Ό σεβασμιότατος Στέφανος έκανε την θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό του Τιμίου Σταυρού, στην Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι. Εγώ ήμουν ιεροδιάκονος. Βάσταζα το άγιο Ποτήριο. Ό Δεσπότης διάβασε την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, καί ομολογώ». Καί μετά σήκωσε. το κάλυμμα του αγίου Ποτηριού. Καί έμεινε σαν αποσβολωμένος. Είδε μέσα κρέας καί αίμα ανθρώπινα. Γύρισε σε μένα καί μου είπε: «Βλέπεις, πάτερ»;
Τι να κάναμε; Εκείνος γύρισε προς τα αριστερά, εγώ προς τα δεξιά με το άγιο Ποτήριο καί μπήκαμε στο Ιερό Βήμα. Τοποθέτησε το άγιο Ποτήριο στην αγία Τράπεζα. Καί έπεσε στα γόνατα. Προσευχόταν να κόμη ό Κύριος έλεος!
Πώς θα μεταδίδαμε σάρκα ανθρώπινη; Ποιος θα την έπαιρνε; Προσευχόταν περίπου ένα τέταρτο με υψωμένα τα χέρια. Μετά ξανακοίταξε το άγιο Ποτήριο. Είχε ξαναγίνει Ψωμί καί Κρασί. Έ-βγήκε καί κοινώνησε τους πιστούς.
2. Του γεγονότος αυτού είχαν λάβει γνώση ό αείμνηστος μητροπολίτης Γουρίας καί ό π. Λέων, πού Τελείωσε το δρόμο της ζωής του σαν ιερομάρτυρας στα λατομεία της Καραγάνδας. Ίσως καί ό Οσιομάρτυς Βαρσανούφιος, ό πολυαγάπητος μου εκείνος άνθρωπος. Μας το έδειξε ό Θεός, για να πιστεύσωμεν.
Ειδικά σε μένα ό Θεός το έδειξε για να πάρω δύναμη καί παρηγοριά. Τότε πίστευσα καί ομολόγησα πλήρως καί απολύτως, ότι ή θεία Ευχαριστία είναι πράγματι αυτό το τίμιον Σώμα καί το ίδιο το Αίμα του Σωτήρος μας.
Καί μου το έδειξε: Για να πεισθώ εγώ ό ίδιος. Καί – ίσως – για να το διηγούμαι καί να το γράψω, για να πάρουν δύναμη καί χαρά, εκείνοι πού θα το πληροφορηθούν. Καί ακόμη, για να αποκτήσομε εμείς οί κληρικοί λίγο πιο πολλή ταπείνωση.
Γιατί (όσο κι αν είχαμε ετοιμαστεί να Λειτουργήσομε), μας έδειξε με το παράδοξο αυτό γεγονός (καί οφείλομε να το συνειδητοποιήσομε!), πόσο ανάξιοι είμαστε!..