Ομιλία του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου στον Φρικτό Γολγοθά την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή

image1


Σημείωσις του εκδότου: εις την συνέχειαν παρεμβάλλομεν την γενομένην εις τον φρικτόν Γολγοθαν εμπνευσμένην ομιλίαν του Γέροντος ειλημένην εκ του βιβλίου αυτού «Μέγα και θαυμαστόν προσκύ­νημα εις Παλαιστίνην και Σίνα», και η οποία έχει ως ακολούθως:

«Ο δε Θεός, Βασιλεύς ημών προ αιώνων, ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης» (Ψαλμοί 73, 12).
Συ, ω ένδοξος δύναμις, Συ ω άπειρος σοφία του Θεού, Συ, ω Εσταυρωμέ­νε  Ιησού, δος μοι δύναμιν κατά ταύτην την Αγίαν ημέραν και ώραν, δος μοι σύ­νεσιν και σοφίαν λόγου, και τράνωσόν μου την γλώσσαν, δι’ ευχών του Μακαριωτάτου Πατρός ημών όπως εξυμνήσω τα μεγαλεία σου!
***
Μακαριώτατε Πατριάρχα της Αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ˙ Πανιερώτατοι Άγιοι Αρχιερείς˙ Πανοσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί· φιλόχριστον σύστημα.
Σκότος βαθύτατον της άπιστίας, της ασεβείας και ειδωλολατρείας εκάλυπτέ ποτε την υφήλιον άπασαν. Ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, έτι δε και πολλά των τετραπόδων θηρίων και ερπετών επροσκυνούντο και ελατρεύοντο ως θεοί, η δε λατρεία του αληθινού Θεού είχεν έκλείψει. Πολλοί εκ των αρχαίων φιλοσόφων, και δη Ελλήνων, δια της φιλοσοφίας των ενόησαν και παρεδέχθησαν ότι δεν είναι θεοί τα κτίσματα, αλλ’ υπάρχει Θεός ο των κτισμάτων ποιητής, τε­χνίτης και Δημιουργός, τον οποίον μη δυνηθέντες να γνωρίσωσιν έστησαν είδωλον, αφιερώσαντες αυτό «τω αγνώστω Θεώ».
Επεχείρησαν πολλοί εκ των ανωτέρω φιλοσόφων δι’ ηθικής διδασκαλίας, δια συγγραμμάτων, δια παραινέσεων να αναχαιτίσουν την τότε ανθρωπότητα, ήτις εφέρετο εις απώλειαν, αλλ εις μάτην, επειδή οι τότε άνθρωποι ου μόνον τα κτί­σματα ελάτρευον ως θεούς, αλλά και αυτά τα πάθη των εθεοποίουν. Τούτο έκαμε τον ύπατον των φιλοσόφων Σωκράτην να είπη, ως εκ θείας χάριτος φωτισθείς, προς τους  Αθηναίους; «Εν σκότει αν διατελητε, άνθρωποι, ει μη τίνα ο Θεός επιπέμψοιε κηδομένος υμών». Τούτο ήτο σαφής προφητεία της μετά πάροδον ετών τινων ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εις πάντα μεν τα άλλα έθνη εβασίλευεν η απιστία και ειδωλολατρεία, εις μόνην δε την Ιουδαίαν ελατρεύετο και επροσκυνείτο ο αληθής Θεός. Εις τους Ιουδαίους, οίτινες τότε ήσαν ο εκλεκτός και περιούσιος λαός του Θεού, ο Θεός α­πέστειλε Πατριάρχας, Προφήτας, Κριτάς, Βασιλείς. Έδωκε νόμον, εντολάς και διατάξεις λατρείας·  αλλ’ αυτοί απώσαντο την ευλογίαν του Θεού και αντί ευλογίας έλαβον την κατάραν. Τους Πραφήτας και απεσταλμένους προς αυτούς παρά του Θεού, άλλους μεν έδειραν, άλλους ελιθοβόλησαν, άλλους επριόνισαν, άλλους απέκτειναν.
