Στη Σκήτη της Αγίας Αννης, σε μια από τις παραλιακές Καλύβες πριν από 90 περίπου χρόνια, ασκήτευαν πέντε Μοναχοί, ό Γέροντας Ιερομόναχος και Πνευματικός, ό διάδοχος ιερομόναχος, δύο Μοναχοί και ένας Δόκιμος μοναχός.
Ή ζωή τους, άκρα καλογερική, με όλους τους τύπους της Μέρας Παραδόσεως του ασκητικού Μοναχισμού. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υποτάσσονται στο θέλημα του Κυρίου και να ζούνε όπως όλοι οί Πατέρες της Σκήτης, σύμφωνα με τα τυπικά και τις Παραδόσεις των αγίων Πατέρων.
Ό Δόκιμος έγινε Μοναχός κι έλαβε το όνομα Σάββας, πέρασαν πολλά χρόνια στην υπακοή, πέθανε ό πνευματικός και κατά την ταξί έγινε ό διάδοχος Γέροντας στη Συνοδεία, και με την βοήθεια του Θεού συνέχισαν την πορεία της πνευματικής ζωής.
Μια μέρα, ο νεώτερος Μοναχός της συνοδείας αυτής Σάββας,
σαν αγαθός και απλός πού ήταν, είχε πολύ προκόψει στην υπακοή και στην πνευματική ζωή, αλλά ό μισόκαλος Διάβολος, φθόνησε την προκοπή αυτή του Μονάχου κι άρχισε να σπέρνει ζιζάνια στο μυαλό του αδελφού. Στην αρχή έβαλε επιθυμία στην καρδιά του, να πάει στην κορυφή του Άθωνα, για να προσκυνήσει, επειδή άκουγε άλλους μοναχούς να λένε, πήγα στην κορυφή του βουνού κι ήταν ωραία, θα πρέπει να πας και συ, άλλο είναι να σου λέμε εμείς κι άλλο πού θα ιδείς εσύ. Άπ’ αυτά πείστηκε ό αδελφός Σάββας ότι πρέπει να πάει κι αυτός να δει, πώς φαίνεται το Όρος από την κορυφή του! Νόμιζε δε όπως του παρέστησε ό Σατανάς, ότι ‘κει πάνω μένει κάποιος σεβάσμιος Γέροντας, πού είναι άγιος και τον προσκυνάνε, γι’ αυτό άκουγε πού λέγανε θα πάω κι εγώ να προσκυνήσω το γέρο – Άθωνα.
Τους λογισμούς του αυτούς, είπε στο Γέροντα του και τον παρακαλούσε να του δώσει την άδεια, για να εκπληρώσει την αγαθή, όπως νόμιζε, επιθυμία του αύτη.
Ό Γέροντας του όμως είχε αντίθετη γνώμη και του έλεγε, πώς δεν είναι καιρός ακόμη να πάει στην κορυφή του βουνού, αλλά και δεν πρόκειται άπ’ αυτό το πράγμα να προκύψει καμιά ψυχική ωφέλεια και γι’ αυτό αρνήθηκε να του δώσει την άδεια.
Ό Μοναχός Σάββας, από την επήρεια των πονηρών λογισμών του Σατανά πιεζόμενος, δεν μπόρεσε να ησυχάσει κι αποφάσισε να κάνει παρακοή και να πάει με το δικό του θέλημα στην κορυφή του Γέρο – Άθωνα. Αφού λοιπόν πήρε μόνος του την απόφαση αυτή, έφυγε κρυφά από την ασκητική καλύβα τους και πήγε στην Κερασιά, κοινοβίασε στο κελί των «Αγίων Πάντων» εκεί έμεινε μερικά χρόνια και όπως μας διηγήθηκε ό μετέπειτα Γέροντας του κελιού αυτού — Γέρο – Γρηγόρης, όταν αυτός ήταν πολύ νέος ακόμη, πώς ένα πρωί του Μάη, χωρίς την άδεια και ευλογία του Γέροντα του Γρηγορίου Ιερομόναχου, ξεκίνησε για τον Γέρο – Άθωνα. Κανείς από τη συνοδεία δε γνώριζε, που θα πήγαινε ό Πάτερ Σάββας, ό όποιος βάδιζε αρκετή ώρα, κι όταν έφτασε στη θέση πού λέγεται «Χαΐρι» συνάντησε το Σατανά σε σχήμα πνευματικού, όπως μας το διηγήθηκε, ό Γέρο – Γρηγόριος, ένας σεβάσμιος Γέροντας από το Κελί «των Αγίων Πάντων» στην Κερασιά, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Σε μια στροφή του δρόμου, παρουσιάζεται ένας άσπρογένης και πολύ σεβάσμιος την όψη γέροντας, ό όποιος έδειχνε πολύ κουρασμένος και με πολλή συμπόνια, τάχα, είπε στο Μοναχό Σάββα:
«Που πας παιδάκι μου και φαίνεσαι κατάκοπος και πολύ στενοχωρημένος, τι έχεις;» Ό Μοναχός Σάββας, μόλις είδε αυτόν τον άγνωστο γέροντα μπροστά του και τον είχε τόσο πλησιάσει, τα έχασε από το φόβο του και δεν ήξερε τι να απαντήσει, το μόνο πού κατάφερε να ειπεί ήταν: «θέλω να προσκυνήσω τον Γέρο – Άθωνα». Τότε ό φαινόμενος γέροντας άρχισε με γλυκόλογα να του λέει:
«Εγώ είμαι, παιδί μου, ό Γέρο – Άθωνας, εσύ που μένεις; Από που έρχεσαι;» Ό Μοναχός Σάββας συνήλθε λίγο από το φόβο και του είπε: «Εγώ, Γέροντα, είμαι από τη Σκήτη της Αγίας Αννης, μένω στην Κερασιά και πηγαίνω για πρώτη φορά στον Άθωνα να προσκυνήσω». Ό φαινόμενος ασπρογένης, ρώτησε το Μοναχό Σάββα: «Από την Άγιάννα είπες πώς είσαι, πώς δε σε ξέρω εγώ; Σε ποια Καλύβα μένεις; Γιατί δε σε ξέρω; Εγώ τους γνωρίζω όλους, αλλά σένα πρώτη φορά σε βλέπω και μου φαίνεται παράξενο, πώς εγώ να μη σε ξέρω; Φαίνεται θα έφυγες από την υπακοή». Ό Μοναχός Σάββας σ’ αυτά του απάντησε: «Εγώ έμενα στην Άγιάννα πρώτα, τώρα και μερικά χρόνια έφυγα, πήγα στην Κερασιά στο Κελί «των Αγίων Πάντων» έχω πολλά χρόνια στην Καλογερική, διαφώνησα με τους παραδελφούς μου κι έμεινα στην Κερασιά, αλλά τώρα και δυο χρόνια ξαναγύρισα στην πρώτη μου Μετάνοια, πού ήταν ή Καλύβα του «Αγίου Δημητρίου». Εσένα ούτε ‘γώ σε γνωρίζω και μου φαίνεται περίεργο πού λες πώς όλους τους ξέρεις! Εσύ ποιος είσαι και πώς δε με ξέρεις έμενα;»
Ό φαινόμενος Γέρος είπε στο Μοναχό Σάββα: «Εγώ παιδί μου, όπως σου είπα, είμαι πνευματικός και όλοι οι υποτακτικοί, πού ξεθαρρεύουν και θέλουν να κάμουν το θέλημα τους, έρχονται και μου κάνουν μετάνοια. Σένα μέχρι τώρα φαίνεται σε σκέπαζε ή υπακοή πού έκανες στο Γέροντα σου γι’ αυτό δε σε ξέρω, αλλά δεν πειράζει, τώρα δεν είναι ανάγκη να κουραστείς άλλο, εγώ οίδα την προαίρεση σου και ήρθα μόνος μου, έλα να με προσκυνήσεις και να μην κάνεις τον κόπο να ανέβεις επάνω στην κορυφή, βάλε μετάνοια και γύρισε πίσω στο σπίτι σου και στο θέλημα σου κι εγώ θα φροντίσω για σένα».
