Η ΑΠΟΛΥΤΟΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ Τοῦ Ἀρχιµανδρίτου π. Αὐγουστίνου Μύρου, ∆ρ. Θ.

 

ΑΘΩΣ
Η ΑΠΟΛΥΤΟΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΠΟΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗΣ
ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Τοῦ Ἀρχιµανδρίτου π. Αὐγουστίνου Μύρου, ∆ρ. Θ.
   Μὲ ἀφορµὴ τὴν προγραµµατισµένη νὰ συγκληθῆ προσεχῶς Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο καὶ τὰ ὅσα σχετικὰ µὲ αὐτὴν γράφονται καὶ συζητοῦνται, θὰ ἤθελα, συµµετέχοντας ταπεινὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ διαδικασία, νὰ ὑπενθυµίσω καὶ νὰ ὑπογραµµίσω κάποια βασικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσµατα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τὰ ὁποῖα πιστεύω πὼς εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὀρθὴ προσέγγιση τῶν πρὸς συζήτηση θεµάτων καὶ καθοριστικὰ γιὰ τὴν διαµόρφωση ὀρθοδόξων θέσεων καὶ συµπερασµάτων, τὰ ὁποῖα θὰ στοιχοῦνται στὴν µία, σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη γραµµὴ ὅλων τῶν ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων.
Τέτοια βασικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσµατα, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ µελέτη τῆς προφορικῆς, τῆς γραπτῆς καὶ τῆς βιωµατικῆς λατρευτικῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας µας, εἶναι ἡ ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας, ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς λατρευτικῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης καὶ ἡ µοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στὸ παρὸν ἄρθρον µου θὰ ἐπιχειρήσω νὰ ἀσχοληθῶ µὲ τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν κόσµο, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας του, γιὰ τὰ ἔσχατα, ἡ ἀλήθεια γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόµενο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, δὲν εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας στὸν ἄνθρωπο ἔγινε µὲ τὶς θεοφάνειες, δηλαδή µὲ τὶς ἐµφανίσεις τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο µέσα στὴν ἱστορία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐµπειρία καὶ ἔµαθαν τὴν ἀλήθεια εἶναι οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης, οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης καὶ οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν.

 Εἶναι πολὺ γνωστὲς οἱ θεοφάνειες ποὺ καταγράφονται στὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως ἐκεῖνες στὸν Ἀβραὰµ, στὸν Ἰσαὰκ, στὸν Ἰακώβ, στὸν Μωϋσῆ, στοὺς µικροὺς καὶ µεγάλους προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σηµαντικότερη θεοφάνεια, γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀλήθεια εἶναι αὐτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ µαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του: «Πολυµερῶς καὶ πολυτρόπως ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς ἀνθρώποις, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡµερῶν ἐλάλησεν (ἀποκάλυψε) δι᾽ Υἱοῦ….1 ).
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανερώθηκε στὸν κόσµο προσλαµβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε, ἐκτὸς ἀπὸ τέλειος Θεὸς ποὺ εἶναι, νὰ γίνη καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔτσι ἔχουµε µία πραγµατικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας στοὺς µαθητὲς καὶ ἀποστόλους τοῦ Θεανθρώπου, οἱ ὁποῖοι ἀποκτοῦν τὴν ἐµπειρία τῆς ἀποκαλύψεως καὶ µαρτυροῦν γι᾽ αὐτὴν σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἐνδεικτικὴ ἡ µαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ θεολόγου: « Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαµεν, ὅ ἑωράκαµεν τοῖς ὀφθαλµοῖς ἡµῶν, ὅ ἐθεασάµεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡµῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς καὶ ἑωράκαµεν καὶ µαρτυροῦµεν καὶ ἀπαγγέλλοµεν ὑµῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡµῖν»2 .