Πάντες οι Προφήται από του Πατριάρχου Αβραάμ, του Μωυσέως και έως του Βαπτιστού Ιωάννου προεφήτευσαν την ελευσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· ου μόνον δε την έλευσιν, αλλά και την γέννησιν, την βάπτισιν, το κήρυ­γμα αυτού, την εκλογήν των Αποστόλων, την Μεταμόρφωσαν, την Σταύρωσιν, την Ταφήν και Ανάστασιν, την θείαν Ανάληψιν, την Κάθοδον του Αγίου Πνεύματος.
Τέλος, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», εξαπέστειλεν ο Θεός τον Μονο­γενή αυτού Υιόν εις τον κόσμον γενόμενον υπό νόμον, ως λέγει ο θείος Παύλος, «ίνα τους υπό Νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4).
Ήλθεν ο Σωτήρ, ότε η οικουμένη ευρίσκετο εν τω σκότει της απιστίας. Και καθώς, όταν ανατείλη ο αισθητός ήλιος, φυγαδεύεται και διαλύεται το σκότος, ούτως, ότε ανέτειλεν ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης εκ της αειπαρθένου και Θεο­τόκου Μαρίας, διελύθη το σκότος της ασεβείας και απιστίας και επέλαμψε το φως της θεογνωσίας και της αληθείας. Έπαυσεν η είδωλολατρεία και αι επιβώμιοι θυσίαι και έλαμψεν η ευσέβεια και η σωφροσύνη. Κατήλθε λοιπόν εκ των ουρανών ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού δια την σωτηρίαν ημών και έγινεν άνθρωπος όμοιος με ημάς κατά πάντα, έκτος της αμαρτίας, χωρίς όμως να χωρισθή της Θεότητος.
Εγεννήθη εν σπηλαίω εκ της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Ανεκλίθη εν τη φάτνη, των αλόγων. Εβαπτίσθη εν τω Ιορδάνη· επεριπάτησεν, εκοπίασεν, επείνασεν, εδίψησεν, εδίδαξε˙ και ετρεχεν άνω και κάτω ζητών την σωτηρίαν των ανθρώπων. Εύηργέτησε πάντας τους ανθρώπους και επλήρωσε την Ιουδαίαν ση­μείων και εξαισίων θαυμάτων. Αλλά οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, οι Αρχιερείς και Ιερείς, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι εκίνησαν τον λαόν, και όλοι συμφώνως κατεδίκασαν εις θάνατον τον Ιησούν και εθανάτωσαν Αυτόν.
Και λοιπόν ο γλυκύς Ιησούς, ο άκακος, ο αναμάρτητος, ος ουκ εποίησεν αμαρτίαν ουδέ ευρέθη εν τω στόματι αυτού δόλος, προδίδεται από τον μαθητήν του Ιούδαν, εγκαταλιμπάνεται από τους άλλους μαθητάς, συλλαμβάνεται από τους στρατιώτας, δένεται και σύρεται ως κατάδικος εις τον οίκον του αρχιερέως Άννα. Από του Άννα σύρεται εις του Καϊάφα και εις το Πραιτώριον του Πιλάτου. Υ­βρίζεται, ονειδίζεται, δέρεται, εμπτύεται, κολαφίζεται, χλευάζεται. Τέλος καταδι­κάζεται εις τον επονείδιστον σταυρικόν θάνατον και φέρει μόνος επ’ ώμων τον Σταυρόν (επί του οποίου έμελλε να θυσιασθή) από το Πραιτώριον εις τον Γολγοθάν. Εκεί εξαπλούται επί του Σταυρού, εμπήγουσι καρφία εις τας χείρας και τους πόδας του και με δύναμιν κτυπώσιν οι απάνθρωποι και αιμοβόροι στρατιώται τα καρφία˙ και θέτοντες στέφανον εξ ακανθών εις την κεφαλήν υψώνουσιν αυτόν εν μέσω δύο κακούργων. Και επάνω δε έτι εις τον Σταυρόν ευρισκόμενον, ενώ το αίμα τρέχει ως ποταμός εκ των πληγών, δεν χορταίνουσιν οι λυσσαλέοι λύκοι, αι άγριαι τίγρεις, αλλά και εκεί του κτυπώσι την κεφαλήν με τον κάλαμον, τον ποτίζουσιν όξος και χολήν, του λογχεύουσι την πλευράν! Ω Ουρανέ! και πως υπομένεις τοιαύτην ατιμίαν εις τον Πλάστην σου και δεν ανοίγεις τους καταρράκτας να βρέξης σκηπτούς να κατακαύσης τους αλάστορας! Ω παντέφορε Ή­λιε! πως δεν κρύπτεις το φως σου! Ω Γη! πως δεν σείεσαι, πως δεν ανοίγεις να καταπίης τοιαύτα αχάριστα πλάσματα! Ω πέτραι! πως δεν σχίζεσθε! Ω Κτίσις άπασα! πως δεν κλονείσαι προ τοιούτου φρικτού θεάματος.
