Ἕνα σπουδαῖο ἱστορικό καί πνευματικό γεγονός τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας
τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Εἰρηναίου Κουτσογιάννη, Ἱεροκήρυκος
Ἕνας ἐκλεκτός φίλος ἐξ Ἀθηνῶν, ἐξαίρετος ἰατρός, εὐλαβής καί φιλάγιος, μέ πληροφόρησε στίς ἀρχές Μαΐου τ. ἔ. ὅτι στίς 14 Ἰουνίου (ἑορτή τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καί τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο), θά γινόταν στό μοναστήρι Τσέλιε τῆς Σερβίας, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ μεγάλου Σέρβου Θεολόγου, Ὁμολογητοῦ καί Ἁγίου Ἰουστίνου. Γνώριζε ὁ φίλος μου ὅτι εἶχα σπουδάσει στήν Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου, ὅτι εἶχα γνωρίσει ἐν ζωῇ τόν Ἅγιο καί γεμάτος χαρά μέ προέτρεψε νά παρευρεθῶ στό μοναστήρι τοῦ Τσέλιε, αὐτήν τήν σπουδαία καί εὐλογημένη ἡμέρα γιά τήν Σερβική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν Οἰκουμενική Ἁγία Ἐκκλησία μας.
Ἐνημέρωσα σχετικά τόν Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Ἱερόθεο καί μαζί μέ τόν ἀγαπητό ἀδελφό μοναχό π. Πρόδρομο, πήραμε τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου μας καί ἀμέσως ἄρχισα τήν προετοιμασία τοῦ ταξειδιοῦ μας. Ἐπικοινώνησα τηλεφωνικῶς μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μαυροβουνίου καί Παραθαλασσίας κ. Ἀμφιλόχιο (Ράντοβιτς), ὁ ὁποῖος ὡς ἱερομόναχος ὑπῆρξε Καθηγητής μου στό μάθημα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου. Χάρηκε μέ τήν ἀπόφασή μας νά ταξειδέψουμε μέχρι τό Τσέλιε καί μοῦ εὐχήθηκε πατρικά νά ἔχω πάντοτε στή ζωή μου τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου, ὑπενθυμίζοντάς μου ὅτι μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω τόν Ἅγιο καί Θεόσοφο Γέροντά του, δύο χρόνια πρίν τήν ἁγία κοίμησή του. Μάλιστα ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος μοῦ εἶπε ἐμπιστευτικά καί μέ παρεκάλεσε νά μήν τό κοινοποιήσω σέ κανέναν, ὅτι ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου θά γινόταν μία ἡμέρα ἐνωρίτερα, τήν Παρασκευή 13 Ἰουνίου γιά νά μήν ὑπάρχη πολύς κόσμος καί γιά νά εἶναι ὅλα ἕτοιμα γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς 14ης Ἰουνίου. Μοῦ εἶπε ἀκόμη νά τοῦ τηλεφωνήσω καί πάλι γιά νά μέ ἐνημερώση σχετικά μέ τήν φιλοξενία μας. Ὅταν μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐπικοινώνησα ξανά μαζί του, μοῦ εἶπε ὅτι τελικά γιά εὐνοήτους λόγους ἡ ἀνακομιδή τοῦ Ἁγίου θά γινόταν ἀκόμη μία ἡμέρα ἐνωρίτερα, δηλ. τήν Πέμπτη 12 Ἰουνίου.
Μέ πόθο ἱερό καί εὐλάβεια πρός τόν μέγα Πατέρα καί Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἃγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ξεκινήσαμε μέ τόν π. Πρόδρομο ὁδικῶς ἀπό τήν Ναύπακτο τό πρωΐ τῆς 11ης Ἰουνίου, μέ τελικό προορισμό τό μοναστήρι τοῦ Τσέλιε. Μετά ἀπό κοπιῶδες ταξείδι 14 ὡρῶν καί ἀφοῦ διασχίσαμε τό κρατίδιο τῶν Σκοπίων καί ὁλόκληρη τήν νότια καί κεντρική Σερβία, ἀργά τό βράδυ φθάσαμε στό Βάλιεβο, ὅπου διανυκτερεύσαμε. Τό Βάλιεβο εἶναι μία ὄμορφη πόλη 100.000 κατοίκων καί βρίσκεται 80 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά τοῦ Βελιγραδίου. Βρισκόμασταν σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τό μοναστήρι (6 χλμ) στό ὁποῖο ἔζησε ὁσιακά τά τελευταῖα τριάντα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιός μας.
