Αγιορείτικες φράσεις και φάσεις

P6231677

Πόσες χιλιάδες εσπερινούς!

  Πόσες χιλιάδες όρθρους!

  Ο Γέρων Σπυρίδων σιωπούσε…

Την 2.30 πρωινή ξεκινήσαμε υπό βροχή. Τόσα χρόνια οδηγός και εδώ και λίγα χρόνια συνοδηγός δεν ενύσταξα ποτέ. Την φετινή με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στην παρά του τιμονιού τη θέση πλώρη. Εις μάτην ο Αλ. με παρακινούσε εις επαγρύπνησιν.

Ο ήλιος είχε βγει από ώρα αλλά στον αρσανά της αγίας Αννας, (αγ. Αν.) λόγω της σκιάς του Αθω, αργοπορούσε. Τέρμα τα μουλάρια, πλέον, αν και φορτώσαμε τα σακίδια στον Αράπη (ή μήπως στον Καστάνη), την ευλαβική σιωπηλή  συνοδεία των οποίων οδηγούσε ο π. Γρηγόριος που ήταν στο διακόνημα του βορδονάρη.

Αλέξανδρος, Θεόδωρος, Βασίλειος και στην ανηφόρα της αγ. Αν αναμετρηθήκαμε. ‘Ελειπε ο Νικόλαος μετά, πόσα αλήθεια, έτη; 28 μήπως;

Η βρύση στην αγ. Αν. σαρώθηκε από κατολίσθηση. Πάει η μεγάλη στάση μας εκεί. Πήραμε άλλα μονοπάτια κάπως μακρινά,   να φτάσουμε στη Σκήτη -χωριό κι από κει στη δική μας γλυκιά μικρή Αγία Αννα. (μ. Α-Α.)

Η θάλασσα εδώ στο Σιγγιτικό δεν υπάρχει αφού στο μόνο που χρησιμεύει είναι να κρατάει πάνω της το καράβι το οποίο σε πηγαίνει μέσα και σε φέρνει έξω. Ισως και για να την κοιτάς απλανώς από τους Αρχαγγέλους, το ωραιότερο μπαλκόνι του Ορους στη μ. Α- Α. Περυσι εκεί κι ο Μανώλης Δρετάκης σεβάσμιος προσκυνητής κι οδοιπόρος μοναχικός όπως πρέπει άλλωστε.

Ήπιοι αγαπητικοί εναγκαλισμοί. Ο π. Νεκτάριος εκεί. Πρώτη φροντίδα η επίσκεψη στον τάφο του Γεράσιμου Μικραγιαννανίτη, κάτω στη σπηλιά των οσίων Διονυσίου ρήτορος και Μητροφάνους, προστατών της Σκήτης, μη την πάθουμε όπως πέρυσι που λησμονήσαμε να τον προσκυνήσουμε κι αναγκαστήκαμε μετά να το ρίξουμε στους στίχους μετανοίας:

Λησμόνησα-ήμαρτον τη σπηλιά Διονυσίου και Μητροφάνη

κι ένα κερί στου Αη Γεράσιμου το μνήμα να κολλήσω

κάτι σαν άδειο στο φετινό προσκύνημα λες μου εφάνη

όμως το πρόσωπο της αγάπης μου σας άφησα πίσω…

Διάβασα δύο σελίδες από τον “Περικλή” του Σαίξπηρ αμέσως  μετά την τράπεζα με τα συναρπαστικά ρεβίθια και τους επιμήκεις λόγους του γ.  Σπυρίδωνος.

 

Ο π. Ευθύμιος έλλειπε. Αρα…Αλλά ο π. Πρόδρομος ήταν εκεί και δεν πήγαμε να τον δούμε. Εμείς χάσαμε. Αβελτηρία ασυγχώρητη.

Μετά τη Νέα Σκήτη η Παύλου. Μονοπάτια έξοχα. Κατηφόρα. Δρόμος καλντερίμι. Σε μια πέτρινη αψίδα φωτογραφία για να τη συγκρίνω με την προηγούμενη στα εκεί να βλέπω δηλονότι του πως η ηλικία, ο χρόνος μας, κατεβαίνει στα γρήγορα πια.

H μικρή, άγρια ανηφόρα από παραλία της Παύλου για τη Διονυσίου.