Αλλ’ ω γένος Εβραίων φθονερόν, κάκιστον και αχάριστον! Γενεά πονηρά και μοιχαλίς! Αν σεις δεν αισθάνεσθε, ως ουκ ειδότες, τι ποιείτε σταυρούντες τον Ευεργέτην, τον Σωτήρα, τον Λυτρωτήν σας, τον Θεόν, τον Πλάστην της κτίσεως, λάβετε τουλάχιστον αίσθησιν από αυτήν την άψυχον κτίσιν, ελέγχουσαν την απανθρωπίαν και αναισθησίαν σας, ήτις βλέπουσα το φοβερόν θέαμα συνεκλονείτο ά­πασα. Ο ουρανός εμελανοφόρεσεν, ο ήλιος εσκοτίσθη, η γη εσείσθη, αι πέτραι εσχίσθησαν, το καταπέτασμα του Ναού ερράγη διχώς, τα μνημεία ηνεώχθησαν, οι νεκροί εκ των τάφων εξανέστησαν. Αλλά σεις, πεπωρωμένοι, αναίσθητοι και λιθοκάρδιοι, εμμένετε εις την κακίαν σας˙ ου βούλεσθε συνιέναι˙ όψεσθε εν ημέρα κρίσεως. Αλλ’ εγώ αφήνων τους Εβραίους έρχομαι προς υμάς τους Χριστιανούς και ερωτώ˙ Γινώσκετε, αδελφοί μου, αισθάνεσθε δια ποίαν αιτίαν, δια ποίον λόγον ο Χριστός εσταυρώθη; Δι’ ημάς εσταυρώθη, δια την σωτηρίαν μας.
Ίδετε, Χριστιανοί, τον Εσταυρωμένον!
Βλέπετε εκείνους τους αχράντους πόδας οι οποίοι είναι καρφωμένοι εις το ξύλον; Δι ημάς εκαρφώθησαν, δια να κατευθύνουν τους ιδικούς μας πόδας εις την οδόν της αληθείας, της ευσεβείας, της αρετής.
Βλέπετε εκείνα το άνοιγμα των χειρών; Παριστά την θερμήν αγάπην, ην έχει προς ημάς˙ δια να μας εναγκαλισθή και μας προσφέρη εις τον Ουράνιόν του Πατέρα˙ δια να μας ποιήση τέκνα του, υιούς του και θεούς κατά χάριν.
Βλέπετε εκείνην την λογχευθείσαν πλευράν, εξ ης βλύζει αίμα και ύδωρ; Το μεν ύδωρ παριστά το βάπτισμα δια του οποίου εκαθαρίσθημεν του προπατορι­κού αμαρτήματος, το δε αίμα την αναίμακτον θυσίαν, ήτις τελείται εν τοις Αγίοις θυσιαστηρίοις και του οποίου μεταλαμβάνοντες αγιαζόμεθα και ενούμεθα μετ’ αυτού γινόμενοι εν σώμα. Και καθώς μία φιλόστοργος μήτηρ δια του γάλακτός της τρέφει τα τέκνα της, τοιουτοτρόπως και ο γλυκύτατος μας Ιησούς μας τρέφει ως τέκνα του φιλόστοργα ουχί με γάλα, αλλά με αυτό το αίμα του και το σώμα του.
