Σκέψεις του Γ. Σωφρόνιου για τον Αγ. Σιλουανό

Σκέψεις του Γ. Σωφρόνιου για τον Αγ. Σιλουανό

Για τα φυτά και τα ζώα

Ο μακαριστός Γέροντας ήταν για μας θείο δώρο κι εξαιρετικό φαινόμενο. Ήταν ο τύπος του γνήσιου χριστιανού, που μας κατέπληξε με την τελειότητά του. Στο πρόσωπό του βλέπαμε την αρμονική σύνθεση δύο, θα έλεγε κανείς, ασυμβίβαστων άκρων. Έτσι βλέπαμε την ασυνήθιστη για τέτοιου είδους ανδρείους ανθρώπους συμπόνοια για κάθε τι ζωντανό, για κάθε κτίσμα. Κι η ευσπλαχνία αυτή έφτανε σε τέτοια όρια, που δημιουργούσε φυσικά τη σκέψη πως πρόκειται για παθολογική συναισθηματικότητα. Συγχρόνως, όμως, συναντούσαμε και την άλλη πλευρά του πνεύματος, που έκανε φανερό πως και το προηγούμενο δεν ήταν παθολογικό φαινόμενο, αλλά αληθινά υπερφυσικό μεγαλείο και ευσπλαχνία κατά χάριν.

Ο Γέροντας φρόντιζε ακόμα και για τα φυτά. Πίστευε πως κάθε κακομεταχείριση που τα βλάπτει είναι αντίθετη με τη διδαχή της χάρης. Θυμάμαι μια φορά που βάδιζα μαζί του το μονοπάτι που οδηγούσε από τη Μονή στο καλύβι, όπου πέρασα ένα έτος. Αυτή η καλύβα απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο από το Μοναστήρι. Ο Γέροντας ερχόταν να δει την κατοικία μου. Κρατούσαμε ραβδιά, όπως συνηθίζεται στις ορεινές περιοχές. Και στις δυό πλευρές από το μονοπάτι φύτρωναν αραιά ψηλά αγριόχορτα. Με τη σκέψη να μην αφήσω τα χόρτα να κλείσουν το μονοπάτι, χτύπησα με το ραβδί ένα βλαστό στην κορφή του, ώστε να εμποδίσω την ωρίμανση των σπόρων. Η χειρονομία μου φάνηκε βάναυση στο Γέροντα και κούνησε ελαφρά με αμηχανία το κεφάλι του. Κατάλαβα τι σήμαινε αυτό και ντράπηκα. Ο Γέροντας έλεγε πως το Πνεύμα του Θεού διδάσκει τη συμπόνοια για ύλη την κτίση, ώστε να μην κόβουμε ούτε τα φύλλα του δέντρου «χωρίς ανάγκη». «Να, ένα πράσινο φύλλο πάνω στο δέντρο, και σι το έκοψες χωρίς ανάγκη. Αν και δεν είναι αμαρτία, πως να το πω, προκαλεί οίκτο. Η καρδιά που έμαθε ν’ αγαπά, λυπάται όλη την κτίση». Αυτή όμως η συμπόνοια για το πράσινο φύλλο του δέντρου ή για το αγριολούλουδο που πατούμε, συνδυαζόταν μέσα του με την πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση όλων των πραγμάτων του κόσμου. Ως χριστιανός ήξερε πως όλη η κτίση δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο· γι’ αυτό, όταν «είναι ανάγκη», ο άνθρωπος μπορεί να επωφεληθεί απ’ όλα. Ο ίδιος θέριζε το σανό, έκοβε ξύλα στο δάσος, αποθήκευε ξύλα για τον χειμώνα, έτρωγε ψάρια. Είναι αξιοσημείωτες στα γραπτά του Γέροντα οι σκέψεις και τα αισθήματά του για τα ζώα. Ήταν πραγματικά εκπληκτική η συμπόνοια του για κάθε κτίσμα, όπως συμπεραίνουμε απ’ όσα διηγείται: πόσο πολύ έκλαψε για την «τραχύτητά του προς την κτίση», όταν «χωρίς ανάγκη» σκότωσε μια μύγα ή έριξε ζεστό νερό σε μια νυχτερίδα που κατοίκησε στο μπαλκόνι του καταστήματός του ή πως «λυπήθηκε την κτίση και κάθε δημιούργημα που πάσχει», όταν αντίκρισε στο δρόμο ένα κατακομμένο φίδι. Το ίδιο εκπληκτική όμως ήταν και η απομάκρυνσή του από κάθε δημιούργημα, όταν κυριαρχούσε μέσα του η φλογερή ορμή του για το Θεό. Για τα ζώα και τα τετράποδα έλεγε πως είναι «γη» και δεν πρέπει να προσκολλάται σ’ αυτήν ο νους του ανθρώπου. Γιατί ο άνθρωπος οφείλει ν’ αγαπά το Θεό μ’ όλη τη διάνοια και μ’ όλη την καρδιά και μ’ όλη τη δύναμή του, δηλαδή μ’ όλο το είναι του, λησμονώντας τη γη. Την προσκόλληση των ανθρώπων στα ζώα, που παρατηρούμε πολλές φορές και που φτάνει καμιά φορά ως τη «φιλία», ο Γέροντας την θεωρούσε διαστροφή της τάξεως που έθεσε ο Θεός και αντίθετη προς τη φυσική κατάσταση του πρωτοπλάστου (Γεν. β’ 20).

