Επιστολή του Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία περί της Συνόδου της Κρήτης

Ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία περὶ τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης
Δημητσάνα – Μεγαλόπολη, 12 Δεκεμβρίου 2016
Ἀγαπητοί συλλειτουργοί ἀδελφοί Ἱερεῖς,
Ἔγινε στίς 19-26 Ἰουνίου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἡ Πανορθόδοξη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὅπως ὀνομάστηκε. Γνωρίζω τό ἐνδιαφέρον Σας γιά νά μάθετε τά σχετικά μέ τήν Σύνοδο αὐτή, γιατί μέ ἐρωτούσατε σέ κατ᾽ ἰδίαν συναντήσεις, ἀλλά σᾶς ἔλεγα ὅτι θά ἀπαντήσω σέ ὅλους σας μέ μία γενική ἀπάντηση. Αὐτό πράττω τώρα κατά καθῆκον καί ὑποχρέωσή μου ὡς Ἐπίσκοπός σας.
1. Κατά πρῶτον ἔχω νά πῶ αὐτό πού ξέρετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζεται συνοδικά. Καί σεῖς οἱ Ἱερεῖς μέ τό ποίμνιό σας, τούς λαϊκούς χριστιανούς, κάνετε Σύνοδο καί τί… Σύνοδο!… «Θεία Λειτουργία» λέγεται ἡ Σύνοδος αὐτή καί λέγεται ἔτσι ἐπειδή εἶναι ἔργο τοῦ «λείτους», δηλαδή, τοῦ λαοῦ. Τό γνωρίζετε ὅτι χωρίς τό λαϊκό στοιχεῖο δέν μπορεῖτε νά τελέσετεθεία Λειτουργία. Αὐτή ἡ Σύνοδος, ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι πραγματικά «Ἁγία καί Μεγάλη». «Ἁγία», γιατί σ᾽ αὐτήν μέ τήν ἰδική σας δέηση, τοῦ Ἱερέα τήν δέηση, τήν ὁποία συνοδεύουν καί οἱ πιστοί χριστιανοί μέ τό «Σέ ὑμνοῦμεν…», ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μόνο στά Δῶρα, πού εἶναι πάνω στό ἅγιο Θυσιαστήριο, γιά νά τά μεταβάλει σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Σύναξη (τήν Σύνοδο) τῶν πιστῶν. Ἔτσι λέγεται στήν εὐχή τοῦ Καθαγιασμοῦ: «Κατάπεμψον τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα». Καί εἶναι «Μεγάλη» Σύνοδος ἡ θεία Λειτουργία, γιατί παρά τό ὅτι στά χωριά σας μπορεῖ νά ἔχετε ἐκκλησίασμα μέ πέντε γιαγιές, ὅμως στήν θεία Λειτουργία παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καί μυριάδες ἀγγέλων…», ὅπως τό λέγουμε στήν σχετική εὐχή.
Πάντοτε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία κάνει Συνόδους καί μάλιστα ἄργησε κατά πολύ στά τελευταῖα χρόνια νά συνέλθει σέ Σύνοδο. Γι᾽ αὐτό καί χαρήκαμε πολύ ὅταν ἀκούσαμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ συγκροτεῖ Πανορθόδοξο Σύνοδο. Ἔγινε ἡ Σύνοδος, στήν Ὁποία τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία ἐξεπροσώπευσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας μέ εἴκοσι πέντε περίπου Ἀρχιερεῖς, ἱερά Ἀντιπροσωπία αὐτή ὅλης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ὁποία συνοδεύσαμε ὅλοι μας μέ τήν προσευχή μας καί τήν ἀγωνία μας.

 

Ἀκούστηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, γιά τά λεχθέντα καί γραφέντα στήν Σύνοδο αὐτή καί καταθέτω καί ἐγώ τώρα, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἐνσυνείδητα καί τήν ἰδική μου γνώμη.
2. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀδελφοί μου Ἱερεῖς, μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά καταδικάσει μία αἵρεση καί γιά νά διευθετήσει βεβαίως διάφορα θέματα τάξεως καί πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά κυρίως ἡ Ἐκκλησία μας μεριμνᾶ ἰδιαίτερα γιά τήν πίστη τῶν τέκνων της, τήν ὁποία διατυπώνει σαφῶς στίς Συνόδους Της, διαχωρίζοντάς την ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση.