Ίδετε, βασιλείς, τον Βασιλέα του Παντός, από τον οποίον ελάβετε το σκήπτρον και το διάδημα. Ίδετε, Αρχιερείς και Ιερείς, τον πρώτον Αρχιερέα και Ιερέα σας, από τον οποίον έχετε την αξίαν! Ίδετε, λαϊκοί, άνδρες και γυναί­κες, νέοι, γέροντες και παιδία, τον Πατέρα σας τον φιλόστοργον. Εκείνον όστις σας τρέφει, Εκείνον όστις εποίησε τας πεδιάδας, τας κοιλάδας, τους ποταμούς, τα όρη, τας νάπας και τους δρυμούς. Ίδετέ τον πάντες πως κρεμάται επί του ξύ­λου εσταυρωμένος, κατάστικτος τοις μώλωψι, καθημαγμένος. Τρέξατε πάντες. Καταφιλήσατε τους αχράντους αυτού πόδας˙ ράνατε με δάκρυα κατανύξεως και πλύνατε αυτούς. Αγαπήσατε Αυτόν εξ όλης σας της ψυχής, καθώς και Εκείνος σας ηγάπησε, και προτιμήσατε θάνατον παρά να υποπέσητε εις αμαρτίαν θανάσιμον και λυπήσητε τοιούτον Δεσπότην και Πατέρα Φιλόστοργον˙ επειδή κάθε αμαρτία, την οποίαν ποιεί ο Χριστιανός, είναι ένας ήλος εις το σώμα του Χριστού εμπηγνύμενος. Δεν λυπείται ο Χριστός τόσον διότι τον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, όσον λυπείται διότι οι Χριστιανοί, δια τους οποίους έχυσε το αίμα του και το χύνει καθ’ ε­κάστην εις τα Άγια θυσιαστήρια, αυτοί καθ’ εκάστην τον σταυρώνουν με τας αμαρτίας των, «ανασταυρούντες αυτόν και παραδειγματίζοντες» κατά τον θείον Παύ­λο ν.
Ακούσατε, Χριστιανοί, και έλθετε εις αίσθησιν! Όσοι τρέχετε την οδόν της ασωτείας, της ασελγείας, της διαφθοράς, της μέθης, της παραλυσίας, σεις είσθε όμοιοι με τους Εβραίους, όπου έβαλαν καρφία εις τους πόδας του Ιησού! Όσοι αρπάζετε τα ξένα πράγματα, όσοι κλέπτετε και αδικείτε, σεις βάζετε καρφία εις τας χείρας του Ιησού! Όσοι έχετε υπερηφάνειαν και αλαζονείαν, σεις του βά­ζετε τον ακάνθινον στέφανον! Όσοι έχετε φθόνον εις την καρδίαν σας και φθο­νείτε τον πλησίον σας, του λογχεύετε την πλευράν! Όσοι βλασφημείτε και υβρίζετε τον Θεόν, τον εμπτύετε εις το πρόσωπον! Προσέξατε, Χριστιανοί. Όσοι αμαρτάνετε, σκεφθήτε καλώς ότι με τας αμαρτίας σας σταυρώνετε τον Χριστόν ως οι Ιουδαίοι. Σκεφθήτε ότι Αυτόν, τον οποίον βλέπετε τώρα εσταυρωμένον επί του ξύλου και τον καταφρονείτε με τα έργα σας, θα τον ίδητε μίαν ημέραν κατερχόμενον επί των νεφελών εκ του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής, ως Κριτήν φοβερόν, ζώντων και νεκρών και δικαστήν απροσωπόληπτον · και ουαί τότε υμίν! Ουαί εις όσους αποθάνουν αμετανόητοι!
Εσταυρωμένε Ιησού!. Αν δεν σε πιστεύουν οι Εβραίοι και πολλοί των ση­μερινών ψευδοφιλοσόφων, αν σε περιφρονούν και σε βλασφημούν τίνες των Χρι­στιανών, Συ είσαι Βασιλεύς του Παντός, προσκυνείσαι υπό των Αγγέλων και ο υμνείσαι παρά πάσης της κτίσεως! Ημείς οι Χριστιανοί, τα φιλόστοργα τέκνα Σου, (καίτοι αμαρτωλοί όντες) Σε πιστεύομεν, Σε ομολογούμεν, Σε κηρύττομεν, ότι είσαι Βασιλεύς του ουρανού και της Γης και πάντων των ορατών και αοράτων. Συ είσαι ο Ων και ο Ην και ο διαμένων εις αιώνας αιώνων. Βλέπομεν τους μεγά­λους και ένδοξους βασιλείς της γης˙ Αλεξάνδρους, Καίσαρας, Ναπολέοντας και άλλους αυτοκράτορας. Η βασιλεία των μέχρι θανάτου ηκολούθησε, τινών δε και προ του θανάτου έληξεν˙ η Βασιλεία όμως η ιδική Σου . Ακολουθεί και μετά θάνα­τον. Συ, αφ’ ου απέθανες δια Σταυρού ως άνθρωπος (εις τούτον τον Toπον πα­ρήλθαν 19 αιώνες και είσαι Βασιλεύς όλων των Χριστιανικών εθνών και προσκυ­νείσαι παρά πάντων˙ διότι η Βασιλεία Σου είναι Βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία Σου εν πάση γενεά και γενεά. Βλέπομεν ότι εις τους τάφους των άλλων βασιλέων κανείς δεν υπάγει να προσκύνηση, αλλ’ εις τον ιδικόν σου Ζωοδόχον Τάφον έρχονται από τα πέρατα της γης βασιλείς και άρχοντες και πάσης η­λικίας, τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι και προσκυνούν.