Να χαϊδεύεις τη γάτα μουρμουρίζοντας «γατούλα, γατούλα» ή να παίζεις και να μιλάς με το σκύλο παύοντας να σκέφτεσαι το Θεό, ή φροντίζοντας για τα ζώα να λησμονείς τον πλησίον σου ή και να μαλώνεις εξαιτίας τους με τους ανθρώπους, όλα αυτά αποτελούσαν για το Γέροντα παράβαση των εντολών του Θεού, η πιστή τήρηση των οποίων αναδεικνύει τέλειο τον άνθρωπο. Σ’ ολόκληρη την Καινή Διαθήκη δεν βρίσκουμε ούτε ένα χωρίο που να διηγείται πως ο Κύριος προσήλωσε την προσοχή του στα ζώα – κι όμως Αυτός αγαπούσε πραγματικά όλη την κτίση Του. Η πραγμάτωση αυτής της τέλειας ανθρωπότητας κατ’ εικόνα του ανθρώπου-Χριστού είναι ο προορισμός μας, που ανταποκρίνεται στη φύση μας, στο κατ’ εικόνα Θεού. Γι’ αυτό θεωρούσε ο Γέροντας την ψυχική προσκόλληση και το πάθος για τα ζώα σαν υποτίμηση της ανθρώπινης υπάρξεως. Να, τι γράφει σχετικά: «Μερικοί προσκολλώνται στα ζώα· έτσι όμως προσβάλλουν το Δημιουργό· γιατί ο άνθρωπος κλήθηκε να ζει αιώνια μαζί με τον Κύριο, να βασιλεύει μαζί Του και ν’ αγαπά τον Ένα Θεό. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει πάθος για τα ζώα, αλλά μόνο να έχει καρδιά συμπονετική για κάθε δημιούργημα». Έλεγε πως τα πάντα δημιουργήθηκαν για να τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, και γι’ αυτό, όταν υπάρχει ανάγκη, μπορεί να επωφελείται από όλα όσα υπάρχουν στην κτίση. Αλλά ταυτόχρονα οφείλει να φροντίζει όλη τη δημιουργία. Γι’ αυτό κάθε βλάβη που προξενείται στα ζώα, ακόμα και στα φυτά, είναι αντίθετη προς το νόμο της χάρης, όπως και κάθε προσκόλληση προς τα ζώα είναι αντίθετη προς τις εντολές του Θεού. Όποιος αγαπά αληθινά τον άνθρωπο και πενθεί στις προσευχές του για όλο τον κόσμο, αυτός ποτέ δεν προσκολλάται στα ζώα.

Για το κάλλος του κόσμου.

Το κάλλος του ορατού κόσμου ενθουσίαζε την ψυχή του Γέροντα. Αυτό τον ενθουσιασμό του δεν τον εκδήλωνε όμως με χειρονομίες ούτε με στάσεις του σώματος. Μπορούσες να τον αντιληφθείς μόνον από την έκφραση του προσώπου και από τον τόνο της φωνής του. Μ’ αυτό το συγκρατημένο και καθόλου επιδεικτικό ύφος γινόταν ακόμα πιο αισθητό το βάρος του βιώματός του. Συγκεντρωμένος στον εσωτερικό άνθρωπο, πρόσεχε λίγο τον εξωτερικό κόσμο. Όταν όμως έστρεφε το βλέμμα του στην ομορφιά του κόσμου, έβρισκε μια νέα αφορμή να θεωρήσει τη δόξα του Θεού και να ξαναστρέψει την καρδιά στο Θεό. Στο σημείο αυτό έμοιαζε με τα παιδιά· όλα του προκαλούσαν έκπληξη. Σωστά παρατηρεί στις σημειώσεις του πως όποιος έχασε τη χάρη δεν αισθάνεται όπως πρέπει την ομορφιά του κόσμου και τίποτε δεν του κάνει εντύπωση. Όλη η ανείπωτα θαυμάσια δημιουργία του Θεού δεν τον συγκινεί. Αντίθετα, όταν η χάρη του Θεού είναι με τον άνθρωπο, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου είναι μια έκπληξη για την καρδιά, εξαιτίας της ασύλληπτης ομορφιάς του. Κι η ψυχή διαβαίνει από τη θεωρία του ορατού κάλλους στην κατάσταση που αισθάνεται την παρουσία του ζωντανού Θεού αισθητή σ’ όλα τα κτίσματα. Έβλεπε ο Γέροντας τα σύννεφα, τη θάλασσα, τα βουνά, τα δάση, τα λειβάδια, τα δέντρα, και θαύμαζε την ομορφιά τους. Έλεγε πως είναι ακόμα και σ’ αυτό τον ορατό κόσμο μεγαλόπρεπη η δόξα του Δημιουργού· το να δεις όμως με το Άγιο Πνεύμα τη δόξα του ίδιου του Κυρίου, αυτό είναι ασύγκριτο θέαμα που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φαντασία. Για την αναζήτηση του Θεού.

