Η αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών* Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Δια του μυστηρίου του γάμου αναπτύσσεται μια οικογέ­νεια, η οποία είναι το κύτταρο της κοινωνικής και εκκλησια­στικής ζωής. Στην πραγματικότητα, με την ευλογία του Θεού ενώνεται ο άνδρας με την γυναίκα «εις σάρκαν μίαν», κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Εφεσ. ε’, 31), και έτσι η σχέση του ανδρός και της γυναικός είναι σωματική και ψυχική.

Ο σκοπός του γάμου, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, είναι διπλός: «ίνα σωφρονώμεν και ίνα πατέρες γινώμεθα». Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δύο γαρ ταύτα εστί, δι’ άπερ εισενήνεκται γάμος, ίνα τε σωφρονώμεν και ίνα πατέρες γινώμεθα· των δε δύο τούτων προηγουμένη η της σωφροσύνης εστί πρόφασις … Ώστε, προηγουμένη αύτη η αιτία, η της σωφροσύνης, και μάλιστα νυν, ότε η οικουμένη πάσα του γένους η ζωή εμπέπλησται»1.

Αυτό λέγεται και κατά την διάρκεια του μυστηρίου του γάμου. Υπάρχει μια φράση που είναι πολύ χαρακτηριστική: «εις βοήθειαν και διαδοχήν του γένους των ανθρώπων». Επο­μένως, ο πρώτος και βασικός σκοπός του γάμου είναι η βοή­θεια των συζύγων που εκφράζεται και με το «ίνα σωφρονώμεν» και ο δεύτερος, που είναι συνάρτηση του πρώτου, είναι το «ίνα πατέρες γινώμεθα» και το «εις διαδοχήν του γένους των ανθρώπων». Επομένως, δια του μυστηρίου του γάμου ενώνεται ο νυμφίος με την νύμφη εν Χριστώ και καρπός αυτής της ενώσεως είναι τα παιδιά. Φυσικά, αν ο Θεός δεν επιτρέψη, για διαφόρους λόγους, την γέννηση παιδιών, δεν σημαίνει ότι υπάρχει αποτυχία του γάμου, αφού ο βασικότερος σκοπός εί­ναι η ενότητα ανδρός και γυναικός, η οποία διασαλεύθηκε με την πτώση του πρώτου ανδρογύνου στον Παράδεισο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά την δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, ο Αδάμ με τον φωτισμό του Θεού αντελήφθηκε τι έγινε κατά την διάρκεια της υπνώ­σεώς του, και είπε: «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη» (Γεν. β’, 23). Αμέσως, όμως, μετά την πτώση στράφηκε στον Θεό και είπε: «η γυνή, ην έδωκας μετ εμού …» (Γεν. γ’, 12). Εδώ φαίνεται η διάσπαση που επήλθε μεταξύ του ανδρός και της γυναικός μετά την πτώση. Πριν την πτώση ο Αδάμ ομολογεί την ενότητά του με την Εύα. Μετά την πτώση την θεωρεί ότι του την έδωσε ο Θεός. Επο­μένως, με το μυστήριο του γάμου, που γίνεται στην Εκκλη­σία, αποκαθίσταται αυτή η σχέση και ενότητα του ανδρός με την γυναίκα. Γι’ αυτό λέμε ότι αυτός είναι ο βασικότερος σκο­πός του γάμου.

Στην συνέχεια θα υπογραμμίσω πέντε θέσεις για την αγω­γή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση.

  1. Η σύλληψη του ανθρώπου είναι έργο της Προνοίας του Θεού

Μια από τις βασικές αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας εί­ναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, αλλά συγχρόνως ότι και ο Ίδιος ο Θεός προσωπικά διευ­θύνει τον κόσμο, πάλι με τις άκτιστες ενέργειές Του. Όπως δημιουργεί, έτσι και συντηρεί τον κόσμο, και βέβαια, τον άν­θρωπο που είναι η κορωνίδα της δημιουργίας.

Στην Αγία Γραφή επανειλημμένως λέγεται ότι ο Θεός ανοί­γει την μήτρα της γυναικός και ότι ο Θεός κλείει τα περί την μήτραν: «συγκλείων συνέκλεισε Κύριος έξωθεν πάσαν μήτραν εν τω οίκω Αβιμέλεχ ένεκεν Σάρρας της γυναικός Αβραάμ» (Γεν. κ’, 18). Αλλού λέγει: «Ιδών δε Κύριος ο Θεός ότι εμισείτο Λεία, ήνοιξεν την μήτραν αυτής» (Γεν. κθ’, 31).

Το ίδιο λέγεται και για την Άννα, την μητέρα του Προφή­του Σαμουήλ. «Εμνήσθη αυτής ο Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασ. α’, 19). Έτσι, κάθε φορά που συλλαμβάνεται ένας άν­θρωπος, ενεργεί ο Ίδιος ο Θεός, δηλαδή ενεργεί ο λόγος του Θεού που είπε στην αρχή της δημιουργίας: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γήν» (Γεν. α’, 28).

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει έναν λόγο που είναι αρ­κετά χαρακτηριστικός: «το τεκείν άνωθεν έχει την αρχήν, από της του Θεού προνοίας και ούτε γυναικός φύσις, ούτε συνου­σία, ούτε άλλο ουδέν αύταρκες προς τούτο εστίν»2. Δηλαδή, η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι ένα έργο της φύσεως, ούτε αποτέλεσμα της συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλά είναι έργο της προνοίας του Θεού.

Στην Αγία Γραφή φαίνεται ότι ο Θεός έπλασε το σώμα του Αδάμ από τον χουν που έλαβε από την γη και στην συνέ­χεια ενεφύσησε και του έδωσε ψυχή, που σημαίνει ότι η ενέρ­γεια του Θεού δημιούργησε ψυχή, και, επομένως, ο άνθρωπος είναι μια ολότητα, μια οντότητα, αποτελείται από ψυχή και σώμα. Αυτό που έγινε με τον Αδάμ επαναλαμβάνεται με κάθε άνθρωπο. Ο Μ. Αθανάσιος θα πη ότι το ίδιο χέρι που δη­μιούργησε τον Αδάμ «και νυν και αεί τους μετ εκείνον πάλιν πλάττει και διασυνίστησι»3. Αυτό σημαίνει ότι κατά την γέν­νηση κάθε ανθρώπου, ο Θεός αντί να λάβη τα στοιχεία της γης για την σύνθεση του σώματος, λαμβάνει το σπερματοζωάριο από τον άνδρα και το ωάριο από την γυναίκα, και αμέσως εμφυσά, δηλαδή με την ενέργειά Του δημιουργεί ψυχή.

Αυτή η άποψη είναι βασική για την ζωή ενός ανθρώπου και την αγωγή του, γιατί μέσα από τα πλαίσια αυτά βλέπουμε ότι κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, δια μέσου των γονέων του. Θεωρούμε το κάθε παιδί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και στεκόμαστε απέναντί του με πολύ σεβασμό. Ποτέ δεν φθάνουμε στο σημείο να ιδιοποιήσουμε το δώρο του Θεού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την αγωγή του παιδιού, γιατί εξασκώντας αγωγή έχουμε την αναφορά μας στον Θεό και όχι στον εαυτό μας ναρκισσιστικά.