Αὐτὴ ἡ ἀποκεκαλυµµένη ἀλήθεια στὴ συνέχεια µεταφέρεται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ µὲ ἕνα ἀσφαλέστατο σύστηµα παραλαβῆς καὶ παραδόσεως. Πρόκειται γιὰ τὸ σύστηµα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως µὲ τὴν ἀδιάκοπη ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὴν ἀναλλοίωτη ἀποστολικὴ διδαχή. Μποροῦµε βοηθητικὰ νὰ χρησιµοποιήσουµε µία παραστατικὴ εἰκόνα, ποὺ δείχνει τὴν πορεία τῆς ἀληθείας, ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψή της µέχρι νὰ φθάση στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐνδιαφέρεται γι᾽ αὐτήν. Πρόκειται γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς καὶ τοῦ τρόπου µεταφορᾶς τοῦ νεροῦ στὶς βρύσες τῶν κατοικιῶν. Γιὰ νὰ µποροῦν οἱ ἄνθρωποι µιᾶς κατοικίας νὰ ἔχουν πόσιµο νερὸ στὸ σπίτι τους, χρειάζεται ἀπαραίτητα µία πραγµατικὴ πηγή µὲ καθαρὸ νερό, µία κατάλληλη δεξαµενὴ γιὰ συγκέντρωση τοῦ νεροῦ καὶ ἕνα φερέγγυο δίκτυο µεταφορᾶς. Μεταφορικὰ ἡ πηγὴ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸ καθαρὸ νερὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ ἐκεῖνος µᾶς ἀποκάλυψε, ἡ δεξαµενὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ δίκτυο µεταφορᾶς εἶναι ἡ Ἱερὰ Παράδοση.
Χαρακτηριστικὸ καὶ θαυµαστὸ σηµεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἡ διαχρονικὴ συµφωνία τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν ἁγίων ὡς πρὸς τὸ περιεχόµενο τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀποκεκαλυµµένη ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεώς της µέχρι καὶ σήµερα, ἀλλὰ καὶ µέχρι τὴ συντέλεια, παραµένει γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων ἀναλλοίωτα ἡ ἴδια3 . Εἶναι ἡ «παρακαταθήκη», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἡ ὁποία παραλαµβάνεται, φυλάσσεται καὶ παραδίδεται ὡς κόρη ὀφθαλµοῦ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά.
Ἄν ἐπανέλθουµε στὸ παράδειγµα τῆς µεταφορᾶς τοῦ φυσικοῦ νεροῦ, τὸ νερὸ ποὺ ρέει στὶς βρύσες τῆς κατοικίας εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἀνόθευτο, ὅπως ἀκριβῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν πηγή. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν Θρησκειῶν ἰσχυρίζονται ὅτι γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ πρεσβεύουν στηρίζονται σὲ θεοφάνειες στοὺς θεωρουµένους προφῆτες τους. Ὅµως αὐτὸς εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἰσχυρισµὸς χωρὶς κατοχύρωση. Στὶς Θρησκεῖες δὲν ὑπάρχουν θεοφάνειες ἱστορικὰ κατοχυρωµένες καὶ οὔτε ὑποψία γιὰ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.
Στὶς αἱρέσεις πάλι ἀπουσιάζει τὸ ἀξιόπιστο καὶ ἀσφαλὲς σύστηµα παραδόσεως τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας, τὸ σύστηµα τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ἀναλλοίωτης ἀποστολικῆς διδαχῆς. Καὶ ἀπὸ τὶς δύο, ἀπὸ τὶς Θρησκεῖες καὶ ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, λείπει ἡ διαχρονικὴ συµφωνία. Ἡ διδαχή τους ἐµφανίζεται νὰ ἀναπροσαρµόζεται κατὰ καιροὺς ἀνάλογα µὲ τὶς ἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ἤ καὶ µὲ παραλλαγὲς στὶς διάφορες ὁµάδες τῆς ἰδίας Θρησκείας ἤ αἱρέσεως. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οἱ κατοχυρωµένες ἱστορικὰ πραγµατικὲς θεοφάνειες, τὸ δοκιµασµένο ἀσφαλὲς σύστηµα παραλαβῆς καὶ παραδόσεως τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας, καθὼς καὶ ἡ διαχρονικὴ συµφωνία τῆς διδαχῆς της, µᾶς ὁδηγοῦν νὰ δεχθοῦµε ὅτι ἡ ἀλήθεια, ποὺ φυλάσσει καὶ κηρύττει ἡ  Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ὡς κύριο γνώρισµά της τὴν ἀπολυτότητα.
