ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΝΕΟΗΣΥΧΑΣΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου

 

mgla1

Ο όσιος Αντίπας ο Μολδαβός (+1882) από νέος είχε θείες εμπειρίες στην προσευχή του και έτσι αποφάσισε να γίνει μοναχός, διερχόμενος από μεγάλους και πολλούς πειρασμούς. Με τις συμβουλές αγίων Γερόντων και διάφορους ασκητικούς πόνους καλλιέργησε συστηματικά τη νοερά προσευχή. Έζησε για τρία έτη στη μονή Εσφιγμένου και μετά αποσύρθηκε στην βαθύτατη έρημο. Είχε Ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία, όπως κι όλοι οι ησυχαστές. Ο ζήλος του ήταν πάντοτε συνετός. Το αθωνικό τυπικό διατήρησε σ΄ όλη του τη ζωή κι όταν βρέθηκε μακρυά από το προσφιλές του Άγιον Όρος. Καρπός της νήψεώς του ήταν μία γλυκύτητα πού πάντα είχε, κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο. Αγαπούσε τη μόνωση, την ησυχία, τη σιωπή και την ευχή κι όταν ήταν μετοχάρης στον κόσμο. Τις αποφάσεις και τις μετακινήσεις του προετοίμαζε με μεγαλύτερη άσκηση και προσευχή. Καταλήγοντας στη μονή Βαρλαάμ δόθηκε όλος στη φίλη του προσευχή. Την απερίσπαστη προσευχή του συνόδευαν πυκνά και θερμά δάκρυα. Η ταπείνωση, η αυτομεμψία, η υπομονή, η ανεξικακία τον στόλιζαν και τον χαρίτωναν. Μόνη του περιουσία η αθωνίτικη εικόνα της Παναγίας. Αναχώρησε της παρούσης ζωής προσευχόμενος στη Θεοτόκο.