Ιεροραφείον για ύπνο. Εκτός λίστας αναμονής προσκυνητών και παρά τη συστατική επιστολή το γ. Σπυρίδωνος ότι …o φέρων ταύτην κ.λπ., μας βόλεψε εκεί ο π. Πέτρος, ο επί χρόνια αρχοντάρης κι εξομολόγος. Δοκιμή ράσου. Θυμήθηκα φωτογραφία του Τσαρούχη και Κόντογλου όταν μαθήτευαν στο Ορος τη ζωγραφική.  Το είχα ξαναφορέσει παιδιόθεν όταν έπαιξα σε σκετς, μαθητής δημοτικού τον “Ηρωα της Αλαμάνας” τον άγιο και τον ήρωα μου δηλαδή Αθανάσιο Διάκο κι είχα μακρυά μαλλιά, μια οιονεί  περούκα, που τα είχε κόψει η μάννα μου. Ακόμα τα έχω πολύτιμο ενθύμημα.

Στην  κοινοϋπνοσύνη συναυλία τριών ροχαληχτών, το καθένα στον τρόπο του.

Χτυπούσε το λεπτό σήμαντρο μια εξαϋλωμένη, λεπτή, μοναχική ύπαρξη. Ο ήχος έβγαινε από μέσα του.

Μ’ ένα πλατύ εργαλείο με φτερά (σαν μυγοσκοτώστρα μεγάλη) έσβηνε τις τελευταίες κανδύλες λίγο προ του δι’ ευχών, ο εκκλησάρης στη Διονυσίου.

 

 

Λείψανα: χειρ Προδρόμου, οστούν οσίου Νικοδήμου αγιορείτου, (το στάθηκα ιδιαίτερα λόγω του “Συναξαριστή” που έγραψε και τον οποίο διεξέρχομαι συχνά πυκνά),  κλεις αγίου Γεωργίου και ίχνος Τιμίου Ξύλου ασημοπεριπεπλεγμένου. Προσκυνάς με ευλαβική ουδετερότητα. Φάε ό,τι σου ρίξουν, άκου ό,τι σου λένε, προσκύνα ό,τι σου δείχνουν.

Παραλία της Παύλου. Ενα γέρικο μουλάρι αφημένο …κυματίζει. Δίπλα σου θάλασσα σε κάθισα. Δεν άκουσα το τραγούδι σου.

 

Ο μοναχός διώχνει τα χελιδόνια που κάθισαν στο δοκάρι με το σήμαντρο, μόλις άρχιζε μετά την 3η(;) ώρα ο εσπερινός, ότι τώρα χελιδονίζουν άλλοι.

Χτες το εσπέρας μια βιαστική δυνατή βροχή σαν να την έχυνε κάποιος από τη Σούδα. Την άδειαζε ψιλή και κοσκινισμένη,  με ένα μικρό βουητό.

Εκοβα (έκλεβα δηλαδή) δάφνη κοντά στο έρημο πλέον σπίτι του Θεόκλητου Διονυσιάτη. Εκεί που ζούσε κάτι σαν μια σκιά να πηγαινοέρχεται όπως το Κύριε Ελέησον στα αναλόγια. Αυτός

στον τάφο του, 4 χρόνια τώρα, ξεχορταριάζει μνήμες.

Ο καθηγούμενος Πέτρος μου φάνηκε κάπως. Ο χρόνος, άλλο τί; Τον γνώρισα εντελώς νέον όταν πρωτοήλθε με εκείνη την απόβαση των Κυπρίων που κατέλαβαν τη μονή, δια της πλειοψηφίας.

Στο Ορος η μόνη μουσική είναι εκείνη των πουλιών, των τρεχούμενων νερών και των μοναχών ψαλτάδων στις ακολουθίες. Δεν ξέρεις ποιά πιο πολύ σε θέλγει.

Ο ήχος του ρέματος στη Διονυσίου, ο λάκκος της μνήμης  στο χωριό.

Η κρίση και στο Α. Ο. Λιτό φαγητό Σάββατο και Κυριακή. Που άλλοτε! Κριθαράκι και μακαρόνια με λίγες ελιές. Δεν ήρθαμε για χόρταση. Αλλωστε στην μ. Α-Α. η τράπεζα πατριαρχική, όπως πάντα.