Ἡ ἀλήθεια ποὺ κατέχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι µισή ἀλήθεια ἤ µέρος τῆς ἀλήθειας. ∆ὲν εἶναι σχετική, ἀνάλογη µὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποία γίνεται γνωστὴ στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀποκεκαλυµµένη ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀνολοκλήρωτη ἀλήθεια ποὺ πρόκειται προοδευτικὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ. Εἶναι ἀλήθεια ὁλόκληρη, ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωµένη, ἡ ὁποία πάντοτε καὶ ἀδιάπτωτα ἰσχύει. Εἶναι «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις»4 . Ἡ ἀπολυτότητα αὐτὴ τῆς ἀληθείας ἐκφράζεται µὲ κατηγορηµατικότητα, θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ, τόσον ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν ἐµπειρία τῆς ἀποκαλύψεως.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἀρχιερατική του προσευχή, ἀπευθυνόµενος πρὸς τὸν Πατέρα, δηλώνει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ µόνος ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει τὴν ἀληθινὴ ζωή. «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν µόνον ἀληθινὸν θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»5 . Σύγχρονος µελετητὴς συνδέει ἄµεσα τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ µὲ τὴν θεϊκή του ἀγάπη. Παρατηρεῖ ὅτι «σύµφωνα µὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπόλυτος στοὺς λόγους του (µὲ τοὺς ὁποίους ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια), ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη του εἶναι ἀναλλοίωτη, συνεπὴς καὶ ἀδιαπραγµάτευτη»6 . Εἶναι ὡσὰν νὰ λέγη ὅτι, ἐὰν δὲν ὑπάρχη ἀπολυτότητα στὶς ἀποκεκαλυµµένες ἀλήθειες ἀπὸ τὸν Χριστὸ, τότε ἀµφισβητεῖται καὶ ἡ ἀγάπη του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ θεότητά του.
Σύµφωνα µὲ τὴν µαρτυρία τοῦ Μωϋσέως, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς µὲ τὴν πρώτη ἐντολὴ ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτὸς καὶ µόνον αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. «Ἐγὼ εἰµι Κύριος ὁ Θεός σου… οὐκ ἔσονταί σου θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐµοῦ»7 . Ὁ προφητάναξ ∆αυῒδ ἀπευθυνόµενος στὸν Θεὸ ὁµολογεῖ ὅτι «σὺ µόνος Ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν»8 . Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι καὶ αὐτὸς κατηγορηµατικὸς γιὰ τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεό. «Καὶ γὰρ εἴπερ εἰσί λεγόµενοι θεοὶ εἴτε ἐν τῷ οὐρανῷ εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσί θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, ἀλλ’ ἡµῖν εἷς θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡµεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι’ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡµεῖς δι’ αὐτοῦ»9 .
Μὲ ἀπολυτότητα, ἐπίσης γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου γιὰ µία σειρὰ ἀπὸ ὄψεις τῆς αὐτῆς Πίστεως: «ἕν σῶµα καὶ ἕν Πνεῦµα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν µιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑµῶν· εἷς Κύριος, µία πίστις, ἕν βάπτισµα· εἷς θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν ἡµῖν»10.
