Ένας άλλος προχωρημένος στην κατά Θεόν αρετή και προκοπή ήταν στη Νέα Σκήτη, ο Γέρο – Δανιήλ, ο όποιος ασκήτευε μέσα στο μεγάλο πύργο, πού έχει το εκκλησάκι της «Αγίας «Αννης», ήταν από τα μέρη της Κοζάνης, έκανε στους Πατέρες τον εργάτη, και πρόθυμος βοηθούσε πάντας χωρίς διάκριση. Μοναχός έγινε στην Καλύβα «Άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς».
α) Μια μέρα τον έβαλαν να τακτοποιήσει τα οστά: των κεκοιμημένων Πατέρων στο Κοιμητήρι της Σκήτης, ήταν Ιούλιος μήνας, από τη ζέστη και τον πολύ κόπο, κάθισε λίγο να ξεκουραστεί και τότε γύρισε με ευλάβεια και σεβασμό και είπε στα οστά: «Άγιοι Πατέρες, δεν κάνετε κι εσείς καμιά προσευχή και μεσιτεία στο Θεό και για μας τους αμαρτωλούς να σωθούμε οί ταλαίπωροι και να βρούμε έλεος, από τον πανάγαθο Θεό; Όταν είπε αυτά, παράδοξα, και με θαυμαστό τρόπο, μέσ’ από τα οστά βγήκε φωνή και του είπε: «Και βέβαια κάνουμε προσευχή, μεσιτεία κι ακατάπαυστη δέηση στο Θεό, για να σωθείτε, αλλά, αδελφέ, πώς είναι δυνατόν να σωθείτε, αφού σεις δεν θέλετε να έχετε τις απαραίτητες προϋποθέσεις: Την ακακία, την ταπείνωση και την αγάπη; Δεν ξέρετε από την αγία Γραφή, ότι ό Θεός αγάπη είναι και μισεί και σιχαίνεται τον εγωιστή και μνησίκακο άνθρωπο; Χωρίς αγάπη κανείς δε σώνεται!
Ρ) Ό Γέρο – Παντελεήμων με το γέροντα του Συμεών, μοναχοί και οί δύο, από πλανεμένη ιδέα, είχανε τελείως αποκοπεί από την κοινή εκκλησία του Κυριακού και από όλους τους Πατέρες της Σκήτης. Φτάσανε στο σημείο να παίρνουν από ένα. άλλο παπά – Γεδεών, πού ήταν κι αυτός πλανεμένος και αποκομμένος και δεν επικοινωνούσε με τους Πατέρες και την εκκλησία και οι τρεις αυτοί έκαναν λειτουργία στο σπίτι τους και κοινωνούσαν τα Μυστήρια μόνοι τους.
Ό Γέρο – Δανιήλ, με το διορατικό χάρισμα πού είχε από τον Κύριο, έβλεπε το σπίτι εκείνων και την εκκλησία τους να είναι γεμάτα Δαιμόνια που χόρευαν γύρω γύρω και δε φεύγανε με κανένα τρόπο.
γ) Άλλοτε πάλι, όπως ό ίδιος έλεγε, όταν επιδίδετο με θέρμη στη προσευχή και τη νίψη, πήγαιναν τα Δαιμόνια γύρω γύρω στο Πύργο πού έμενε και με πολλή μανία φώναζαν και πίεζαν το Γέρο -Δανιήλ και τουλεγαν να φύγει άπ’ εκεί και να πάει πάλι στο κόσμο ‘κει πού ήτανε πρώτα.