  1. Η αγωγή πριν τη γέννηση (απόσπασμα)

Πολλοί γονείς νομίζουν ότι η αγωγή του παιδιού αρχίζει από τότε που αναπτύσσονται όλες οι διανοητικές δυνάμεις σε αυτό, από τότε που αντιλαμβάνεται πολύ καλά τον κόσμο, και μάλιστα οι γονείς αρχίζουν να ανησυχούν όταν βλέπουν τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί η αγωγή αρχίζει πριν από την σύλληψη του εμβρύου, με την αγωγή που έλαβαν οι γονείς, αλλά κυρίως μετά την σύλληψη του εμ­βρύου. Εννέα μήνες, κατά τους οποίους κυοφορείται το έμ­βρυο μέσα στην μήτρα της μητέρας του, μπορεί να ασκηθή σωστή αγωγή. …

Πράγματι, όπως το βλέπουμε στην Αγία Γραφή, στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και στην ζωή των αγίων, αποδίδεται μεγάλη σημασία στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, στον τρόπο με τον οποίο κυοφο­ρείται και, βέβαια, στην κατάσταση κατά την οποία γεννάται. Θα το δούμε αυτό αναλυτικότερα.

Κατ’ αρχάς χρειάζεται σωστή ζωή των γονέων πριν την σύλ­ληψη του παιδιού. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στην περί­πτωση της Παναγίας μας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδά­σκουν ότι η καθαρότητα της Παναγίας οφείλεται στην Χάρη του Θεού, στους εξαγνισμούς των Προπατόρων και στον δικό της προσωπικό αγώνα. Πράγματι, οι διαδοχικές καθάρσεις των Προπατόρων συνετέλεσαν, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δα­μασκηνός, ώστε το σπέρμα του αγίου πατέρα της, του Ιωα­κείμ, να έχη καλά στοιχεία. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Δα­μασκηνός αποκαλεί το σπέρμα του Ιωακείμ «σπέρμα πανάμωμον»6.

Αυτό ακριβώς το βλέπουμε και στην περίπτωση της γεννή­σεως του Προφήτου Σαμουήλ. Οι γονείς του, ο Ελκανά και η Άννα, προσευχήθηκαν και νήστευσαν και στην συνέχεια συνήλ­θαν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι η αρχή του Σαμουήλ ήταν οι προσευχές της μητρός του, που ήταν πρά­γματι η νοερά προσευχή, τα δάκρυα, η πίστη και όχι, όπως στους άλλους, «ύπνοι και σύνοδοι των γεννησάντων μόνον». Γι’ αυτό και από μια τέτοια ευλογημένη ένωση γεννήθηκε ένας Προφήτης, αφού «σεμνοτέρας των άλλων έσχε τάς γονάς»7.

Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να θέλουν την γέννηση του παιδιού, να προσεύχωνται για την σύλληψη, και αυτό να γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα προσευχής. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του Τωβία, όπως την περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Τωβίτ. Πριν συ­νέλθει ο Τωβίας με την γυναίκα του είπε: «Ανάστηθι, αδελφή, και προσευξώμεθα, ίνα ελεήση ημάς ο Κύριος» (Τωβ. η’, 4). Κατά την διάρκεια της προσευχής, μεταξύ άλλων, είπε: «Και νυν, Κύριε, ου δια πορνείαν εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου ταύτην, αλλ’ επ’ αληθείας επίταξον ελεήσαι με και αυτή συγκαταγηράσαι. Και είπε μετ’ αυτού· αμήν· και εκοιμήθησαν αμ­φότεροι την νύκτα» (Τωβ. η’, 7-8).

Από την προσευχή αυτή του Τωβία φαίνεται ότι η σχέση μεταξύ του ανδρός και της γυναικός πρέπει να γίνεται σε με­ρικά πλαίσια, τα οποία εκφράζουν την ψυχολογική και κυρίως την πνευματική ωριμότητα των συζύγων. Η αναφορά πρέπει να είναι ο Θεός. Να σέβωνται ο ένας τον άλλο, δηλαδή δεν πρέπει να βγάζουν της ενστικτώδεις διαθέσεις τους επάνω στον άλλο, καθώς επίσης πρέπει να υπάρχη επιθυμία διαρκούς επι­κοινωνίας και συνδιατριβής. Τελικά, ο γάμος πρέπει να ενεργή θεραπευτικά στην ζωή των ανθρώπων, πρέπει να συντελή στην υπέρβαση της αναγκαιότητος του ενστίκτου και την βίωση του προσώπου. Αν κάποιος δεν συμπεριφέρεται σωστά απέναντι στον άλλο, κατά την διάρκεια της σχέσης, αυτό έχει άμεσα αποτελέσματα στην υπαρξιακή επικοινωνία μεταξύ τους, αλλά και στην ψυχολογική συγκρότηση του παιδιού, …

Έπειτα, θα πρέπη να είναι σωστή η στάση των γονέων και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γονείς, ιδιαιτέρως η μητέρα, πρέπει να προσεύχεται για το έμβρυο, να το θεωρή άνθρωπο, δικό της παιδί και να χαίρεται για την παρουσία του.

Στην Αγία Γραφή βλέπουμε ότι και το έμβρυο είναι πρό­σωπο, αφού και από αυτήν ακόμη την σύλληψη του ο άνθρω­πος είναι πρόσωπο, άνθρωπος, γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζουμε και τις ημέρες που συνελήφθησαν ο Τίμιος Πρόδρομος και η Παναγία. Πράγματι, ξέρουμε ότι ο άνθρωπος, ακόμη και όταν είναι έμβρυο, μπορεί να λάβη Πνεύ­μα Άγιον. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ είπε στον Ζαχαρία, τον Πατέρα του Τιμίου Προδρόμου: «και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού» (Λουκ. α’, 15). Αυτό πραγματοποιήθηκε, όταν η Παναγία επισκέφθηκε την έγκυο Ελισάβετ αμέσως μετά τον Ευαγγελισμό. «Και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής· και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν· ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ α’, 41-43). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύει ότι ο Τίμιος Πρόδρομος, ενώ ήταν έμβρυο έξι μηνών στην κοι­λία της μητέρας του, έλαβε Πνεύμα Άγιον και, αφού έγινε Προφήτης, όπως αποδεικνύεται με το σκίρτημα, στην συνέχεια μετέδωσε το προφητικό χάρισμα και στην μητέρα του, που την κατέστησε προφήτιδα και γι’ αυτό και εκείνη ανεγνώρισε ότι η γυναίκα που ερχόταν ήταν η Μητέρα του Χριστού8.

Επειδή το έμβρυο δέχεται την Χάρη του Θεού, γι’ αυτό και η έγκυος γυναίκα συμπεριφέρεται με σεβασμό απέναντί του. Το αισθάνεται ως καρπό και ως δώρο του Θεού. Το αντι­μετωπίζει σαν μια ιδιαίτερη υπόσταση – πρόσωπο και προ­σεύχεται. Σε κάθε σκίρτημα του παιδιού χαίρεται. Προσεύχε­ται για το έμβρυο. Δεδομένου δε ότι η θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού αγιάζει ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό, τους νεφρούς και τα σπλάγχνα, και δε­δομένου ότι το έμβρυο έχει στενή σχέση με την μητέρα του, γι’ αυτό και η Χάρη του Θεού, που έρχεται δια της θείας Κοι­νωνίας, επιδρά και στην ζωή του εμβρύου.

Γενικά, η έγκυος γυναίκα προσπαθεί να ζη μια ήρεμη ζωή, χωρίς άγχος και ανησυχίες. Ο άνδρας της και το οικογενεια­κό περιβάλλον προσπαθούν να εξασφαλίσουν καλές οικογε­νειακές συνθήκες, η πνευματική ζωή της εγκύου γυναικός είναι ανεπτυγμένη και αυτό έχει σημαντικές συνέπειες στο παιδί που θα γεννηθή. Μάλιστα δε, αν η γυναίκα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης προσεύχεται για το παιδί με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον τον δούλον σου» και αν, μάλιστα, κατά την διάρκεια της γέννας προσεύχεται για το παιδί και μέσα στους πόνους επικαλείται το έλεος του Θεού, τότε χαρίζει στην ύπαρξη του παιδιού μια πνευματική σφραγίδα, που θα παραμείνη ανεξίτηλη, προσφέρει στο παιδί ένα πνευ­ματικό DΝΑ, το οποίο θα διαδραματίση σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή του9.

