15. Δὲν στράφηκα πίσω
ΑΜΑΡΤΗΣΑ στὸν Θεὸ ὅπως ἄλλος
κανένας ἄνθρωπος στὸν κόσμο.
Ὅτι μιλάω ἔτσι ἀπὸ ταπείνωση
κανένας μὴ νομίσει : ἁμάρτησα πραγματικά,
εἶναι ἀλήθεια, πάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Κάθε ἁμαρτία —νὰ στὸ πῶ μὲ μιὰ κουβέντα—
καὶ κάθε κακία, τὴν ἔκανα.
Κι ὅμως μὲ κάλεσε, τὸ εἶδα,
καὶ δὲν ἄργησα καθόλου νὰ ὑπακούσω. …
Ἔτρεχε κι ἔτρεχα μὲ ὁρμὴ ἀπὸ κοντά.
Ὅπως ὁ σκύλος κυνηγάει τὸν λαγό,
ἔφευγε, καὶ τὸν ἔπαιρνα στὸ κυνήγι.
Ὅταν χάθηκε μακριά μου
ὁ Σωτήρας καὶ κρύφτηκε
τὴν ἐλπίδα ἐγὼ δὲν ἔχασα,
δὲν εἶπα πὼς τὸν ἔχασα
νὰ γυρίσω πίσω,
ἀλλὰ ὅπου εἶχα βρεθεῖ
ἐκεῖ καθόμουν κι ἔκλαιγα
θρηνοῦσα καὶ τὸν φώναζα
ὁ Κύριός μου ποῦ κρύφτηκες;
Λοιπόν, ἔτσι ποὺ ἤμουν πεσμένος
καὶ φώναζα – παρουσιαζόταν!
Πιὸ κοντὰ δὲν γίνεται!
Τὸν ἔβλεπα κι ἀναπηδοῦσα
ὁρμοῦσα νὰ τὸν ἁρπάξω,
κι ἔφευγ’ ἐκεῖνος γρήγορα,
ἔτρεχα ἐγὼ μὲ δύναμη
συχνὰ τὸν ἔφτανα
τὸ ροῦχο Του ἅρπαζα,
στεκόταν γιὰ λίγο Ἐκεῖνος,
χαιρόμουν ἐγὼ πολύ,
καὶ πάλι ἀμολιόταν
τὸν κυνηγοῦσα
κι ἔτσι
ἔφευγε, ἐρχόταν
κρυβόταν, φαινόταν –
καὶ δὲν στράφηκα πίσω.
Δὲν κουράστηκα οὔτε λίγο
δὲν σταμάτησα νὰ τρέχω
δὲν εἶπα μὲ κοροϊδεύει, καθόλου,
ὅτι μ’ ἀπατάει, μ’ ἐμπαίζει,
ὅταν κρυβόταν,
κάθε ἰσχὺ καὶ δύναμή μου
τὴν ἔβαζα νὰ τὸν ζητάω,
τοὺς δρόμους ἀνίχνευα,
ἐξέταζα τοὺς φράκτες,
θὰ φανεῖ ποῦ,
καὶ γέμιζα δάκρυα,
τοὺς πάντες ἀνέκρινα,
ὅσους τὸν εἶδαν, ὅλους.
Ὅταν λέω πὼς ἀνέκρινα
τί ἐννοῶ καὶ ποιούς νομίζεις;
Τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου αὐτοῦ;
Τοὺς ἐπιστήμονες νομίζεις;
Καθόλου! Ἀλλὰ τοὺς Προφῆτες,
τοὺς Ἀπόστολους καὶ Πατέρες,
τοὺς ἀληθινοὺς σοφούς,
ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει
τὴν ἴδια τὴ Σοφία ὁλόκληρη,
ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτούς λοιπόν, μὲ δάκρυα,
μὲ πολὺ πληγωμένη καρδιὰ
ρωτοῦσα νὰ μοῦ ποῦν
ποῦ ποτὲ Τὸν εἶδαν
σὲ ποιό τόπο Αὐτός,
εἴτε πῶς καὶ μὲ ποιό τρόπο.
Μοῦ ἔλεγαν κι ἔτρεχα
μ’ ὅλη τὴ δύναμη,
οὔτε κοιμόμουν καθόλου,
βίαζα τὸν ἑαυτό μου.
Βλέποντας νὰ τὸν ποθῶ ἔτσι,
ἐμφανιζόταν λίγο, τὸν ἔβλεπα
κι ὅπως ἔχω πεῖ, τὸν καταδίωκα,
μέχρι ποὺ εἶδε ὅτι ὅλα
τὰ ἔχω γιὰ ἕνα τίποτα,
ὅσα εἶναι στὸν κόσμο
καὶ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο, ἐννοῶ,
κι ὅλους ὅσοι εἶναι στὸν κόσμο,
ἀνύπαρκτους, σὰ νὰ μὴ τοὺς ἔβλεπα,
τοὺς εἶχε ἡ ψυχή μου,
καὶ σ’ αὐτή τὴ διάθεση μέσα
ποὺ μὲ χώρισε ἀπ’ τὸν κόσμο,
Ὁλόκληρος σ’ ὁλόκληρο ἐμένα φανερώθηκε
Ὁλόκληρος μ’ ὁλόκληρο ἐμένα ἑνώθηκε.
Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι τοῦ κόσμου καὶ τὸν κόσμο περιφέρει
τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα κρατάει ὅλα μὲ τὸ χέρι Του
Αὐτός, ἀκοῦστε το, ἦρθε νὰ μὲ συναντήσει
καὶ μὲ βρῆκε! Ἀπὸ ποῦ, πῶς ἦρθε, ἀγνοῶ.
[Ὕμνος ΚΘ’, στ. 30-40, 54-137]
16. Μ’ ἐγκατέλειψε
ΑΛΗΘΕΙΑ : παράδοξο θαῦμα ἡ σάρκα μου
ἡ οὐσία, λέω, τῆς ψυχῆς, καὶ ναί, πραγματικά,
τοῦ σώματός μου, σὰν πάρουν τὴ θεία Δόξα
Ἀστραπὲς πηγάζουν θείας Λάμψης.
Σ’ ἕνα μέρος τοῦ σώματος, τὸ βλέπω,
τελεῖται αὐτὸ καλά.
Δὲν θὰ ποθήσω τ’ Ὁλόκληρο σῶμα;
Δὲν θὰ ἱκετεύσω, ἀπαλλαγὴ κακῶν
καὶ τὴν ὑγεία, ποὺ εἶπα,
τὴ Δόξα νὰ πάρει Ὁλόκληρο;
Τὴν ὥρα ποὺ ἤμουν ἔτσι,
ἴσως μὲ θέρμη περισσότερη ἀκόμα,
καὶ κατάπληξη εἶχα ὅση τὰ θαύματα,
ὁ Κύριος, ὁ Ἀγαθός, τὸ δικό Του χέρι μετακίνησε,
τὸ ἔφερε καὶ στ’ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος
καὶ βλέπω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καθαρὰ γίνονται
ὅλα ντύνονται τὴ θεία Δόξα.
Καθαρὸν ἀμέσως, Ἐλεύθερο ἀπὸ δεσμά,
μοῦ δίνει τὸ θεῖο χέρι, μὲ σηκώνει ἀπ’ τὸν βάλτο,
μ’ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρος, σφίγγεται πάνω μου
πέφτει στὸ λαιμό μου —πῶς θὰ τ’ ἀντέξω!—
καὶ μὲ δύναμη συνέχεια μὲ φιλάει!
Παράλυσα! Ἔχασα ὅλη τὴ δύναμή μου
—πῶς θὰ τὰ γράψω αὐτά;—
μὲ σηκώνει στοὺς ὤμους Του
—Ἀγάπη! Ἀγαθότητα!—
καὶ μὲ βγάζει ἀπ’ τὸν ἅδη,
ἔξω ἀπ’ τὸν χῶρο, ἔξω ἀπ’ τὸν ζόφο
ἀλλοῦ μέσα μὲ φέρει, σὲ ἄλλο
εἴτε κόσμο, εἴτε ἀέρα,
τελείως ἀδύνατο νὰ πῶ,
αὐτό γνωρίζω : Φῶς μὲ βαστάει,
Φῶς μὲ συγκρατεῖ καὶ σὲ Φῶς μέσα μὲ φέρει,
Μεγάλο, Θεϊκό, Θαυμαστό
τέτοιο ποὺ οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐξηγήσουν
καὶ νὰ ποῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο
δὲν θὰ μπορέσουν, οὔτ’ ἐλάχιστα, νομίζω.
Κι ὅταν βρέθηκα στὰ ἐκεῖ
ἄλλα μοῦ δείχνει πάλι,
τὰ μέσα στὸ Φῶς, σοῦ λέω,
καὶ μᾶλλον τ’ ἀπὸ τὸ Φῶς,
μοῦ δίνει νὰ ἐννοῶ
τὴν παράξενη Ἀνάπλαση,
ποὺ Αὐτὸς μὲ ἀνέπλασε,
μὲ ἀπάλλαξε ἀπ’ τὴ φθορὰ
καὶ τὸ αἴσθημα τοῦ θανάτου
ποὺ μ’ εἶχε κυριεύσει, τὸ ἔδιωξε
ὁλόκληρο μ’ ἐλευθέρωσε.
Ζωὴ μοῦ δώρησε ἀθάνατη
κι ἀπ’ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς
κι ὅλα ποὺ ἔχει μέσα του
μὲ χώρισε.
