Κάποια μέρα μετά το Δεκαπενταύγουστο (θα ήταν 16 ή 17 του μήνα) είχα από το πρωί βαρυθυμία.
Ήταν μεγάλη η αγωνία μου για την εξέλιξη της όλης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα μας· προβληματιζόμουν για το πώς θα μπορέσει ο κόσμος να τα βγάλει πέρα -ιδίως οικονομικά- τον ερχόμενο χειμώνα.
Ασφαλώς, έκανα προσευχή, για να μη με πιάσει απελπισία. Μεταξύ άλλων, ζήτησα από το Θεό να με βοηθήσει να ανταποκριθώ σωστά στις μεγάλες ευθύνες της δουλειάς μου.
Ιδιαίτερη ήταν η αγωνία μου για τα εθνικά θέματα και αναρωτιόμουν αν θα πραγματοποιηθούν τελικά όσα προείπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός αλλά και ο Γέροντας Παΐσιος. Τ
ο μεσημέρι ξάπλωσα λίγο για να ξεκουραστώ. Στον ύπνο μου είδα ότι ήρθε στο δωμάτιο ο π. Παΐσιος. Στάθηκε όρθιος μπροστά στο κρεβάτι μου. Η μορφή του ήταν γαλήνια και χαμογελούσε· το πρόσωπό του ακτινοβολούσε. Είχε τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, όπως ακριβώς εικονίζεται σε μια γνωστή φωτογραφία του.
Βλέποντάς τον, ένιωθα μεγάλη ειρήνη και χαρά. Με κοίταξε και μου είπε: «Θεόδωρε, όλα θα γίνουν όπως τα έχω πει· να είσαι σίγουρος. Μην έχεις καμία αμφιβολία!»
Ξυπνώντας, διηγήθηκα το όνειρο στη σύζυγο και στους δικούς μου. Στη συνέχεια, επικοινώνησα με γνωστό μου ασκητή στο Άγιον Όρος για να του μιλήσω σχετικά.
Παρόλο που παραδέχτηκα εκ προοιμίου ότι η Εκκλησία μας και οι Πατέρες τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στα όνειρα, εκείνος, πριν καν ολοκληρώσω την αφήγηση, με διέκοψε λέγοντας: «Θεόδωρε, ήταν σίγουρα ο Γέροντα Παΐσιος!»
Η φωτεινή μορφή και το χαμόγελό του έχουν αποτυπωθεί στο νου μου, και είναι αδύνατο να διαγραφούν. Εύχομαι να μας βοηθήσει με τις πρεσβείες του.