Ἑρµηνεύοντας τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ ἅγιος Χρυσόστοµος, καταφεύγει στὴν ἀποστολικὴ ἐκκλησιολογία, γιὰ νὰ µᾶς διδάξη τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας· «διότι, ὅπως ἀκριβῶς, ἐὰν τύχη κάποιο χέρι νὰ ἀποσπασθῆ ἀπὸ τὸ σῶµα, τότε τὸ πνεῦµα, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο, ἐπιζητώντας νὰ συνεχίση τὴν πορεία του, ἐὰν δὲν βρῆ τὸ χέρι στὴ θέση του, δὲν πηδᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶµα (γιὰ νὰ βρῆ τὸ ἀποκοµµένο χέρι), τὸ ἴδιο συµβαίνει καὶ ἐδῶ, ἐὰν δὲν εἴµαστε συνδεδεµένοι µὲ τὴν ἀγάπη… Ὥστε πρέπει, ὄχι µόνον νὰ εἶναι ἑνωµένα τὰ µέλη τοῦ σώµατος µεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ νὰ διατηρῆ τὸ καθένα τὴ θέση του, διότι ἐὰν ὑπερβῆς αὐτὴ τὴ θέση δὲν εἶσαι ἑνωµένος µὲ τὸ σῶµα, οὔτε δέχεσαι τὸ Πνεῦµα»11.
Μὲ ἁπλᾶ λόγια στὶς αἱρέσεις, ὅπου τὰ µέλη τους ἔχουν ἀποκοπῆ ἀπὸ τὸ κανονικὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα, δὲν ὑπάρχει Πνεῦµα ἅγιο. Συνεπῶς δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὲς οὔτε αὐθεντικὴ ἀποκεκαλυµµένη ἀλήθεια, διότι αὐτὴ µεταδίδεται µὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα µόνον στὰ συνδε- δεµένα κανονικὰ µὲ τὸ ἀληθινὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα µέλη. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ταυτίζει τὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ἀλήθεια µὲ τὴν Πίστη τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. «Καὶ µία πίστις, αὕτη τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας»12. Παρόµοια εἶναι καὶ ἡ µαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ: «∆ιότι ὅσοι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὅλοι εἶναι καὶ τῆς ἀληθείας καὶ ὅσοι δὲν ἀνήκουν στὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν οὔτε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ»13.
Οἱ αἱρέσεις ἀπορρίπτονται καὶ καταδικάζονται ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καὶ αὐτὲς ἔχουν στὴν διδασκαλία τους ἀρκετὲς ἀλήθειες καὶ πολλὰ καλὰ στοιχεῖα συµπεριφορᾶς. Ὅµως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς καὶ τὰ καλὰ στοιχεῖα εἶναι ἀναµεµιγµένα µὲ τὸ ψέµµα καὶ τὴν πλάνη καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπορρίπτονται. Αὐτὴ ἡ µίξη θεωρεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστοµο παραλογισµός. Ἀναφερόµενος στοὺς Σαµαρεῖτες παρατηρεῖ ὅτι αὐτοὶ «ἐπέµεναν νὰ λατρεύουν καὶ τοὺς δαίµονες καὶ αὐτὸν (τὸν Θεόν), ἀναµιγνύοντες ἔτσι τὰ ἄµικτα»14. Ἑρµηνεύοντας ὁ ἴδιος πατὴρ τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑµῖν παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεµα»15, σηµειώνει ὅτι ὁ ἀπόστολος «οὐκ εἶπεν, ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν ἤ τὸ πᾶν ἀνατρέπωσιν, ἀλλὰ κἄν µικρὸν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ παρελάβετε, κἄν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεµα ἔστωσαν»16.
Καὶ ὁ ἅγιος Ἀµβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, παρατηρεῖ ὅτι «ἀκόµη καὶ οἱ αἱρετικοὶ φαίνονται ὅτι ἔχουν τὸν Χριστό… Κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀρνεῖται τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅµως καθένας ποὺ δὲν ὁµολογεῖ ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Χριστὸ, στὴν πραγµατικότητα ἀρνεῖται τὸν Χριστό»17.
Ὁ ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Αἰτωλὸς διδάσκει ὅτι «ὅλες οἱ πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ ∆ιαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καὶ διὰ λόγου µου καὶ διὰ λόγου σας, πὼς µόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωµεν καὶ νὰ βαπτιζώµεθα εἰς τὸ ὄνοµα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύµατος»18.
 Ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ εἶχαν τὴν ἐµπειρία τῶν ἀποκαλύψεων πολεµοῦν ὡς πρῶτον ἐχθρό τὴν πλάνη, δηλαδὴ τὴν παραποίηση τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀλήθειας. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ τὰ Συναξάρια, στὰ Λειτουργικά βιβλία, ὅπου οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ἅγιοι περιγράφονται ὡς πολέµιοι καὶ ἐκµειωταὶ τῆς πλάνης. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀποκαλύφθηκε στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους, οὔτε παρόµοιος µὲ αὐτόν. Αὐτὸς µόνος εἶναι ἄκτιστος, ἀδηµιούργητος. Οἱ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι ὀνοµαζόµενοι θεοί εἶναι φαντάσµατα τῶν ἀνθρώπων ἤ καὶ δαιµόνια, τὰ ὁποῖα δὲν µποροῦν νὰ δηµιουργήσουν τίποτε ἐκ τοῦ µὴ ὄντος, ὅπως τὸ λέγει ὁ προφήτης ∆αυῒδ, «ὅτι πάντες οἱ Θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιµόνια, ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν»19.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς µαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι «ὁ µόνος δοτὴρ καὶ φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καὶ τῶν κατ’ αὐτὴν δογµάτων καὶ ρηµάτων»20. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της ἑνιαία καὶ µοναδική, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὁ ἅγιος Χρυσόστοµος· «µία γὰρ ἐστιν ἡ ἀλήθεια καὶ οὐ πολυσχιδής»21. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς· «τὸ ψεῦδος πολυσχιδές, ἑνιαῖον δέ πρᾶγµα καὶ µοναδικὸν ἡ ἀλήθεια»22. Σὲ ἄλλη του δὲ συγγραφὴ ὁ ἅγιος πατὴρ ἀναφέρεται στὴν συγκεκριµένη ἀποκεκαλυµµένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλήθεια· «∆ιότι µία εἶναι ἡ ἀποδεδεγµένη διὰ πάντων ἀλήθεια, αὐτὴ ποὺ δόθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀποστόλους καὶ ἐµεῖς τὴν εὑρίσκοµε µὲ τὴν ἐπιµέλειά µας»23.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀποκεκαλυµµένη ἀλήθεια ἔχει ἀπαραίτητα ὡς βασικό της γνώρισµα τὴν ἀπολυτότητα. Στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἰδεολόγηµα, ἀλλὰ ταυτίζεται µὲ αὐτὸν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅτι «ἐγὼ εἰµι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»24, ἀλλὰ καὶ ἡ µαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου ὅτι «τὸ Πνεῦµα ἐστιν ἡ ἀλήθεια»26. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσµο «ἵνα µαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ»25 καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ἀποστείλη τὸ ἅγιο Πνεῦµα, τὸ ὁποῖο ὀνόµασε «πνεῦµα τῆς ἀληθείας», γιὰ νὰ ὁδηγήση τοὺς µαθητές του «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»27. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπίσης ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι ἀλήθεια· «ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθεια ἐστί»28.
Σύµφωνα µὲ τὶς µαρτυρίες αὐτὲς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αὐτο-αλήθεια καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθείας. «Ἔστι δὲ ἡ αὐτοαλήθεια ὁ Θεὸς ἡµῶν»29 γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «δὲν ἔχει τὴν δωρεὰ κατὰ συµµετοχήν, δηλαδή, δανεική, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος πηγὴ καὶ ρίζα ὅλων τῶν καλῶν· εἶναι αὐτοζωή, αὐτοφῶς, αὐτοαλήθεια»30.
Καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστὴς µαρτυρεῖ ὅτι «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο»31.
Ὁ Μέγας Bασίλειος, ἐπίσης, µὲ τὸ ἴδιο κριτήριο αἰτιολογεῖ τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀληθινῆς Πίστεως. «Μία πίστις, ἐπειδὴ εἷς Κύριος»32. «∆ιότι, ἐὰν πρέπη κάθε φορὰ νὰ συντάσσουµε ἄλλα Σύµβολα καὶ νὰ τὰ ἀλλάσσουµε κατὰ τὶς περιστάσεις, εἶναι ψευδὴς ἡ ἀπόφαση ἐκείνου ποὺ εἶπε· Εἷς Κύριος, µία πίστις, ἓν βάπτισµα»33.