Ό Μοναχός Σάββας, από την επιθυμία πού είχε να κάνει το θέλημα του και από την παρακοή σκοτισμένος, ξέχασε τη «νοερά προσευχή», πού κάθε Μοναχός έχει πάντα στην καρδιά και στα χείλη, χωρίς να σκεφθεί τι κάνει, έσκυψε έβαλε μετάνοια, κι εκεί πού φιλούσε το χέρι, του φαινόμενου Γέρο – ασπρογένη, είδε τα νύχια του να φτάνουν τον αγκώνα και το χέρι σαν να είχε μεγάλα λέπια. Τότε κατάλαβε πώς ό φαινόμενος γέρος δεν ήταν άλλος από τον πανούργο Γέρο – Διάβολο και Σατανά. Ήταν αργά όμως τότε πού κατάλαβε την απάτη, το κακό είχε γίνει από το Διάβολο, ό όποιος του είπε: «Τώρα πλέον είσαι δικός μου και θάρθω μια μέρα να σε πάρω». Αυτά είπε και έγινε άφαντος.
Ό δυστυχής και ταλαίπωρος Σάββας, μόλις φίλησε το χέρι του Σατανά, ζαλίστηκε έπεσε κάτω λιπόθυμος κι υστέρα από πολλές ώρες, περαστικοί Μοναχοί, τον βρήκαν σε πολύ κακά χάλια. Στην αρχή δεν μπορούσε να ειπεί λέξη, τον πήραν και τον πήγαν στη Καλύβα πού έμενε στην Αγία Άννα, πού ήταν και ή πραγματική μετάνοια του.
Μετά από τρεις μέρες ήρθε στον εαυτό του και με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε αυτό πού του συνέβηκε. Ζήτησε πολλές φορές συγχώρεση, από το Γέροντα του και τους παραδελφούς του. Εκείνη, με πόνο στην ψυχή και δάκρυα στα μάτια, τον συγχώρεσαν με την καρδιά τους και παρακαλούσαν μέρα – νύχτα το Θεό να τον συγχωρέσει και να παραβλέψει το σφάλμα του αδελφού Σάββα, πού στο μεταξύ ώρες, ώρες δεν ήταν στα λογικά του, άλλα κλεινόταν στον εαυτό του και έκλαιγε απαρηγόρητα.
Στη Σκήτη της Αγίας Αννης έμεινε περίπου οκτώ χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει και με την άδεια του Γέροντα του, έφυγε και πήγε στο Μοναστήρι των Ιβήρων, πού είναι ή εικόνα της Παναγίας πού λέγεται «Πορταϊτισσα». εκεί έμεινε δέκα πέντε (15) χρόνια, αλλά και πάλι έφυγε από τη Μονή των Ιβήρων και πήγε στο Γέροντα του στην Αγία Άννα, πού όπως είπαμε δεν ήταν καλά στα λογικά του.
Ή θεία Πρόνοια, για παραδειγματισμό και ωφέλεια των άλλων, τιμωρεί τον άνθρωπο, τιμωρεί το σώμα για να σωθεί ή ψυχή, όπως λέγει κι ό απόστολος Παύλος: «Παραδούνε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρο της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθεί εν τη ήμερα του Κυρίου Ιησού» (Α’ Κορινθ. Ε’ 5), αλλά στον αδελφό αυτό συνέβη κάτι το τρομερό! Οι Μοναχοί της ασκητικής Καλύβης αυτής, όπως και άλλες παραλιακές Καλύβες, διατηρούσαν βάρκα και πήγαιναν συχνά για ψάρεμα.
Τρία χρόνια μετά πού ξαναγύρισε ό Μοναχός Σάββας, με δυο άλλους μοναχούς βρίσκονταν στην ψαρόβαρκα και την ίδια ακριβώς ώρα πού είχε βάλει μετάνοια στο Σατανά, έγινε πάνω στη βάρκα ένας στριφτός αέρας, ό όποιος μπροστά στα μάτια των αδελφών άρπαξε το Σάββα όπως ήταν με το σώμα και δε φάνηκε πλέον πουθενά, δηλαδή όπως είπαν και οι άλλοι Πατέρες, τον πήρε ό Σατανάς με το σώμα μπροστά από τα μάτια τους.
Αυτοί δυστυχώς είναι οι καρποί της παρακοής με τα ολέθρια αποτελέσματα, επειδή όπως λέγει και -πάλιν ό θείος Παύλος: «Δι α έρχεται ή οργή του Θεού επί τους υιούς της απείθειας» (Κολ. Γ’ 6). Το τρομερό αυτό πάθημα ας μας γίνει μάθημα και ας προσέξομε την επιβουλή του Σατανά ό όποιος δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται «άλλ’ ως λέων ωρυόμενος» ζήτα ποιόν θα μπορέσει να κατασπαράξει και να καταπιεί.