τα ησυχαστηρια των καρουλιον σαν αετοφωλιες

22551_1253180407457_1167930820_30599955_2506767_n

Καθώς μου διηγήθηκε, ό Πατήρ Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια, ό Γέρο Φιλάρετος ήταν προϊστάμενος στην Ιερά Μονή του Σταυρονικήτα. Έφυγε δε άπ’ αυτήν, διότι τότε ήταν Ιδιόρρυθμη και ή ζωή των Πατέρων σ’ αυτήν δεν ήτανε κείνη πού είχε ό Πατήρ Φιλάρετος στη φαντασία του, γι’ αυτό έφυγε άπ’ αυτήν για να βρει περισσότερη ησυχία και ψυχική γαλήνη. Για να βρει ολοκληρωμένη ηρεμία του νου και να επιδοθεί σ’ αυτό πού επιθυμούσε ή ψυχή του, στη νοερά προσευχή. Έφυγε λοιπόν στην έρημο, πήγε στα Καρούλια κι έμεινε σε μια απομονωμένη Καλύβα.
Είχε κατά κόσμον μόρφωση, γιατί στην Καλογερική ήρθε σε μεγάλη ηλικία και με επίγνωση προτίμησε το Μοναχικό βίο, από τον έγγαμο, πού έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, και πολλές φορές απομακρύνεται από το Θεό.
Ήταν εγκρατής, λιγόλογος και σοβαρός, είχε την αδιάλειπτη προσευχή και συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατερικών συγγραμμάτων και αδιάκοπη μελέτη στα θεια θεωρήματα της ζωής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Νύχτα – μέρα, αναλογίζονταν το μέγεθος της αγάπης του Θεού και Πατρός, προς τον αποστάτη και αχάριστο άνθρωπο, ώστε για χάρι του να θυσιάσει τον Μονογενή Υίόν Του, ό Όποιος πρόθυμα δέχθηκε να κάνει τη θυσία αυτή, με την ενσαρκη θεία οικονομία Αυτού, για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Έφερνε μπροστά του σε ζωντανή εικόνα, την άκρα συγκατάβαση, την άκρα ταπείνωση, τα φρικτά πάθη, τους ονειδισμούς και τα ανείπωτα τρομερά μαρτύρια, πού, ως άνθρωπος τέλειος, έπαθε ό Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, και την αγάπη πού έδειξε, δείχνει και θα δείχνει προς τον αχάριστο, κακούργο και εγκληματία άνθρωπο, θαύμαζε μεσάτου τη μεγαλοπρέπεια, τη δόξα, τη χαρά και την ειρήνη του νου, πού κατεσκεύασεν, ό Κύριος ημών ‘Ιησούς Χριστός, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, μετά την ένδοξη τριήμερη Άνάστασί Του, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές και αγίους αποστόλους Του και είπε«Ειρήνη υμίν, ειρήνη την εμήν δίδομι υμίν» (Ίωάν. ΙΔ’ 27) καί «λάβετε πνεύμα Αγιον αν τίνων άφήτε τάς αμαρτίας άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται». (Ίωάν. Κ’ 23). Έτσι ετοίμασε με το εμφύσημα την κατοικία του τελεταρχικού, καθαρκτικού καί αγιαστικού Παρακλήτου του Παναγίου Πνεύματος καί Θεού των όλων, όπως ό ίδιος είπε: «Ό δε Παράκλητος το Πνεύμα το Αγιον ο πέμψει ό Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα καί υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ίωάν. ΙΔ’ 28).
Με τη μελέτη καί αδολεσχία αυτή, πού όλο το 24ωρο ειχεν ό – Φιλάρετος, θεωρούσε τον άνθρωπο σαν ιδανική κατοικία του Πανάγαθου, τρισηλίου καί τρισυπόστατου Θεού, του Πατρός, του Υιού καί του αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ό ίδιος ό Θεός στην αγία Γραφή: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, καί ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, καί προς αυτόν έλευσόμεθα καί μονήν παρ’ ούτω ποιήσομεν» (Αυτόθι ΙΔ’ 23).