Ημείς οι ανάξιοι, παρεστώτες τω φοβερώ και φρικτώ τούτω Αγίω Τόπω, δοξολογίαν Σοι μετά κατανύξεως προσφέρομεν. Δέξαι τους ύμνους και τας ωδάς ημών ως θυμίαμα, δέξαι ως μύρα τα δάκρυα ημών και δος ημίν την χάριν Σου, την ευλογίαν Σου, την ειρήνην, τον φωτισμόν, την μετάνοιαν.
Δεν λυπείται ο θεάνθρωπος Ιησούς μας τόσον δια την καταφρόνησιν, την οποίαν του κάμνομεν με τα παράνομα έργα μας, με τας αμαρτίας μας, με την παράβασιν των θείων του εντολών, όσον λυπείται διότι, ενώ μας έδωκε μέσον την μετάνοιαν και εξομολόγησιν, δια των οποίων δυνάμεθα να εξαλείφωμεν τας αμαρτίας μας, ημείς μένομεν αμετανόητοι, σκληροκάρδιοι, αναίσθητοι. «Ουχί ότι επράξαμεν την αμαρτίαν αμαρτωλοί γινόμεθα, αλλ’ εάν δεν μισήσωμεν αυτήν και μεταμεληθώμεν επ’ αυτή», λέγει ο Άββας Ισαάκ. Και ο θείος Χρυσόστομος: «Ου γαρ το πεσείν χαλεπόν, αλλά τον πεσόντα κείσθαι και μη ανίστασθαι, αλλ’ εθελοκακούντα και βλακεύοντα τοις της απογνώσεως λογισμοίς την της προαιρέσεως αποκρύπτειν ασθένειαν. Το μεν γαρ αμαρτείν ίσως ανθρώπινον, το δε επιμείναι τοις αυτοίς, τούτο ουκ ανθρώπινον, αλλ’ όλον σατανικόν». Ο δε Θεολόγος Ιωάννης λέγει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος (ο Θεός), ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Ιωάνν. Καθ. Α’ 1, 9).
Έως έχωμεν καιρόν, ας μετανοήσωμεν. Φιλάνθρωπος και ελεήμων εστίν ο Κύριος· Μακρόθυμος και Πολυέλεος· και παραβλέπει τας αμαρτίας μας. «Ου κα­τά τας άνομίας ημών εποίησεν ημίν, ούδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν» ο ανεξίκακος. Καθώς δε δια τους Ιουδαίους, τους σταυρωτάς του, παρεκάλει τον εαυτού Πατέρα λέγων «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν», ούτω και δια τους Χριστιανούς, τους υβριστάς του, παρακαλεί. Είναι μεν φιλάνθρωπος, αλλ’ είναι και δίκαιος. Ως φιλάνθρωπος ελεεί και ως δίκαιος τιμωρεί, ουχί τους πταίστας και μετανοούντας, αλλά τους αμετανοήτους αμαρτωλούς. «Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό˙ και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο» (Ψαλ. 7, 13). Ως φιλάνθρωπος και ανεξίκακος υπέμενε τους Εβραίους μήπως μετανοήσουν, αλλ’, ότε είδεν ότι επέμεναν εις την κακίαν, τους παρέδωκεν εις αφανισμόν και εξολόθρευσιν, και κατεσφάγησαν υπό των Ρωμαϊ­κών στρατευμάτων˙ εξηνδραποδίσθησαν, διεσκορπίσθησαν, εστερήθησαν βασιλείας και ιερωοσύνης και ως κατηραμένοι και ωργισμένοι άχρι σήμερον περιέρχονται τήδε-κακείσε  ομοίως και τους Χριστιανούς τους υπομένει, όταν τον υβρίζουν, τον βλασφημούν, τον καταφρονούν, αναμένων την μετάνοιάν των. Αλλ’ όταν ε­πιμένουν εις την κακίαν και δεν μετανοούν, τότε τους παραδίδει εις οργήν και αφανισμόν. Οι πόλεμοι, οίτινες εγένοντο εις τας ημέρας μας, οι λιμοί και λοιμοί, αι τόσαι θλίψεις, αι τόσαι στενοχωρίαι, αι τόσαι στερήσεις, όλα είναι αποτελέσματα της αμαρτίας.
