ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ: Γερο-Εὐστράτιος, ὁ Πειραιώτης. Γερο-Εὐστράτιος, ὁ Πειραιώτης.

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ (1)

Ὁ γερο-Εὐστράτιος γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1895. Τὸ 1926-1927 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κοινοβίασε στὰ Κατουνάκια, στὴν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κοντὰ στὸν μακαριστὸ καὶ ἁγιασμένον Ἰγνάτιον τὸν Πνευματικό, τὸν ἀόμματο, τὸν ἐπονομαζόμενον Βούλγαρο. Ἦτο ὁ τελευταῖός του ὑποτακτικός, ἀφοῦ ἐκοιμήθη στὶς 25 Ὀκτωβρίου τοῦ 1927.

Ἐλέγετο Βούλγαρος, διότι ὁ πατέρας του ἦταν Βούλγαρος ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ ἡ μητέρα του Ἑλληνίδα. Γιὰ αὐτὸν ἔγραψε ἐκτενῶς ὁ μακαριστὸς Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς, ἀρχιμανδρίτης Χερουβείμ, στὴν σειρά: Σύγχρονες Ἁγιορείτικες Μορφές. Ἐκεῖ εὐχαριστεῖ καὶ τὸν γερο-Εὐστράτιο, γιὰ τὸν ὁποῖον γράφει: …σήμερα εὑρίσκεται στὴν Μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας καὶ εἶναι πνευματικὸς ἐγγονὸς τοῦ βιογραφούμενου πατρός. Ἦτο ἀπὸ τοὺς κυρίους πληροφοριοδότες μας. Διάδοχος τοῦ Γέροντος Ἰγνατίου τοῦ πνευματικοῦ ἀναδείχθηκε ὁ ὑποτακτικός του Ἰγνάτιος ὁ νεώτερος, ὁ Ἕλληνας.

Τὸ ξεκίνημά του λοιπὸν ὁ γερο-Εὐστράτιος τὸ ἔκανε σὲ πολὺ πνευματικὸ χῶρο καὶ μὲ τὶς καλύτερες προϋποθέσεις. Ὅλα του τὰ πνευματικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα διατηροῦσε ὡς τὶς ἡμέρες μας -ἦταν γέρος ὀγδόντα ἐτῶν, ὅταν ἐμεῖς κοινοβιάσαμε στὴν Σιμωνόπετρα-, τὰ χρεωστοῦσε στοὺς Γεροντάδες του.

Ὅμως, ὅπως ὅλοι ἀποφασίζουν νὰ γίνουν μοναχοί, ἔτσι καὶ ὁ γερο-Εὐστράτιος ἀντιμετώπισε ποικίλες δυσκολίες κατὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο. Βρέθηκε μπροστὰ σὲ συνοικέσια καὶ ὑποσχέσεις γιὰ μία ἐπιτυχημένη οἰκογενειακὴ ζωή. Ἀπὸ τὴν μία τὰ κλάματα τῶν γονιῶν, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς μητέρας του, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ προκλήσεις τῶν ὑποσχέσεων δυσκόλεψαν λίγο τὴν ἀναχώρησή του.

Βρῆκε ὅμως τὸν τρόπο καὶ ξέφυγε, ὅπως ὁ ἴδιος ἐκαυχᾶτο: -σὰν μάγκας πειραιώτης. Στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ συνοικέσια πρόβαλε ὅτι ἦταν ἄῤῥωστος, φθισικός, -τότε βρισκόταν σὲ ἔξαρση αὐτὴ ἡ ἀῤῥώστια-, στὸ δεύτερο ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀῤῥαβωνιασμένος καί, ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν μὲ ποιάν, ἀπαντοῦσε μὲ μία Μαριάμ, ἐννοώντας πὼς τὴν ζωή του τὴν ἔχει ἢ μᾶλλον θέλει νὰ τὴν παραδώσει στὴν Παναγία μας, τὴν Κυρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν δηλαδὴ καὶ αὐτὸς Παναγιόκλητος, ὅπως χαρακτηριστικὰ συνήθιζε νὰ λέγει ὁ μακαριστὸς παπα-Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης, γιὰ τὸν ὁποῖον κάθε μοναχὸς ἁγιορείτης ἦταν Παναγιόκλητος.

Ἔζησε γιὰ λίγο στὰ Κατουνάκια καὶ μετὰ κατέβηκε μὲ τὸν Γέροντά του, τὸν Ἰγνάτιο τὸν Ἕλληνα, στὴν Νέα Σκήτη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸ 1961 ἦλθε στὴν Σιμωνόπετρα.