Μοῦ φόρεσε ἄυλη στολὴ
ποὺ ἔχει τὴν ὄψη τοῦ Φωτός,
Ὑποδήματα τὸ ἴδιο,
Δαχτυλίδι καὶ Στέφανο
ὅλα τους ἄφθαρτα, ἀναλλοίωτα
παράξενα, ὄχι ὅπως τὰ ἐδῶ.
Μ’ ἔκανε ἀπρόσιτο στὴν ἁφή,
ἀψηλάφητο —ἀπορῶ!—
μ’ ἔκανε ἀόρατο ἐξίσου
στοὺς ἀόρατους ἐνταγμένο.
Ἔτσι μ’ ἐργάστηκε, τέτοιο μ’ ἔκανε ὁ Δημιουργός,
κι ὕστερα μ’ ἔφερε σ’ αἰσθητὴ σκηνή,
ναί, σωματική,
μέσα ἐκεῖ μ’ ἔκλεισε
τέλεια μ’ ἀσφάλισε
καὶ μὲ κατέβασε στὸν κόσμο
τὸν αἰσθητὸ καὶ ὁρατό.
Πάλι μ’ ἔβαλε νὰ ζῶ καὶ νὰ εἶμαι
μ’ ὅσους κάθονται στὸ σκοτάδι,
ἐμένα, ποὺ εἶχα ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ σκοτάδια,
σὲ κάθειρξη μαζί τους,
μ’ αὐτοὺς ποὖναι στὸ βάλτο, λέω,
νὰ τοὺς διδάσκω ἴσως,
νὰ ὁδηγῶ στὴν ἐπίγνωση
γιὰ τραύματα ποὺ τοὺς καλύπτουν
γιὰ δεσμὰ ποὺ τοὺς κατέχουν.
Διάταξε, κι ἔφυγε. Μ’ ἐγκατέλειψε μόνο μου
στὸ προηγούμενο σκοτάδι, λέω.
Ἀπ’ ὅσα σοῦ εἶπα πρὶν
δὲν μὲ παρηγόρησε τίποτα,
ὅσα μοῦ δώρησε, τ’ ἀνείπωτα ἀγαθά,
ποὺ ὁλόκληρο μ’ ἀνανέωσε
ὁλόκληρο μ’ ἀθανάτισε,
ὁλόκληρο μὲ θεοποίησε
Χριστὸ μὲ τελειοποίησε,
ὅλα ἡ στέρησή Του
μ’ ἔκανε νὰ ξεχνάω,
ἄδειο μὲ ἄφηνε. …
Ἐκεῖνον ζητοῦσα,
τὸν ποθοῦσα, τὸν ἐρωτεύτηκα,
ἡ μεγάλη Του ὀμορφιὰ μὲ πλήγωσε.
[Ὕμνος Λ’, στ. 263-365, 373-6]
17. Ἄν
ΑΝ ΕΝΩΘΕΙΣ μὲ τὸ Φῶς
τὰ πάντα αὐτὸ θὰ σοῦ διδάσκει
τὰ πάντα θὰ σοῦ φανερώσει
ὅσα χρειάζεσαι νὰ μάθεις
καλὰ θὰ στὰ ὑποδείξει.
[Ὕμνος Λ’, στ. 601-5]
18. Σῶμα χωρὶς μάτια
ΣΑΝ σῶμα χωρὶς μάτια
—παράξενο θαῦμα—
ἔτσι κατάντησε ἡ ψυχή.
Τελείως τυφλώθηκε.
Τὸν Θεὸ δὲν βλέπει καθόλου.
Τὸ σῶμα κινεῖται ἀπ’ τὴν ψυχή,
ἀκόμα κι ἂν τυφλωθεῖ.
Ἂν τυφλωθεῖ ἡ ψυχή,
ἀπὸ ποῦ θὰ βρεῖ ποιά κίνηση;
[Ὕμνος ΝΓ’, στ. 180-187]
19. Nεκροί, ἀπ’ ὅλα ἔξω
ΜΕΣΑ στὴν αἴσθηση, κι εἶναι τελείως ἀναίσθητοι,
ἀντίθετοι στὴ φύση τους, ἀπ’ ὅλα ἔξω ὑπάρχουν,
βλέποντας δὲν βλέπουν, κοιτάζοντας δὲν κοιτάζουν,
τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ μ’ αἴσθηση νοερὴ
ἀδύνατο κι αὐτὰ νὰ καταλάβουν, ἔξω ἀπ’ τὸν κόσμο βρίσκονται,
ἢ μᾶλλον : στὸν κόσμο σὰν νεκροὶ προτοῦ πεθάνουν,
πρὶν ἀπ’ τὴν ἔξοδο στὰ ἔγκατα τοῦ ἅδη ἔχουν κλειστεῖ. …
Σὰ νἆταν ἔνδυμα, ἔχουν ντυθεῖ τὸ σκοτάδι :
στὴν αἴσθηση μέσα, ἀναίσθητοι, στὸ μέσο τῆς ζωῆς νεκροί.