Ας μετανοήσωμεν, αγαπητοί, πριν έλθη η ώρα τού θανάτου, διότι μετά θά­νατον ουκ εστί μετάνοια. Ας μετανοήσωμεν, πριν έλθη η φοβερά ημέρα της κρί­σεως, καθ’ ην θα δώσωμεν λόγον των πεπραγμένων. Ας μετανοήσωμεν, δια να λάβωμεν την άφεσιν των αμαρτιών και άξιωθώμεν της εκ δεξιών παραστάσεως και απολαύσωμεν των αιωνίων και ατελευτήτων αγαθών, ων γένοιτο πάντας ημάς έπιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του υπέρ ημών Σταυρωθέντος Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, και ευχαίς τού Μακαριωτάτου Πατρός ημών και Πατριάρχου. Αμήν.
Όσοι ήξιώθητε και ήλθετε από μακρινούς τόπους εις προσκύνησιν τού Φρι­κτού Γολγοθά, τού Παναγίου Τάφου και των λοιπών εν Ιεροσολύμοις και Πα­λαιστίνη ιερών προσκυνημάτων, όταν συν θεώ επανέλθητε εις τας πατρίδας σας, μη λησμονήσετε εκείνα τα οποία ο Κύριος σας ηξίωσε και είδετε, αλλά να τα ενθυμήσθε και να τα διηγήσθε εις τους αδελφούς σας, τους συγγενείς σας, τους συμπατριώτας σας, και να παρακινήτε και προτρέπητε αυτούς να έρχωνται εις προσ­κύνησιν τού Παναγίου Τάφου˙ διότι μεγίστην ψυχικήν ωφέλειαν λαμβάνει ο Χρι­στιανός, όταν μετ’ εύλαβείας έρχεται και προσκυνή τους Αγίους Τόπους. Λυπηρόν πράγμα είναι να βλέπη τις πολλούς των ομογενών να μεταβαίνουν εις την Ευρώπην και να εξοδεύουν εκατοντάδας χιλιάδων εις περιπάτους, θέατρα και δια­σκεδάσεις, και εις την προσκύνησιν των Αγίων Τόπων να μη έρχωνται. Τον ιε­ρόν και Πανάγιον τούτον τόπον, όπου έστησαν οι πόδες τού Κυρίου, όπου τα φο­βερά ετελεσιουργήθησαν μυστήρια, τον φυλάττουν και επιτηρούν ως άγρυπνοι φύ­λακες και στρατιώται οι ενταύθα παρεδρεύαντες Αγιοταφίται αδελφοί, οίτινες σή­μερον υλικώς υποφέρουν και στενάζουν. Είναι άξιοι συγχαρητηρίων ως προς την φύλαξιν και επιτήρησιν των ιερών προσκυνημάτων διότι πολλάκις και αυτήν την ζωήν των προέβαλαν εις κίνδυνον, ίνα φυλάξουν την ακρόπολιν ταύτην της Ορθοδοξίας. Αναγκαίον και πρέπον λοιπόν είναι, ιδίως ημείς οι Έλληνες, κατά το δυνατόν να βοηθώμεν τον Πανάγιον Τάφον και τους Πατέρας και αδελφούς της άγιας Μονής ταύτης˙ και όσοι δεν δυνάμεθα δι έργου, δια λόγου ας προτρέπωμεν τους αδελφούς μας να συντρέχουν τον Πανάγιον Τάφον.
Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος Τόμος Α’
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη
Share Button