Τό πρωΐ ξεκούραστοι ξεκινήσαμε γιά τό Τσέλιε, τό μοναστήρι πού εἶναι ἀφιερωμένο στούς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί βρίσκεται νοτιοδυτικά τῆς πόλεως σέ μιά ὄμορφη καταπράσινη μικρή κοιλάδα. Τό εἶχα ἐπισκεφθῆ πρίν τριανταπέντε περίπου χρόνια, τήν πρωτομαγιά τοῦ 1977, καί μετά παρέλευση τόσων χρόνων θυμήθηκα γρήγορα τό μέρος. Μᾶς εἶχε παραλάβει τότε τούς 5-6 πρώτους Ἕλληνες φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου, ὁ Καθηγητής μας, τότε ἱερομόναχος καί νῦν Ἐπίσκοπος πρ. Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος (Γιέφτιτς) καί μᾶς ὁδήγησε στόν Ἅγιο Γέροντά του. Θυμᾶμαι πήγαμε μέ τό λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς μέχρι τό Βάλιεβο καί μετά μέ τά πόδια μέσα ἀπό τό δάσος στό μοναστήρι. Ὁ Ἅγιος Γέροντας ἦταν ἤδη 83 ἐτῶν, ἀλλά ἀκμαιότατος. Μᾶς ἔδωσε τήν εὐχή του, χάρηκε πού εἶδε Ἕλληνες φοιτητές τῆς Θεολογίας, φωτογραφηθήκαμε μαζί του καί μᾶς ὁμίλησε γιά λίγο στήν ἑλληνική γλώσσα. Ἐκεῖνον τόν καιρό εἶχε τελειώσει τήν συγγραφή τῶν 12 τόμων «Βίοι Ἁγίων» καί εἶχαν ἤδη ἐκδοθῆ στά σερβικά οἱ πρῶτοι 10 τόμοι καί ὑπολείποντο οἱ δύο τελευταῖοι, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος. Ὁ π. Ἀθανάσιος μοῦ εἶχε ἀναθέσει, κατόπιν προτροπῆς τοῦ π. Σταμάτη Σκλήρη, νά κάνω σχέδια-εἰκόνες (σέ ριζόχαρτο μέ σινική μελάνη) Ἁγίων πού ἑόρταζαν τούς μῆνες Νοέμβριο καί Δεκέμβριο, γιά νά τυπωθοῦν μαζί μέ τά κείμενα τοῦ Ἁγίου στούς δύο τελευταίους τόμους. Τό ἀνέφερε αὐτό καί μέ παρουσίασε στόν Γέροντά του καί αὐτός μέ εὐλόγησε καί μέ εὐχαρίστησε ἀπό τήν καρδιά του. Τό βράδυ διανυκτερεύσαμε στό μοναστήρι καί δεχθήκαμε τήν ἀβραμιαία φιλοξενία τῶν μοναζουσῶν. Τό πρωΐ λειτούργησε παρουσίᾳ τοῦ Ἁγίου ὁ π. Ἀθανάσιος καί ἔψαλαν μελωδικά οἱ μοναχές, ἐνῶ ἐμεῖς ψάλαμε 2-3 ὕμνους στά ἑλληνικά…
Ξεκινώντας, λοιπόν, τό πρωΐ τῆς 12ης Ἰουνίου 2014, ἀπό τό Βάλιεβο γιά τό μοναστήρι, σύντομα φτάσαμε στόν αὐχένα τοῦ βουνοῦ, ἀπ’ ὅπου ἔπρεπε νά ἀρχίσουμε τήν κάθοδο τῶν 1800 μέτρων γιά τό μοναστήρι. Ἐκεῖ συναντήσαμε «μπλόκο» τῆς Ἀστυνομίας καί 2-3 μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀπαγόρευαν σέ ὅλους τήν κάθοδο πρός τό μοναστήρι. Τούς εἴπαμε ποιοί εἴμαστε, ὅτι ἔχουμε κάνει συνεννόηση μέ τόν Σεβ. Ἀμφιλόχιο, τηλεφώνησαν στό μοναστήρι καί σέ λίγο μᾶς ἐπέτρεψαν νά κατηφορίσουμε. Στήν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ μᾶς περίμενε μία μοναχή, ἡ ὁποία μᾶς εἰσήγαγε στήν αὐλή καί κλείδωσε πάλι μέ ἀσφάλεια τήν εἴσοδο.