Ἀκούεται ἤδη ἀπό πολλά ἔτη γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἕνα θρησκευτικό κατασκεύασμα, πού θέλει τήν ἑνότητα ὅλων, παρά τήν διαφορετικότητα τῶν δογμάτων. Τό βάθος τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι στό συγκρητισμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν ὁποῖον ἐπολέμησαν μέ πάθος οἱ Προφῆτες της. Ναί! Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀγῶνες κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀπό τήν αἵρεση δέ αὐτή, τήν ὁποίαν οἱ γνῶστες της τήν λέγουν, ὀρθῶς, «παναίρεση», ἔχουν ἐπηρεαστεῖ καί πολλοί ἰδικοί μας ὀρθόδοξοι.
Μάλιστα δέ λέγουν ὅτι ὑπάρχουν καί κληρικοί, ἀνωτέρας μάλιστα βαθμίδος, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιάζονται ἀπό τά οἰκουμενιστικά κινήματα καί τά ὑποστηρίζουν στούς λόγους τους. Πάμπολλοι χριστιανοί μας εἶναι σκανδαλισμένοι ἀπό τά ἀκουόμενα οἰκουμενιστικά συνθήματα. Ὡς αἵρεση πάλι φέρεται καί ὁ Παπισμός. Ἐπειδή, λοιπόν, λόγω τῶν φιλοοικουμενιστῶν καί τῶν φιλοπαπικῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν χριστιανῶν μας, ὑπάρχει σύγχυση στόν ὀρθόδοξο χῶρο, θά ἔπρεπε – ἔτσι τό περιμέναμε – ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, μέ τό κῦρος της, νά ξεκαθαρίσει τά πράγματα καί νά ὁμιλήσει καθαρά περί τῶν δύο αὐτῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς μας καί νά ἀποτρέψει τόν πιστό ὀρθόδοξο λαό ἀπό αὐτές. Δέν τό ἔπραξε, παρά τό ὅτι τό ἐζήτησαν προσυνοδικά μετά πολλῆς ἐπιμονῆς καί παρακλήσεως πολλοί, κληρικοί καί λαϊκοί.
Βέβαια οἱ πιστοί ὀρθόδοξοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, γιατί ἔχουμε περί αὐτοῦ τίς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατρός, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· καί γιά τόν Οἰκουμενισμό πάλι γνωρίζουν οἱ πιστοί ὅτι εἶναι παναίρεση, ἀλλά λόγῳ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου καί τῆς διαφυλάξεως λοιπόν τοῦ πιστοῦ λαοῦ, θά περιμέναμε τήν καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Δέν τό εἴδαμε.
3. Ἀλλά, παραδόξως, δέν φαίνεται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νά καταδικάζει αἵρεσίν τινα, οὔτε νά ὁμιλεῖ περί αἱρέσεων, ἀντίθετα μάλιστα τίς αἱρέσεις καλεῖ «Ἐκκλησίας». Ἐδῶ, εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς μου, θά σταθῶ, γιά νά κάνω μιά ξεκαθάριση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία». Εἶναι μιά λέξη πού σημαίνει γενικά τήν συγκέντρωση, τήν συνάθροιση, τήν σύναξη τῶν ἀνθρώπων. Ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπό παλαιά ἡ λέξη αὐτή· ἔτσι καί οἱ παλαιοί ἔλεγαν «ἐκκλησία τοῦ Δήμου».
Ὁ χριστιανισμός ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά δηλώσει τήν πίστη του καί νά ἐκφράσει αὐτό πού ἔκανε, ἔλαβε ἄφοβα καί ἐλεύθερα κοσμικές καί πολιτικές ἐκφράσεις, ὅπως τίς λέξεις «κράτος», βασιλεία», «δύναμις», πού τίς ἀκοῦμε καί στήν θεία λατρεία («Ὅτι Σόν τό κράτος καί Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα…»). Τήν σχέση μας ὅμως μέ τόν Θεό τήν ἐκφράζουμε μέ τήν λέξη «πίστη» ἤ ἀκόμη καλύτερα μέ τήν λέξη «ἐκκλησία». Ὄχι μέ τήν λέξη «θρησκεία». Ὅταν λέγουμε «πίστη» ἐννοοῦμε ὅλο τό βίωμά μας, ὅλη τήν σχέση μας μέ τόν Θεό. Ἐννοοῦμε ὅλη τήν ἱερή μας οἰκογένεια, πού τήν λέγουμε καί «Ἐκκλησία».
Ὅταν λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα» (Ἰακ. 5,15), δέν ἐννοεῖ τήν προσευχή πού γίνεται μέ πίστη, ἀλλά τήν προσευχή πού κάνει ἡ Ἐκκλησία (αὐτή λέγεται «πίστη»), γι᾽ αὐτό καί ἔχει τήν δύναμη νά σώζει. Ὅταν προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία ἐν Μυστηρίῳ ὁπωσδήποτε ἀκούεται, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός ὁ τελῶν τό Μυστήριο Ἱερεύς. Τό ἴδιο σημαίνει καί ἡ ἔκφραση «πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» = τῆς Ἐκκλησίας τό συμπόσιο, πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἀλλά ἡ ἔκφραση «ἐκκλησία» εἶναι ἀκόμη πιό βαθειά καί πιό ἱερή γιά νά δηλώσει τήν Οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πατέρες καί ἀδελφοί μου, σαρκώθηκε καί ἦλθε στόν κόσμο γιά νά κάνει τήν Οἰκογένειά Του, ἥτις ἐστίν ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέ εἶναι Μυστήριο καί δέν μπορεῖ νά ὁρισθεῖ μέ ὁρισμούς. Νοοῦμε ὅμως καί γευόμεθα τό μυστήριο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας (ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά του) στήν Θεία Λειτουργία· γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό «Θυσιαστήριον», ἡ Ἁγία Τράπεζα δηλαδή, πάνω στήν Ὁποία τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Ἀφοῦ λοιπόν αὐτό, ἡ Θεία Λειτουργία, εἶναι Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά μετέχουν σ᾽ Αὐτήν ὅσοι δέν μετέχουν στήν Θεία Εὐχαριστία.
Καί ἐπειδή μέ τούς Καθολικούς, τούς Προτεστάντες καί τούς ἄλλους ἑτεροδόξους χριστιανούς δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μαζί, ἄρα αὐτοί δέν δικαιοῦνται νά ὀνομάζονται μέ τόν ἱερό ὅρο «Ἐκκλησία». Αὐτοί εἶναι ἁπλῶς θρησκευτικές κοινότητες. Καί ὅμως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τίς ἐκάλεσε «Ἐκκλησίας». Βέβαια, ὅπως μᾶς εἶπαν στήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου καί οἱ Πατέρες Ἀρχιερεῖς τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, οἱ μετασχόντες στήν Σύνοδο, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία», πού ἐλέχθη γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν χρησιμοποιήθηκε μέ τήν κυρία του, τήν δογματική ἔννοια, ἀλλά χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικῶς, μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος.
Ναί, ἀλλά ἡμεῖς στά θεολογικά κείμενά μας καί τίς θεολογικές ἐκφράσεις μας ἔχουμε ἄλλη ἔννοια περί «Ἐκκλησίας», αὐτήν πού παρουσιάσαμε παραπάνω. Καί ἐπειδή λοιπόν πρόκειται περί κειμένων Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πρέπει νά εἴμεθα πολύ ἀκριβεῖς στίς ἐκφράσεις μας. Μετά ἀπό μᾶς θά ἔλθουν ἄλλοι καί ἄλλοι καί θά βροῦν ἕτοιμη τήν χρήση τῆς ἔκφρασης «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς καί θά τήν χρησιμοποιήσουν λοιπόν αὐτοί περί τῶν αἱρετικῶν ἐλευθεριώτερον, μέ τήν σωστή μάλιστα δικαιολογία ὅτι ἡ ἔκφραση χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως ἀπό Σύνοδο. Διά τοῦτο καί πολύ δικαίως ἔγινε ἐξέγερση ἰσχυρῶν θεολόγων κατά τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς, τό νά ὀνομασθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι «Ἐκκλησίες», καί θεώρησαν αὐτήν λίαν ἡμαρτημένη διά συνοδικό μάλιστα κείμενο.