  1. Η αγωγή στα νήπια και τα παιδιά

Μετά την γέννηση του παιδιού η αγωγή συνεχίζεται με εν­τατικότερο ρυθμό. Βεβαίως, όλη η οικογένεια χαίρεται για την γέννηση ενός παιδιού, οι συνθήκες αλλάζουν κάπως, επειδή το πρόγραμμα πρέπει να προσαρμοσθή κατάλληλα, πολλές φορές δημιουργούνται ανησυχίες από τα κλάμματα και τις φωνές του παιδιού. Όμως, πέρα από όλα αυτά πρέπει να δοθή μεγάλη προσοχή στην πνευματική κατάσταση του παιδιού, δηλαδή οι δύσκολες συνθήκες που δημιουργούνται στο σπίτι δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουν τον νου των γονέων, ιδιαιτέρως της μάνας, και δεν πρέπει να ξεχασθή η πνευματική βοήθεια που πρέπει να προσφερθή στα παιδιά.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη αυτού του σοβαρού θέματος, είναι ανάγκη να δούμε ένα ενδιαφέρον σημείο, το ότι το παιδί αμέσως μετά την γέννησή του έχει καλές προδιαγρα­φές για την αγωγή, αφού ο νους του βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού.

Όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Αδάμ μετά την δημιουργία του βρισκόταν στον φωτισμό του νου και συμπεριφερόταν ως άγγελος. Αμέσως μετά την πτώ­ση σκοτίστηκε ο νους του, δηλαδή έχασε την θεία Χάρη, και ο νους του περιέπεσε στον σκοτασμό με φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες για το σώμα του και την κοινωνία.

Προηγουμένως λέχθηκε ότι η δημιουργία κάθε ανθρώπου γί­νεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε ο Αδάμ, με την διαφορά ότι τότε ο Θεός ως πρώτη ύλη πήρε χουν από την γη, τώρα λαμβάνει από το σπέρμα του ανδρός και το ωάριο της γυναικός και, βέβαια, εμφυσά και δημιουργεί την ψυχή. Και ενώ μέσα από τα στοιχεία του ανδρογύνου περνούν στον άνθρωπο οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, που είναι η φθορά και η θνητότητα, η ψυχή βρίσκεται στην κατά­σταση του φωτισμού. Η ψυχή του ανθρώπου και ο νους του θα ήταν σκοτεινός, αν η ψυχή περνούσε μέσα από τους γεννή­τορες. Όμως αυτό δεν γίνεται, και κατ’ αυτό τον τρόπο η ψυχή δημιουργείται από τον Ίδιο τον Θεό και γι’ αυτό ο νους της είναι φωτισμένος.

Το ότι ο νους του παιδιού, αμέσως μετά την δημιουργία του και την γέννησή του, βρίσκεται στην κατάσταση του φωτι­σμού, φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την δι­δασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης.

Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στο τι γίνεται με τα νήπια τα οποία πεθαίνουν πρόωρα, γράφει: «ότι το προσδωκόμενον αγαθόν οικείον μεν εστίν κατά φύσιν τω ανθρωπίνω γένει, λέγεται δε και κατά τινα διάνοιαν το αυτό και αντίδοσις»10. Δηλαδή, αυτό που αναμένει ο άνθρωπος, η όραση του Θεού, είναι οικείο κατά φύση στο ανθρώπινο γένος. Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «η δε του βλέ­πειν προς τον Θεόν ενέργεια ουδέν άλλο εστίν, ή ζωή τη νοερά φύσει εοικυία τε και κατάλληλος»11. Δηλαδή, η ενέργεια του να στρέφεται κανείς στον Θεό είναι κατάλληλη για την νοερά φύση, με την οποία ομοιάζει. Συμβαίνει εδώ ό,τι και με τον οφθαλμό του ανθρώπου, που είναι κατάλληλος για την δράση του φωτός, αν εν τω μεταξύ δεν ασθενήση.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης επιμένει στο θέμα αυτό και ισχυρίζεται ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης, δηλαδή της Βασιλείας των Ουρανών, είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η ασθένεια της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν σαρκικά. «Η της ζωής εκείνης απόλαυσις οικεία μεν εστί τη ανθρωπίνη φύ­σει, της δε κατά την άγνοιαν νόσου, πάντων σχεδόν των εν τη σαρκί ζώντων επικρατούσης»12. Όσοι ασθενούν, κατά την νοε­ρά δύναμη, στην συνέχεια θεραπεύονται με την κάθαρση. Όμως, το νήπιο που δεν έχει ασθενήσει νοερά ακόμη, γιατί δεν διέ­πραξε συνειδητά την αμαρτία, ζη μέσα στην φυσική κατάστα­ση και δεν χρειάζεται θεραπεία. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο»13.

Από όλα αυτά συμπεραίνεται ότι ο άνθρωπος με την γέν­νησή του βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός. Ο νους των νηπίων, καθώς μεγαλώνουν, σκοτίζεται από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, από τα αναπτυσσόμενα πάθη, τα οποία συνδέονται με τους δερμάτινους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητος, που είναι αποτέλεσμα της προπατορικής αμαρτίας, και δεύτερον από τον σκοτασμό του περιβάλλον­τος. Τόσο οι εσωτερικές επαναστάσεις, όσο και η κατάσταση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν τα νήπια και τα παιδιά, συντελούν στην έκπτωση του νου από τον φωτισμό, στον σκο­τασμό του. Οπότε, η εκκλησιαστική αγωγή αποβλέπει στην επανέλευση του ανθρώπου στην προηγούμενη κατάσταση. Σε αυτό αποβλέπουν όλα τα θεραπευτικά μέσα που διαθέτει η Εκκλησία. Ακριβώς δε στην πνευματική ανάπτυξη του νη­πίου και του παιδιού συντελούν τρεις βασικοί παράγοντες, ήτοι η Οικία, ο Ιερός Ναός και η κοινωνία (η στενή κοινωνία, που είναι το Σχολείο, και η ευρύτερη κοινωνία). Όταν αυτοί οι παράγοντες δεν λειτουργούν σωστά, τότε ο άνθρωπος υφίστα­ται κακή αγωγή, σκοτίζεται ακόμη περισσότερο. Ενώ όταν λειτουργούν σωστά, τότε αντιμετωπίζονται κατά τον καλύτερο τρό­πο και οι αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις, λόγω αυξήσεως των σωματικών και ψυχικών παθών. Θα δούμε λίγο αυτούς τους τρεις βασικούς παράγοντες για την καλή αγωγή των παιδιών.

Πρώτος παράγοντας είναι η Οικία. Άλλωστε, είπαμε προη­γουμένως ότι η οικογενειακή ατμόσφαιρα διαδραματίζει σπου­δαίο ρόλο στην εξέλιξη της πνευματικής υγείας του παιδιού. Το παιδί γνωρίζει την κοινωνία πρώτα μέσα στην οικογενειακή ατμόσφαιρα και στην συνέχεια την γνωρίζει όταν εξέλθη από αυτήν.