Ἡ Θεία Λειτουργία, τήν ὁποία τέλεσε ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος, εἶχε ἤδη τελειώσει (μᾶς εἶχαν πληροφορήσει ὅτι θά τελείωνε γύρω στίς 10 π.μ. , ἀλλά εἶχε τελειώσει πολύ ἐνωρίτερα) καί φθάσαμε σύντομα στήν νότια πλευρά τοῦ Καθολικοῦ, ὅπου εἶχαν ἀρχίσει νά σκάβουν στόν τάφο τοῦ Ἁγίου μέ τόν μεγάλο πέτρινο σταυρό, ἀφοῦ πρῶτα τελέσθηκε Ἁγιασμός. Ὑπῆρχαν 50 περίπου ἄτομα, μοναχοί, μοναχές καί ἐλάχιστοι λαϊκοί. Χαιρετήσαμε καί πήραμε εὐχή ἀπό τόν Σεβ. Ἀμφιλόχιο, τόν Ἐπίσκοπο Ἀθανάσιο καί τόν Ἐπίσκοπο Βαλιέβου Μιλοῦτιν. Γρήγορα διαπιστώσαμε ὅτι ἦταν παρόντες 4-5 γνωστοί μας ἁγιορεῖτες πατέρες καί ἀνταλλάξαμε χαιρετισμό. Στήν συνέχεια γνωρίσαμε τήν Ἡγουμένη Ἀγγελίνα καί 10 περίπου μοναχές, τίς ὁποῖες εἶχε φέρει μαζί του ἀπό τό Μαυροβούνιο ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος. Μάλιστα ἡ Γερόντισσα Ἀγγελίνα καί μία ἀκόμη μοναχή ὁμιλοῦσαν ἀρκετά καλά ἑλληνικά. Δεχθήκαμε σύντομα πλούσιο κέρασμα ἀπό τίς μοναχές τοῦ Τσέλιε καί καθήσαμε πίσω ἀπό τό Ἱερό τοῦ Καθολικοῦ γιά νά παρακολουθήσουμε τήν ὅλη διαδικασία.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος ἦταν πολύ αὐστηρός καί διαρκῶς ἔκανε παρατηρήσεις καί σέ μᾶς καί στούς ἄλλους ἁγιορεῖτες μοναχούς νά πᾶμε στόν ναό, διότι ἐμποδίζουμε τό ἔργο τῆς ἐκταφῆς τῶν ὀστῶν τοῦ Ἁγίου. Ἐμεῖς ὅμως μετά τήν προσωρινή ἀποχώρησή μας, κάνοντας «ἀνυπακοή» ἐπιστρέψαμε στό χῶρο, κυριευμένοι ἀπό ἱερή ἀγωνία καί δέος νά δοῦμε τό ἅγιο λείψανο. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ἔψελναν κατά διαστήματα μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σεβ. Ἀμφιλόχιο καί μέ πολλή κατάνυξη τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου στά σερβικά καί τόν ἀναστάσιμο ὕμνο «Χριστός Ἀνέστη». Ἀρχίσαμε νά τραβᾶμε φωτογραφίες καί σύντομα φάνηκε, σέ μικρό σχετικά βάθος, ἕνα μεταλλικό κάλυμμα πού σκέπαζε τό φέρετρο τοῦ κοιμηθέντος Ἁγίου. Ὑπέθεσα ὅτι εἶχαν τοποθετήσει τό μεταλλικό αὐτό σκέπαστρο γιά νά μήν ἀποσαθρωθῆ τό καπάκι ἀπό τό φέρετρο καί πέσουν χώματα ἐπάνω στό ἅγιο λείψανο. Συνέχισαν νά