∆ὲν ὑπάρχει καµµία ἀπολύτως ἀµφιβολία ὅτι ἡ ἀποκεκαλυµµένη ἀλήθεια εἶναι ἀπόλυτη. Ἔτσι τὴν παρέλαβαν, τὴν διατήρησαν καὶ τὴν παρέδωκαν οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. ∆ὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος δέχθηκε συµβιβασµοὺς σὲ θέµατα δογµατικῆς ἀληθείας. Εἶναι ἀµέτρητοι οἱ ἅγιοι µάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θυσιάστηκαν ἐξ αἰτίας τῆς πλήρους ἀφοσιώσεώς τους στὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας. Ὅλοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸν θεόλεκτο στρατό, ὁ ὁποῖος φρουρεῖ ἀδιάκοπα καὶ ἀκαταµάχητα µέχρι τὴν συντέλεια τῶν αἰώνων τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀπόλυτης αὐτῆς ἀληθείας.
Αὐτὴ ἡ πολὺ καλὰ µαρτυρηµένη καὶ κατοχυρωµένη ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας ἀποτελεῖ τὸν ἀµετακίνητο γρανιτένιο βράχο, ἐπάνω στὸν ὁποῖο προσκρούουν τόσον ἡ ἐπιπόλαιη λαϊκὴ ἀντίληψη ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πιστεύουν µὲ διαφορετικὸ τρόπο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῶν διαφόρων Θρησκειῶν καὶ αἱρέσεων, ὅσον καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουµενισµοῦ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν σχετικοποίηση τῆς ἀπόλυτης ἀποκεκαλυµµένης ἀληθείας καὶ στὴν ἐξίσωσή της µὲ τὶς πολυποίκιλες πλάνες τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ψεύτικων Θρησκειῶν.
 Σηµειώσεις:
 1. Ἑβρ. 1,1.
2.Α΄ Ἰω. 1,1-2.
3. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην 4,1· ΕΠΕ 12,508, «ἕν γὰρ ἦν τὸ Πνεῦμα τὸ κι- νοῦν τὰς ἁπάντων ψυχάς· διὸ καὶ πολλὴν περὶ τὴν ἐπαγγελίαν ἐπεδείξαντο ὁμόνοιαν…».
4. Ἰούδα, 3.
5 Ἰω. 17,3.
6. Frank Scaeffer, Χορεύοντας Μόνος, σ. 438.
7.Ἔξοδ. 20,2-3.
8. Ψαλ. 52,19.
9. Α΄Κορ. 8,5-6.
10. Ἐφ. 4, 4-6.
11. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσίους 11,3· ΕΠΕ 20,703
12. Ἁγ. Ἀθανασίου, Πρὸς Σεραπίωνα, 1,32· ΕΠΕ 4,178
13. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Πρὸς Ἀκίνδυνον, Λόγος ἀντιρρητικὸς Α΄ 56· ΕΠΕ 5,136.
14. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην 33,1 · ΕΠΕ 13,282.
15.Γαλ. 1,9.
16. Εἰς Γαλ. 1, PG 61,624.
17. Ambrosii,Expositio Evangelii, secundum Lukam 101, PL 15,1695C.
18. Διδαχὴ Α΄ · Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. ΛΒ΄, σ. 130.
19. Ψαλ. 95,5.
20 Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Α΄, Πρόλογος· ΕΠΕ 1,72.
21. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον 47,2· ΕΠΕ 10,840.
22. Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα, ΕΠΕ 3,650.
23. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,5 · ΕΠΕ 2,268
24. Ἰω. 14,6.
25. Α΄ Ἰω. 5,6.
26. Ἰω. 18,37.
27. Ἰω. 16,13.
28. Ἰω. 17,17.
29. Μ. Βασιλείου, Ἀμφιλοχίῳ ἐπισκόπῳ, 2, PG 32,865,868.
30. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην 4,1· ΕΠΕ 12,508.
31. Ἰω. 1,17.
32. Adversus eos qui per calumniam dicunt dici a nobis tres deos Volume 31, page 1492, li
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ 27 ΜΑΪΟΥ 2016
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον     www.egolpion.com
Share Button