Η ατμόσφαιρα του σπιτιού πρέπει να είναι ατμόσφαιρα προσευχής. Φυσικά, όταν κάνουμε λόγο για ατμόσφαιρα προ­σευχής, δεν εννοούμε ότι οι γονείς θα ακινητοποιούνται πολ­λές ώρες προσευχόμενοι, αλλά ότι πρέπει να υπάρχη ένας προ­σανατολισμός των γονέων προς τον Θεό. Μπορεί κανείς να χρησιμοποίηση πολλά παραδείγματα. Θα πρέπη η μητέρα την ώρα που θηλάζει το παιδί της να προσεύχεται. Όταν ετοιμάζη το φαγητό, μπορεί κάποτε να λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Όταν έχη κάποια δυσκολία και ένα πρό­βλημα, τότε να στρέφη τον νου της στον Θεό και να αναζητά λύση από Εκείνον και να περιμένη την δική Του βοήθεια.

Δεύτερος παράγοντας για την καλή αγωγή των παιδιών, εί­ναι ο Ναός. Η οικογενειακή ζωή πρέπει να συνδέεται στενά με την εκκλησιαστική ζωή. Ο Ιερός Ναός πρέπει να γίνη μια δεύτερη οικογένεια του παιδιού, όπου θα συναντήση την ευ­ρύτερη οικογένειά του, τον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο Ιερεύς, και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας που είναι τα πνευ­ματικά του αδέλφια.

Το παιδί από την μικρή του ηλικία πρέπει να αποκτήση εκκλησιαστικά βιώματα από τις ακολουθίες και την ζωή του μέσα στον Ιερό Ναό. Τα βιώματα, χωρίς ιδιαίτερες διδασκα­λίες, θα ενσταλάζουν στο παιδί το εκκλησιαστικό ήθος. Πέρα από το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, το παι­δί πρέπει να συνδεθή με το Ιερό Βήμα, με το αναλόγιο, όπου θα μάθη τους ύμνους και την μουσική της Εκκλησίας. Πολλές φορές και το παιχνίδι του παιδιού στο προαύλιο του Ιερού Ναού ασκεί μεγάλη επίδραση στην πνευματική ωρίμανση και εξέλιξή του.

Βέβαια, όταν ομιλώ για εκκλησιαστική ζωή και για μετοχή του παιδιού στις ακολουθίες και γενικά στην ατμόσφαιρα του Ιερού Ναού, το εννοώ με την έννοια της πνευματικής ελευθε­ρίας. Δηλαδή, όλα πρέπει να γίνωνται αβίαστα και ελεύθερα. Οι γονείς κατευθύνουν τα παιδιά τους με καλό τρόπο προς τον Ιερό Ναό, αλλά προσέχουν να μη τα εκβιάζουν, ακόμη και αυτά τα νήπια. Μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηρι­στικό παράδειγμα, που ίσως να είναι λίγο υπερβολικό, αλλά είναι εκφραστικό. Παρατηρώ πολλές φορές τους γονείς να οδη­γούν τα νήπια μπροστά στην Ωραία Πύλη για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Εκείνα, επειδή έχουν διάφορες ανέκφραστες και ακατανόητες για μας προσ­λαμβάνουσες παραστάσεις, φωνάζουν, κλαίνε, διαμαρτύρονται. Τότε πολλοί γονείς και συγγενείς εκβιάζουν το νήπιο, του κρα­τούν τα χέρια και τα πόδια, του ανοίγουν βίαια και βάναυσα το στόμα για να το κοινωνήσουν. Είναι μια σκηνή που δημιουρ­γεί αποστροφή, γιατί δείχνει μεγάλη αγριότητα και εκβιασμό. Έχω την γνώμη ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να εξασκήται αυτή η εκβιαστική κίνηση, γιατί πιθανόν να δημιουργήση τραυματικές εμπειρίες στα παιδιά, με πολλές συ­νέπειες στο μέλλον.

Γενικά, δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζουμε τον Χριστό ως αστυνομικό και εισαγγελέα. Γιατί αν έχουν τα παιδιά μια τέ­τοια αντίληψη για τον Χριστό, τότε είναι ενδεχόμενο να τον μισήσουν (Μοναχή Μαγδαληνή).

Τρίτος βασικός παράγοντας για την καλή ανάπτυξη του νη­πίου και του παιδιού είναι το Σχολείο και γενικότερα η κοι­νωνία. Όταν το παιδί σε μια ορισμένη ηλικία των πέντε και έξη ετών εξαναγκάζεται να βγη από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο ζούσαν γνωστά και αγαπητά πρόσωπα, τότε υφίσταται μια μεγάλη δυσκολία. Και αυτό γιατί εισέρχε­ται σ’ ένα μεγαλύτερο περιβάλλον, στο οποίο υπάρχουν πολ­λά πρόσωπα, άγνωστα ως τότε, τα οποία δεν το αποδέχονται όπως είναι, και έτσι αντιμετωπίζει εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, όμοια με την περίοδο που το έμβρυο βγαίνει από την μήτρα της μητέρας του και εισέρχεται σε μια άλλη ατμόσφαιρα. Όπως ισχυρίζονται οι παιδοψυχίατροι, την περίοδο αυτή βιώνει μια ιδιότυπη κατάσταση θλίψης.

Πέρα από την δυσκολία αυτή, η περίοδος αυτή είναι δη­μιουργική, γιατί το παιδί προετοιμάζεται για την κοινωνικο­ποίησή του, την ψυχολογική του ωρίμανση. Είναι μια περίοδος κατά την οποία εξέρχεται από το «εγώ» του και αντιλαμβάνε­ται το «συ». Είναι υποχρεωμένο να προσαρμοσθή σε πολλά επίπεδα, να ανεχθή τους άλλους, να αντιμετωπίση την κακία των άλλων, αλλά να δοκιμάση και τα χαρίσματά του.

Οι γονείς δεν πρέπει να προετοιμάζουν το παιδί να παραμείνη μέσα στο κλειστό κύκλωμα του εαυτού του, αλλά να βγαίνη έξω από αυτόν. Πράγματι, η αγοραφοβία είναι μια τρα­γική και μεγάλη πληγή, που δημιουργεί άπειρα κακά. Και εί­ναι παρατηρημένο ότι όσοι δεν προετοιμάστηκαν για την είσοδό τους στην κοινωνία, διακρίνονται για μια δυσπροσαρμοστικότητα σε όλη τους την ζωή.

Επομένως, οι γονείς που εξασκούν αγωγή στα παιδιά δεν αποβλέπουν στην διαφύλαξή τους από το κακό που υπάρχει στην κοινωνία, δεν σκοπεύουν στο να παραμένουν τα παιδιά μέσα σε μια ατμόσφαιρα ηθικά αποστειρωμένη, αλλά αναπτύσ­σουν την υπευθυνότητα, ώστε με αυτήν την πνευματική υπευ­θυνότητα να αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που θα συναντήσουν στην μετέπειτα ζωή τους. Με άλλα λόγια, προσπα­θούμε να καταρτίσουμε ένα δυνατό στομάχι, ώστε να έχη την ικανότητα να χωνεύη όλες τις τροφές. Αυτό σημαίνει ότι κά­νουμε μια αγωγή με θετικό και όχι αρνητικό τρόπο.