σκάβουν γύρω -γύρω γιά νά φανῆ ὁλόκληρο τό φέρετρο τοῦ Ἁγίου. Ἔβγαζαν συνεχῶς πολλά χώματα καί πολλά ὀστᾶ ἄλλων κεκοιμημένων μοναχῶν ἐκτός τοῦ φερέτρου τοῦ Ἁγίου. Φαίνεται ὅτι ὁ τόπος ἐκεῖ ἦταν κοιμητήριο τῆς μονῆς καί εἶχαν ταφῆ πολλά λείψανα παλαιῶν πατέρων. Κυριολεκτικά τό φέρετρο τοῦ Ἁγίου (τό ὁποῖο σωζόταν σέ πολύ καλή κατάσταση, ἄν καί βρισκόταν γιά 35 χρόνια, ἀπό τό 1979, μέσα στό χῶμα καί στήν ὑγρασία), εἶχε τοποθετηθῆ ἐπάνω καί δίπλα ἀπό ὀστᾶ παλαιῶν κοιμηθέντων μοναχῶν.
Ἔβγαλαν τό μεταλλικό κάλυμμα καί ἀμέσως μετά τό καπάκι ἀπό τό φέρετρο καί ἐμφανίσθηκε μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων μας τό ἱερό λείψανο. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἐνταφιασθῆ μέ μοναχικά ἐνδύματα (καί ὄχι μέ ἱερατικά ἄμφια, ἄν καί ἦταν ἱερομόναχος) καί μέ μεταλλικό ἐπιστήθιο σταυρό Ἀρχιμανδρίτου. Τά μαῦρα ράσα του ἐσώζοντο σχεδόν κατά τό ἥμισυ σέ μέτρια κατάσταση (ἴσως νά ἦταν συνθετικά) καί τά παρέλαβαν μετά οἱ μοναχές γιά νά τά καθαρίσουν, νά τά στεγνώσουν καί νά τά διαφυλάξουν σέ ἀσφαλές μέρος. Ἕναν μικρό ἐπιστήθιο ξύλινο σταυρό πού φοροῦσε ὁ Ἅγιος τόν παρέλαβε μέ δέος καί δάκρυα ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος. Ἄφθαρτα βρέθηκαν μόνο λίγο δέρμα, λίγο μυαλό καί λίγα μαλλιά καί γένια τοῦ Ἁγίου.
Πέρασαν ἕνα λευκό σεντόνι κάτω ἀπό τό ράσο τοῦ Ἁγίου καί ἀνασήκωσαν ὁλόκληρο τό περιεχόμενο τοῦ φερέτρου καί τό τοποθέτησαν σέ ἄνετο μεγάλο τραπέζι. Ἄρχισαν νά ἀφαιροῦν τά ράσα, τήν ζώνη καί τόν σταυρό του Ἁγίου (τά παπούτσια, πού εἶχαν διατηρηθῆ σέ ἄριστη κατάσταση, τά εἶχαν ἀφαιρέσει ἐνωρίτερα) καί ἔμειναν μόνο ὅλα τά ἱερά ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου. Στήν συνέχεια ξεκίνησε μιά ἀνθρώπινη ἁλυσίδα γιά τόν καθαρισμό καί τήν συναρμολόγηση τῶν ἱερῶν λειψάνων σέ προσωρινό ξύλινο φορεῖο. Ἕνας μοναχός ἀνασήκωνε ἕνα ἕνα μέ εὐλάβεια καί προσοχή τά ὀστᾶ, τά τίναζε καί τά καθάριζε λίγο μέ ἕνα μαλακό σκουπάκι καί τά ἔριχνε σέ παρακείμενη καθαρή λεκάνη πού περιεῖχε χλιαρό νερό καί λευκό κρασί. Ἐκεῖ βρισκόταν στήν μεγαλύτερη