Κοντά στο Προσφορειό είδα τον Γερο Θεόφιλο (Καψής Θωμάς του Παναγιώτου εκ Κανιάνης Λαμίας, γεν. 1885, προσέλ. στη Λαύρα 1910, προήχθη σε Γέροντα το 1935 και σε Προϊστάμενο το 1945, κοιμ. 1975) και υπέδειξα στους μαθητάς (ενν. της Αθωνιάδος) να τρέξουν προς συνάντησί του, να φιλήσουν το χέρι του και να ζητήσουν την ευχή του, μολονότι ήμουν βέβαιος τόσο για την «υποδοχή» τους όσο και για την έκπληξί τους. Θα τους εξηγούσα όμως αργότερα …
Η Ιερά Σύναξις των Προϊσταμένων, εν εκτιμήσει της σύνεσεώς του, του εγνωσμένου εναρέτου βίου του, της ανελλιπούς προσεδρεύσεώς του στο Καθολικό και της πάντοτε προθύμου και ενεργού συμμετοχής στα αυστηρά και βαριά διακονήματα της Μονής, τον εξέλεξε μέλος της Γεροντίας, ώστε να προσφέρη και διοικητικές υπηρεσίες στην αδελφότητα, με την φωτισμένη σκέψι και την αδιάφθορη συνείδησί του.
Δεν βάστηξε όμως για πολύ αυτή η ευθυνοβριθής ιδιότητά του ως Προϊσταμένου. Σύντομα ανακάλυψε πως ησυχία κέλλας, νηφάλια ένθεη θεωρία και έμπονη προσπάθεια αδιαλείπτου νοεράς προσευχής για μυστικές χαριτώσεις, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν και να συνυπάρξουν με διοικητικές ευθύνες, οικονομικές διαχειρίσεις, αντιμετωπίσεις αντιξοοτήτων, δημόσιες σχέσεις, ντυσίματα και στησίματα για υποδοχές, συντροφεύσεις και συζητήσεις με επισήμους κλπ κλπ. Πήρε την απόφασι σε μια συνεδρία, αφού ευχαρίστησε για την τιμή τους Γεροντάδες, υπέβαλε την παραίτησί του, δικαιολόγησε την αδυναμία του να συνεχίση την προϊσταμενική υπηρεσία και περίδακρυς παρεκάλεσε να δείξουν κατανόησι και να την κάνουν αποδεκτή.
Από εκείνη την ημέρα και στο εξής έγινε ακόμα πιο αμίλητος, κλείστηκε ολοκληρωτικά στην κέλλα και τον εαυτό του και επιδόθηκε στην ησυχία και την προσευχή του. Τώρα δεν τον πείραζε ο λογισμός, αν το ζωστικό του ήταν παληό και λερωμένο, αν το ράσο και η σκούφια του ξεθωριασμένα και γεμάτα τσάκισες. Δεν εκπροσωπούσε πλέον τη Μονή, αφού επέστρεψε και ξαναεντάχθηκε στους ανεπισήμους και ανωνύμους, και έτσι, με μόνιμη συντροφιά το ταπεινό φρόνημα, δεν αισθανόταν την καταπιεστική ανάγκη να είναι κοινωνικός, «καθώς πρέπει» και ευπαρουσίαστος. Τώρα στο νου και την καρδιά του πρυτάνευαν οι στρατιές και τα βιώματα των κοινοβιατών του Παχωμίου, οι χορείες των αναχωρητών της Νιτρίας της Αιγύπτου και οι συνοδείες των συναγιορειτών του Βιγλιωτών, Καυσοκαλυβιτών και Καρουλιωτών, τους οποίους υπεραγαπούσε και συχνά συναναστρέφονταν.
Τώρα, αδιάφορος για εντυπώσεις και σχολιασμούς, φορούσε το προχειρομπαλωμένο απ’ τον ίδιο παληοζωστικό του, έσερνε ακάλτσωτος τα καλογερρόραφτα «συρτά» του, κατέβαζε μέχρι τα φρύδια και τα’ αυτιά του την άκομψη σκούφια του, κρατούσε τη λιγδιασμένη και αξιολύπητη απ’ την ακατάπαυστη χρήση κομποσχοίνα του και, βαδίζοντας, έσκυβε το κεφάλι και το βλέμμα του προς τα κάτω. Επιτάχυνε μάλιστα σκοπίμως το βήμα, σαν έβλεπε πως κάποιος ξένος έδειχνε πρόθεσι να τον πλησιάση για συζήτηση ή για πληροφορία. Κι αν κάποιος, παρά ταύτα, αδιάκριτος ή λιγώτερο ευγενής, του έφραζε τον δρόμο και επέμενε να του μιλήση, άκουε στερεότυπη την πρότασι:
– Το Μοναστήρι έχει τάξι και αρμοδίους: Για διαμονή και πληροφορίες στον αρχοντάρη, για πνευματικά στους πνευματικούς, για διοικητικές υποθέσεις στο Γραφείο και για ότι άλλο στον διακονητή ξεναγό ΓεροΔιομήδη (Λασκαρίδης Δημοσθένης του Ιωάννου εκ Θάσου, γεν. 1885, προσ. 1908, κουρ. 1910, κοιμ. 1969), που ξέρει και αγγλικά …
Μικρό απόσπασμα του κειμένου για τον ΓεροΘεόφιλο
από το βιβλίο Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα