλλα), από το οποίο δυστυχώς αφαίρεσε 3 φύλλα ο αρχαιοκάπηλος Σιμωνίδης και τα έφερε στη Λειψία. Επίσης αριθμεί 6.000 περίπου έντυπα βιβλία, ανάμεσα στα οποία μπορεί να βρει κανείς ορισμένα αξιόλογα αρχέτυπα και παλαίτυπα. Εκτός όμως από τα χειρόγραφα και τα έντυπα, σώζονται στη μονή και πολλά ενδιαφέροντα έγγραφα, σιγίλλια, κηρόβουλλα, φερμάνια κτλ.. τα παλαιότερα είναι ένα τουρκικό σουρέτι του 1429 και ένας τουρκικός πάλι βακουφναμές του 1561. Η μονή Γ ρηγορίου κατέχει από το 157 4 τη δέκατη έβδομη θέση στη σειρά της ιεραρχίας των 20 αγιορειτικών μονών και ακολουθεί τον κοινοβιακό τρόπο ζωής από το 1840. διαθέτει συνολικά 70 περίπου μοναχούς.

Share Button