διάρκεια τῆς διαδικασίας ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος, ὁ ὁποῖος τά ξέπλενε μέ τό ὑγρό περιεχόμενο τῆς λεκάνης τρίβοντάς τα ἐλαφρῶς μέ τά χέρια του καί τά παρέδιδε σέ ἂλλον, ὁ ὁποῖος τά σκούπιζε μέ καθαρή λευκή πετσέτα. Στή συνέχεια στέγνωναν τά ἱερά λείψανα μέ «πιστολάκι μαλλιῶν» γιά νά φύγη ἡ ὑγρασία τῶν νερῶν καί κατέληγαν σέ ἕναν ἁγιορείτη ἱερομόναχο καί δύο γιατρούς (ἀνθρωπολόγους μέ λευκές ἰατρικές ἐνδυμασίες). Αὐτοί καί μέ τήν βοήθεια ἑνός εὐκρινοῦς ἰατρικοῦ χάρτη ἀνθρωπίνου σκελετοῦ, τοποθετοῦσαν τά ἱερά λείψανα σέ ξύλινο φορεῖο μέ λευκό σεντόνι στρωμένο, συνθέτοντας μέ ἐπιμέλεια τό ἱερό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου.
Ἀργά τό μεσημέρι οἱ μοναχές τοῦ Τσέλιε μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι τό γεῦμα εἶναι ἕτοιμο. Εὐλόγησε ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος τήν τράπεζα καί καθήσαμε ὅλοι γιά φαγητό μέ τελευταῖον στή σειρά τόν Ἐπίσκοπο Ἀθανάσιο. Μόνο λίγοι ἔμειναν στόν χῶρο τῆς ἐκταφῆς γιά τήν φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων, τά ὁποῖα ἔμειναν στόν ἥλιο καί στόν ἀέρα γιά πολλές ὧρες γιά νά στεγνώσουν καλά. Μετά τήν τράπεζα ὁ Σεβ. Ἀμφιλόχιος μᾶς γνώρισε μέ τόν Ἡγούμενο καί τόν ἱερομόναχο Πέτρο τῆς παρακείμενης στό Τσέλιε μονῆς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου καί θά φιλοξενούμασταν γιά 2-3 ἡμέρες. Ἡ χαρά μας καί ἡ συγκίνησή μας ἦταν μεγάλη, ὅταν πηγαίνοντας στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό χωριό Λέλιτς (5 χλμ. μόνο ἀπόσταση ἀπό τό Τσέλιε) διαπιστώσαμε ὅτι στό μικρό, ἀλλά ὄμορφο Καθολικό τῆς μονῆς ἐφυλάσσετο ὡς πολύτιμος θησαυρός τό ἱερό σκήνωμα τοῦ ἄλλου μεγάλου Σέρβου Ἁγίου, Πατρός καί Διδασκάλου, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Ἕνας ἱερομόναχος τῆς μονῆς φορώντας ἐπιτραχήλιο καί ὑποβοηθούμενος ἀπό ἕναν ἄλλο μοναχό, ἄνοιξαν τό σκέπαστρο ἀπό τήν βαριά ξυλόγλυπτη λάρνακα τοῦ Ἁγίου καί προσκυνήσαμε τό ἱερό λέιψανο, τό ὁποῖο ἦταν καλυμμένο μέ ἀρχιερατικά ἄμφια, ἐκτός ἀπό ἕνα μικρό σημεῖο στήν κάρα τοῦ Ἁγίου.
Ἀργά τό ἀπόγευμα ἐπιστρέψαμε στό Τσέλιε καί προλάβαμε λίγο τόν Ἑσπερινό. Ὁ χῶρος ἔξω ἀπό τόν ναό ἦταν πεντακάθαρος σάν νά μήν εἶχε συμβῆ τίποτα. Εἶχαν ρίξει πάλι τά χώματα (ἀφοῦ ἔβγαλαν τό ἄδειο φέρετρο) στόν τάφο τοῦ Ἁγίου, σχημάτισαν ἕνα ὀρθογώνιο παραλληλόγραμμο μέ ὡραῖες κανονισμένες πέτρες καί μέ γλάστρες ἀπό ὄμορφα λουλούδια πέριξ τοῦ τάφου καί εἶχαν ἀπομακρύνει ὅλα τά ἐργαλεῖα καί τά περιττά ἀντικείμενα. Ρωτήσαμε τί ἄλλο περιλαμβάνει τό πρόγραμμα καί μᾶς ἐνημέρωσαν ὅτι πλέον ὅλα εἶναι ἕτοιμα γιά τήν μεγάλη πανήγυρη τοῦ Σαββάτου 14 Ἰουνίου. Ἤδη εἶχε στηθῆ μία μεγάλη ἐξέδρα στό κέντρο τῆς αὐλῆς τοῦ μοναστηριοῦ ἀπό τίς προηγούμενες ἡμέρες, ὅπου θά γινόταν ὑπαίθρια Θεία Λειτουργία μέ τήν παρουσία καί τήν συμμετοχή τοῦ Σέρβου Πατριάρχου Εἰρηναίου.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα, Παρασκευή 13 Ἰουνίου, ταξιδέψαμε γιά τό Βελιγράδι. Ξεκινήσαμε τήν περιήγησή μας ἀπό τό ὡραῖο μοναστήρι Ρακόβιτσα στά προάστια τῆς πόλεως. Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ ταπεινοῦ, εὐλαβοῦς καί Ἁγίου Σέρβου Πατριάρχου Παύλου. Στή συνέχεια ἐπισκεφθήκαμε τόν τεράστιο καί ἐπιβλητικό Ναό τοῦ Ἁγίου Σάββα, πού ἀκόμα εἶναι ἡμιτελής, στό κέντρο τῆς παλαιᾶς πόλεως τοῦ Βελιγραδίου. Μετά πήγαμε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Πατριαρχεῖο πού βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντι καί κατηφορίσαμε λίγα μέτρα μέχρι τό κτίριο τῆς παλαιᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς, πού σήμερα λειτουργεῖ ὡς Σχολή Καλῶν Τεχνῶν. Ἐπιστρέψαμε τό ἀπόγευμα στό μοναστήρι στό Λέλιτς καί διανυκτερεύσαμε.
Ἀπό νωρίς, τό πρωΐ τοῦ Σαββάτου 14 Ἰουνίου, ὁ καιρός ἦταν βροχερός. Οἱ προσκυνητές ἄρχισαν νά συγκεντρώνονται γιά τήν μεγάλη ἑορτή. Λεωφορεῖα καί ἰδιωτικά αὐτοκίνητα μετέφεραν διαρκῶς κόσμο, ἐνῶ ἀρκετοί ἦταν καί οἱ ὁδοιπόροι πού κατέφθαναν μέ ὀμπρέλες στά χέρια καί ἔτσι σιγά – σιγά γέμισε ἀσφυκτικά ἡ εὐρύχωρη καί καταπράσινη αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ. Ἦρθαν Ἱεράρχες, Ἱερεῖς καί λαός ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες χῶρες καί φυσικά ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο. Ἡ εἰδική ἐξέδρα στήν ὁποία τελέσθηκε ἡ πανηγυρική Θεία Λειτουργία μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Εἰρηναῖο ἦταν στεγασμένη, ἐνῶ ὁ ὑπόλοιπος λαός μέ πολύχρωμες ὀμπρέλες στά χέρια παρακολουθοῦσε τήν Θεία Λειτουργία μέ εὐλάβεια καί πίστη στόν Ἅγιο.
Στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἔγινε ἱερή λιτανεία τοῦ ἁγίου σκηνώματος πρός τόν νέο περικαλλῆ Ναό στήν εἲσοδο τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἐξωτερικά εἶναι ἐπιβλητικός καί πανέμορφος, ἐνῶ ἐσωτερικά βρίσκεται στό στάδιο τῆς ἁγιογραφήσεως. Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου εἶχαν τοποθετηθῆ σέ μόνιμη ξυλόγλυπτη λάρνακα (ἀφοῦ πρῶτα τά μύρωσαν μέ μύρο καί νάρδο ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος), στό ἐσωτερικό μέρος τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθῆ ἡ κοίμησις τοῦ Ἁγίου. Εἶχαν φορέσει ἱερατικά ἄμφια στό ἅγιο σκήνωμα, ἄφησαν ἀκάλυπτο ἕνα μικρό μέρος τῆς κάρας μόνο, καί σχηματίσθηκε μιά μεγάλη ἀνθρώπινη «οὐρά» ἀπό εὐλαβεῖς προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ἀσπασθοῦν τό ἱερό λείψανο καί νά πάρουν τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου. Ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε στήν δεξιά πλευρά τοῦ Καθολικοῦ τῶν Ἀρχαγγέλων. Δέν γνωρίζω ἐάν θά παραμείνη ἐκεῖ γιά πάντα ἤ ὅταν ὁλοκληρωθῆ ὁ νέος Ναός, πού εἶναι ἀφιερωμένος στόν Ἃγιο Ἰουστῖνο, θά μεταφερθῆ ἐκεῖ.
Προσκυνήσαμε τόν μεγάλο Ἅγιο καί Ὁμολογητή Ἰουστῖνο, ζητήσαμε τίς ἅγιες πρεσβεῖες του, εὐχαριστήσαμε τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό μας καί ἔχοντας στίς ἀποσκευές μας λίγο χῶμα ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, μικρό τεμάχιο ξύλου ἀπό τό ἁγιασμένο φέρετρό του καί μιά μικρή-μεγάλη «εὐλογία» ἀπό τόν Σεβ. Ἀμφιλόχιο, ἐπιστρέψαμε στήν Ναύπακτο μεταφέροντας μαζί μας τήν χάρη τοῦ Ἁγίου.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
Ὁ Ὅσιος καί Θεοφόρος πατήρ Ἰουστῖνος γεννήθηκε στήν πόλη Βράνιε τῆς νοτίου Σερβίας τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (25 Μαρτίου) τό ἔτος 1894. Γιά τόν λόγο αὐτόν στό ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τό ὄνομα Εὐάγγελος. Οἱ γονεῖς του, Σπυρίδων καί Ἀναστασία, ἦταν εὐλαβεῖς Χριστιανοί καί ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του ἦταν ἐκ παραδόσεως ἱερατική, κάτι πού ὑποδηλώνει τό ἐπώνυμο Πόποβιτς, πού σημαίνει Παπαδόπουλος. Τό 1905 γράφτηκε στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα Βελιγραδίου, ὅπου φοίτησε γιά 10 περίπου χρόνια. Ἀξιώθηκε νά ἔχη ὡς δάσκαλο τόν φωτισμένο Ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Στήν διάρκεια τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στρατεύθηκε στόν σερβικό στρατό καί πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐξορίας μέσα ἀπό τά βουνά τῆς Ἀλβανίας πρός τήν Κέρκυρα.
Ἐκάρη μοναχός στή Σκόδρα τήν 1η Ἰανουαρίου 1916 καί πῆρε τό ὄνομα Ἰουστῖνος. Ἀπό τήν Κέρκυρα, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου, ἔφυγε μαζί μέ ἄλλους νέους ἱεροσπουδαστές γιά θεολογικές σπουδές στήν Ἁγία Πετρούπολη. Ἀπό ἐκεῖ μετέβη στήν Ὀξφόρδη, ὅπου παρέμεινε γιά δύο χρόνια ἑτοιμάζοντας τήν διδακτορική του διατριβή μέ θέμα: «Ἡ θρησκεία καί ἡ φιλοσοφία τοῦ Ντοστογιέφσκυ». Τό 1919 ἐπέστρεψε στήν Σερβία καί τοποθετήθηκε καθηγητής Θεολογίας στό Στρέμσκι Κάρλοβτσι. Ἀπό ἐκεῖ κατέβηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἔλαβε διδακτορικό δίπλωμα στήν Πατρολογία, τό ἔτος 1926, μέ θέμα: «Τό πρόβλημα τοῦ προσώπου καί τῆς γνώσεως στόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο». Ὁμιλοῦσε πολλές γλῶσσες, ὅπως ἀρχαῖα καί νέα ἑλληνικά, ρωσικά, ἀγγλικά, γερμανικά καί γαλλικά.