[Ὕμνος ΛΒ’, στ. 24-30, 68-69]
20. Ὅσοι δὲν θέλουν
ΑΠΟΔΕΚΤΟ γιὰ μένα αὐτό εἶναι, τῶν Ἀποστόλων
καὶ τῶν Μαθητῶν μου αὐτό ἔγινε τὸ ἔργο
κι αὐτό θέλουν οἱ ἐντολές μου : Θεὸς ὑπάρχω
νὰ τὸ ποῦν στὸν κόσμο παντοῦ,
τί θέλω καὶ τί ὁρίζω νὰ τὸ ποῦν στοὺς ἀνθρώπους
καὶ νὰ τὸ γράψουν νὰ τ’ ἀφήσουν.
Ἔτσι καὶ σύ : ἀγωνίσου, κάνε πράξη, δίδαξε,
κι ὅσοι δὲν θέλουν ν’ ἀκούσουν, λέγε τους,
ὅπως κι ἐγὼ εἶπα τότε, σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπόρησαν
‘Σκληρὸς ὁ λόγος σου, καὶ ποιός ν’ ἀκούει θὰ μπορέσει;’
Τοὺς εἶπα : Ἂν δὲν θέλετε ἔτσι, πηγαίνετε,
καὶ κάνετε καθένας ὅ,τι θέλετε,
στὴν ἐξουσία τους καὶ τὴν προαίρεσή τους
ἀφήνοντας τὰ πάντα, νὰ πάρουν θάνατο ἢ ζωή.
Γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἔχει γίνει ἀθέλητα καλός.
Οὔτε πιστὸς ὁ ἄπιστος θὰ εἶναι χωρὶς θέληση,
οὔτε ποτὲ ὁ φιλόκοσμος φιλόθεος θὰ γίνει,
χωρὶς τὴ θέλησή του ὁ ἐχθρὸς δὲν θ’ ἀλλάξει τὴ θέλησή του, δὲν θὰ γίνει καλὸς καὶ τέλειος.
Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔγινε στὴ φύση του κακός,
ἀλλὰ στὴν πρόθεση, κι ἔτσι πάλι,
ἀπὸ κακὸς καὶ πονηρὸς στὴν πρόθεση καὶ τὴ θέληση καλὸς καὶ ἀγαθός, ἂν θέλει θὰ γίνει,
κι ἂν δὲν θέλει, ἀδύνατο ν’ ἀλλάξει.
Ἀθέλητα κανεὶς πουθενὰ στὸν κόσμο δὲν κατόρθωσε τὴν ἀρετή.
Κανεὶς δὲν σώζεται χωρὶς νὰ θέλει, κι ἄλλο ἀπ’ αὐτὸ μὴ ζητᾶς :
καλὰ φρόντιζε νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου κι ὅσους σ’ ἀκοῦνε,
ἂν γίνει καὶ βρεῖς στὴ γῆ ἄνθρωπο
ποὺ γιὰ ν’ ἀκούει ἔχει αὐτιὰ κι ἀκούει καλὰ τὰ λόγια σου.
[Ὕμνος ΜΓ’, στ. 124-150]
21. Ἄγνωστο
ΑΓΝΩΣΤΟ σ’ ὅσους νομίζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους
ὅτι εἶναι κάτι ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα.
Ἄγνωστο σ’ ὅσους ἔχουν τέρψη καὶ καύχηση
γιὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος ἢ τὴ δύναμη ἢ τὸ κάλλος
ἢ γι’ ἄλλο χάρισμα, ὁποιοδήποτε, σοῦ λέω.
Ἄγνωστο, ἂν δὲν καθάρισαν τὴν καρδιά τους.
Ἄγνωστο, ἂν δὲν ζητοῦν μὲ καρδιὰ ζεστὴ νὰ πάρουν τὸ θεῖο Πνεῦμα.
Ἄγνωστο, ἂν δὲν πιστεύουν
ὅτι τὸ Πνεῦμα δίνεται καὶ τώρα σ’ ὅποιους τὸ θέλουν.
Ἡ ἀπιστία ἐμποδίζει, διώχνει τὸ θεῖο Πνεῦμα.
Δὲν ζητᾶς ἂν δὲν πιστεύεις,
καὶ πῶς θὰ λάβεις ὅ,τι δὲν ζήτησες;
Ἀλλ’ ἂν δὲν ἔλαβες, εἶσαι νεκρός.
[Ὕμνος ΜΔ’, στ. 191-211]
22. Ἡ Πανδαισία
ΜΕ ΠΟΛΛΑ Σ’ ἔχουν καλέσει καὶ διάφορα
τὰ ὀνόματα : ὁ ἴδιος ὑπάρχεις Ἕνα
καὶ τὸ Ἕνα αὐτὸ σ’ ὅλη τὴν ὕπαρξη εἶναι ἄγνωστο,
σὲ κάθε φύση, ἀόρατο καὶ ἄρρητο συμβαίνει,
τὸ ἴδιο ποὺ δείχνεται γύρω καὶ τὰ πάντα καλεῖται.