 

Αντιγραφές

  ” Ως μπήκαμε στο περιαύλι, σταθήκαμε τρομαγμένοι, σα να μπαίναμε σε ογρή σκοτεινή φυλακή βαρυποινίτες… Ηρθε ο αρχοντάρης  ο καλόγερος που γνοιάζεται για τους ξένους, μας είδε να κοιτάζουμε τις ζωγραφιές με τρόμο…”

Καθόμουν ήσυχα και με πλησίασε ο γλυκύς κύπριος αρχοντάρης. “Γι αυτή την τοιχογραφία,”  μου είπε, “έγραφε ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του”.

Η μικρή είσοδος όχι από την κύρια πύλη σε μπάζει μέσα από το κοιμητήριο της Μονής. Ο επιτόπιος άγιος Νήφων πατριάρχης Κων/πόλεως σε χρυσή λάρνακα απλωμένος. Δίπλα του μια σειρά από πολλά καύκαλα ασπρισμένα, τοποθετημένα με τάξη και το όνομα του άλλοτε ζώντος στο μέτωπο. ” …στο μεσόφωτο διέκρινα το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρυπνίες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο…” Ο ζων ασκητής λίγο παρακάτω του Ν. Κζντζκ. –Τι είναι ζωή τη μη ζωή και τι ανάμεσό τους (Γ.Σ.).

Μια στο κινητικό σύμπαν του κινητού και μια στη θάλασσα του απέραντου κι ακύμαντου. Σ’ αυτήν προσεύχομαι για τους μόνιμους, καθημερινούς και τους έκτακτους που έχωσα στο νοητό ειλητάρι καθώς χώθηκα εδώ.

Ολοι οι γνωστοί γέροντες λευκανθέντες με το απορρυπαντικό του καιρού. Δε βλέπω τον εαυτό μου που νομίζω πως εγώ την ξέφυγα, αλλά οι άλλοι όμως με βλέπουν…

Στο αρχονταρίκι της Διονυσίου κύριος τις διαβάζει ένα βιβλίο. Γνωστό μου φάνηκε. Ηταν του Χρ. Μπέσα για τον Μάρτυρα Ιωακείμ Λιούλια. Πως βρέθηκε εκεί; Ταραχή ευχάριστη.

Περιμένω την Κυριακάτικη λειτουργία των 8-10. Τις νυχτερινές ακολουθίες τις αφήνουμε για τους άλλους που τις μπόρεσαν.

 

Ρηχές ακολουθίες συζητήσεων με άλλους προσκυνητές και ταξιδιώτες. Ο μοναχός που πηγαινοέρχεται στην Κωνσταντινούπολη μου προκαλεί να διαβάσω για τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.

Μεσημέριασε Κυριακή. Ηδη ο ήλιος το πήγαινε να γίνει του απογεύματος (ένας παρόμοιος άλλοτε μου έγινε πόνος γεύματος).

Ολα θα τα περάσουμε κι εμείς ότι μόνον οι άλλοι θα τρώνε πικρό ψωμί είτε ως αντίδωρο είτε ως κύριο γεύμα.

Στο κοινοτικό πάρκιν της Ουρανουπόλεως βρήκαμε το σχεδόν υφυπουργικό (εγγείων βελτιώσεων) όχημα του Αλ. με δυό καρφιά στο έμπροσθεν λάστιχο. Δολιοφθορά των κοσμικών δαιμόνων ή κάπου πέσαμε σε αμαρτία και δεν το προσέξαμε.

Μη στάσις στην Ιερισσό λόγω του επείγοντος της ανεύρεσης βουλκανιζατέρ. Ελλειψαν τα καθιερωμένα ενσταντανέ με φόντο το καρνάγιο της με τα γέρικα ή επισκευαζόμενα πλοιάρια (μια αρκούντως θελκτική εικόνα) και το κατούρημα παροχθίως της οδού μέσα σε κίτρινα στάχυα (τώρα πράσινα εισέτι).

Στο Σταυρό στάση για εφημερίδες. Μη χάσουμε. Στην ΕΠΟΧΗ διαβάζω ένα ολοσέλιδο της Μ. Θ.  “Μεταξύ ειρωνείας και νοσταλγίας”. Οι αγάπες είναι πάντα συγκεχυμένες.

 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στα ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, 

την Παρασκευή 15-6-2012

Share Button