  1. Μερικοί τρόποι αγωγής14

Η αγωγή των νηπίων και των παιδιών είναι μια μεγάλη υπόθεση, είναι ένας οδυνηρός σταυρός. Απαιτείται μια θυσιαστική αγάπη, μια εκούσια κένωση. Όποιος αναλαμβάνει αυτό το υπεύθυνο έργο γνωρίζει καλά ότι θα στερηθή πολλά δι­καιώματά του. Δεν θα αποβλέπει στην ικανοποίηση των δικαιωμάτων του, αλλά στην εκπλήρωση των δικαιωμάτων των άλλων που αγαπά. Άλλωστε, όσο η αγάπη συνδέεται με την θυσία και την υπέρβαση του εγώ, τόσο και δείχνει ψυχολογική ωριμότητα. Όταν ο άνθρωπος εκζητά την αγάπη των άλλων, χωρίς ο ίδιος να προσφέρη αγάπη, δείχνει ότι είναι άρρωστος ψυχολογικά και πνευματικά. Όταν ζητά και να αγαπά και να αγαπάται, δείχνει ότι έχει μια ψυχολογική ισορροπία. Και όταν αγαπά τους άλλους θυσιαστικά, χωρίς να αναμένη ανταπόδωση της αγάπης, τότε δείχνει ότι είναι πνευματικά ώριμος και, επομένως, υγιής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται η μητέρα, που αναλαμβάνει να διαπαιδαγωγήση ένα παιδί, που σημαίνει να το ωριμάση και να το εντάξη σωστά και οργανικά μέσα στην κοινωνία.

Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω μερικούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να εξασκηθή σωστή αγωγή στα νήπια και στα παιδιά, πριν ακόμη αρχίσουν τα μεγάλα προβλήματα, κατά την ηλικία της εφηβείας.

Κατ’ αρχάς είναι ανάγκη οι γονείς να γνωρίζουν ότι το παιδί που παιδαγωγούν δεν είναι αποκλειστικά και απόλυτα δικό τους, αλλά παιδί του Θεού. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν και να το ζουν, και όταν το παιδί εκφράζη τον καλό εαυτό του, αλλά και όταν θυμώνη και οργίζεται ή ατακτή. Και τότε, παρά τα λάθη, δεν παύει να είναι το παιδί του Θεού. Χρειάζεται να στέκωνται απέναντί του με υπευθυνότητα.

Έπειτα, πρέπει τα νήπια και τα παιδιά από την μικρή τους ηλικία, όπως είπαμε προηγουμένως, να προετοιμάζωνται για να ενταχθούν αργότερα στην κοινωνία του Σχολείου και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτό γίνεται με το να μην ικανοποιούνται τα θελήματά τους. Το παιδί πρέπει από την μικρή ηλικία να μάθη την μεγάλη αρετή της υπακοής, που σημαίνει να αποδέ­χεται τον άλλο που ζη δίπλα του με αγάπη. Φυσικά, τα μαθή­ματα της υπακοής πρέπει να γίνωνται με σωστό τρόπο, δια­κριτικά και με απέραντη αγάπη. Δεν είναι δυνατόν να προσ­παθούμε να θεραπεύσουμε το θέλημα του παιδιού, με την νοο­τροπία ότι «δαμάζουμε ένα ζώο». Το παιδί έχει ελευθερία, την οποία, πρέπει να σεβόμαστε, και να το βοηθούμε, ώστε αύτη η ελευθερία του να λειτουργή ως αγάπη.

Ακόμη είναι ανάγκη να στεκόμαστε απέναντι σε κάθε παι­δί «υποστατικά». Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι γονείς, αφού βλέπουν ότι κάθε παιδί της οικογενείας τους έχει διαφορετικό χαρακτήρα, διαφορετική προσωπικότητα και, επομένως, καθέ­να θέλει την δική του μεταχείριση. Κυρίως πρέπει να πούμε ότι κάθε δική μας αντίδραση σε συμπεριφορές διάφορες των παιδιών πρέπει να εμπνέεται από την προσευχή. Δηλαδή, πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό, ώστε να μας εμπνέη να κά­νουμε το καλύτερο, ανάλογα με τον χαρακτήρα του παιδιού, την ηλικία του, τις χρονικές στιγμές και τις κοινωνικές κατα­στάσεις. Οι απαντήσεις που θα δίνουμε στα παιδιά δεν πρέπει να προέρχωνται από την λογική, από την δική μας εμπειρία, που είχαμε από τα παιδικά μας χρόνια, γιατί οι συνθήκες της τότε εποχής και της τωρινής είναι διαφορετικές, αλλά να προέρ­χωνται από την καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι με τις απαντήσεις σε διάφορες απαιτήσεις των παιδιών πρέπει να στοχεύουμε στην ανάπτυξη του φιλοτίμου του παιδιού και όχι σε υπακοή σε στυγνές συμβουλές και νομικές διατάξεις.

Επί πλέον, πρέπει να εμπνέουμε στα παιδιά την αρετή της φιλοξενίας. Αυτό, βέβαια, δεν διδάσκεται, αλλά βιώνεται μέσα στο σπίτι. Όταν η οικογένεια έχη κοινωνικές σχέσεις και φι­λόξενη διάθεση, τότε το παιδί αφ’ ενός μεν κοινωνικοποιείται πιο γρήγορα, αφ’ ετέρου δε θα μαθαίνη να είναι φιλόξενο και κοινωνικό στην μετέπειτα ζωή του. Το ότι σήμερα οι άνθρωποι είναι απροσάρμοστοι κοινωνικά οφείλεται στην λεγομένη πυρηνική οικογένεια την οποία συνάντησαν από τα παιδικά τους χρόνια.

Σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών διαδρα­ματίζουν και τα λάθη των γονέων, όταν ακολουθή η συγγνώμη. Μερικοί ισχυρίζονται ότι τα παιδιά δεν πρέπει να βρίσκωνται αντιμέτωπα με λάθη των γονιών τους, με μαλώματα και δια­πληκτισμούς. Βέβαια, το να μην υπάρχουν τέτοιοι διαπληκτισμοί είναι καλό. Αλλά, ακόμη και κάποιες ανθρώπινες αδυ­ναμίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτες, όταν ακολουθήση η συγ­γνώμη, βοηθούν στην αγωγή, γιατί το παιδί αντιλαμβάνεται ότι κανείς δεν είναι τέλειος και αλάθητος και ακόμη γνωρίζει στην πράξη ότι και η μετάνοια είναι στοιχείο ζωής. Δηλαδή, και τα λάθη, αλλά και η μετάνοια συνυπάρχουν στην ζωή μας. Αυτό ούτε κρατά το παιδί απροσγείωτο, ούτε και το απογοητεύει.

Επίσης, θα ήθελα να υπογραμμίσω την μεγάλη σημασία που έχει για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών η σοβαρή αντι­μετώπιση των παιδικών αντιδράσεων. Δηλαδή, τα νήπια και τα παιδιά αντιδρούν ποικιλοτρόπως σε διάφορα γεγονότα. Συνήθως μεταφέρουν διάφορες λέξεις από το Σχολείο και την γει­τονιά ή συνηθίζουν να κάνουν μερικές πράξεις που ενδεχομέ­νως να προκαλούν τον γέλωτα στους μεγαλύτερους. Το μυστι­κό της υποθέσεως είναι οι γονείς να αντιμετωπίζουν όλα αυτά με σοβαρότητα. Δεν πρέπει να γελούν, δεν πρέπει να ειρωνεύωνται. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε παιδί σαν έναν μεγάλο άνθρωπο, αλλά στην δική του ηλικία. Προσαρμόζουμε τον λόγο και τις απαντήσεις μας στην ηλικία του, αλλά τις αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γράφει ότι οι άγιοι και «τα παιδία τα μικρά ώσπερ τελείους άνδρας / καθοράν τε και προσκυνείν καθάπερ τους ενδόξους»15. Είναι βέβαιο ότι αν κάθε πράξη και λόγο των παιδιών τα αντιμετωπίζουμε με γέλια, τότε το παιδί παραμένει ανώριμο και τραυματισμένο στην ζωή. Το αν­τίθετο συμβαίνει όταν το αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

Ακόμη θα πρέπη να τονίσουμε ότι είναι καλό να εμπνεύ­σουμε στο παιδί την εμπιστοσύνη σ’ έναν καλό πνευματικό πατέρα. Γιατί τότε το παιδί θα μάθη να λέη τα προβλήματά του σε κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο, που βρίσκεται και έξω από την οικογένειά του, οπότε υπάρχει διέξοδος σε τραγικές ψυ­χολογικές καταστάσεις. Είναι σημαντικό να έχη κανείς κάποιον στον οποίον θα αναφέρεται και θα ανοίγη τον εσωτερικό του κόσμο. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ωριμάση κοινωνικά και πνευματικά.