Τὸ 1973 τὸ φθινόπωρο ποὺ ἤλθαμε στὴ Σιμωνόπετρα, τὸ Μοναστήρι εἶχε μονοφαγία Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ἕως ὅτου βάλουμε σειρά, ὅταν κάποιος μας πεινοῦσε ἔπαιρνε λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὴν τράπεζα καί, καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ παπα-Παντελεήμονα ποὺ ἦταν τότε Ἐπίτροπος, πηγαίναμε στοὺς κήπους γιὰ καμμία ντομάτα ἢ στὶς καρυδιὲς γιὰ κανένα καρύδι. Ὁ γερο-Εὐστράτιος λοιπόν, ὅταν ἔβλεπε αὐτά, ζωντάνευαν μέσα του οἱ ἀσκητικές του μνῆμας καὶ μᾶς ἔλεγε πὼς ὁ παπποῦς, ὁ Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός, ὅταν τοὺς ἔστελνε νὰ μαζέψουν τὰ ἀμύγδαλα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Καλύβης των, τοὺς ἔλεγε πώς: -Ὅποιος φάει περισσότερα ἀπὸ τρία ἀμύγδαλα, τὸ βράδυ πρέπει νὰ τὸ ἐξομολογηθῆ. Θαυμάζαμε τὴν ἀκρίβεια τῆς ἀσκητικότητας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, τῶν ὁποίων τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους ὁ Θεὸς ἀντάμειψε μὲ πνευματικὰ χαρίσματα.

Ἔκανε πολλὰ χρόνια Ἐκκλησιαστικὸς καὶ διαβαστὴς τόσο στὸν ναὸ ὅσο καὶ στὴν τράπεζα. Ἀγαποῦσε τὰ λελούδια, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὰ ἔλεγε, τὰ ὁποῖα ὁ σεβαστὸς Γέροντάς μας Αἰμιλιανὸς τοῦ ἔδωσε εὐλογία, ὅσο ζῆ, νὰ περιποιῆται, τὶς λίγες δηλαδὴ τενεκεδένιες γλάστρες ὅπου εἶχε φυτευμένα ὡραῖα γαρύφαλλα καὶ ἄλλα ἄνθη. Ἀγαποῦσε ἐπίσης καὶ τὰ ζῶα καὶ εἶχε πάντα κοντά του, ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, μία γάτα.

Ἀγαποῦσε ὅμως καὶ τὴν κουβέντα καὶ δὲν ἔχανε εὐκαιρία, ἂν σὲ εὕρισκε, νὰ σοῦ ἀνοίξει συζήτηση περὶ ὅλων τῶν θεμάτων. Τὸ κελλί του γειτόνευε μὲ τοῦ παπα-Σίμωνα καὶ τοῦ παπα-Ἡσυχίου, καὶ γινόταν σωστὸ πανηγύρι ὅταν συζητοῦσαν. Ὁ παπα-Σίμων τότε, μὲ ἕνα: -Εὐλογεῖτε, ἔχω καὶ δουλειές!, τοὺς ἄφηνε καὶ ἔφευγε.

Πολλὲς φορὲς εἶχε καὶ ἀνησυχίες καὶ φόβον θανάτου καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ ἐξομολογηθῆ, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος, ἢ ἔστελνε τὸν παπα-Σίμωνα στὸν ἕβδομο ὄροφο, ὅπου ἔμενα, νὰ μὲ φωνάξει νὰ τὸν κοινωνήσω. Κούτσα-κούτσα ἔφθανε στὸ κελλί μου ὁ παπα-Σίμων καὶ κτυποῦσε, λέγοντας: Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων πατέρων. -Ἀμήν, ἀπαντοῦσα. -Ἔλα, ὁ γέρος θὰ πεθάνει καὶ θέλει νὰ κοινωνήσει. Τὸ εἶπα στὸν Γέροντα καὶ μοῦ ‘ πε νὰ ῤθης νὰ τὸν κοινωνήσεις. Βαθειὰ μεσάνυχτα! Πράγματι, πήγαινα, τὸν κοινωνοῦσα, ἡσύχαζε, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ὅλα καλά.