Τὸ Ἕνα αὐτό, τρισυπόστατη φύση
Θεότητα Μία καὶ Μία Βασιλεία
Δύναμις Μία, γιατὶ Ἕνα ἡ Τριάδα βρίσκεται.
Τριάδα Μία ὁ Θεός μου, ὄχι τρία,
τὸ Ἕνα ὅμως Τρία στὶς ὑποστάσεις,
ὁμοφυεῖς στὴ φύση μεταξύ τους
ὁμοδύναμες τελείως, ὁμοουσίως,
ἀσυγχύτως ἑνωμένες πάνω ἀπὸ κάθε κατάληψη
ἀδιαιρέτως πάλι διακρινόμενες,
τρία στὸ ἕνα καὶ τὸ ἕνα, ἀλήθεια, στὰ τρία.
Ἕνας Ἐκεῖνος ποὺ ὅλα τὰ δημιούργησε
Ἰησοῦς Χριστός καὶ ἄναρχος μαζὶ ὁ Πατέρας
μὲ συνάναρχο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. …
Ὅλα καὶ κάθε ἀγαθὸ εἶναι τὸ Ἕνα αὐτό,
ὅπως ἐφάντασε, ἔλαμψε, καταύγασε, μεταλήφθηκε καὶ μεταδόθηκε.
Ὄχι ἕνα λοιπόν, πολλὰ κι ἐμεῖς τὸ καλοῦμε :
Φῶς, Εἰρήνη, Χαρά, Ζωή, Τροφή, Ποτό,
Ἔνδυμα, Περίζωσμα, Σκηνή, Θεῖος Οἶκος,
Ἀνατολή, Ἀνάσταση, Ἀνάπαυση, Λουτρό,
Φωτιά, Νερό, Ποτάμι, Πηγὴ Ζωῆς, Ρέμα, Ψωμί, Κρασί,
ἡ Πρωτόφαντη νοστιμιὰ γιὰ τοὺς πιστούς,
ἡ Πανδαισία, ἡ Τρυφὴ ποὺ ἀπολαμβάνουμε μυστικά,
πραγματικά : ἥλιος χωρὶς δύση, ἄστρο αἰώνιας λάμψης,
λαμπάδα ποὺ λάμπει στὸ σπίτι τῆς ψυχῆς. …
Ὁ Ἴδιος εἶσαι ἡ ζωὴ κι Ἐσύ τὴ δωρίζεις —αὐτὸ λέω—
μαζὶ της κι ὅλα τ’ ἀγαθά, ποὺ πάλι ὁ Ἴδιος εἶσαι!
Ὅποιος ἔχει ἀληθινὰ Ἐσένα, σ’ Ἐσένα μέσα τὰ ἔχει ὅλα.
[Ὕμνος ΜΕ’, στ. 7-24, 29-39, 98-100]
23. Ἔφυγα μακριά
ΕΦΥΓΑ ΜΑΚΡΙΑ Φίλε τοῦ ἀνθρώπου, εἶχα τὴ σκηνή μου στὴν ἔρημο,
ἀπὸ Σένα, τὸν γλυκό μου Κύριο ἔφυγα καὶ κρύφτηκα,
κάτω ἀπ’ τὴ νύχτα χώθηκα τῆς ἀγωνίας νὰ ἐπιβιώσω.
Ἀπὸ κεῖ γέμισα πολλὲς δαγκωματιὲς καὶ τραύματα.
Γύρισα, ἦρθα σὲ Σένα, καὶ στὴν ψυχή μου ὅμως πολλὲς οἱ πληγές. …
Τὸ ἔλεος τῆς χάρης Σου στάλαξε, Θεέ μου,
τὶς πληγές μου ἄλειψε, ἐξάλειψε τὰ ἕλκη,
τὰ μέλη μου συνάρμοσε καὶ σύσφιξε —παράλυσαν—
ἀφάνισε τὶς οὐλές, μὴ μείνει οὔτε μία, Σωτήρα,
τέλεια γιάτρεψέ με ὁλόκληρο, κάνε με ὅπως πρίν,
ὅταν δὲν εἶχα μολυσμὸ οὔτε μώλωπα
οὔτε πληγὴ νὰ αἱμορραγεῖ, οὔτε κηλίδα, Θεέ μου,
εἶχα γαλήνη, χαρά, εἰρήνη καὶ πραότητα,
τὴν ἅγια ταπείνωση καὶ μακροθυμία,
τὸν φωτισμὸ τῆς ὑπομονῆς καὶ πράξεις ὄμορφες,
σὲ ὅλα ὑπομονὴ καὶ δύναμη ἀνίκητη. …
Χάζεψα, Κύριε, ἀποβλακώθηκα, σὲ μένα ἐλπίζοντας,
μὲ πλάκωσε καὶ μ’ ἔσυρε ἡ ἀγωνία γιὰ τὰ ὑλικὰ
ἡ μέριμνα γιὰ τὰ βιωτικά, ὁ ταλαίπωρος, καταξέπεσα,
ψυχράθηκα σὰν τὸ σίδερο κι ἔγινα μαῦρος
πολὺ καιρό, ὥσπου ἔπιασα σκουριά.