Άπ’ αυτά καί αλλά πνευματικά θεωρήματα θερμαινότανε ή καρδιά του, άναβε ή φλόγα του θείου ερωτά καί δινότανε ολόψυχα στη νοερά προσευχή καί σαν αποτέλεσμα πλημμύριζε ή καρδιά του από αγάπη προς όλους τους αδελφούς, προς όλους τους ανθρώπους, προς όλον τον κόσμο, ορατό καί αόρατο.
Από τα αισθήματα αυτά κινούμενος, για να ικανοποιήσει καί αισθητά, με την πράξη καί να βοηθήσει τους συνασκητές του, φύτευε σε κάτι ξεροπέζουλα πατάτες, οι όποιες, από την έλλειψη του νερού, γίνονταν μικρές καί καχεκτικές μεν, αλλά πολύ νόστιμες καί γευστικές. Τις πρόσφερε όλες στους γύρω του Ασκητές καί ερημίτες, λέγοντας τους, ότι Πατέρες καί αδελφοί, φέτος ό Θεός τις ευλόγησε καί έγιναν πολλές καί ότι δεν μπορεί να τις φάει μόνος του, ενώ για τον εαυτό του δεν κρατούσε ούτε μία, γιατί ήθελε από τους κόπους του να τρώνε οι άλλοι, για νάχει κι αυτός μισθό μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο, πού έλεγε: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταίς χρείαις μου καί τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτη σαν αϊ χείρες αύται… ότι ούτω κοπιώντες δει αντιλαμβάνεστε των άσθενούντων… μακαριόν εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. Κ’ 34, 35). Το ίδιο έκανε καί με τα λάχανα, τα ραδίκια καί τα μαρούλια πού φύτευε καί όσα άπ’ αυτά γίνονταν, τα μοίραζε όλα στους Πατέρες, αυτός δε, έτρωγε τα πιο τραχεία χόρτα, τα οποία έβραζε, τα ανακάτευε με πίτουρα κι αυτό αποτελούσε την πιο ιδανική γι’ αυτόν τροφή.
Για να τιμωρεί τον εαυτό του δε φορούσε ποτέ παπούτσια ή αλλά υποδήματα, αλλά στα ανώμαλα και κακοτράχαλα εκείνα μέρη του Αγίου Όρους, περπατούσε με γυμνά πόδια, τελείως ανυπόδητος. Τα δε πόδια του, από τα πολλά κτυπήματα στις πέτρες και την αφόρητη ζέστη, πού κάνει στα μέρη αυτά το καλοκαίρι, είχαν σκληρυνθεί κι είχαν γίνει σαν το όστρακο της χελώνας.
Έτσι γύριζε σ’ όλους τους ερημίτες, μοίραζε τα λάχανα, τις πατάτες και το παξιμάδι πού του στέλνανε από τα πλησιέστερα Μοναστήρια κι έλεγε: «Πάρτε Πατέρες και αδελφοί, φάτε από την ευλογία και τα δώρα πού μας έδωκε φέτος ό Θεός».
Πολλές φορές, για να τον περάσουν για τρελό, έλεγε πολλά και ασυνάρτητα πράγματα, κι αυτό το έκανε με τόση φυσικότητα, πού πολλοί τον νόμιζαν για τρελό ή χαζό! Αυτός δε χαίρονταν και αισθάνονταν ικανοποιήσει, πού πολλοί αδελφοί είχαν πιστέψει πώς πράγματι είναι τρελός.
