Ο μακαριστός Χριστόδουλος ήταν ένας ιδιαίτερος αρχιεπίσκοπος, όταν αποφάσισε τουλάχιστον να φέρει την εκκλησία κοντύτερα στην κοινωνία και να μιλήσει για πολλά και διάφορα, εναλλάσσοντας συχνά τον θεσμικό του ρόλο με εκείνον του απλού ανθρώπου και πιστού χριστιανού.
Ήταν ο αρχιεπίσκοπος που μίλησε τη γλώσσα των νέων, που κάλεσε όλους στη μεγάλη αγκαλιά της εκκλησίας, που ασχολήθηκε με μεγάλα και μικρότερα ζητήματα της κοινωνίας, αφήνοντας ταυτοχρόνως κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο μέσω του θεσμού που επέβλεπε.
Η σύντομη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πορεία του στο τιμόνι της Εκκλησίας της Ελλάδος άφησε τη δική της σφραγίδα στη δημόσια ζωή του τόπου, αν και πολλές φορές ασχολήθηκε με θέματα που υπερέβαιναν τον θεσμικό του ρόλο, συγκεντρώνοντας την κριτική για υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του.
Ο αντισυμβατικός ιεράρχης που ήθελε να τον θυμόμαστε με το όνομά του, ως τον «Χριστόδουλό μας» δηλαδή, βρέθηκε συχνά αντιμέτωπος με την οργανωμένη πολιτεία προκαλώντας αμηχανία τόσο εντός των εκκλησιαστικών κόλπων όσο και μεταξύ των πιστών.
Κι έτσι πλάι στο θεάρεστο έργο του να προσφέρει ανακούφιση και αλληλεγγύη στους δοκιμαζόμενους συμπολίτες μας συνυπήρχε η ιερή σταυροφορία του για τη μη απαλοιφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, μια προσωπική οδύσσεια που δίχασε την ελληνική κοινωνία, αλλά και οι εμφατικές δηλώσεις του για κέντρα που επιβουλεύονται τη χριστιανοσύνη και επιζητούν την αποχριστιανοποίηση του έθνους.
Από τις πράξεις και τα κηρύγματά του επανήλθε στον δημόσιο λόγο η σχέση πολιτείας-εκκλησίας, την ίδια στιγμή που ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και η συνήθειά του να εναλλάσσει μεταξύ προκαθημένου της εκκλησίας και απλού πολίτη μπέρδεψε πολλούς στην πορεία, καθώς δεν ήταν πάντα σαφές αν μιλούσε ως άρχοντας της πίστης ή ως καθημερινός άνθρωπος που τον προβλημάτιζαν διάφορες πτυχές της κοινωνίας.
Γι’ αυτό ίσως οδηγήθηκε ο εξαιρετικά μορφωμένος αρχιεπίσκοπος στην ολομέτωπη ρήξη του με το ελληνικό κράτος, χρησιμοποιώντας την απαράμιλλη απήχησή του και την αναντίρρητη επιρροή που ασκούσε στον λαό για τη συνέχιση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, προτείνοντας δημοψήφισμα και συγκεντρώνοντας τελικά 3 εκατομμύρια υπογραφές για να πείσει την κυβέρνηση για το δίκαιο του ιερού του αγώνα.
Αν και αυτό δεν αποκαλύπτει την πλήρη έκταση της προσωπικότητάς του, καθώς μπορεί πλέον η πολιτική εξουσία να τον αντιμετώπιζε με καχυποψία και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες να εμφανίζονταν διχασμένοι, ο λαός ωστόσο τον λάτρευε, καθώς αυτός ο αρχιεπίσκοπος έπαιρνε τουλάχιστον πρωτοβουλίες και δρούσε!
Όπως ο αγώνας του να προσεγγίσει τη νέα γενιά και τα παροιμιώδη ανέκδοτά του, πού έδωσαν στον θεσμικό του ρόλο ένα πιο καθημερινό και προσπελάσιμο πρόσωπο: «Ελάτε έτσι όπως ακριβώς είστε, με το τζιν, τα σκουλαρίκια και τις κοντές φούστες», καλούσε τη νεολαία να εκκλησιάζεται, ενώ ταυτοχρόνως δεν δίστασε στο επικοινωνιακό του έργο να δανειστεί και αργκό φράσεις της νέας γενιάς λέγοντας ότι «την πάει»!
Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος που άφησε το στίγμα του βαθιά χαραγμένο στον κλήρο αλλά και τις καρδιές του λαού ήταν μια πολύπλευρη προσωπικότητα, ένα σωστό φαινόμενο της ελληνικής κοινωνίας που δύσκολα θα ξαναπεράσει από τη θέση αυτή…
Πρώτα χρόνια
Ο Χρήστος Παρασκευαΐδης γεννιέται 17 Ιανουαρίου 1939 στην Ξάνθη από οικογένεια προσφύγων με καταγωγή από την Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης. Σε ηλικία 2 ετών, η ξεριζωμένη οικογένεια αναγκάζεται να μετακομίσει για άλλη μια φορά, τώρα στο μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας, καθώς ήταν τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου και οι κίνδυνοι πολλοί. Εκεί θα μεγαλώσει ο Παρασκευαΐδης, στους δρόμους της Κυψέλης, αποφοιτώντας κάποια στιγμή από το Λεόντειο Λύκειο της Πατησίων με άριστες μάλιστα επιδόσεις.
Παρά το γεγονός ότι αποφασίζει να σπουδάσει νομικά, ξέρει ήδη από την εφηβεία του ότι θέλει να φορέσει το ράσο: «Μα εγώ θα γίνω παπάς», εξομολογείται σε οικείους και φίλους ήδη από τα μικράτα του. Το 1962 παίρνει το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή και πέντε χρόνια αργότερα θα λάβει και τον δεύτερο πανεπιστημιακό του τίτλο, από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από τα 18 του εργαζόταν βέβαια ως ιεροψάλτης στην εκκλησία της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, καθώς ο εκκλησιαστικός βίος έμοιαζε να τον κερδίζει. Παρά ταύτα, συνέχισε τις σπουδές του στη θεολογία και το 1982 αναγορεύεται διδάκτορας Κανονικού Δικαίου (από τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου). Παράλληλα, σπουδάζει βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Αθηνών και μαθαίνει άπταιστα αγγλικά και γαλλικά, αλλά και ιταλικά και γερμανικά κατόπιν.
Από το 1961 είχε ωστόσο χειροτονηθεί διάκονος (στα Τρίκαλα) και πρεσβύτερος το 1965 στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου, την οποία θα υπηρετήσει ως ιεροκήρυκας για τα επόμενα 9 χρόνια. Είχε ήδη προηγηθεί ο καιρός που πέρασε ως μοναχός από τη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όταν και άρχισε να εμφορείται από το όραμα ενός κοινωνικού και ιεραποστολικού μοναχισμού.
Σε αυτό έπαιξε αναμφίβολα ρόλο η γνωριμία του, ήδη από την εποχή που ήταν ψάλτης στην Αγία Ζώνη της Κυψέλης το 1957, με τον μετέπειτα μητροπολίτη Πειραιώς, Καλλίνικο, αλλά και τον επίσης μητροπολίτη αργότερα Καλαβρύτων, Αμβρόσιο, με την τριανδρία των κληρικών να ιδρύει το 1958 τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι…
Ο πολιτικοποιημένος μητροπολίτης Δημητριάδος
Η Ιεραρχία, εκτιμώντας τις πρωτοφανείς για την εποχή περγαμηνές του (διδάκτορας Θεολογίας αλλά και κάτοχος τίτλων τεσσάρων ξένων γλωσσών!), τον διορίζει γραμματέα της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’ και στις 14 Ιουλίου 1974 τον εκλέγει και τον χειροτονεί μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού. Ήταν μόλις 35 ετών και ο νεότερος στην ιεραρχία!
Ο νέος μητροπολίτης του Βόλου πιάνει αμέσως δουλειά και αφήνει σπουδαίο έργο στην πόλη: ιδρύει εκκλησιαστικό πτωχοκομείο και οίκο ευγηρίας, ιδρύει κατασκηνώσεις, κατηχητικά, οικογενειακά κέντρα συμπαράστασης, ραδιοφωνικό σταθμό, την ίδια στιγμή που χορηγεί εκκλησιαστικές υποτροφίες και συγκαλεί κληρικολαϊκές συνελεύσεις.
Οι κληρικοί που χειροτονούνται από τον νέο μητροπολίτη είναι στην πλειονότητά τους θεολόγοι, την ίδια στιγμή που ο Χριστόδουλος δείχνει την πολύπλευρη προσωπικότητά του συγγράφοντας βιβλία και κυκλοφορώντας ενημερωτικά έντυπα θρησκευτικού, εκκλησιαστικού αλλά και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Ταυτοχρόνως, είναι ο μητροπολίτης που εκπροσωπεί την ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας σε διεθνείς συναντήσεις.