4. Ἀλλά ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς κατά τήν Ἱεραρχίαν τοῦ Μαΐου ἐ.ἔ. δέν εἴχαμε διατυπώσει τοιαύτη λανθασμένη ἔκφραση. Γιατί λοιπόν παρηλλάγη τό κείμενό μας; Τό ἰδικό μας κείμενο τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου ἔλεγε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ὀρθοδοξοτάτη. Ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλη τήν Ἱεραρχία μας καί αὐτήν τήν πρόταση ὤφειλε ἡ Ἀντιπροσωπία μας νά ὑποστηρίξει καί νά μήν παραλλάξει στήν Σύνοδο.
Ὅμως ἡ πρόταση παρηλλάγη στήν ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἡμαρτημένη διά τόν λόγον πού εἴπαμε, ὅτι δηλαδή σ᾽ αὐτήν ὀνομάζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει «αἱρετικές». Καί ἀφοῦ λοιπόν εἶναι αἱρετικές οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές, πῶς τίς ἀποκαλοῦμε «ἀδελφές»; Ἀλλά ὁ ἰσχυρός θεολογικός νοῦς τοῦ καλοῦ Ποιμένος τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἀποκαλεῖ τήν ἔκφραση αὐτή σαφῶς «ἀντορθόδοξη»!
Θά προσπαθήσω, Πατέρες, νά σᾶς ἐξηγήσω μέ ἁπλότητα τό ἀντορθόδοξο πράγματι τῆς ἔκφρασης «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» μέ βάση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου: Εἶναι μία ἔκφραση ἀντιφατική. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πᾶσα ἀλήθεια καί δέν μπορεῖ νά πλανᾶται. Ἄν πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση εἶναι πλάνη. Τό νά λέγουμε λοιπόν «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», τό νά συνάπτουμε, δηλαδή, αὐτά τά δύο ἀντίθετα, σημαίνει ὅτι δεχόμεθα πλάνη στήν Ἐκκλησία καί ἀλήθεια στήν αἵρεση! Τραγέλαφος!
Ναί, αὐτό σημαίνει ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας διατυπώνοντας τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί δεχομένη αὐτήν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, δέν ἤθελε νά ἐκφράσει τήν παραπάνω κακοδοξία, ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι σέ Συνοδικά κείμενα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια καί ἡ σαφήνεια. Δέν ἐπιτρέπεται σέ Συνοδικά κείμενα τοιαῦτες κακόδοξες ἐκφράσεις.
Τό πρᾶγμα, κατά τήν ἔρευνα τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἔχει μία προϊστορία. Στήν «Λουκάρειο Ὁμολογία», πού ἐγράφη ἤ υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη, λέγεται κάπου ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν πορεία της μπορεῖ νά πλανηθεῖ καί ἀντί γιά τήν ἀλήθεια νά πεῖ ψεῦδος. Λέγει ἐπί λέξει ἡ σχετική πρόταση: «Ἀληθές καί βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι».
Τό νόημα τῆς πλάνης τῆς προτάσεως αὐτῆς τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως διατυπώνεται ἀκριβῶς μέ τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, κατά παραποίηση τῆς πρώτης ὀρθοδοξοτάτης ἐκφράσεως τῆς Ἱεραρχίας μας. Ἡ Σύνοδος ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1638 ἀναθεμάτισε τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη γιά τήν παραπάνω ἀντορθόδοξη ἔκφρασή του,ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἁμαρτήσει καί νά πλανηθεῖ. Πάντως ἡ λανθασμένη ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» θά παραμείνει τώρα, ἄν ἀναγνωρισθεῖ ἡ Σύν¬οδος τῆς Κρήτης, ὡς ἐπίσημα γραμμένη σέ κείμενό της καί θά χρησιμοποιεῖται εὖ καί καλῶς καί λίαν ἐλευθέρως ὡς ἐπιτρεπτή καί ἔγκυρη. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, ἡ λέξη Ἐκκλησία δόθηκε γιά πρώτη φορά σέ χριστιανούς πού βρίσκονται ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν τόν 20ο αἰ. μέ τό διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ ἔτους 1920.
Ὁ Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου εἰς κείμενόν του πρός τήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου ἐ.ἔ. παραπονεῖται δικαίως διά τό ὅτι ἡ νέα πρόταση μέ τήν ἐσφαλμένη ἔκφραση δέν ἐμελετήθη ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας, ἀλλά ἔγινε «κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο», χαρακτηρίζει δέ τόν μέν συντάκτη τῆς πρότασης ὅτι «δέν γνωρίζει τήν δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τήν δέ ἐπίμαχο φράση «διπλωματική καί ὄχι θεολογική».