  1. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από την ζωή των αγίων

Μέσα στα συναξάρια και τις διδασκαλίες των αγίων μπο­ρεί κανείς να βρη μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία δείχνουν πως εξασκείται μια σωστή αγωγή στην νηπια­κή και παιδική ηλικία, σε αυτήν την ηλικία που διακρίνεται για την τρυφερότητα. Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ο Μ. Βασίλειος, η μεγάλη αυτή προσωπικότητα, οφείλει πολλά στην γιαγιά του Μακρίνα, η οποία ήταν μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Για την γιαγιά του ο Μ. Βα­σίλειος λέγει: «Πίστεως δε της ημετέρας τις αν και γένοιτο εναργεστέρα απόδειξις ή ότι τραφέντες ημείς υπό τήθη μακα­ρία γυναικί παρ’ υμών ωρμημένη; Μακρίναν λέγω την περιβόητον, παρ’ ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήμα­τα όσα προς αυτόν ακολουθία μνήμης διασωθέντα αυτή τε εφύλασσε και ημάς έτι νηπίους όντας έπλαττε και εμόρφου τοις της ευσεβείας δόγμασιν»16. Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος, γιατί δείχνει ότι η γιαγιά Μακρινά μεγάλωνε τα εγγόνια της με τους λόγους που είχε ακούσει από τον άγιο Γρηγόριο Νεο­καισαρείας. Και βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μητέρα του η Εμμέλεια, για την οποία ο Μ. Βασίλειος, μετά την κοί­μησή της, έγραφε: «Νυν δε και ην είχον του βίου παραμυθίαν, την μητέρα, και ταύτην αφηρέθην υπό των αμαρτιών. Και μη καταγελάσης μου ως εν τούτω της ηλικίας ορφανίαν οδυρομένου, αλλά σύγγνωθί μοι ψυχής χωρισμόν ανεκτώς μη φέροντι, ης ουδέν αντάξιον εν τοις λειπομένοις ορώ»17.

Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ωφελήθηκε πάρα πολύ από την επαφή του με τον πνευματικό του πατέρα. Αναφερό­μενος ο άγιος Συμεών σε κάποιον νέο ονόματι Γεώργιο, ο οποίος προφανώς είναι ο ίδιος ο άγιος Συμεών, λέγει ότι στην ηλικία των είκοσι ετών «αγίω τινι μοναχώ, εν ενί των της πό­λεως μοναστηριών διάγοντι, γνώριμος κατεστάθη». Ο ίδιος περιγράφει την μεγάλη ωφέλεια που έλαβε από την καλή αγω­γή που δέχθηκε από τον άγιο εκείνον και έφθασε στην θεωρία του Φωτός του Θεού. Και ερωτά ο άγιος Συμεών: «Έγνωτε, ως ούτε νεότης απόβλητος ούτε γήρας ωφέλιμον μη ούσης συ­νέσεως και φόβου Θεού;». Επίσης, στην συνέχεια ερωτά: «Εμάθετε ότι ούτε μέση πόλις εμποδίζει ημάς εις το κατεργάζεσθαι τάς εντολάς του Θεού, εάν σπουδαίοι ώμεν και διεγηγερμένοι, ούτε η ησυχία ωφελεί ή αναχώρησις κόσμου, εάν ραθυμώμεν και αμελώμεν;»18. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο άγιος Συμεών, ο νέος εκείνος, μετά την θεωρία του Θεού που είχε, έπεσε από διαφόρους πειρασμούς σε «παντελή σκότωσιν». Την περίοδο εκείνη τον διαφύλαττε μόνον «η προς τον άγιον γέ­ροντα αγάπη και πίστις». Τον επισκεπτόταν συχνά στο κελλί του και του εξαγόρευε τα όσα έκανε, έστω και αν δεν εφήρ­μοζε τις εντολές του19.

Φαίνεται από το απόσπασμα αυτό ότι πολύ μεγάλη σημα­σία έχει η παρουσία του πνευματικού πατρός, που έχει διά­κριση και γνωρίζει να διαπαιδαγωγή σωστά τα πνευματικά του παιδιά, ακόμη και στην δύσκολη ηλικία των είκοσι ετών.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως το περιγράφει ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ήταν παιδί αγίων γονέων, αφού και οι δύο ζούσαν μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας. Μάλιστα, ο πατέρας του έκανε νοερά προσευχή και προς το τέ­λος της ζωής του έγινε μοναχός. Το ίδιο και η μητέρα του. Από μικρή ηλικία ο ίδιος ο Γρηγόριος ησχολείτο με την προ­σευχή και την άσκηση, ακόμη και τότε που ζούσε μέσα στα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Και μάλιστα, όταν άρχισε να διαβάζη τα μαθήματά του, έκανε προσευχή στην εικόνα της Θεοτόκου. Βλέπουμε εδώ την μεγάλη σημασία της ορθής εκ­κλησιαστικής αγωγής, η οποία τον ανέδειξε σε μεγάλη περιω­πή20.

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης θυμάται με πολλή συγκί­νηση την φράση του πατέρα του σε μια παιδική του απροσε­ξία, και τον τρυφερό τρόπο με τον οποίο τον διόρθωσε. Του είπε με ιλαρότητα: «Πού ήσουν χθες παιδί μου; Με πονούσε η καρδιά μου».

Και σε μια άλλη περίπτωση του είπε μετά από μισό χρόνο:

«Θυμάσαι, παιδί μου, που μου έβρασες χοιρινό κρέας στο χωράφι; Ήταν Παρασκευή και το έτρωγα σαν να ήταν πτώμα».

Τον ερώτησε: «Και γιατί δεν μου το είπες τότε;»

Ο πατέρας του απάντησε: «Δεν ήθελα να σε συγχύσω, παιδί μου».

Και διηγούμενος ο άγιος Σιλουανός γεγονότα από το πα­τρικό του σπίτι, έλεγε: «Να, τέτοιο γέροντα ήθελα να έχω: ποτέ δεν θύμωνε και ήταν πάντοτε μετρημένος και ήσυχος. Σκεφθήτε, έκανε υπομονή μισό χρόνο και βρήκε την κατάλληλη στιγμή, ώστε να με διορθώση και να μη με συγχύση»21.

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στης διδαχές του έχει μια ωραιοτάτη διδασκαλία για το πως πρέπει να παιδαγωγούν οι γονείς τα παιδιά τους. Θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπα­σμα, γιατί πιστεύω ότι είναι πολύ χαρακτηριστικό.