Την ίδια εποχή, ο μαχητικότατος ιεράρχης θα επιδείξει τις πρώτες ριπές του αγώνα του για την υπεράσπιση των εκκλησιαστικών κεκτημένων. Σε τηλεοπτική εκπομπή του 1987, ο ίδιος και ο τότε μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως, Άνθιμος, υπεραμύνονται της εκκλησιαστικής περιουσίας και αυτών που θεωρούν δίκαια απέναντι στον υπουργό Παιδείας Αντώνη Τρίτση…
Μετά ακολουθούν, όπως θυμόμαστε, τα τρία συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας με κεντρικό ομιλητή τον Χριστόδουλο, με συνθήματα όπως «Κάτω τα χέρια από την εκκλησία» κ.λπ.
Τα χρονικά του στη Μητρόπολη του Βόλου σημαδεύτηκαν πάντως από άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο και ανάγκασε το δημοτικό συμβούλιο της πόλης να τον κηρύξει ανεπιθύμητο, κάνοντας λόγο στο ψήφισμά του τον Ιούνιο του 1984 ότι ο ιεράρχης είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ’ αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών»…
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος
Στις αρχαιρεσίες για τη διαδοχή του μακαριστού Σεραφείμ στις 28 Απριλίου 1998, ο Χριστόδουλος εκλέγεται με διευρυμένη πλειοψηφία αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Η ενθρόνισή του λαμβάνει χώρα στις 9 Μαΐου στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών παρουσία προκαθημένων άλλων εκκλησιών, πολιτικών αρχηγών και πλήθους λαού. Η εκφώνηση του επιβατηρίου λόγου του προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην κοινή γνώμη…
Σύντομα όλοι θα έκαναν λόγο για τον νέο αρχιεπίσκοπο που καλούσε τη νεολαία να πλησιάσει την εκκλησία -«ακόμα και με το σκουλαρίκι»- και ζητούσε συγγνώμη από τους νέους για όσα δεν έγιναν από τους μεγαλύτερους. Από την πρώτη στιγμή ο νέος προκαθήμενος της εκκλησίας αρχίζει να ασχολείται με την αναζωογόνηση των υπηρεσιών της εκκλησίας ρίχνοντας το βάρος στον φιλανθρωπικό τομέα.
Υπό την άμεση επίβλεψή του, προάγεται το έργο της εκκλησίας σε ολόκληρο τον κοινωνικό τομέα και ιδρύονται νέοι οργανισμοί που καλύπτουν τομείς όπως η βιοηθική, η μέριμνα για τους τοξικομανείς, η κακοποιημένη γυναίκα και η άγαμη μητέρα. Επιπλέον, επί ημερών του ιδρύονται και στελεχώνονται 14 συνοδικές επιτροπές στην Αρχιεπισκοπή, αναμορφώνεται η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, συστήνεται γραφείο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενισχύονται τα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, με τον Χριστόδουλο να παρεμβαίνει στο έργο της πολιτείας και να δίνει επιδότηση τρίτου παιδιού στις χριστιανικές οικογένειες της Θράκης.
Επίσης, μέσω της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Αλληλεγγύη», ο αρχιεπίσκοπος αποφασίζει να παρέμβει σε διεθνές επίπεδο, στέλνοντας ανθρωπιστική βοήθεια όπου χρειάζεται στον πλανήτη. Ταυτοχρόνως, στο πλαίσιο της επικοινωνιακής αποστολής της εκκλησίας, ίδρυσε τον διαδικτυακό κόμβο της εκκλησίας, δημιουργώντας συγχρόνως ψηφιακή βιβλιοθήκη σε εννιά γλώσσες, πινακοθήκη, μουσικοθήκη και πύλη πολιτιστικών ειδήσεων στα ελληνικά και τα αγγλικά, εισάγοντας έτσι την εκκλησία στην ψηφιακή εποχή. Στο ίδιο μήκος κύματος, αναβάθμισε τον ραδιοφωνικό σταθμό της εκκλησίας, κυκλοφόρησε νέο περιοδικό, την «Τόλμη», ενώ εκσυγχρόνισε και τα ήδη υπάρχοντα «Εφημέριος» και «Εκκλησία».