Εκ του λόγου τούτου, πολλοί τον κορόιδευαν, τον περιφρονούσαν ή και τον βρίζουνε ακόμη. Άλλοι πάλι τον δοκίμαζαν να δουν με ποιο σκοπό κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Έτσι μια μέρα, ό Γέροντας των Δανιηλαίων Γερόντιος Μοναχός, ένας από τους πιο πρακτικούς και πεπειραμένους Μοναχούς, καλός αγιογράφος και άριστος μουσικός και ψάλτης, με πολλή σοβαρότητα, είπε στο Γέρο – Φιλάρετο: «— Αδελφέ Φιλάρετε, συγχώρεσε με άλλα είσαι υποκριτής και ψεύστης, γυρίζεις ξυπόλυτος και μας κάνεις τον άγιο, θέλεις με τον τρόπο αυτό να εντυπωσιάζεις τους ανθρώπους, για να πιστεύουν και να σε εγκωμιάζουν πώς είσαι άγιος άνθρωπος. Και συ πιστεύεις στα εγκώμια τους, φουσκώνεις και γεμίζεις από υπερηφάνεια και κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δεν ξέρεις πώς θα κολασθείς πού κάνεις αυτά τα πράγματα και σκανδαλίζεις τους αδελφούς;»
Τούτο έκαμε ό Γέρο – Γερόντιος, μπροστά στο Μοναχό Δανιήλ τον νεώτερο, ό όποιος μου είπε και με βεβαίωσε πώς είδε το Γέρο -Φιλάρετο αμέσως μετά, από τα λόγια αυτά πού του είπε ό Γέρο -Γερόντιος, να βάνει μετάνοια, ζήτησε συγχώρεση και αφού σκανταλίστηκε ό Γέρο – Γερόντιος, του λοιπού όταν πήγαινε στο ησυχαστήριο των Δανιηλαίων φορούσε κάτι παλιά και πολύ μεγάλα παπούτσια, τα οποία είχε πάντα στο ντορβά του κι όταν πλησίαζε στο σπίτι τα έβαζε στα πόδια του, για να μη σκανδαλίζει τους αδελφούς.
Το τακτικό φαγητό του ήταν φραγκόσυκα, πού στην περιοχή των Καρουλιών βρίσκονται πολλά σαν φυσικά, διότι φαίνεται από πολύ παλιά χρόνια τα έχουν φυτέψει κι έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο πού έχουν γεμίσει τα βράχια. Τα φραγκόσυκα λοιπόν φρέσκα ή ξερά τα ‘τριβε όπως είναι με τ’ αγκάθια, τα ανακάτευε με πίτουρα και τα έτρωγε άλλοτε ωμά κι άλλοτε ψημένα.
Είχε πολλή ευλάβεια στην Παναγία Θεοτόκο, κι όταν πρόφερε το όνομά της, τα μάτια του τρέχανε σα βρύσες τα δάκρυα. Όταν άκουγε ψαλμωδίες και μάλιστα να ψάλετε το «Άξιον εστίν» έκλαιγε και γέμιζε χαρά και ευφροσύνη ή καρδιά του.
Μια μέρα, ό πάτερ Δανιήλ, ρώτησε το Γέρο – Φιλάρετο: — Γέροντα Φιλάρετε, πολύν καιρό έχω πού σε παρακολουθώ, και βλέπω πώς όταν ψάλλουμε, αντί να χαίρεσαι όπως όλοι μας, εσύ κλαις, γιατί; Τι είναι εκείνο πού σε κάνει και κλαις; Αυτός τότε με δισταγμό είπε: «Πάτερ Δανιήλ, όταν ακούω να ψάλλουν οι αδελφοί, μεταφέρεται ό λογισμός μου, από τα γήινα στα ουράνια και μου φαίνεται πώς ακούω τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν, τότε ευφραίνεται ή ψυχή μου και από τη χαρά μου τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Άλλοτε πάλι, αισθάνομαι την αμαρτωλότητά μου και κλαίω που δεν μπορώ κι εγώ να ψάλλω με τους επίγειους αυτούς Αγγέλους του Θεού, τότε και πάλι τρέχουν τα δάκρυα μου, γιατί λογίζομαι, πώς αν, με τους αδελφούς αυτούς εδώ στη γη, δεν μπορώ να συμψάλλω, τότε πώς θα αξιωθώ κι εγώ να δοξολογώ και να ψάλλω το όνομα Κυρίου του Θεού μας, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων να δοξολογώ και υμνώ τον Κύριο; Εγώ ό ανάξιος και αμαρτωλός; Και άπ’ αυτές όλες τις σκέψεις μου αδελφέ, τρέχουν τα μάτια μου δάκρυα χαράς και λύπης μαζί κι αρχίζω μέσα μου να δοξολογώ το πάντιμο, πανάγιο και μεγαλοπρεπές όνομα Κυρίου του Θεού μας».
ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ
Όταν είχε περάσει σχεδόν τα 80 χρόνια της ηλικίας του, υστέρα από τη σκληρή άσκηση πού έκανε, ό Γέρο – Φιλάρετος, ήρθε σε φυσιολογική αδυναμία και το μεν σώμα του αδυνάτισε, ή δε ψυχή του, το φρόνημα και ή προθυμία για την πνευματική ζωή δυνάμωνε- και θέριευε πιο πολύ αντί να αδυνατίζει, και όπως λέγει ό απόστολος Παύλος: «Άλλ’ ει και ό έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ’ ό έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» και «Οίδαμεν γαρ οτι εάν ή επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον εν τοις ουρανοίς» (Β’ Κορ. Δ’ 16 και Ε’ 1) και «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, ή δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. ΚΣΤ’ 41).
Διαισθανόμενος και ό αββας Φιλάρετος ότι ό καιρός της εκδημίας του πλησίαζε, παρεκάλεσε τον Γέροντα των αδελφών Δανιηλαίων, Γερόντιο Μοναχό, να δώσει αδεία και ευλογία στα Καλογέρια Δανιήλ και Ακάκιο, να πάνε στην ερημική Καλύβα του, για να ψάλλουν προς δόξαν Θεού, διάφορους εκκλησιαστικούς ύμνους.
Ό Γέρων Γερόντιος, επειδή γνώριζε την πνευματική κατάσταση του Γέροντα Φιλάρετου, έδωκε ευλογία και στους δυο αυτούς καλλίφωνους ψάλτες, οι όποιοι, επειδή αγαπούσαν και ευλαβούτο το Γέροντα Φιλάρετο και για να πάρουν την ευχή του, με προθυμία πολλή και ευλάβεια, πήγαν στην Καλύβα του Γέροντα Φιλάρετου στα Καρούλια και με κατάνυξη έψαλλαν το «Παναγία Δέσποινα…», το «Μη καταπιστεύσης με…», «Τους του Αθω Πατέρας…» και άλλους ωραίους Αθωνικούς ύμνους.
Ό Γέρων Φιλάρετος, από τη χαρά του, τα δάκρυα, σαν δυο βρύσες τρέχανε, από τα μάτια του. Δόξασε μεγαλόφωνα το Θεό, ευχαριστούσε την Παναγία μητέρα του Χριστού και Θεοτόκο Μαρία και αφού γονάτισε, έκαμε θερμή προσευχή στο Δεσπότη Χριστό, προς τον όποιον είπε: «Να φυλάξεις Θεέ μου, αυτά τα αγγελούδια της ερήμου, τη συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων και να σκεπάζεις σε παρακαλώ, Χριστέ μου, όλα τα Καλογέρια, πού για την αγάπη σου από θείο ερωτά, αφήκαν τον κόσμο και τα εγκόσμια, μίσησαν τα ψεύτικα αγαθά της γης και ζητούν να απολαύσουν εκείνα τα επηγγελμένα αγαθά της μελλούσης ζωής τα αιώνια, τα οποία, με το στόμα του αποστόλου Σου Παύλου, μας είπες πώς: «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβει, ό ητοίμασεν ό Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. Β’ 9). Αυτά τα Καλογέρια, πού με τη δύναμη και χάρι σου, ήρθαν εδώ στον ιερό αυτόν τόπο, το Αγιον Όρος, σκέπασε τα από τις πλάνες και παγίδες του Σατανά, αλλά και όλους εκείνους πού ζήτησαν καταφύγιο στο λιμάνι αυτό, πού λέγεται «Περιβόλι της Παναγίας» και χάρισε τους νίψη στο νου, καθαρότητα και αγνότητα στην καρδιά και ψυχική σωτηρία σ’ όλο τον κόσμο. Σε ευχαριστώ Θεέ μου».

Share Button