Στήν συνέχεια ἐργάσθηκε γιά λίγο στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή τοῦ Μοναστηρίου (Μπίτολα) καί μετά ἡ Σερβική Ἐκκλησία τόν ἔστειλε σέ ἱερή ἀποστολή στήν Τσεχοσλοβακία. Ἐκεῖ, τό 1931, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς Καρπαθίας, ἀλλά ἀπό ταπείνωση δέν δέχθηκε τήν θέση αὐτή. Ἐκλέχθηκε Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς, ἀλλά τό 1945 μέ τήν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας ἐξουσίας στήν Γιουγκοσλαβία ἐκδιώχθηκε ἀπό τό Πανεπιστήμιο καί δίχως σύνταξη, στερημένος ἀπό τά ἀνθρώπινα, θρησκευτικά καί πολιτικά δικαιώματα, ἔζησε οὐσιαστικά ἐξόριστος καί «ὑπό περιορισμόν» στήν μικρή γυναικεῖα μονή τῶν Ἀρχαγγέλων στό Τσέλιε τοῦ Βαλιέβου.
Λειτουργοῦσε καθημερινά, νήστευε αὐστηρά, μελετοῦσε διαρκῶς καί δεχόταν διακριτικά καί ἀθόρυβα λίγες ἐπισκέψεις. Ἐπεδόθη στήν συγγραφή σπουδαίων καί θεόσοφων θεολογικῶν μελετῶν. Μνημειῶδες ἔργο του εἶναι ἡ ἑρμηνεία στήν Καινή Διαθήκη, σέ 7 τόμους, οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων σέ 12 τόμους, ἐνῶ τήν περίοδο 1932-35 εἶχε συγγράψει τό δίτομο ἔργο «Ὀρθόδοξος Φιλοσοφία τῆς Ἀληθείας», ἡ γνωστή Δογματική του.
Ἐκοιμήθη τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τό ἔτος 1979 (τήν ἴδια ἡμέρα πού εἶχε γεννηθῆ) σέ ἡλικία 85 ἐτῶν καί ἐτάφη στήν μονή Τσέλιε, νοτιοανατολικά τοῦ Καθολικοῦ τῶν Ἀρχαγγέλων. Τό Σερβικό Πατριαρχεῖο προέβη στήν ἁγιοκατάταξή του στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τό ἔτος 2009.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ
Ἦχος πλ. Δ΄ Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ.
(Ποίημα ἱερομ. Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου)
«Ὀρθοδοξίας τό γλυκύ, καί νεκταρῶδες, Πάτερ ἀμάλγαμα, μετοχετεύσας τῶν πιστῶν, ἐν ταῖς καρδίαις ὥσπερ θησαύρισμα, τῷ βίῳ καί ταῖς ἀρεταῖς, βιβλίον ζῶν τοῦ Πνεύματος δέδειξαι, Ἰουστῖνε θεόσοφε˙ ἱκέτευε διά παντός, ἐλλογωθῆναι τούς ὑμνοῦντάς σε».
Ἦχος πλ. Δ΄ Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ.
(Ποίημα ἱερομ. Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου)
«Ὀρθοδοξίας τό γλυκύ, καί νεκταρῶδες, Πάτερ ἀμάλγαμα, μετοχετεύσας τῶν πιστῶν, ἐν ταῖς καρδίαις ὥσπερ θησαύρισμα, τῷ βίῳ καί ταῖς ἀρεταῖς, βιβλίον ζῶν τοῦ Πνεύματος δέδειξαι, Ἰουστῖνε θεόσοφε˙ ἱκέτευε διά παντός, ἐλλογωθῆναι τούς ὑμνοῦντάς σε».