Ο διάσημος ασκητής του Άθωνα Χατζηγιώργης (+1886) ο Καππαδόκης από μικρός κι αυτός αγάπησε εγκάρδια την άσκηση και την προσευχή, όπως και την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία πολύ τον βοήθησε. Στο Άγιον Όρος πρωτοήλθε στη μονή Γρηγορίου. Αργότερα πήγε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων, υπό την έμπειρη διδαχή του συμπατριώτη του πνευματικού Νεοφύτου (+1860), ο οποίος του έδωσε κανόνα να ζει παρά την σπηλιά του οσίου Νήφωνα. Κατόπιν πήγαν στην Κερασιά και καθιέρωσαν συνεχή, πολυετή, αυστηρή νηστεία με παντοτινό αλάδωτο φαγητό. Η σιωπή, η υπακοή, η ασιτία, η ευχή, η ταπείνωση, η αγάπη, τον κοσμούσαν. Για ν΄ αποφεύγεται η φλυαρία στη συνοδεία του, όταν ήταν όλοι μαζί σε κάποιο διακόνημα, έλεγε δυνατά την ευχή. Η ζωή τους ήταν μια συνεχόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η χαρμολύπη τους χαρακτήριζε. Η διακριτική αγάπη του Χατζηγιώργη βοήθησε πολλούς. Φάρμακα είχαν τα θεία μυστήρια. Η αλουσία του, τα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα του έκρυβαν μία καθαρή καρδιά, πού αγαπούσε τη νήψη. Εκοιμήθη μόλις μετέλαβε των άχραντων μυστηρίων.
Ο μακάριος παπα Χαρίτων ο Πνευματικός (+1906) έγινε μοναχός στα Μετέωρα, κατόπιν πήγε στο Σινά και μετά στην έρημο του Αγίου Όρους. Κοιμόταν λίγο και στο στασίδι, έτρωγε μια φορά την ήμερα, και λάδι μόνο το Σαββατοκύριακο. Αγαπητοί του τόποι τα σπήλαια των αγίων της μείζονος περιοχής των Καυσοκαλυβίων. Επρόκειτο για ησυχαστή, σιωπηλό, φιλήσυχο, εγκρατή, ταπεινό και φιλομαθή. Μελετητής και μιμητής αγίων, υμνογράφος και συναξαριογράφος. Έγραφε: «Την αγρυπνίαν αγάπα, νηστείαν, δάκρυα, εύχάς και ψαλμωδίας, και Γραφών την μελέτην, γενού ταπεινόφρων και γαληνός, και τον τύφον απόρριπτε, μη σε νικήση ο φθόνος και των παθών, ακρασία η ψυχόλεθρος». Ο πόλεμος του πειρασμού νικιόταν με την επίκληση της Παναγίας. Σπάνια εξήρχετο στα τέλη του βίου του του κελλιού του. Έχοντας διαρκή τη μνήμη του θανάτου, τη μνήμη του Θεού, αναχώρησε για το ανεπίστροφο ταξείδι των ουρανών, καθώς έγραφε, προσευχόμενος.
Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης ο Σμυρναίος (+1929) αγαπητούς του οσίους είχε τον Ιωάννη της Κλίμακος και τον Ισαάκ των Ασκητικών, ως και τους Κολλυβάδες. Μετά τον μονασμό του στις μονές Αγίου Παντελεήμονος και Βατοπεδίου πήγε στα πάντερπνα Κατουνάκια, όπου επεδόθη στην άσκηση, στη μελέτη και την προσευχή. Η πενία του έγινε πλούτος και η ησυχία φίλη κι αφορμή πνευματικής αγαλλιάσεως. Η εξωτερική ησυχία του έγινε και εσωτερική και καλλιεργούσε τον κήπο της αγαθής καρδιάς του με την ευχή του Ιησού, πού τον γέμιζε ευφροσύνη. Η αλληλογραφία του με άγιες μορφές και οι συγγραφές του φανερώνουν περίτρανα τον θείο φωτισμό και τη χάρη του, τη διάκριση του και τη σοφία του, όπως για παράδειγμα η επιστολή του προς μοναχό περί νοεράς προσευχής, πού αποδεικνύει την πατερική του γνώση, την κατάκτηση της ευχής, τη διάκριση και διόραση.
Ο Αθηναίος Καλλίνικος ο ησυχαστής ο Κατουνακιώτης (+1930) αγαπούσε ιδιαίτερα τη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών πατέρων.
Αγαπούσε επίσης πολύ την ησυχία, τη μόνωση, την άσκηση, τη σιωπή και την ευχή, όπως όλοι άλλωστε οι ησυχαστές. Η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, ο κόπος, τα δάκρυα δεν ήταν λόγια και ιδέες, αλλά πράξεις και βιώματα, ως λέγει ο αββάς Θαλλάσιος· «νους εγκρατούς, ναός του Αγίου Πνεύματος». Η απλότητα, η ταπεινότητα κι η αγαθότητα τον στόλιζαν. Η εκούσια και μεγάλη του άσκηση κορυφώθηκε με τον τέλειο εγκλεισμό του στο κελλί του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Η αυτοφυλάκισή του δεν είχε άλλο λόγο παρά την καλύτερη καλλιέργεια της ευχής του Ιησού. Η αμεριμνησία, το απερίεργο, το ευκατάνυκτο, τ΄ ολιγόλογο η σιωπηλό, συνόδευαν τη διάπυρη ευχή του. Θεοφώτιστος, διακριτικώτατος, φιλάδελφος, χαριτωμένος ο Γέροντας Καλλίνικος, αξιώθηκε της θέας του Θαβωρείου φωτός, κι οι υποτακτικοί του τον έβλεπαν μερικές φορές να λάμπει. Πολέμησε τους αιρετικούς ονοματολάτρες κι έγινε ακραιφνής διδάσκαλος της νοεράς αθλήσεως. Η τελευταία επίγεια ήμερα του ήταν η 6η Αυγούστου, η λαμπρή εορτή της Μεταμορφώσεως, το Πάσχα των ησυχαστών.
Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης (+1983) έλεγε περί του μοναχού Ισαάκ (+1932) της μονής του: «Ήτο τύπος απλότητος, ακριβείας και ευλάβειας, σιωπηλός και απερίσπαστος εν παντί… υπόδειγμα εις όλους τους πατέρας». Ο ευλαβέστατος μοναχός Λάζαρος (+1974), της αυτής μονής, έγραφε περί αυτού, όταν ήταν μαζί στο Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων: «Όταν ετελούσαμεν την ακολουθίαν του όρθρου οι δύο μας επί δυόμισυ ώρας με κομβοσχοίνι, μόλις ένα η δύο κομβοσχοίνια έλεγε με σιγανήν φωνήν την ευχήν εις κάθε κόμπον: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υϊέ του Θεού, ελέησον ημάς». Εις το τρίτον κομβοσχοίνιον εθερμαίνετο η καρδιά του από θείον έρωτα και ζήλον και δεν μπορούσε να κράτηση τον εαυτόν του για να ομιλή σιγά. Εφώναζε, λοιπόν, την κάθε λέξιν με διάπυρον ζήλον και αγάπην, ώς να είχεν ενώπιον του τον Χριστόν και τον παρακαλούσε, ώς κυλιόμενος εις τους πόδας του…». Τις νύχτες περνούσε κλαίγοντας για τις αμαρτίες του και για όλο τον κόσμο. Πρόθυμος πάντοτε στο διακόνημά του, στην ακολουθία, στον κανόνα του, για ν΄ αποδεικνύει ότι οι ησυχαστές υπάρχουν και στα κοινόβια, αγωνιζόμενοι μυστικά και γενναία.
(Συνεχίζεται)
Πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους, τεύχος 24, σελ. 57-71, Άγιον Όρος 1999.
Share Button