Κι ἔτσι φωνάζω πάλι Ἐσένα,
Φιλάνθρωπε, θέλω νὰ καθαρίσω
νὰ ὑψωθῶ στὴν πρώτη μου Ὀμορφιά
τὸ Φῶς Σου τέλεια ν’ ἀπολαύσω
Τώρα κι ἀδιάκοπα σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
[Ὕμνος ΜϚ’, στ. 1-5, 11-21, 41-49]
24. Ἡ σπορά
Η ΣΠΟΡΑ συμφωνεῖ μὲ τὰ γένη τοῦ σπόρου,
σιταριοῦ, σοῦ λέω, κριθαριοῦ, κι ἄλλα γένη,
καὶ πάλι συμφωνεῖ μὲ τὰ γένη ἡ βλάστηση.
Τὰ σώματα, βέβαια, ὅσων πεθαίνουν,
ὅποια συμβεῖ νὰ εἶναι, τὸ ἴδιο πέφτουν στὴ γῆ,
χωρίζονται ἀπ’ αὐτὰ οἱ ψυχές.
Στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ποὺ προσδοκοῦμε,
κάθε ψυχὴ βρίσκει τὸ σπίτι της ὅπως ἀξίζει
μὲ Φῶς γεμάτο ἢ σκοτάδι.
Καθαρὲς ψυχές, ποὺ μετέλαβαν Φῶς
τὶς λαμπάδες τους ἄναψαν,
θὰ εἶναι πάντως σ’ ἀνέσπερο Φῶς.
Ὅσες ἔχουν τυφλὰ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς τους,
βρώμικες ψυχὲς γεμάτες σκοτάδι,
Φέγγος νὰ δοῦν τὸ θεϊκό, τί τρόπος;
Θὰ συμφωνήσεις, κανένας. Πές λοιπόν,
ἀφοῦ πεθάνουν, κι ἂν κάνουν δεήσεις,
ποιός θὰ τὶς ἄκουγε, ποιός θὰ τοὺς ἄνοιγε τὰ μάτια;
Εἶναι θλιβερό, κι ὅμως, τί βοήθεια
σ’ αὐτοὺς ποὺ ζήτησαν νὰ μείνουν τυφλοί,
ν’ ἀνάψουν τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους δὲν θέλησαν!
Λοιπόν, σκοτάδι θὰ τοὺς περιμένει ἀφώτιστο.
Τὰ σώματα ὅλων, τὸ εἴπαμε, φθείρονται,
τὸ ἴδιο σαπίζουν, τῶν ἁγίων ἐπίσης,
ἐγείρονται ὅμως στάρι καθαρό,
ὅποια εἶχαν σπαρεῖ, στάρι ἁγιασμένο,
τοῦ ἅγιου Πνεύματος σκεύη ἅγια :
καθαρὰ μὲ λαμπρότητα ἐδῶ,
τὸ ἴδιο φεύγουν καθαρά, ἐγείρονται πάλι δοξασμένα
μὲ τὴ Λάμψη καὶ τὴν Ἀστραπὴ τοῦ θείου Φωτός.
Σ’ αὐτὰ θὰ κατοικήσουν τότε οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων,
εἶναι βέβαιο, θὰ λάμψουν πάνω ἀπ’ τὸν ἥλιο,
θὰ γίνουν ἴδιοι μὲ τὸν Κύριο,
τοὺς θείους δρόμους Του ποὺ εἶχαν κρατήσει.
Πάλι, τὰ σώματα ὅσων ἔμειναν στὶς ἁμαρτίες
ἐγείρονται ὅπως εἶχαν τὴ σπορά τους στὴ γῆ,
γεμάτα λάσπη, δύσοσμα, τελείως σάπια,
βέβηλα σκεύη, ζιζάνια κακίας,
ὁλοσκότεινα σὰν τὰ ἔργα ποὺ ἔκαναν
τοῦ σκοταδιοῦ, κάθε κακοῦ ὄργανα ἔγιναν,
τῆς πονηριᾶς ποὺ τὰ ἔσπειρε.
Ἀνασταίνονται ἀθάνατα κι αὐτὰ
πνευματικά, μὲ τὴν ὄψη ὅμως τῆς σκοτεινιᾶς.
Μ’ αὐτὰ λοιπὸν ἑνώνονται οἱ ἄθλιες ψυχές
σκοτεινὲς ὅπως εἶναι, βρώμικες
θὰ εἶναι ἴδιες μὲ τὸν διάβολο,
τὰ δικά του ἔργα ποὺ ἀκολούθησαν,
τὰ δικά του προστάγματα φύλαξαν,
μαζί του στὴ φωτιὰ θὰ καταχωρηθοῦν,
ποὺ δὲν σβήνει
θὰ ὁδηγηθοῦν στὸ σκοτάδι ἐκεῖ, στὸν τάρταρο
καὶ μᾶλλον σύμφωνα κι αὐτὲς θὰ μοιραστοῦν
μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν, ὅποιες ἔχει καθένας τους,
ἐκεῖ θὰ μείνει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Οἱ ἅγιοι πάλι, τὸ εἴπαμε, καθένας θὰ ὑψωθεῖ
μὲ τὶς φτεροῦγες τῶν ἀρετῶν τους,
θὰ συναντήσουν τὸν Κύριο κι αὐτοί,
θὰ ὑψωθοῦν, καθένας στὴν ἀξία του.
Εἶναι βέβαιο : ἐδῶ καθένας τώρα
ὅσο τὴν ψυχή του ὀμόρφηνε
τόσο κοντὰ θὰ βρεθεῖ στὸν Δημιουργό
θὰ εἶναι μαζί Του στὸ ἄπειρο τῶν αἰώνων
θὰ σκιρτήσει στὴν ἀπέραντη χαρὰ ἡ καρδιά του.
[Ὕμνος Ν’, στ. 281-342]
25. Μακαρισμοί
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ὑποδέχτηκαν τὸν Χριστό, τὸ Φῶς ποὺ ἦρθε στὸ σκοτάδι τους, γιατὶ αὐτοὶ ἔγιναν Παιδιὰ τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Μέρας.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι γεύονται τὸν Ἄρρητο μὲ τὸ στόμα τοῦ νοῦ τους κάθε στιγμή, γιατὶ αὐτοὶ βρίσκονται στὴ Μέρα, ἐκεῖ θὰ βαδίσουν μὲ Ὀμορφιά, ὁ βίος τους δὲν θὰ χάσει ποτὲ τὴ Χαρά.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ζοῦν στὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀδιάκοπα, γιατὶ αὐτοὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες χωρὶς τέλος θὰ εἶναι ἀδελφοὶ καὶ συγκληρονόμοι Του.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ἄναψαν τὸ Φῶς στὴν καρδιά τους καὶ τὸ κράτησαν ἄσβηστο, χαρούμενοι αὐτοὶ στὴν ἔξοδο τοῦ βίου, τὸν Νυμφίο θὰ συναντήσουν, μαζί Του θὰ μποῦν στὸν Νυμφῶνα κρατώντας Λαμπάδες.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι γιὰ τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν διστάζουν ἢ δὲν νομίζουν πὼς εἶναι λάθος, γιατὶ αὐτοί, κι ἂν τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔχουν, ποὺ δὲν τὸ εὔχομαι, εἶναι ὅμως βέβαιο, θὰ τρέξουν ὁπωσδήποτε νὰ τὸ ἀποκτήσουν.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι λαμπρύνονται μὲ τὸ θεῖο Φῶς, τὴν ἀσθένειά τους βλέπουν, τὴν ἀσχήμια τῆς στολῆς τῆς ψυχῆς τους καταλαβαίνουν, γιατὶ αὐτοὶ συνέχεια θὰ κλάψουν, μὲ τοὺς ποταμοὺς τῶν δακρύων τους θὰ καθαρίσουν τέλεια.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ἔχουν συνέχεια τὸ νοερὸ μάτι ἀνοιγμένο, μὲ κάθε προσευχή τους βλέπουν καλὰ τὸ Φῶς, καὶ στόμα μὲ στόμα μιλοῦν μαζί Του, γιατὶ αὐτοί, τῶν ἀγγέλων ἰσότιμοι, ἤ, τολμηρὸ ἴσως νὰ εἰπωθεῖ, πάνω ἔχουν φτάσει ἀπ’ τοὺς ἄγγελους, καὶ τὸ ἴδιο θὰ εἶναι στὴν ἄλλη ζωή. Γιατὶ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν, ἐνῶ αὐτοὶ συνομιλοῦν. Κι ἂν τέτοιοι ἔγιναν καὶ συνεχῶς γίνονται, ἤδη τώρα, στὸν βίο αὐτό, ὅταν ἡ φθορὰ τῆς σάρκας τοὺς πιέζει, ποιοί θὰ γίνουν μετὰ τὴν Ἀνάσταση; Πῶς θὰ εἶναι ὅταν πάρουν τὸ πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο σῶμα; Πάντως ἴσοι, ὄχι μόνο μὲ τοὺς Ἄγγελους, ἀλλὰ μὲ τὸν Κύριο τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ἔχει γραφεῖ: “γνωρίζουμε”, λέει ὁ Ἰωάννης, “πὼς ὅταν μᾶς φανερωθεῖ θὰ εἴμαστε ὅπως Ἐκεῖνος.”
