ΠΗΓΗ. Αρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, ηγουμ. Ι. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών]
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΡΩΜΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΟΥ», σειρά «ΑΝΘΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ» τ. 6, Εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ» ©)
Ένας άλλος σπουδαίος μαθητής του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, είναι και ο βιογραφούμενος εδώ όσιος Ρωμύλος. Αυτός εγεννήθη περί το 1310 μ.Χ. εις την περίδοξο πόλι της Βιδύνης, όπου ευρίσκεται εις το ΒΔ άκρο της Βουλγαρίας. Ο πατέρας του «ρωμαίος ην το γένος», δηλαδή Έλληνας, και η μητέρα του «εκ των βουλγάρων». Η νεανική σύνεση και η άρετή του γίνονται γνωστές εις όλους, αλλά οι γονείς του προσπαθούν να τον νυμφεύσουν, έστω και χωρίς την συγκατάθεση του.
Οι αρνήσεις του για ένα επίγειο γάμο δεν εύρισκουν κατανόησι· έτσι αποφασίζει να ασπασθεί τον βίο της ασκήσεως, έστω και άνευ της πατρικής συγκαταθέσεως, διότι γνώριζε πως «ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος».Έρχεται ανατολικότερα εις την περιοχή της Ζαγοράς και εις την τότε πρωτεύουσα του κράτους, το κάστρο του Τυρνόβου. Ως «η διψητικοτάτη έλαφος επί τας πηγάς των υδά-
των», έτσι και αυτός φλεγόμενος από θείο πόθο, εισέρχεται εις το εκεί μοναστήρι της Θεομήτορος Οδηγητρίας και λαμβάνει το αγγελικό Σχήμα, μετονομαζόμενος από Ράϊκος εις Ρωμανό. Εις ολίγο χρονικό διάστημα, οι πολλές αρετές του, και προπαντός «η ενοικούσα τη ψυχή αυτού ταπείνωσις», τον καθιστούν αγαπητό εις όλους, όπου
τον ονομάζουν πλέον Καλορώμανο.
Είναι η ευλογημένη εποχή οπού ήλθε εις τα Παρόρια ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Η φήμη του εξαπλώνεται παντού και ο θείος Ρωμανός ζητεί και λαμβάνει την ευχή του γέροντός του να υποταχθεί εις τον Έλληνα ησυχαστή. Το διακριτικό βλέμμα του ιερού Σιναΐτου πατρός διακρίνει ότι ο νέος μοναχός είναι εργάτης της αρετής, γι᾽ αυτό και δεν αμελεί να του προσθέσει κοπιώδη διακονήματα. Εις όλα ανταποκρίνεται
πλήρως προς τις προσδοκίες του αγίου Γρηγορίου, και μετά τον θάνατο αυτού, περί το 1346 μ.Χ., «δια τον πειρασμόν των ληστών», αναχωρεί «των Παρορίων και εις την Ζαγοράν» πάλι επιστρέφει. Μετ’ ολίγoν, μαθαίνοντας ότι ο βασιλεύς Ιωάννης Αλέξανδρος απεδίωξε τους ληστάς, επανέρχεται εις «την έρημο των Παρορίων», συνεχίζων την άκρως ασκητική βιοτή του και κοσμούμενος με «την των δακρύων δωρεάν
και χάριν». Ο φόβος, όμως των αγαρηνών δεν του επιτρέπει επί πολύ να απολαύση την εκεί ησυχία και «άκων εις την Ζαγοράναπέρχεται», αλλ᾽ εκ νέου «εις τα Παρόρια αφικνουται, επειδή φιλέρημος ην». Εδώ λαμβάνει το μέγα αγγελικό Σχήμα και «Ρωμύλος μετονομάζεται». Παραμένει επί πενταετίαν «παλαίων μετά δαιμόνων», αλλ᾽ επιστρέφει πάλι δια τελευταίαν φοράν εις την Ζαγορά, εξ αιτίας των επιδρομών «των
της Άγαρ απογόνων». Απ᾽ εκεί συντόμως αναχωρεί δια «το άγιον όρος του Άθωνος» και εγκαθίσταται «πλησίον της ιεράς λαύρας», όπου ήδη ανθεί η ησυχαστική κίνησι και πολλοί «πατέρες ομότροποι oικούν».
Αλλά τώρα πλέον, οι αρετές του είναι πολλές και δεν ημπορεί να κρυφθή, ως «πόλις επάνω όρους κειμένη». «Πεπειραμένος ων τα των μοναχών» προσελκύει πλήθη «αναχωρητών και μιγάδων», οι οποίοι σαγηνεύoνται από τους θείους λόγους του, «ως η μαγνήτης λίθος έλκει τον σίδηρον». Βλέπει κανείς «κατηφείς, ξηρούς, σκληρούς, εκ δαιμόνων η εξ ανθρώπων τούτο πάσχοντας», και δια της πλήρους χάριτος και δυνάμεως νουθεσίας του, αλλά και της νηπτικής διδασκαλίας του, να φεύγουν
«φαιδροί τω προσώπω και τη ψυχή».
Οι τραγικές, όμως, ιστορικές συνθήκες της εποχής, καθώς πλέον η χιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνταράσσεται από τις μουσουλμανικές βαρβαρικές ορδές, δεν αφήνουν ανεπηρέαστους ούτε τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Τότε, «οι πλείους των αναχωρητών εξέφυγον», και μαζί των ούτος ο Άγιος», ο οποίος φθάνει εις τον
Αυλώνα της Αλβανίας. Εδώ, προς χάριν των «μυριοπαθών» εκείνων ανθρώπων, αναδεικνύεται «ισαπόστολος, πάντας εις ενότητα της αληθούς πίστεως συγκαλών» με τον «κεχαριτωμένον λόγον του». Επειδή, όμως, «μεγάλως υπερετίμων αυτόν, εις την Σερβίαν απέρχεται», πλησίον του Μοναστηρίου της Ραβενίτσης, όπου τελειώνει τον
πολύαθλο επίγειο βίο του περί το 1380.
Ο Θεός, και μετά την κοίμησί του, τον δοξάζει με «την χάριν του ιάσθαι πάσαν ασθένειαν και παν πάθος», ώστε να προσέρχωνται πλήθη ανθρώπων δια να προσκυνήσουν τον τάφο και τα τίμια αυτού λείψανα, τα
οποία μέχρι σήμερον φυλάσσονται εις την Ιερά Μονή της Ραβανίτσης.
Το γεγονός της συντάξεως Ακολουθίας προς τιμήν του, υπό του Μητροπολίτου Βιδυνίου Ιωάσαφ, δεκαετία μόλις από της κοιμήσεώς του, δείχνει την γρήγορο εξάπλωση της φήμης του ως θαυματουργού και την άμεσο αναγνώρισή του ως Αγίου υπό της Εκκλησίας, η οποία τιμά την μνήμη του τη ιη/ του μηνός Σεπτεμβρίου. (Η ημερoμηνία αυτή αναφέρεται το πρώτον εις μίαν παράφρασι του Βίου εν έτει 1904 –όρα σχετικώς κατωτέρω και εις όλους τους νεωτέρους Συναξαριστάς. Εις τον κώδικα 73,
όμως, της Ι. Μ. Δοχειαρίου σημειώνεται: «Μην Νοέμβριος κατά α/».
Ο μακαριστός Σέρβος π. Ιουστίνος Πόποβιτς [άγιος] καταχωρεί την μνήμη του τη ιϛ/ Ιανουαρίου, ενώ ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δεν τον αναφέρει καθόλου).