«Να κάμης μίαν εικόνα, του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, να έχη και τον Άγιον του παιδιού σου και όταν το παιδί σου σηκώνεται από τον ύπνον να σου γυρεύη ψωμί, μην του δίνης, μόνο να πάρης το ψωμί, να το βάλης ομπρός εις την εικόνα του Χριστού και νάν του ειπής: Εγώ, παιδί μου, δεν έχω ψωμί, ο Χριστός έχει. Σήκω να κάμης το σταυρό σου να παρακαλέσωμε τον Άγιόν σου να παρακαλέση τον Χριστόν να σου το δώση. Και έτσι το παιδίον παρακινείται δια την αγάπην του ψωμιού και ευθύς οπού ξυπνά, τον Άγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ο Διάβολος το παιδίον πως έχει την ελπίδα του εις τον Χριστόν και εις τον Άγιόν του, κατακαίεται και φεύγει. Κι έτσι να συνηθίζετε τα παιδιά σας νάν τα παιδεύετε από μικρά, δια να συνηθίζουν εις τον καλόν δρόμον»22.

Από τα λίγα αυτά παραδείγματα φαίνεται πώς εξασκείται η καλή αγωγή, πώς οι άγιοι αναδείχθηκαν στον βαθμό της αγιότητος, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο παιδαγωγός, αλλά και η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά.

  1. Θεολογικές ερωτήσεις

Όσοι ασχολούνται με την διαπαιδαγώγηση των παιδιών παρατηρούν ότι τα νήπια και τα παιδιά πολλές φορές διατυ­πώνουν θεολογικές ερωτήσεις, όπως: «τί είναι ο Θεός, πού κατοικεί ο Θεός, ποιος Τον γέννησε» κλπ. Πολλές φορές κά­νουν και άλλες ερωτήσεις για την Εκκλησία και τα μυστήρια. Γενικά, τα παιδιά διατυπώνουν θεολογικές ερωτήσεις που δη­μιουργούν πολλές φορές προβλήματα στους γονείς, αφού εκεί­νοι δυσκολεύονται να απαντήσουν, αφ’ ενός μεν γιατί δεν γνω­ρίζουν την σωστή απάντηση, αφ’ ετέρου δε γιατί δεν μπορούν να προσαρμόσουν τις απαντήσεις στο επίπεδο των παιδιών.

Το φαινόμενο του να ερωτούν θεολογικά ζητήματα τα παι­διά είναι φυσικό, διότι η ψυχή εκ φύσεως είναι χριστιανική. Και μάλιστα τα παιδιά που έχουν μια εσωτερική καθαρότητα, αφού, όπως είδαμε προηγουμένως ο νους τους είναι καθαρός, φωτισμένος, είναι φυσικό να διακατέχωνται από τέτοιες ερω­τήσεις, και να θέλουν να μάθουν γύρω από τον Θεό και την Εκκλησία.

Το θέμα πώς πρέπει να δίνονται οι απαντήσεις είναι μεγά­λο, απλώς σε όσα ακολουθήσουν θα το θίξουμε ακροθιγώς.

α) Κατ’ αρχάς θα πρέπη οι απαντήσεις μας να είναι σω­στές, να βρίσκωνται σε ορθή κατεύθυνση, αλλά και να είναι προσαρμοσμένες στην ηλικία των παιδιών. Είναι γνωστόν ότι η ανθρώπινη γνώση προσφέρεται η ίδια, αλλά είναι διαφορετική ανάλογα με την ηλικία των παιδιών. Δηλαδή, ιστορία μπορεί να διδάσκεται κανείς και στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, αλλά όμως η προσέγγιση στα ιστορικά γεγονότα είναι διαφορετική, ανάλογα με την διανοητική κατάσταση των ηλικιών. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνη και με τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την ερώτηση «τί είναι ο Θεός». Μια απάντηση είναι: «μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι ο Θεός όταν εκκλησιαζόμαστε. Γιατί εκεί αποκαλύπτεται ο Θεός. Κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, μπορούμε να κατα­λάβουμε την αγάπη και την ειρήνη του Θεού». Έτσι, κατ’ αρχάς μιλούμε κατά τρόπο θετικό. Προσπαθούμε να καθοδηγήσουμε τα παιδιά στην μελέτη της ζωής των αγίων, όπου φαίνεται η παρουσία του Θεού. Το ίδιο μπορούμε να απαντήσουμε σε ερωτήσεις που αναφέρονται στον διάβολο. Αφού πούμε στα παιδιά ότι πράγματι υπάρχει ο κακός δαίμων, όμως αμέσως πρέπει να αναφερόμαστε στην ύπαρξη των Αγγέλων, ώστε να δώσουμε στα παιδιά θάρρος, να μη διακατέχωνται από τον φόβο. Έτσι, στην μικρή ηλικία εργαζόμαστε περισσότερο θε­τικά, προσφέροντας βιώματα στα παιδιά.

β) Οι απαντήσεις σε θεολογικά ερωτήματα δεν πρέπει να είναι έτοιμες, λογικές, αλλά να δίνωνται κατόπιν προσευχής. Δηλαδή, θα προσπαθούμε να απαντούμε όχι βάσει των δικών μας δεδομένων, αλλά βάσει των προϋποθέσεων των παιδιών. Κάθε παιδί έχει το δικό του σκεπτικό, τις δικές του προϋπο­θέσεις. Εμείς προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτές τις ιδιαιτερότητες. Αυτό όμως δεν γίνεται τόσο λογικά, όσο προσευχητικά. Πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό να μας φωτίση τι πρέπει και πως πρέπει να μιλούμε. Είναι σίγουρο ότι μετά από μια σύντομη προσευχή, όποια σκέψη έλθη μέσα στον νου μας είναι καλύτερη από μια λογική σκέψη που είναι απόρροια της λογικής επεξεργασίας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πρέ­πει να αποκλείεται η κοινωνική πείρα και διερεύνηση του προ­βλήματος λογικά.

γ) Οι απαντήσεις πρέπει να είναι ανάλογες με την ηλικία του παιδιού, αλλά συγχρόνως και λογικοφανείς. Γιατί, αν απαν­τούμε φανταστικά, τότε κάνουμε κακό, επειδή αφ’ ενός μεν δεν θα γινόμαστε πιστευτοί, αφ’ ετέρου δε διότι θα υπάρξη κίνδυνος να αναπτυχθή και σε τέτοια ζητήματα επικίνδυνα ο κόσμος της φαντασίας του παιδιού με φοβερές συνέπειες. Για παράδειγμα. Ένα κορίτσι ρώτησε: «Πώς η Παναγία γέννησε τον Χριστό χωρίς να χάση την παρθενία της;». Η απάντηση θα μπορούσε να ήταν: «Ο Χριστός, ως Θεός, θεραπεύει τις σωματικές ασθένειες και αδυναμίες των ανθρώπων. Αυτό το βλέπουμε μέσα στην Αγία Γραφή. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο Χριστός δεν μπορεί να δημιουργή ασθένεια και πόνο. Δηλα­δή , με την γέννησή Του δεν θα μπορούσε να προκαλέση πόνο και φθορά στην Παναγία». Αυτή η απάντηση δεν είναι θεολο­γικά τεκμηριωμένη, ούτε ολοκληρωμένη, αλλά είναι μια λογικοφανής απάντηση για την ηλικία των παιδιών. Όταν όμως αναπτυχθή και μεγαλώση το παιδί, τότε θα πρέπη να συμπλη­ρώσουμε και να ολοκληρώσουμε την απάντηση.