Ο Γέροντας είχε μια ιδιότυπη ιδέα, πως μπορεί ν’ αναζητήσει το Θεό μόνον εκείνος που Τον γνώρισε και μετά Τον έχασε. Είχε την γνώμη πως κάθε αναζήτηση του Θεού ακολουθεί οπωσδήποτε κάποια εμπειρία του Θεού. Ο Θεός δεν ασκεί βία στον άνθρωπο, αλλά στέκεται με μακροθυμία δίπλα στην καρδιά και περιμένει ταπεινά πότε θα Του ανοιχθεί αυτή η καρδιά. Ο ίδιος ο Θεός αναζητεί τον άνθρωπο, πριν Τον αναζητήσει ο άνθρωπος. Κι όταν, στην κατάλληλη στιγμή, εμφανιστεί ο Θεός στον άνθρωπο, τότε μόνο γνωρίζει ο άνθρωπος το Θεό στο μέτρο που του δόθηκε και μόνο τότε αρχίζει ν’ αναζητά το Θεό, ο οποίος κρύβεται από την καρδιά. Έλεγε ο Γέροντας: «Πώς θ’ αναζητάς κάτι που δεν έχασες; Πώς θα ζητάς κάτι που δεν γνωρίζεις καθόλου; Η ψυχή όμως γνωρίζει τον Κύριο και γι’ αυτό τον αναζητεί». Για την ενότητα του πνευματικού κόσμου  και το μεγαλείο των αγίων.

Την ζωή του πνευματικού κόσμου ο Γέροντας την αντιλαμβανόταν σαν κάτι ενιαίο. Κι αυτή η ενότητα κάνει κάθε πνευματικό φαινόμενο ν’ αντανακλά αναπόφευκτα στην κατάσταση όλου αυτού του κόσμου. Έτσι, αν το φαινόμενο είναι αγαθό, τότε όλος ο κόσμος των αγίων πνευμάτων, «όλοι οι ουρανοί» χαίρονται -και αντιθέτως, αν είναι κακό, θλίβονται. Παρόλο που κάθε πνευματικό φαινόμενο αφήνει αναπόφευκτα τη σφραγίδα του σ’ ολόκληρη την ύπαρξη του πνευματικού κόσμου, η λεπτή διαίσθηση, για την οποία μιλούσε ο Γέροντας, προσιδιάζει κυρίως στους Αγίους. Αυτή τη γνώση, που ξεπερνά τα στενά ανθρώπινα όρια, την απέδιδε στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η ψυχή «βλέπει» με το Άγιο Πνεύμα όλο τον κόσμο και τον αγκαλιάζει με αγάπη. Ο Γέροντας ήταν βέβαιος πως οι Άγιοι ακούουν τις προσευχές μας. Έλεγε πως αυτό είναι φανερό από τη διαρκή πείρα της επικοινωνίας με τους Αγίους στην προσευχή. Αυτό το χάρισμα το παίρνουν οι Άγιοι «εκ μέρους» ήδη εδώ στη γη από το Άγιο Πνεύμα, μετά την κοίμησή τους όμως το χάρισμα αποκτά ασυγκρίτως μεγαλύτερη διάσταση. Μιλώντας γι’ αυτό το ιδίωμα των Αγίων, που τους κάνει αληθινά όμοιους με το Θεό, ο Γέροντας θαύμαζε την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. «Ο Κύριος αγάπησε τόσο τον άνθρωπο, ώστε του έδωσε το Άγιο Πνεύμα και με το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος έγινε όμοιος με το Θεό. Όσοι δεν το πιστεύουν αυτό και δεν προσεύχονται στους Αγίους, αυτοί δεν γνώρισαν πόσο αγαπά ο Κύριος τον άνθρωπο και πόσο τον εξύψωσε».

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ-Αγγλίας, σ. 99-102, 105, 107)

 

Πηγή: http://fdathanasiou.wordpress.com/2012/10/02/%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3-%CF%83%CF%89%CF%86%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B1%CE%B3-%CF%83%CE%B9%CE%BB/

Share Button