‘Ενα ζήτημα το όποιον θα ξενίσει ίσως τους φιλόθεους αναγνώστες και το
οποίον αξίζει, όμως, να εξετασθεί είναι οι συχνές μετακινήσεις του βιογραφούμενου Οσίου. Καθ’ όσον μάλιστα συνέβαιναν εις μίαν παλαιοτέρα εποχή, οπού οι μετακινήσεις ήσαν δυσκολότερες, αλλ᾽ ιδίως επειδή ο όσιος Ρωμύλος ανήκε εις την χορεία των ησυχαστών Αγίων. Τι να είπη ο σημερινός μοναχός, ο οποίος έχει μεν δώσει υπόσχεση να «παραμείνη τω Μοναστηρίω έως εσχάτης του αναπνοής», αλλά τον δελεάζει η ευκολία της μετακινήσεως οπού είναι πολύ μεγάλη, και δεν τον ενισχύει η ησυχαστική πνευματικότητα οπού είναι τόσο χαμηλή; Είναι βεβαίως γεγονός ότι σήμερον δεν μας «χωρά ο τόπος», και όλοι μας, είτε μοναχοί είτε λαϊκοί, μετακινούμεθα συνεχώς, ευρισκόμενοι εις μίαν διαρκή και άσκοπο περιπλάνηση. Όμως, δεν μας «χωρά ο τόπος», όχι χάριν της μεγάλης κινητικότητας της εποχής μας, αλλά διότι έχομε, κατά
βάθος, ένα ανυπότακτο «Εγώ», όπου δεν θέλει να δεσμευθεί εις ένα ορισμένο τόπο, να σταθή εις ένα σημείο εφ᾽ όρου ζωής. Νιώθομε τον χώρο ως ένα αφηρημένο πεδίο και η αντίληψη μας γι᾽ αυτόν, ως άμεσο αποτέλεσμα της φυσιοκρατικής παιδείας μας, είναι μηχανιστική η έστω συναισθηματική. Δεν διανοούμεθα να δημιουργήσομε ένα τύπο σχέσεως με τον χώρο, να δεθούμε με ένα τόπο, να περιορισθούμε εις ένα μέρος,
όπως το οικιακό δωμάτιο η το μοναχικό κελί, το οποίο είναι ικανό να «μας διδάξη τα πάντα», κατά τον αββα Μωϋσή. Αλλ’ οι μετακινήσεις του βιογραφούμενου Οσίου είχαν ένα διαφορετικό χαρακτήρα από τον σημερινό αενάως περιπλανώμενο τρόπο ζωής μας, γιατί δεν συνδέονται τόσο με την εσωτερική του παρόρμηση, όσο με τις εξωτερικές ιστoρικές συνθήκες της εποχής εκείνης. Ο ίδιος ήτο ένας μοναχός άκρας
ησυχαστικής νοοτροπίας, όπως αμέσως θα διαπιστώση ο αναγνώστης, με πλήρη αποταγή των εγκοσμίων, βαθύ πόθο της ερημικής ζωής, μεγάλη διάθεσι υπακοής, συνεχή αποφυγή της συγχύσεως και των ματαίων μεριμνών. Είχε την συνείδησι κάθε φορά πως, εις τον τόπο οπού εξ ανάγκης μετεκινείτο, θα διέμενε έως τέλους της ζωής του,
κάτι οπού αποτελεί ασφαλές κριτήριο απλανούς ασκητικού βίου.
Αλλ᾽ οι συνεχείς επιδρομές των Τούρκων, οπού ολοέν και περισσότερον εισέδυαν εις τα εδάφη της εξασθενημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν επέτρεπαν επί πολύ εις τους κατοίκους, και ιδιαιτέρως εις τους μοναχούς, να ησυχάζουν και να ζουν απερίσπαστα.
Μέσα εις τέτοιες τραγικές συνθήκες ακουσίου ξερριζωμού, η μόνη μετά Θεόν παρηγορία των ήτο η οικουμενική συνείδησι, την οποίαν ενέπνεαν οι αρχαί του ησυχασμού και ενεθάρρυνε η πανορθόδοξος έννοια του Ρωμαίου (Ρωμηού η Βυζαντινού) πολίτου, ώστε μετακινούμενοι εις όλο το πλάτος της Βαλκανικής Χερσονήσου να αισθάνωνται γνώριμοι και οικείοι, ωσάν εις την ιδιαιτέρα πατρίδα των.