Εἶναι φράση πού διευκολύνει τήν αἵρεση καί παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, λέγουμε ἡμεῖς.
5. Στό τελικό κείμενο τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἱεραρχίας μας, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πάλι ἀπό τόν Σεβασμιώτατο ἅγιο Ναυπάκτου, ὑπάρχει καί ἄλλο σοβαρό δογματικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος. Γράφει τό κείμενο: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Καί τήν πρώτη πρόταση τοῦ κειμένου αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ναυπάκτου πάλι τήν εὑρίσκει «κακόδοξον καί ἀντορθόδοξον».
Ναί! Εἶναι τοιαύτη ἡ πρόταση αὐτή γιατί ἐκφράζει τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Λούθηρος καί οἱ μετ᾽ αὐτόν Καλβίνος καί Σβίγγλιος ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν Ρώμη, γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀνέπτυξαν τήν θεωρία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνῆκαν πλέον αὐτοί, ἦταν κατ᾽ αὐτούς ἑνωμένη, ἐνῶ οἱ ἐπί γῆς ὁρατές Ἐκκλησίες (σέ μιά ἀπ᾽ αὐτές – τῆς Ρώμης – ἀνῆκαν πρῶτα αὐτοί) εἶναι διεσπασμένες καί προσπαθοῦν καί ἀγωνίζονται νά βροῦν τήν ἑνότητά τους.
Καί ὁ ἰδικός μας ὀρθόδοξος θεολόγος Λόσσκυ ἐλέγχοντας τήν προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία χωρίζει τήν Ἐκκλησία σέ ὁρατή καί ἀόρατη, τήν παραλληλίζει μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἐχώρισε τήν θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν θεωρία αὐτή τῶν Προτεσταντῶν περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπόκειται στήν ἔκφραση τοῦ Συνοδικοῦ κειμένου πού κρίνουμε, «ξεκινοῦν – λέγει ὁ ἅγιος Ναυπάκτου – ἄλλες θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». Ἄρα, … πρέπει πολύ νά προσέξουμε.
Ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας…», εἶναι περίεργη. Θά πάω τώρα λίγο ἀλλοῦ τό θέμα, πατέρες, γιά νά νοήσετε τήν πλάνη τῆς ἔκφρασης. Σᾶς ἐρωτῶ, συλλειτουργοί μου ἀδελφοί: Γιατί τό θαῦμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό καλοῦμε «μεταβολή» τῶν θείων Δώρων καί ὄχι «μετουσίωση»; Γιατί ἡ ἔκφραση «μετουσίωση» ὑπενθυμίζει τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη περί τῶν ἰδεῶν, περί τῶν ἀρχετύπων, πού εἶναι κατ᾽ αὐτούς ἡ οὐσία τῶν ἐπί γῆς πραγμάτων.
Ἔτσι ὁ ὅρος «μετουσίωση» γιά τήν ἔκφραση τῆς θείας Εὐχαριστίας δηλώνει ὅτι μεταβάλλονται ὄχι αὐτά τά ἴδια τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ἀλλά τά ἄνω ἀρχέτυπά τους, οἱ ἰδέες. Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς, ἐπαναλαμβάνω, τό θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας τό καλοῦμε «μεταβολή» καί «ὄχι μετουσίωση». Ὁμοίως τώρα καί ἡ ἔκφραση «ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» μᾶς παραπέμπει κάπως σ᾽ αὐτήν τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά τήν χρησιμοποιοῦμε περί τῆς Ἐκκλησίας, μήπως μᾶς κατηγορήσουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή προτεσταντίζουμε· ὅτι θέλουμε τάχα νά δηλώσουμε μέ τήν ἔκφραση αὐτή τήν πραγματική ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας, ἔναντι τῆς ἐπί γῆς ὁρατῆς. Σ᾽ αὐτό πιθανόν νά δώσει ἀφορμή καί τό ἀμέσως ἀκολουθοῦν «παρά ταῦτα» στήν συνέχεια τοῦ λόγου.