*
ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ὅποιος εἶδε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου μέσα του νὰ ἔχει πάρει Μορφή, γιατὶ αὐτός, σὰν ἔμβρυο ἔχοντας τὸν Χριστό, Μητέρα Του θὰ θεωρηθεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος ὁ ἀψευδὴς τὸ εἶπε, “Μητέρα μου ἀδελφοὶ καὶ φίλοι αὐτοί εἶναι.”
[ἀπὸ τὸν δέκατο Ἠθικό]
26. Μήν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση
AΝ Τ’ ΑΓΝΟΕΙΣ αὐτά, ἀγαπημένε μου, μήν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση, μή πεῖς, ‘ἐγὼ αὐτὰ οὔτε τὰ ἔμαθα, οὔτε μπορῶ νὰ τὰ μάθω, οὔτε ποτὲ στὸ ὕψος τῆς γνώσης αὐτῆς, τῆς ὅρασης καὶ καθαρότητας θὰ μπορέσω νὰ φτάσω καὶ ν’ ἀνέβω’. Οὔτε πάλι νὰ πεῖς, ‘ἀφοῦ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἂν κάποιος δὲν φτάσει, ἤδη ἀπὸ τώρα, νὰ ντυθεῖ τὸν Χριστὸ ὡς Θεό, νὰ δεῖ τὸν ἴδιο ὁλόκληρο καὶ νὰ τὸν ἔχει στὴν ψυχή του, στὴ Βασιλεία Του δὲν μπαίνει, τί μ’ ὠφελεῖ ν’ ἀγωνίζομαι ἔστω λίγο καὶ νὰ στεροῦμαι ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῶν παρόντων;’ Καθόλου μὴ τὸ πεῖς, οὔτε ποὺ νὰ τὸ σκεφτεῖς, ἀλλ’ ἂν τὸ θέλεις ἄκου τὴ συμβουλή μου· μὲ τὴ βοήθεια τῆς Χάρης τοῦ πανάγιου Πνεύματος θὰ σοῦ πῶ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Πρῶτα πίστεψε μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅλα ὅσα εἴπαμε ἀκολουθώντας τὶς θεῖες καὶ θεόπνευστες Γραφές, ὅτι εἶναι ἀληθινά, κι ὅτι ἔτσι χρειάζεται νὰ γίνει καθένας ποὺ πιστεύει στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἔχει δώσει Ἐξουσία νὰ γίνουμε Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, κι ἂν τὸ θελήσουμε, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει. Πίστεψε μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου ὅτι γι’ αὐτὸ ἔγινε κάθε φροντίδα καὶ ἡ ἴδια ἡ κατάβαση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς τελειοποιήσει μὲ τὴν πίστη σ’ Ἐκεῖνον, μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐντολῶν Του νὰ μᾶς δώσει τὴ Θεότητα καὶ τὴ Βασιλεία Του.
Ἀλήθεια, ἂν δὲν τὰ πιστέψεις αὐτά, ὅτι πράγματι γίνονται ἔτσι, πάντως οὔτε θὰ τὰ ζητήσεις, κι ἂν δὲν ζητήσεις οὔτε θὰ λάβεις. Γιατὶ λέει, Νὰ ζητᾶτε καὶ θὰ λάβετε, νὰ ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ. Πιστεύοντας λοιπόν, νὰ διαβάζεις τὶς θεῖες Γραφὲς κι ὅ,τι λένε νὰ τὸ κάνεις πράξη, καὶ θὰ τὰ βρεῖς ὅλα χωρὶς ἐξαίρεση ὅπως ἔχουν γραφεῖ, καὶ μᾶλλον, πολὺ περισσότερα θὰ βρεῖς ἀπ’ ὅσα εἶναι στὶς θεῖες Γραφές. Ποιά εἶναι αὐτά; Ὅσα ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε, αὐτὶ δὲν ἄκουσε, στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀνέβηκαν, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους τὸν ἀγαπᾶνε. Ἂν τὰ πιστέψεις αὐτὰ καὶ κρατήσεις τὴν πίστη σου, δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἀμφιβολία ὅτι θὰ τὰ δεῖς, ὅπως ὁ Παῦλος ἔτσι κι ἐσύ – καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ θ’ ἀκούσεις ἄρρητα ρήματα, γιατὶ προφανῶς θἄχεις ἤδη ἁρπαγεῖ στὸν παράδεισο. Σὲ ποιόν παράδεισο; Ἐκεῖ ποὺ ὁ ληστὴς πῆγε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τώρα εἶναι.
[ἀπὸ τὸν τρίτο Ἠθικό]
Τέλος και τω Θεώ δόξα.