Στο θεάρεστο βέβαια έργο του ήρθαν να προστεθούν μια σειρά από αμφιλεγόμενα περιστατικά που προκάλεσαν πλήθος αντιδράσεων στην ποιμαντορία του. Όπως η διαβόητη δήλωσή του για την άγνοια των τραγικών γεγονότων της χούντας των συνταγματαρχών, όταν απάντησε ως εξής σε ερώτηση για τα βασανιστήρια της δικτατορικής τριανδρίας: «Ομολογώ ότι δεν ήξερα πως γίνονταν βασανιστήρια, πως υπήρχε ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όλα αυτά ήρθαν στο φως μετά. Δεν πειράζει, μπορεί να τα ήξερε ο τότε αρχιεπίσκοπος, αν τα ήξερε και σιώπησε έκανε άσχημα. Στον κύκλο μου δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, δεν άκουγα ξένους σταθμούς, εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί, γιατί εγώ τότε σπούδαζα».
Οι κριτικές γύρω από τη δήλωσή του στράφηκαν στο γεγονός ότι μεταξύ 1968-1974 ήταν γραμματέας της Ιεράς Συνόδου (επί αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’) και δεν ήταν δυνατόν να μην είχε ακούσει για τη διεθνή κατακραυγή κατά των χουντικών βασανιστηρίων, καθώς και στην ίδια τη Σύνοδο κατέφταναν σωρηδόν οι εκκλήσεις βοήθειας και οι απελπισμένες επιστολές των συγγενών των βασανισμένων.
Μετά ήρθαν οι εμπρηστικές και διχαστικές δηλώσεις του για την ομοφυλοφιλία, την οποία αποκαλούσε «κουσούρι» ζητώντας επιπρόσθετα την ποινικοποίησή της: «Του Κράτους πρωτοβουλία είναι η νομιμοποίηση των ομοφυλοφίλων, που αναγνωρίζονται σαν νόμιμα υπάρχουσα κατάσταση, αντί να θεσπιστούν αυστηρές ποινές για κείνους που ντροπιάζουν την ανθρώπινη αξίαν και παραδίδονται στα έργα της ατιμίας, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος».
Στη συλλογιστική του πρώτου τη τάξει μητροπολίτη, οι ομοφυλόφιλοι συγκαταλέγονταν στη χορεία εκείνων που «μεθοδεύουν τη σταδιακή αποδυνάμωση του ελληνισμού στην κοιτίδα του και την κοινωνική αποσύνθεση», διαπιστώνοντας ότι «η ομοφυλοφιλία εγείρει αναιδή κεφαλήν, οργανώνεται εις επισήμους συλλόγους, πραγματοποιεί δημοσίας εντυπωσιακάς συγκεντρώσεις προβολής των ‘‘δικαίων αιτημάτων’’ της και αγωνίζεται με την βοήθειαν ‘‘φιλελευθέρων’’ πολιτικών, ‘‘επαναστατημένων’’ καλλιτεχνών και υπερκιτρίνων δημοσιογραφικών γραφίδων διά την δικαίωσίν της».
Ακολούθησε η δημόσια έκφραση ιμπεριαλιστικών θέσεων εθνικού αλυτρωτισμού, όπως «Να πάρουμε την Πόλη», και η σαφώς πολιτική τοποθέτηση κατά της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τρόπο που δεν προσιδίαζε σε προκαθήμενο θρησκεύματος: «Δεν μπορούν οι βάρβαροι να έρθουν στην οικογένεια των χριστιανών»!
Στο ομολογουμένως ογκώδες συγγραφικό του έργο συναντάμε περίεργες απόψεις περί «φωταδιστές» που απειλούν τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», ακόμα και επιστημονικοφανείς προτάσεις για λοβοτομή των αντιρρησιών συνείδησης! Διαβάζουμε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» (8/7/1997): «Γι’ αυτό και ο γάλλος καθηγητής J.-P. Cattelain στο επιστημονικό του έργο ‘‘L’ objection de Consience’’, 1982, σ. 38, αναφέρεται στις εργασίες διεθνούς ιατρικού συνεδρίου όπου υπεστηρίχθη ότι η πλειοψηφία των αντιρρησιών συνειδήσεως είναι άτομα ψυχοπαθή, ότι ευρίσκονται στην αρχή της σχιζοφρένιας, ότι η προβαλλόμενη αντίρρηση συνειδήσεως αποτελεί παθολογική κατάσταση και ότι για τον λόγο αυτόν εφηρμόσθη η μέθοδος της λοβοτομής προκειμένου να θεραπευθεί ο ασθενής».