Δὲν χρησιμοποιοῦσε φακό, ἀλλὰ ἤθελε νὰ ἔχει φανάρι λαδιοῦ καὶ στὸ τέλος φανὸ θυέλλης. Δὲν εἶχαμε ἀκόμη ἡλεκτρικὸ ῥεῦμα, καὶ ἐρχόταν στὸν ναὸ μὲ τὸ φανό. Ὅταν ἔφευγε, μὲ ὅλη τὴν ἁπλότητά του, πήγαινε μὲ μεγαλοπρέπεια καὶ τὸν ἄναβε ἀπὸ τὴν λουσέρνα τοῦ προσκυνηταρίου. Δὲν χρησιμοποιοῦσε οὔτε σπίρτα οὔτε ἀναπτήρα. Ἔνοιωθες πὼς οἱ παλαιοὶ νιώθανε τὸν ναὸ σὰν στὸ σπίτι τους καὶ ἐκινοῦντο μὲ μεγάλη φυσικότητα· ὄχι μὲ ἀνευλάβεια, ἀλλὰ ἁπλά, σεμνὰ καὶ φυσικά.

Πέρασαν τὰ χρόνια, ἀῤῥώστησε μὲ μία γρίππη καί, λόγῳ τῶν γηρατειῶν του, ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Οἱ πατέρες μὲ τὴν σειρὰ καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη τοῦ συμπαρασταθήκαμε αὐτὲς τὶς λίγες μέρες. Πάντα κάτι εἶχε νὰ θυμηθῆ, γιὰ νὰ μᾶς πῆ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει.

Ἦταν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸν ναὸ καὶ πῆγε νὰ δῆ τὶ κάνει. Τὸν εἶδε, κάθισε κοντά του λίγο καὶ τοῦ λέγει: -Νὰ πάω, Γέροντα, στὸν ναό; Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι. Θὰ ξανάρθω! Τότε ὁ γερο-Εὐστράτιος τοῦ ἀπαντᾶ: -Κάτσε νὰ ποῦμε κάτι. Ἀφήνεις ἐμένα, τὸν ζωντανὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ πᾶς σ’ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ πέτρες καὶ τοῦβλα; Κάτσε νὰ μιλήσουμε. Νὰ μάθετε νὰ τιμᾶτε τὸν ζωντανὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὄχι αὐτοὺς τοὺς κτιστούς. Εἶχε πάντα ὡς ἄνθρωπος ἀνάγκη κοινωνίας, παρηγορίας καὶ συμπαραστάσεως, πολλὺ περισσότερο τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἦταν ἄῤῥωστος. Καὶ ὁ ἀδελφὸς πράγματι κάθισε κοντά του.

Φθάσαμε στὸ Μεγάλο Σάββατο τὸ πρωΐ. Ὁ γερο-Εὐστράτιος ἔσβησε, ὅπως σβήνει μία λαμπάδα ποὺ φθάνει στὸ τέλος της. Εἴχαμε ἀρχίσει στὸν ναὸ νὰ ψάλλουμε τὰ Ἐγκώμια τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Εἶχα φορέσει καὶ ἐγώ. Ἔρχεται ὁ διακονητής του καὶ λέγει στὸν Γέροντα ὅτι ὁ γερο-Εὐστράτιος ἀναπαύτηκε. Ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε νὰ ξεφορέσω καὶ νὰ πάω νὰ τὸν ἑτοιμάσουμε. Τὸν ἑτοιμάσαμε καὶ μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου τὸν φέραμε στὸν ναό, ὅπου ἄρχισαν οἱ πατέρες ἐναλλὰξ νὰ διαβάζουν τὸ Ψαλτήρι.

Σήμανε γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τὴν πρώτη Ἀνάσταση, ὅπως λέγεται. Στὸ κέντρο τῆς Λιτῆς ὁ γερο-Εὐστράτιος. Οἱ πατέρες προσκυνοῦν καὶ μπαίνουν στὸν ναό. Ἀρχίζει ὁ Ἑσπερινός-Θεία Λειτουργία καὶ βγαίνει ὁ Γέροντας νὰ σκορπίσει τὰ βάγια στό: Ανάστα ὁ Θεός. Ὁ γερο-Εὐστράτιος δέχεται τὰ βάγια κεκοιμημένος, ἀλλὰ ἀκούει τὴν φωνὴ σὲ ἄλλη διάσταση.

Περὶ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ψάλαμε τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ τὸν προπέμψαμε. Σὲ λίγες ὥρες θὰ χτυποῦσαν οἱ ἀναστάσιμες καμπάνες καὶ θὰ ψάλλαμε τό: Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου. Αὐτῆς τῆς νίκης ἔγινε μέτοχος καὶ ὁ γερο-Εὐστράτιος.

Νὰ ἔχουμε τὶς εὐχές του καὶ ὡς ἐγγονοί του νὰ τὸν ἐνθυμούμεθα στὶς προσευχές μας.

Σιμωνόπετρα, Πάσχα 2010

Share Button