δ) Πρέπει να προσέχουμε, ώστε οι απαντήσεις να είναι μεν λογικοφανείς, αλλά να μην εξαντλούν το θέμα. Στην ορθόδοξη θεολογία, όπως το αναλύει ο Μ. Βασίλειος, άλλο θέμα είναι «τί είναι ο Θεός», άλλο «ότι υπάρχει ο Θεός», και άλλο «το πως υπάρχει ο Θεός». Μερικές ερωτήσεις μπορούν να απαν­τηθούν, άλλες όμως δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν. Με αυ­τήν την έννοια υπάρχει η λεγομένη καταφατική και η λεγομένη αποφατική θεολογία. Το ίδιο ακριβώς πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας όταν βρισκόμαστε απέναντι σε θεολογικά ερωτήματα των παιδιών. Πάντα πρέπει να αφήνουμε περιθώρια για την βιωματική προσέγγιση στις θεολογικές αλήθειες

Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Τα παιδιά συνήθως ερωτούν: «Ποιός έκανε τον Θεό;» Η απάντηση μπορεί να ακολουθήση την εξής πορεία: «Ο Θεός δεν έχει σώμα για να γεννηθή, όπως γεννιόμαστε εμείς. Όμως ο Θεός υπάρχει. Τον εί­δαν οι άγιοι και μάλιστα Τον είδαν ως Φως που λάμπει, φωτί­ζει και θερμαίνει τον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι και εμείς πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό να μας φανερωθή, όπως φανερώθηκε στους αγίους. Να ζούμε όπως Εκείνος θέλει, και όπως έζησαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Και όταν ο Θεός αποκαλυφθή σε μας, τότε θα μας πη πώς υπάρχει. Έπειτα, ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, έγινε άνθρωπος, δηλαδή πήρε το δικό μας σώμα. Όταν Τον αγαπούμε και τηρούμε τις εντολές Του, τότε θα μας αποκαλύψη πολλά μυστήρια για τον Θεό». Μια τέτοια απάντηση κινείται σε θεολογικά πλαίσια, δεν είναι αφηρημένη, αλλά ταυτόχρονα αφήνει περιθώρια αναζητήσεως, δηλαδή δεν εξαντλείται σε λογικές επεξεργασίες.

Γενικά, βοηθούμε τα παιδιά να ζουν μέσα σε μια κοινότητα εκκλησιαστική, τα προτρέπουμε να εκκλησιάζωνται, και τότε αφ’ ενός μεν τα βιώματα της κοινότητος θα παίξουν έναν ρόλο στις θεολογικές τους αναζητήσεις, αφ’ ετέρου δε δεν θα εμποδίζωνται στην βίωση και γνώση πολλών θεολογικών πρα­γμάτων, γιατί, όπως γνωρίζουμε, η λογική δεν είναι το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά ο νους, καθώς επίσης υπάρχουν και άλλες ψυχικές λειτουργίες (συναίσθημα, φαντασία κλπ.) με τις οποίες ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα το παιδί, έχει επικοινωνία με το περιβάλλον. Θέτουμε στο παιδί υψηλούς στόχους, δεν το αφήνουμε να εξαντληθή σε ηθικολογικά πλαί­σια, αλλά ταυτόχρονα το βοηθούμε να ζήση την πραγματικότη­τα ότι οι πτώσεις βρίσκονται μέσα σε ανθρώπινα πλαίσια, γι’ αυτό κι αν κάποτε αμαρτήση, πρέπει να γνωρίζη ότι ο Θεός είναι έτοιμος να το συγχωρήση, αν, βέβαια, μετανοήση, αφού ο ίδιος είναι αγάπη.

  1. Συμπέρασμα

Η Εκκλησία κάνει λόγο για την καλή αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών. Η αγωγή στον άνθρωπο δεν αρ­χίζει από τότε που εισέρχεται στην εφηβική του ηλικία, με τις επαναστάσεις και τις ανακατατάξεις, γιατί τότε είναι λίγο αργά. Βέβαια, ποτέ δεν απελπιζόμαστε, αλλά αρχίζουμε την αγωγή, όταν καταλάβουμε ότι κάτι πρέπει να γίνη. Πάντως, εκείνο που έχει σημασία είναι να σκεπτόμαστε και να μας απασχολή η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, αμέσως με την σύλληψη, ακό­μη δε και πριν από την σύλληψη, γιατί, όπως έχουμε αναλύ­σει, παίζει μεγάλο ρόλο και το υλικό από το οποίο θα προέλθουν τα παιδιά, δηλαδή η πνευματική συγκρότηση των γονέων.

Οι φορείς της αγωγής, όμως, κυρίως οι γονείς και μάλιστα η μητέρα, για να ανταποκριθούν στο μεγάλο αυτό έργο της διαπαιδαγώγησης του παιδιού, που σημαίνει να διατηρήση το παιδί την ψυχική καθαρότητά του, ο νους του να παραμένη στο φωτισμό, και να τιθασεύση όλη την φθορά και την θνητό­τητα του σώματος, όπως εκφράζεται με τα διάφορα πάθη, ώστε να συντονίζωνται και να συμπορεύωνται με τον νου, και όχι να τον σκοτίζουν, πρέπει να διακρίνωνται από έμπνευση.

Πράγματι, η αγωγή, όπως την έχει καθορίσει η Εκκλησία, ως προσπάθεια να οδηγηθή ο άνθρωπος από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, απαιτεί μεγάλη θυσία, ανάληψη οδυνηρού σταυρού, μαρτύριο. Ο γονεύς που έχει έμπνευση μπορεί να ανταποκριθή σε αυτό το μεγάλο έργο. Αυτό σημαίνει ότι πρέ­πει να έχη όρεξη, αγάπη, διαρκή φροντίδα και τότε ο Θεός θα φωτίζη και θα ενεργή κατάλληλα. Και πράγματι, αξίζει κάθε θυσία για την πνευματική ανάπτυξη ενός ανθρώπου. Πρέπει να διαφυλάξουμε το παιδί ως κόρη οφθαλμού, ακριβώς γιατί είναι δώρο Θεού, και όχι μόνον να το διατηρήσουμε, όπως το λάβαμε, αλλά να το λαμπρύνουμε, με την Χάρη του Θεού, ακόμη περισσότερο.

Ιανουάριος 1998

* Ομιλία που διοργάνωσε η αδελφότης «Αγία Φιλοθέη», στο Παπαστράτειο Μέγαρο Αγρινίου, την 11-2-1998 και η ίδια ομιλία έγινε στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα του Αγίου Δημητρίου στο Seattle, την 3-5-1999

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

  1. PG 51. 21
  2. PG 54, 639
  3. Μ. Αθανασίου έργα, ΕΠΕ τόμ. 9. σελ. 50
  1. Ιω. Δαμασκηνού έργα, ΕΠΕ τόμ. 9, 182
  2. PG   54. 643
  3. Γρηγορίου Παλαμά έργα, ΕΠΕ τόμ. 10, 516 και εξής
  4. βλ. Αδελφής Μαγδαληνής: «Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορ-θόδοξη Εκκλησία σήμερα». Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου ESSEX Αγγλία 1994. σελ. 25

10.Γρηγορίου Νύσσης έργα, ΕΠΕ τόμ. 8, σελ. 458

11.ένθ. ανωτ. σελ. 454

12.ένθ. ανωτ. σελ. 460

13.ένθ. άνωτ. σελ. 460

  1. βλ. Αδελφής Μαγδαληνής, ένθ. ανωτ.
  2. SC. 196. σελ. 20
  3. Μ. Βασιλείου Προς τους Νεοκαισαρείς, ΕΠΕ τόμ. 3 σελ. 170
  4. Μ. Βασιλείου έργα, ΕΠΕ τόμ. 1, σελ. 246
  5. βλ. SC 104. σελ. 366,374
  6. ένθ. ανωτ. σελ. 386-388

20.βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ

  1. Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου: Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης,

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου ESSEX, Αγγλία 1988, σελ. 10-11

  1. Ιωάννου Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού διδαχαί και βιογρα­φία, εκδ. Τήνος, σελ. 18

«Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»

Share Button