6. Δέν σᾶς εἶπα, πατέρες μου Ἱερεῖς, γιά ὅλα τά θέματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἀλλά γιά ἕνα μόνο, τό πιό σοβαρό ἴσως, γιατί εἶναι ἐκκλησιολογικό. Γιά τό κείμενο τῆς Συνόδου, στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό θέμα αὐτό πού σᾶς ἔθιξα, τό ἐπιγραφόμενο «Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ λόγιος Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου λέγει ἐπί λέξει στήν κατάθεσή του στά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἐ.ἔ.: «Ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι τό κείμενο αὐτό ὄχι μόνον δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά συγχρόνως δέν εἶναι καθαρό, δέν ἔχει καθαρές προοπτικές καί βάσεις, εἶναι διπλωματικό.
Ὅπως ἔχει γραφῆ, διακρίνεται ἀπό μία διπλωματική δημιουργική ἀσάφεια. Καί ὡς διπλωματικό κείμενο δέν ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους οὔτε τούς ἑτεροδόξους». «Τό κείμενο ἔχει πολλά προβλήματα, παρά τίς μερικές γενικές καλές διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». «Πολλοί κατάλαβαν ὅτι τό κείμενο αὐτό γράφτηκε καί ἀποφασίσθηκε ἐν σπουδῇ καί δέν εἶναι ὁλοκληρωμένο, ἀφοῦ μάλιστα ὑπογραφόταν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τήν Κυριακή τό πρωΐ, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας»!…
Οἱ περικοπές αὐτές τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου εἶναι πολύ σημαντικές καί πρέπει νά ληφθοῦν σοβαρά ὑπ᾽ ὄψιν καί νά μήν παραθεωρηθοῦν.
7. Μᾶς ἐρωτοῦν πολλοί: Θά ἀναγνωρίσουμε τήν Σύνοδο αὐτή; Αὐτό θά ἀποφασισθεῖ ἀπό ὅλους τούς Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας πάντως κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ παρέχει ἄνεση λόγου γιά κάθε ἐκφραζομένη ἄποψη καί εἶναι δεκτικός ὅλων τῶν θέσεων. Τόν εὐχαριστοῦμε γι᾽ αὐτό. Πάντως ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων γνωρίζουμε ὅτι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους γίνονταν πολλές Συνεδριάσεις γιά πολλά χρόνια.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀποφάσισε ὅτι τά κείμενα τῆς Συνόδου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης μπορεῖ νά διαφοροποιηθοῦν σέ μερικά σημεῖα καί νά ἀναπτυχθοῦν ἀπό μία μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά τελειοποιηθοῦν καί νά ἔχουν ἔτσι μία πανορθόδοξη συμφωνία. Γιατί τώρα στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν συμμετεῖχαν τέσσερα Πατριαρχεῖα, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας. Ἔτσι συνέβαινε στήν ἱστορία τῶν Συνόδων, ξαναλέμε. Γίνονταν πολλές συνεδριάσεις πού κρατοῦσαν πολλά χρόνια. Καί οἱ Συνεδριάσεις αὐτές θεωροῦνταν ἔπειτα ὡς μία Σύνοδος.
8. Ἴσως, πατέρες Ἱερεῖς, νά σᾶς φαίνονται λεπτομερῆ καί κάπως περίεργα αὐτά πού σᾶς εἶπα καί νά μέ κατηγορήσετε μάλιστα ὅτι ἡ μάχη δίνεται στίς λέξεις καί τίς ἐκφράσεις. Καί ὅμως, πατέρες μου, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας ἐκφράζεται μέ τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων, πού εἶναι φορτισμένες μέ βαρύ θεολογικό νόημα. Καί ὅπως τό γνωρίζουμε, ἡ Ἐκκλησία μας ἔδωσε μεγάλες μάχες γιά τήν σωστή διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας.
Ἔχουμε ἀνάγκη πολλῆς προσευχῆς καί συνέσεως. Ὄχι βεβιασμένες ἐνέργειες.
Θά περιμένω, ἀγαπητοί συλλειτουργοί μου ἀδελφοί, τίς ἐρωτήσεις, τίς ἀντιρρήσεις καί διαφωνίες Σας ἐπί τῶν λεχθέντων καί θά μιλήσουμε πάλι περί τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης. Εὔχεσθε καί ὑπέρ ἐμοῦ.
Μέ εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Share Button