Αν και η πλέον πολιτική του κίνηση θα ήταν το διχαστικό σκηνικό με τις ταυτότητες και η ολομέτωπη σύγκρουσή του με την κυβέρνηση Σημίτη. Όπως θυμόμαστε, η ιερή σταυροφορία ξεκίνησε την άνοιξη του 2000 και συνεχίστηκε για δύο ολόκληρα χρόνια, όταν ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Σταθόπουλος, δήλωσε μία εβδομάδα μετά τις εκλογές του 2000 ότι το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ίσχυε από το 1997. Η τοποθέτηση του εκλεγμένου υπουργού επέσυρε τη μήνη του αρχιεπισκόπου, ο οποίος με το περιβόητο «Σε αυτό τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός» κήρυξε τον ανένδοτο στην κυβέρνηση Σημίτη, επανερχόμενος μέρες αργότερα και διαμηνύοντας προς πάσα κατεύθυνση: «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δούνε ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας».
Ο μακαριστός Χριστόδουλος κατέβασε τον λαό στον δρόμο σε δύο πολυπληθείς «λαοσυνάξεις» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (Ιούνιος του 2000), εξηγώντας πως «Πιστέ και αγαπημένε λαέ, δεν ήλθα να σας διεγείρω. Ήλθα να σας εξηγήσω. Δεν ήλθα να σας φανατίσω. Ήλθα να σας ενημερώσω». Τα πλήθη των πιστών παραληρούσαν ρυθμικά πως «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία» και δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναγνώρισαν στον αρχιεπίσκοπο πολιτικό φλερτ με τη Δεξιά: «Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί, δεν εφαρμόζεται» διακήρυσσε, προειδοποιώντας ταυτοχρόνως πως «την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει, ξεράθηκε».
Στο αρχιεπισκοπικό στόχαστρο μπήκαν οι «προοδευτικάριοι», οι «θιασώτες της Ευρώπης», η «ιντελιγκέντσια» και η κυβέρνηση Σημίτη, την ίδια ώρα που η κίνησή του να κρατήσει στην εξέδρα του Συντάγματος αντίγραφο του λαβάρου της εθνικής επανάστασης του 1821 προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας του πολιτικού κόσμου. Τελικά, τον Αύγουστο του 2001, ο Χριστόδουλος ανακοίνωσε σε ειδική συνέντευξη Τύπου ότι η Σύνοδος συγκέντρωσε περισσότερα από 3 εκατομμύρια υπογραφές πιστών, οι οποίοι ζητούσαν δημοψήφισμα για την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες (ανάμεσά τους και εκείνη του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστα Καραμανλή). Η Προεδρία της Δημοκρατίας έβαλε ωστόσο το θέμα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας θεωρώντας πως «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».
Η οσμή πολιτικής πίσω από το θέμα άρχισε να διαφαίνεται όταν το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος επανήλθε στον δημόσιο λόγο πριν από τις εκλογές του 2004, αν και μετεκλογικά, στην πρώτη μάλιστα συνάντησή του με τον νέο πρωθυπουργό Καραμανλή, ο αρχιεπίσκοπος το έθεσε ουσιαστικά στο αρχείο μαζί με τα ξεχασμένα πια δελτία υπογραφών. Το υπεσχημένο δημοψήφισμα ξεχάστηκε αναπάντεχα και από τους δύο…
Μετά το διχαστικό για τον λαό δίλημμα, άρχισε η κρίση της ελληνικής εκκλησίας με το οικουμενικό πατριαρχείο, η οποία κράτησε όπως θυμόμαστε μέχρι το 2004, όταν και πήρε τέλος μετά τη ναυαγοσωστική παρέμβαση της τότε υπουργού Παιδείας, Μαριέττας Γιαννάκου.
Στα θετικά της ποιμαντορίας του, του πιστώνεται η επαναπροσέγγιση με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, καθώς ο Χριστόδουλος όχι μόνο ήταν θετικός στην επίσκεψη του πάπα στην Αθήνα αλλά εργάστηκε μεθοδικά για να πείσει τους άλλους ανένδοτους ιεράρχες. Στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο και παρουσία των μελών της Ιεράς Συνόδου, ο ποντίφικας απολογήθηκε για τα δεινά του παρελθόντος και ο Χριστόδουλος ήταν ο πρώτος που τον χειροκρότησε.
Πέντε χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2006, ο αρχιεπίσκοπος θα ανταποδώσει την επίσκεψη του πάπα πηγαίνοντας στο Βατικανό και συναντώντας πλέον τον νεοεκλεγέντα πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’, με τον πάγο μεταξύ των δύο Εκκλησιών να αρχίζει σιγά σιγά να λιώνει…
Ο ανατρεπτικός και πολιτικοποιημένος αρχιεπίσκοπος εκοιμήθη στις 28 Ιανουαρίου 2008, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, αφήνοντας την τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών…